Είναι εκλεκτή απόλαυση και φροντιστήριο κινηματογράφου ταυτόχρονα να συζητάς με έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες σκηνοθέτες, με έναν πραγματικό δάσκαλο που υπηρετεί πιστά την έβδομη τέχνη εξήντα χρόνια τώρα, προερχόμενος από μια προικισμένη γενιά κινηματογραφιστών, η οποία καθόρισε το εγχώριο σινεμά για δεκαετίες.
Αφορμή αυτής της συνάντησης, που έγινε στον φιλόξενο κήπο του Νομισματικού Μουσείου, δεν ήταν κάποια νέα ταινία του ‒ένα ενδεχόμενο που αφήνει ανοιχτό για το προσεχές μέλλον, μολονότι φοβάται ότι ο χρόνος που έχει μπροστά του δεν απεριόριστος‒ αλλά το 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Άνδρου (1/8-20/8), ένα από τα πιο αξιόλογα της περιφέρειας, του οποίου έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση.
Αρχικά ήθελε να περιοριστούμε κυρίως εκεί, εν τέλει όμως ανοίχτηκε κι έτσι πιάσαμε κουβέντα για πολλά. Για τα αρχικά του βήματα όταν ήταν δεκαεννιά χρονών στη Φίνος Φιλμ και τις πρώτες του ταινίες μέχρι την ώριμη φιλμογραφία του, για τις κινηματογραφικές αλλά και τις θεατρικές του επιδόσεις, τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες που ξεχωρίζει –σπάνια ένας δημιουργός αναφέρεται τόσο εκτενώς και τόσο επαινετικά σε συναδέλφους του στη διάρκεια δικής του συνέντευξης‒, για τα «ψαλίδια» της χούντας, για την «εμμονή» του ίδιου και άλλων συναδέλφων του της ίδια γενιάς με τα ιστορικά θέματα και ειδικά αυτά που αφορούν τον Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή περίοδο («είχαμε ανάγκη να μάθουμε»), για το νέο ελληνικό σινεμά, στο πλαίσιο του οποίου δραστηριοποιούνται και τα δυο παιδιά που έχει αποκτήσει με τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη, ο Αλέξανδρος και η Κωνσταντίνα («όλη η οικογένεια κινούμαστε γύρω από ιστορίες»).
Για την ιδιαίτερη σχέση που διατηρεί με τη Βόρεια Ελλάδα, για τις θερινές διακοπές που μέχρι πρόσφατα του ήταν άγνωστη έννοια, για την Αθήνα της νεότητάς του, που την ήξερε «απέξω κι ανακατωτά» ‒θα μπορούσε να μιλά ώρες γι’ αυτή‒, για τις δυσκολίες των γυρισμάτων κα την αμέριστη αγάπη του για τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς του, για μια ταινία για το ’21 που σκεφτόταν, αλλά δίσταζε να προχωρήσει, για τα πιο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα που τον αγγίζουν μεν, αλλά δεν τον εμπνέουν δημιουργικά και απορεί γιατί.
Για την οδό Αθηνάς, που υπήρξε κάποτε «η μεγαλύτερη σχολή κινηματογράφου», για το διάσημο επίθετό του, που κάποτε θεωρούσε τροχοπέδη, για τη διεθνή καριέρα που ηθελημένα δεν έκανε, για το αττικό φως επίσης, του οποίου δηλώνει λάτρης. Όσα κι αν αφηγήθηκε όμως, δεν ξέχασε, κλείνοντας, να αναφερθεί ξανά στο Φεστιβάλ της Άνδρου. «Να το προβάλετε οπωσδήποτε!» ήταν η τελευταία του κουβέντα.
Πλέον μπορείς να κάνεις γύρισμα ακόμα και με ένα smartphone. Οι δυνατότητες που έχει σήμερα ένας σκηνοθέτης να φτιάξει και να δείξει τις εικόνες που έχει στο μυαλό του είναι πολύ μεγαλύτερες, συναρπαστικές θα έλεγα. Απαραίτητες προϋποθέσεις για μια καλή ταινία εξακολουθούν να είναι, βέβαια, οι καλοί ηθοποιοί και το δυνατό σενάριο.
— Ας ξεκινήσουμε από το 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Άνδρου, που ξεκινά την 1η Αυγούστου και που έχετε εξαρχής «υιοθετήσει». Τι το ιδιαίτερο έχει η φετινή διοργάνωση και γιατί να τη βάλει κάποιος φιλότεχνος στον πρόγραμμά του;
Καταρχάς, επειδή η Άνδρος είναι κοντά, δύο ώρες από την Αθήνα! Επιπλέον, είναι ένα νησί με πολλές ομορφιές και, εκτός από το φεστιβάλ καθαυτό, που γίνεται στο Ανοικτό Θέατρο της Χώρας, υπάρχουν η καταπληκτική έκθεση του Γιώργου Ρόρρη στο Ίδρυμα Γουλανδρή, η κινηματογραφική λέσχη, που λειτουργεί όλο τον χρόνο και φέτος έχει αφιέρωμα σε μεγάλες ταινίες της δεκαετίας του ’60 –στον χώρο όπου στεγάζεται, μάλιστα, ανεβαίνουν και θεατρικές παραστάσεις τον χειμώνα‒, υπάρχει γενικότερα μια πλούσια καλλιτεχνική ζωή.
Ξέρετε, κάτι που κατάλαβα μεγαλώνοντας είναι γιατί σχεδόν κάθε πόλη στην αρχαία Ελλάδα είχε το θέατρό της· αυτό συνέβαινε, λοιπόν, γιατί λειτουργούσαν επίσης ως χώροι γιορτής, συνάντησης και επικοινωνίας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το Ανοικτό Θέατρο της σύγχρονης Άνδρου, το δε φεστιβάλ δεν είναι διαγωνιστικό, αλλά προσπαθεί να φέρνει στο νησί σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα που επιλέγουμε όλο τον χειμώνα εγώ και η Αναστασία Καβαλάρη. Έχοντας αποκτήσει τόσο την αγάπη του καλλιτεχνικού κόσμου όσο και του φιλότεχνου κοινού, μάλιστα, φιλοξενεί και μεγάλες παραγωγές που θα θεωρούνταν οικονομικά ασύμφορο να μεταφερθούν εκεί.
Φέτος, λοιπόν, θα έχουμε τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, τον «Ορέστη» του Ευριπίδη από τον Κακλέα, τον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ από τον Χειλάκη αλλά και τον «Νικήρατο», το πρώτο θεατρικό έργο που γράφτηκε στη νεότερη Ελλάδα από την Ευανθία Καΐρη (1826), είναι εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση και το σκηνοθετεί ο Γιώργος Δάμπασης, θέατρο σκιών, καλλιτεχνικό εργαστήρι για παιδιά, συναυλία με τους Νατάσσα Μποφίλιου, Γεράσιμο Ευαγγελάτο και Θέμη Καραμουρατίδη, χιπ-χοπ ακούσματα (Ταφ Λάθος - Στίχοιμα), αφιερώματα στον Ανδριώτη φιλόσοφο και αγωνιστή Θεόφιλο Καΐρη, αδελφό της Ευανθίας, και στην επαναστατημένη Άνδρο του ’21 επίσης.
— Βλέποντας τα θεατρικά σχήματα που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ, θυμάμαι ότι, εκτός από τον κινηματογράφο, έχετε σκηνοθετήσει και στο θέατρο.
Ναι, έχω κάνει μερικά πράγματα. Συνεργάστηκα με το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, με τον Λάκη Λαζόπουλο στις πρώτες παραγωγές του, σκηνοθέτησα την τελευταία παράσταση της Έλλης Λαμπέτη.
Γενικά μιλώντας, όμως, σε σχέση με αυτό που ζω όταν κάνω μια ταινία, οπότε βρίσκομαι καθημερινά σε διαφορετικό χώρο, αντιμέτωπος με διαφορετικές κάθε φορά προκλήσεις, η θεατρική σκηνοθετική εμπειρία μού φαίνεται πολύ λιγότερο συναρπαστική. Ούτε υπήρξα ποτέ καθαρόαιμος θεατρικός σκηνοθέτης, που να θέλει να υπηρετεί μια συγκεκριμένη άποψη. Στο σινεμά είναι αλλιώς, μόνο στις «Νύφες» χρειάστηκε να κάνω 1.100 πλάνα.
Υπάρχει μεγαλύτερη αμεσότητα και βέβαια περισσότερος κόπος, χτυπάς δεκάωρα καθημερινά και όταν έχει περάσει το επτάωρο κι έχω ακόμα μπροστά σκηνές δύσκολες, συνήθως σταματώ το γύρισμα για την επομένη, γιατί ξέρω ότι και οι ηθοποιοί έχουν κουραστεί και δύσκολα θα αποδώσουν. Το να κάνεις κινηματογράφο σημαίνει να δίνεις μια διαρκή μάχη κι αυτό με κέντριζε ήδη από την εποχή του Φίνου.
Πολύ σημαντική όμως είναι και η δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας – ένα καλό παράδειγμα είναι ο σχεδόν συνομήλικός μου Γιώργος Αρβανίτης, ένα φτωχόπαιδο από την επαρχία που αποδείχτηκε μεγάλο ταλέντο. Ο Γιώργος, που λες, μου έκανε ένα άψογο color correction στις «Νύφες» δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προβολή τους, λες και ήξερε απέξω όλους τους διαλόγους, χωρίς να έχει ξαναδεί την ταινία και χωρίς καν να μιλά αγγλικά!
— Ναι, είναι γνωστό ότι είχατε μαθητεύσει στον Φίνο από νεαρή ηλικία.
Τουλάχιστον μία πενταετία, μέχρι το 1965-66, οπότε έκανα τις πρώτες δικές μου ταινίες, τον «Κλέφτη» και τον «Τζίμη τον Τίγρη», ο οποίος βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μιλάμε για πολλή δουλειά, από τα δεκαεννιά μου χρόνια και μέχρι πρόσφατα τα καλοκαίρια πάντοτε δούλευα, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι του κινηματογράφου, θερινές διακοπές δεν ήξερα τι σημαίνουν.
Παλιότερα, ξέρετε, όλες σχεδόν οι ταινίες γυρίζονταν καλοκαίρι. Αλλά και οι ταινίες που γυρίζονταν άνοιξη, το καλοκαίρι ολοκληρώνονταν στο μοντάζ, ώστε να είναι έτοιμες τον Σεπτέμβριο να πάνε Θεσσαλονίκη.
— Η Αθήνα εκείνης της εποχής;
Ήταν ένα μεγάλο και πολύ ζωντανό χωριό, που το ήξερα απέξω κι ανακατωτά. Κοντά στον Φίνο, που με αγαπούσε ιδιαίτερα, γνώρισα και όλους τους μεγάλους ηθοποιούς της εποχής αλλά και τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Λογοθέτη, τον Κουν ‒εδώ, πάνω από το Νομισματικό ήταν το διαμέρισμά του, εδώ απέναντι πάλι καθόταν ο Φωτόπουλος και έπινε τον καφέ του‒ τη στοά Ορφέα στο Αρσάκειο, που τότε τη λέγαμε «στοά του σινεμά», το καφέ Μπραζίλιαν στη Βουκουρεστίου, όπου σύχναζαν λογοτέχνες και ποιητές, το Κέντρο Κινηματογράφου στην πρώτη του διεύθυνση στη στοά του Απότσου, στην Πανεπιστημίου, αργότερα.
Θυμάμαι ακόμα την οδό Αθηνάς, που ήταν η μεγαλύτερη σχολή κινηματογράφου με τις φάτσες, τις χειρονομίες, τα περιστατικά, τις εικόνες και τα σκηνικά που συναντούσες στη διαδρομή από Ομόνοια μέχρι Μοναστηράκι…
— Αλλά πώς μπήκατε εξαρχής στο τριπ του σινεμά;
Από παιδί με είχε γοητεύσει το ρολάρισμα της μηχανής προβολής. Γεννήθηκα στα Πατήσια, στην οδό Νάξου, πολύ κοντά στο τότε θερινό σινεμά Ηλέκτρα, και όταν σουρούπωνε περιμέναμε τα πιτσιρίκια να ακούσουμε αυτόν τον ήχο –υπήρχε τόση ησυχία στη γειτονιά, ώστε ακουγόταν ξεκάθαρα– για να τρέξουμε να χωθούμε στην αίθουσα! Ήδη από τότε μου έκανε «κλικ» ο κινηματογράφος, ειδικά που δεν είχα και κάνα ιδιαίτερο ταλέντο στα μαθήματα του σχολείου.
Θυμάμαι κιόλας πόσο είχα εντυπωσιαστεί όταν είχε γίνει ένα γύρισμα μπροστά στο σπίτι μας. Ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης που ξεχώριζε με το παράστημα και το δερμάτινο σακάκι του, ο φωτογράφος, οι τεχνικοί, όλοι είχαν μαζευτεί εκεί κι εγώ, γυμνασιόπαιδο τότε, δεν χόρταινα να κοιτάω. Αργότερα, που ξεκίνησα την καριέρα μου, επιχείρησα να χρησιμοποιήσω ψευδώνυμο γιατί το «Βούλγαρης» ακουγόταν κάπως τότε, παρέπεμπε σε «ΕΑΜοβούλγαρους» κ.λπ. «Παντ Μπούγκλερ» ήθελα να το κάνω!
Ωστόσο, παρά το ψώνιο μου με το σινεμά, προσπάθησα αρχικά να σπουδάσω κάτι πιο αναγνωρίσιμο, πιο παραγωγικό, έδωσα λοιπόν εξετάσεις στη Νομική, αλλά απέτυχα και τότε πήγα να γραφτώ στον Σταυράκο. Μετά ήρθε ο Φίνος, όπου γνώρισα όλους τους επώνυμους ηθοποιούς της εποχής, και στη συνέχεια ξεκίνησε η δική μας μεγάλη παρέα, εγώ, ο Αγγελόπουλος, ο Νικολαΐδης, ο Παπαστάθης και άλλοι, μια «φουρνιά» δεκαπέντε-είκοσι κινηματογραφιστών που έμελλε να γράψει τη δική της ιστορία.
— Εκτός του ότι έγραψε τη δική της κινηματογραφική ιστορία η γενιά σας, ασχολήθηκε κατά κόρον με θέματα ιστορικά.
Ναι, διότι εκείνο που μας έτρωγε ήταν να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και μέσα από ποια γεγονότα περάσαμε για να φτάσουμε ως εδώ, τι έγινε στον Εμφύλιο, τι σήμαινε δεξιά και τι αριστερά κ.λπ., θέματα που εξακολουθώ να ψάχνω. Υπόψη, ήταν πολύ περιορισμένη τότε η γνώση, λογοκριμένη επίσης, διότι είχαμε χούντα. Για να γυρίσουμε, ξέρεις, τότε μια ταινία, έπρεπε να υποβάλουμε το σενάριο στο υπουργείο Προεδρίας και να πάρουμε άδεια από την επιτροπή λογοκρισίας, μάλιστα μπορούσε να πέσει και εκ των υστέρων «ψαλίδι».
— Επί χούντας είχατε γυρίσει κάποιες από τις πιο γνωστές ταινίες σας, όπως το «Προξενιό της Άννας» και το «Happy day».
Πράγματι, επίσης τον «Χορό των Τράγων» και τον «Μεγάλο Ερωτικό». Καμία από αυτές δεν είχε λογοκριθεί, υπήρξαν ωστόσο «παρατηρήσεις» πάνω στα σενάρια και σε κάποιες σκηνές.
— Το «Happy Day» το συμπεριλαμβάνει, ξέρετε, ο Κωνσταντίνος Κυριακός στις «δυνάμει queer» ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Σοβαρά; Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό, επρόκειτο άλλωστε ουσιαστικά για μια κινηματογραφική μεταφορά του «Λοιμού» του Ανδρέα Φραγκιά. Συμβαίνει, όμως, συχνά κριτικοί και θεατές να ερμηνεύουν κάποιες ταινίες ή σκηνές από ταινίες διαφορετικά από τον σκηνοθέτη κι αυτό είναι μέσα στη μαγεία του σινεμά.
Είχα κιόλας ταλαιπωρηθεί αρκετά με το «Happy Day», η Μακρόνησος ήταν ταμπού, ο αστυνομικός διευθυντής στο Λαύριο, όπου αποτάθηκα για να πάρω άδεια για τα γυρίσματα, είχε απορήσει, «τι θες εκεί, στην ερημιά!», έλεγε συνεχίζοντας να τρωγοπίνει, γιατί τον είχα πετύχει σε μια ταβέρνα. Εγώ δικαιολογούμουν ότι χρειαζόμουν μια συγκεκριμένη λήψη του Σουνίου, «ε, πάρε μια βάρκα και πήγαινε στα ανοιχτά!», μου έκανε. Εν τέλει τον έπεισα κι έτσι «αποβιβαστήκαμε» στη Μακρόνησο με τον Σαββόπουλο, που θα έγραφε τη μουσική της ταινίας, και μερικούς φίλους…
— Είναι αλήθεια ότι ο Εμφύλιος σημάδεψε για πολλές δεκαετίες αυτήν τη χώρα σε πολλά επίπεδα και ως εκ τούτου προσφέρει άφθονο υλικό.
Ήταν μια τρομακτική εμπειρία, ειδικά για τη Βόρεια Ελλάδα, όπου δόθηκαν οι σκληρότερες μάχες και όπου μετακινήθηκαν ολόκληροι πληθυσμοί που δεν μπορούσαν ύστερα να γυρίσουν πίσω. Και η ιστορία αυτή δεν έχει τελειώσει, ακόμα γράφεται. Όταν γύριζα την «Ψυχή Βαθιά» πάνω στον Γράμμο γνώρισα από κοντά συγγενείς και απογόνους μαχητών του ΔΣΕ, έχουν φτιάξει και συλλόγους για τη διατήρηση της μνήμης, επισκέπτονται χωριά που είχαν εκκενωθεί και τοποθεσίες όπου είχαν δοθεί μάχες κ.λπ.
— Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, ήταν «Σλαβομακεδόνες», που πλήρωσαν, νομίζω, και το μεγαλύτερο τίμημα.
Έτσι είναι, δυστυχώς. Μόνο πάνω από την Καστοριά, που είχα γυρίσει τότε τα μέρη, υπήρχαν καμιά δεκαριά χωριά «ντόπιων» που εγκαταλείφθηκαν στην τελευταία φάση του Εμφυλίου και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν σε αυτά ούτε όταν άλλαξε η πολιτική κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη και άνοιξαν τα σύνορα. Δεν τους αναγνώριζαν οι ελληνικές Αρχές και έπρεπε να καταθέσουν εξαρχής χαρτιά για ιθαγένεια. Ούτε περιουσίες μπορούσαν να διεκδικήσουν βέβαια.
Γενικότερα, ήταν μια τραγική ιστορία που εξακολουθεί να με κυνηγάει, ακόμα με ψάχνουν για να μου διηγηθούν ιστορίες ανθρώπων που έφυγαν μικρά παιδάκια από τον τόπο τους και ταλαιπωρήθηκαν πολύ. Ένας, θυμάμαι, κατάφερε με τα πολλά να επιστρέψει και να εγκατασταθεί όχι στον τόπο καταγωγής του αλλά στην Καβάλα – και πόσα άλλα τέτοια περιστατικά.
— Σας έχουν κατηγορήσει, όπως και άλλους σκηνοθέτες που καταπιάστηκαν με τον Εμφύλιο, ότι η ματιά σας ήταν «στρατευμένη» και μεροληπτική.
Δεν πειράζει, ας λένε ό,τι θέλουν, σημασία έχει ότι άξιζε πραγματικά τον κόπο ό,τι κάναμε.
— Με άλλες ιστορικές περιόδους είχατε ποτέ την περιέργεια να ασχοληθείτε;
Ναι, θα μπορούσα, γιατί πάντα με ενδιέφερε η Ιστορία. Μεγάλωσα, ξέρετε, με λίγα βιβλία και όταν κατάλαβα πόσο σημαντικά είναι για τη μόρφωση, ένα μεγάλο μέρος του μισθού μου, ήδη απ’ όταν ήμουν βοηθός σκηνοθέτη, το ξόδευα σε βιβλία, τα οποία αγόραζα από ένα υπόγειο βιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι ‒του Νασιώτη το λέγανε‒, κυρίως ιστορικά, ό,τι έβρισκα. Τα περισσότερα, μάλιστα, τα διάβασα πολύ αργότερα, γιατί δεν περίσσευε χρόνος. Μέχρι και «διανυκτερεύων σκηνοθέτης» θα μπορούσα να χαρακτηριστώ, γιατί και τη νύχτα δούλευα στο μυαλό μου σενάρια.
Έχει τύχει να μου τηλεφωνήσει στις δώδεκα τα μεσάνυχτα ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ζητώντας μου να τον αντικαταστήσω την επομένη στο γύρισμα ενός διαφημιστικού επειδή εκείνος είχε ανεβάσει πυρετό. Δέχτηκα και ξεκίνησα το πρωί, χωρίς να ξέρω καν για ποιο προϊόν επρόκειτο! Στο διάστημα της καραντίνας, λοιπόν, άδραξα την ευκαιρία κι έπιασα την Επανάσταση του ’21, για την οποία δεν είχα διαβάσει πολλά. Έχω, βέβαια, κι άλλα κενά σε αναγνώσματα, φοβάμαι ότι θα φύγω και δεν θα έχω πιάσει ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της ιστορίας, την αρχαιότητα.
— Με αφορμή τη φετινή επέτειο των 200 χρόνων από το ’21, σκεφτήκατε ποτέ μια ταινία που να εκτυλίσσεται σε εκείνη την εποχή;
Το σκέφτηκα πράγματι, υπάρχουν κάποια συγκινητικά περιστατικά με σχετικά άγνωστους αλλά σημαντικούς ήρωες που θα μπορούσαν να γίνουν θαυμάσιο υλικό.
Μια τέτοια ιστορία είναι του Σερραίου Φιλικού Εμμανουήλ Παππά, που τον τιμούν ιδιαίτερα στην Ύδρα σε γιορτές όπου παίζουν κιόλας παραδοσιακούς μακεδονίτικους και όχι νησιώτικους σκοπούς. Ο Παππάς, ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας που τα έδωσε όλα στον αγώνα, στον οποίο έχασε και τέσσερα από τα έντεκα παιδιά του, πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου του ’21 από συγκοπή, ανοιχτά του Καφηρέα, μέσα στο πλοίο ενός άλλου Φιλικού, του Αντώνη Βισβίζη, που θα τον μετέφερε στην Ύδρα ύστερα από την αποτυχία της επανάστασης στη Μακεδονία, τον τόπο απ’ όπου, με το ίδιο πλοίο, είχε αναχωρήσει τον Μάρτιο για να ξεσηκώσει τη Χαλκιδική. Στην Ύδρα βρίσκεται και ο τάφος του. Είχα βρεθεί στο νησί με φοιτητές μου από το New York College, όπου δίδασκα παλιότερα, όταν έστηναν έναν αδριάντα του και από τότε μου κίνησε το ενδιαφέρον.
Έλα, όμως, που έχει παρερμηνευθεί πολύ η φουστανέλα στον κινηματογράφο, επομένως είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τον θεατή ότι κάνεις κάτι διαφορετικό από τις ταινίες με φουστανέλες που γυρίζονταν παλιότερα! Θα ήταν, λοιπόν, μεγάλο ρίσκο να επιχειρήσει κανείς κάτι τέτοιο, ιδίως τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Έπειτα, ενδιαφέρον δεν έχει μόνο η Επανάσταση αλλά και τα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας, το πώς οργανώθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η θέση των Ελλήνων σε αυτήν κ.λπ. Το πιο γοητευτικό δε της ενασχόλησης με την Ιστορία είναι ότι όσες απαντήσεις κι αν βρεις στα ερωτήματά σου, άλλα τόσα ανοίγονται στην πορεία.
— Όσα ζήσαμε την τελευταία δεκαετία με την οικονομική κρίση, τα μνημόνια και την κοινωνική αναταραχή δεν θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης;
Κοίταξε, τα υπέστην μεν και συνεχίζω να τα υφίσταμαι όλα αυτά ως πολίτης, όπως όλοι μας, όμως όχι, δεν με κέντρισαν κινηματογραφικά όπως τον Κώστα Γαβρά, ας πούμε. Αυτό π.χ. που ειπώθηκε, ότι ο Σόιμπλε φώναξε τον Βενιζέλο στο μισοσκότεινο υπόγειο ενός ξενοδοχείου και του είπε σε δραματικό τόνο «εδώ είναι τα λεφτά, πάρτε τα και φύγετε από την Ε.Ε.», εμένα δεν μου έκανε κάποιο κλικ. Ούτε άλλα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας με συγκινούν, αναρωτιέμαι μάλιστα γιατί. Όχι μόνο αναφορικά με την προηγούμενη δεκαετία αλλά και με εκείνη του ’90.
Διάβαζα π.χ. τις προάλλες ένα δημοσίευμα για όταν πήγε ο Κρεμαστινός στο Βισμπάντεν, όπου είχε υποβληθεί σε εξετάσεις ο Ανδρέας Παπανδρέου πριν από την εγχείρηση καρδιάς στο Χέρφιλντ, και του είπε «πρόεδρε, δεν μπορείς να κυβερνήσεις άλλο». Και αυτή η σκηνή ακούγεται πολύ δραματική, «κινηματογραφική» θα την έβρισκαν κάποιοι, εμένα ωστόσο δεν με άγγιξε καθόλου ως τέτοια! Όχι, ούτε με την πολιτική θέλησα γενικότερα να ασχοληθώ πιο ενεργά, παρότι είναι παρούσα στις ταινίες μου.
— Η πιο δύσκολη ταινία που έχετε κάνει;
Όλες είχαν τις δυσκολίες τους, αλλά περισσότερο το «Ακροπόλ» (1995). Ξεκίνησα και πήγα με εβδομήντα πέντε ανθρώπους στη Βουλγαρία, γιατί εκεί βρήκα τον κατάλληλο χώρο, ένα εγκαταλειμμένο θέατρο. Μεγάλη περιπέτεια που κράτησε μήνες και όλο αυτό επειδή εμένα μου είχε καθίσει εκείνο το συγκεκριμένο κτίριο! Δεν έβρισκα, βλέπεις, κάτι ανάλογο στην Ελλάδα και ούτε γινόταν να το στήσω σαν σκηνικό, δεν θα ήταν η ίδια αίσθηση.
Δυστυχώς, εκείνη η ταινία πάτωσε κυριολεκτικά, μόνο ένα τραγούδι που είχα ψήσει τον Πορτοκάλογλου να γράψει έγινε επιτυχία, το «Κλείσε τα μάτια σου» με τη Μελίνα Κανά, που το αποθέωνε στις συναυλίες η νεολαία κι εγώ νευρίαζα που δεν έρχονταν και στο σινεμά να το ακούσουν, «άντε γαμηθείτε, ρε μπαγάσες», έλεγα!
— Έχετε πει επανειλημμένα ότι αγαπάτε τους ηθοποιούς σας. Δεν υπήρξατε ποτέ σκηνοθέτης-«δυνάστης», όπως φημολογείται για άλλους συνάδελφούς σας;
Το κεφάλαιο «ηθοποιός» είναι, πιστεύω, ιδιαίτερο, είτε μιλάμε για θέατρο είτε για κινηματογράφο. Στις επτά το απόγευμα οι περισσότεροι είμαστε σπίτι μας. Την ίδια ώρα κάποιοι άνθρωποι ξεκλειδώνουν ένα άδειο θέατρο, το διασχίζουν, μπαίνουν σε κάτι μισοσκότεινα καμαρίνια, κάθονται μπροστά σε έναν καθρέφτη και μακιγιάρονται περιμένοντας να πάει εννιά και αγωνιώντας αν και πόσος κόσμος έχει έρθει να τους δει, προτού βγουν στη σκηνή να παίξουν έναν συμβολαιογράφο, έναν αξιωματικό, έναν προδομένο, έναν παραδόπιστο, έναν ήρωα, μια μοιραία γυναίκα… Και όταν τελειώσει η παράσταση, κοντά μεσάνυχτα πια, θα ξεβαφτούν, θα βγάλουν το κοστούμι του ρόλου τους και θα πάρουν τον δρόμο για το σπίτι μέχρι το επόμενο απόγευμα, οπότε θα επαναλάβουν το ίδιο τελετουργικό.
Όλη αυτή η διαδικασία με συγκινεί βαθιά, την εκτιμώ και τη σέβομαι, όπως και την αντίστοιχη των κινηματογραφικών ηθοποιών, παρότι η δική τους καθημερινότητα είναι διαφορετική. Η «απάτη» του κινηματογράφου έγκειται στο ότι όταν εμείς μπορεί να βλέπουμε έναν ηθοποιό μόνο του σε κάποιο πλάνο, την Καρέζη στη «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου π.χ., πίσω από την κάμερα υπάρχουν καμιά τριανταριά άλλα άτομα που την παρακολουθούν.
Επιπλέον, ο ηθοποιός δεν πρέπει να σε κοιτάζει στα μάτια αλλά στο αυτί, γιατί στη θέση αυτή βρίσκεται ο βοηθός οπερατέρ, που κανονίζει το νετάρισμα του φακού. Η Καρέζη, λοιπόν, εκεί δεν κοιτά ούτε τον Δημόπουλο ούτε τον Κούρκουλο που είχε απέναντί της αλλά τον βοηθό οπερατέρ κι αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο το παίξιμο. Στην εν λόγω περίπτωση, μάλιστα, η Καρέζη παραπονιόταν ότι ο βοηθός είχε τόσο αυστηρό βλέμμα, ώστε κόμπλαρε και δυσκολευόταν να παίξει!
Ο ηθοποιός, λοιπόν, πρέπει, εκτός από το να μάθει καλά το σενάριο και τον ρόλο του, να μπει σε μια τεχνική διαδικασία να ψάξει να βρει το συναίσθημα, τη μουσικότητα της σκηνής, τη σωστή αντίδραση στον σωστό χρόνο κ.λπ., πράγματα που μόνο μέσα από αμοιβαία εμπιστοσύνη και καλή συνεργασία μπορούν να επιτευχθούν. Θα μου πεις, δεν έβαλες ποτέ τις φωνές; Το σκέφτηκα σε κάποιες φάσεις, είναι η αλήθεια, όπως με κάποιον ηθοποιό στον «Ελευθέριο Βενιζέλο» που είχε ξεχάσει τα λόγια του σε ένα σημαντικό γύρισμα, σε τι θα βοηθούσε όμως; Μάλλον θα χειροτέρευε τα πράγματα.
Έχω συνεργαστεί, βέβαια, με πολύ σπουδαίους ηθοποιούς, που τα έπαιζαν στα δάχτυλα αυτά, όπως ο Βογιατζής, ο Αρμένης, ο Καταλειφός. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι, για μένα, η μισή ταινία.
— Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά;
Νομίζω ότι πηγαίνει πολύ καλά. Καταρχάς, οι νέοι σκηνοθέτες είναι απαλλαγμένοι από τα ερωτηματικά που είχαμε εμείς, έχουν άλλες αναζητήσεις, πιο μοντέρνες. Τους ξέρω τους περισσότερους και τους εκτιμώ, στη γενιά αυτή άλλωστε συγκαταλέγονται και τα δύο μου παιδιά, ο Αλέξανδρος και η Κωνσταντίνα. Το επίπεδο της σκηνοθεσίας έχει ανέβει αισθητά, ακόμα και στην τηλεόραση, επιπλέον οι νεότεροι έχουν μεγαλύτερη βοήθεια από την τεχνολογία, μέχρι και drones εξοπλισμένα με κάμερα, που μπορούν να κάνουν πανοραμικές λήψεις, το «βλέμμα του Θεού», που λέω και το βρίσκω κιόλας κάπως ενοχλητικό! Φαντάσου ότι πλέον μπορείς να κάνεις γύρισμα ακόμα και με ένα smartphone.
Οι δυνατότητες που έχει σήμερα ένας σκηνοθέτης να φτιάξει και να δείξει τις εικόνες που έχει στο μυαλό του είναι πολύ μεγαλύτερες, συναρπαστικές θα έλεγα. Εμείς πολλές φορές, ειδικά στις πρώτες μας δουλειές, δεν είχαμε ούτε λεφτά για φιλμ, ρετάλια χρησιμοποιούσαμε, που περισσεύανε – έτσι είχα γυρίσει τον «Τζίμη τον Τίγρη». Απαραίτητες προϋποθέσεις για μια καλή ταινία εξακολουθούν να είναι, βέβαια, οι καλοί ηθοποιοί και το δυνατό σενάριο.
— Νιώσατε ποτέ ότι με τα χρόνια γίνατε «κατεστημένο»;
Όχι, δεν αισθάνθηκα ποτέ κάτι τέτοιο. Ούτε έγινα ποτέ κατά παραγγελία σκηνοθέτης, πάντα επιδίωκα να κάνω αυτό που ήθελα, αυτό που με άγγιζε. Μόνο έτσι λειτουργώ.
Μετά το «Τελευταίο σημείωμα», ξέρεις, που ήταν μια δουλειά άρτια και πήγε πολύ καλά, είχα προτάσεις από την εταιρεία παραγωγής να συνεχίσω, όμως δεν μπορούσα να γυρίσω μια ταινία διεκπεραιωτικά, συν ότι προέκυψε κι ένα πρόβλημα υγείας, που ευτυχώς ξεπεράστηκε. Ε, ήρθε έπειτα ο κορωνοϊός και «φρέναραν» όλα, τρία χρόνια τώρα ουσιαστικά κάθομαι σπίτι, κάτι που δεν μου έχει ξανασυμβεί.
— Έχετε κάποια νέα δουλειά κατά νου; Εκτός από τη θεματολογία με το ’21 εννοώ, που είναι, όπως είπαμε, λίγο παρακινδυνευμένη.
Κοίτα, τη γουστάρω πολύ αυτήν τη δουλειά και τους ανθρώπους της, οπότε θα το ήθελα, κι ας είμαι πια μεγάλος σε ηλικία. Κατά προτίμηση στη Μακεδονία, όπου έκανα πολλές φιλίες όταν γύριζα την «Ψυχή Βαθιά» ‒ έχω πια πολύ περισσότερους φίλους από τη Λαμία και πάνω παρά στην Αθήνα.
Συμβαίνει, ξέρεις, συχνά να ξυπνάω κατά τις τρεις τα ξημερώματα, έχοντας πολύ ωραίες ιδέες στο μυαλό μου, όταν όμως ξανακοιμάμαι και σηκώνομαι κανονικά κατά τις επτά, τις έχω ξεχάσει!
Υπάρχουν, επίσης, ηθοποιοί με τους οποίους δεν έχουμε ξανασυνεργαστεί και θα το ήθελα. Να τους αναφέρω δεν μπορώ, αλλά εκείνοι, μέσα τους, γνωρίζουν ποιοι είναι.
— Κάποια ταινία ή σκηνή που σας έχει μείνει, κάποιος άλλος σκηνοθέτης που ξεχωρίζετε;
Να σου πω. Με τον Θόδωρο τον Αγγελόπουλο κάναμε διαφορετικές ταινίες. Αυτός, όμως, ήταν το πιο αγρίμι απ’ όλους μας, με την έννοια ότι όλοι μας ήμασταν μεν ερωτευμένοι με τον κινηματογράφο, που τον κάναμε υπόθεση ζωής, εκείνος ωστόσο μπορεί να ξύπναγε ένα πρωί, να τηλεφωνούσε στον φωτογράφο του και να φεύγανε με το αμάξι αναζητώντας τοπία, είτε δούλευε κάποιο σενάριο είτε όχι. Στο «Λιβάδι που δακρύζει» είχε στήσει δύο χωριά ολόκληρα, το ένα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπου με είχε ξεναγήσει κιόλας, και το άλλο στην Κερκίνη. Φοβερά σκηνικά, με είχαν εντυπωσιάσει. Το πείσμα, το όραμα και οι επιλογές του ξεχώριζαν πραγματικά.
Ο Νικολαΐδης, η Μαρκετάκη, ο Περράκης, έκαναν κι αυτοί σπουδαίες ταινίες. Από ξένους σκηνοθέτες, τώρα, θα στεκόμουν ιδιαίτερα στους Ντε Πάλμα, Καζάν, Σκορσέζε και Φελίνι.
— Αν δεν κάνατε κινηματογράφο, με τι άλλο θα μπορούσατε να είχατε ασχοληθεί;
Με τίποτε άλλο! Ακόμα και στο σχολείο, όπου δεν ήμουν και ο καλύτερος μαθητής –έμεινα μάλιστα μία χρονιά στην ίδια τάξη και με στείλανε να τη βγάλω στη Νέα Φιλαδέλφεια, σε ένα σχολείο που θύμιζε τη Λεγεώνα των Ξένων, γιατί εκεί καταλήγαμε αυτές οι περιπτώσεις από όλο το Λεκανοπέδιο‒, το μόνο που με ενδιέφερε, πέρα από το σινεμά, ήταν το παιχνίδι και οι βόλτες με την παρέα.
— Είχατε, νομίζω, και προτάσεις να δουλέψετε στο εξωτερικό.
Ναι, και μάλιστα σοβαρές, όμως τις απέρριψα. Δεν ήταν μόνο ότι δεν είχα μάθει μια ξένη γλώσσα, αυτό διορθωνόταν.
Ο Φελίνι, ξέρετε, έλεγε «δεν πάω στην Αμερική να δουλέψω που με καλούν, γιατί εκεί, αν βρεθώ σε κάποιο μπαρ, δεν θα έχω ιδέα ποιος είναι ο διπλανός μου, ενώ εδώ, στην Ιταλία, τους ξέρω απέξω κι ανακατωτά». Το έκανα εικόνα αυτό και τον συμμερίστηκα απόλυτα!
Ένας άλλος λόγος που δεν θέλησα να αφήσω την Ελλάδα είναι ότι είμαι κι εγώ μέγας εραστής του αττικού φωτός, όπως ήταν ο Τσαρούχης. Πριν από δυο-τρία χρόνια μού ζητήσανε από κάποια σχολεία να πάω σε ένα θέατρο εδώ κοντά στο Σύνταγμα να δώσουμε κάτι βραβεία από μαθητικές ασκήσεις στον κινηματογράφο. Πήρα, λοιπόν, το μετρό κι έφτασα Σύνταγμα, βγήκα έξω στην πλατεία, στη λιακάδα, και την είδα να λαμποκοπά ολόκληρη με τα μάρμαρά της στις δέκα το πρωί, κάτω από ένα απίστευτο φως, ένα φως που το ξέρω καλά από παιδάκι και σου «μιλάει» πραγματικά το πούστικο!
Αυτό το φως ήταν, άλλωστε, που παρακινούσε τους αρχαίους Αθηναίους να βγαίνουν από τα σπίτια τους και να πηγαίνουν στην Αγορά, να κάθονται και να κουβεντιάζουν με τις ώρες. Αν το κλίμα ήταν διαφορετικό, ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ η κλασική Αθήνα με τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία και τα άλλα, μεγάλα της επιτεύγματα. Το άπλετο φως, το δροσερό αεράκι, το ιδιαίτερο γεωγραφικό ανάγλυφο με το σπαραγμένο τοπίο, η ανθρώπινη κλίμακα με τις μικρές αποστάσεις είναι, νομίζω, αυτά που κάνουν όχι μόνο την Αθήνα αλλά όλο τον ελλαδικό χώρο να ξεχωρίζει.
— Εκτός από το αττικό φως, τι άλλο εκτιμάτε ιδιαίτερα;
Τη δυνατή πίστη που έχουν μερικοί άνθρωποι σε κάποια υψηλή ιδέα και την αξιοπρέπεια με την οποία την υπερασπίζονται μέχρι τέλους.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 1.8.2021