ΙΣΩΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ μετά τις πρόσφατες καταστροφές, ίσως η ανάγκη να ξαναβρεί κανείς την ελληνική φλέβα που δεν θα πάψει ποτέ να χτυπά στο εσωτερικό των αιώνων, ο λόγος που βιβλία όπως η «Μάνη» φαντάζουν ενθύμια μιας ταυτότητας που μένει ακόμα να αποκαλυφθεί. Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, οπότε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ κατέφτασε στη Μάνη για να ανακαλύψει τον τόπο όπου θα διάλεγε για να ζήσει μέχρι τη βιολογική του τελευτή, οι αθησαύριστες του αναφορές, που μπλέκουν μοναδικά το παρελθόν με το παρόν της Ελλάδας, το πραγματικό τοπίο με τις άγραφες παραδόσεις, την αυθορμησία των κατοίκων με την ανυπόκριτή τους αντίδραση σε οτιδήποτε ξένο και εκσυγχρονιστικό, είναι παραπάνω από συγκινητικές. Ενδεχομένως να είναι και αποκαλυπτικές ακόμα και για τους ίδιους τους Έλληνες, καθώς ο ιδανικός αυτός ταξιδευτής και μελετητής διεισδύει με λεπτομέρεια στους λόγους που οι περιχαρακωμένοι, στραμμένοι σε μια παράξενη ιδιώτευση, όπως ο ίδιος, κάτοικοι της Μάνης στήνουν το δικό τους αξιακό και γεωγραφικό βασίλειο (ο Φέρμορ αναφέρει πως οι Μανιάτες αποκαλούσαν περιφρονητικά «βλάχους» όσους έφευγαν από την περιοχή για να στραφούν στα αστικά κέντρα). Κυρίως όμως πρόκειται για περιγραφές που εμφορούνται από μια γνήσια τρυφερότητα προς τον παρεξηγημένο τα μάλα μανιάτικο χαρακτήρα μέχρι τη στιγμή που ο Πάντυ, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, άρχισε να τον αποκωδικοποιεί βλέποντας αναλογίες με τον περήφανο και ανένταχτο τρόπο των ηρώων που ανακάλυπτε στα βιβλία.
Άλλωστε και ο ίδιος ο Φέρμορ βλέπει να αναβιώνει στην νοτιότερη αυτή χερσόνησο της Ελλάδας η δική του μυθιστορία, η απαράμιλλη δόξα του απροσκύνητου πολεμιστή, η αγάπη για τα βυζαντινά μεγαλεία που φτάνουν να αγκαλιάζουν αιματοβαμμένες σκηνές από τον Σέξπιρ και να υιοθετούν ως αρχέγονα σύμβολα την πέτρα και το ξίφος που σε συνδυασμό με το ρομαντικό κλέος του Οράτιου μεταστοιχειώνουν αυτό το «σκληρό σαν τη σιωπή» μέρος της Ελλάδας στο προσωπικό του δωρικό βασίλειο. Στις σελίδες της «Μάνης» το βλέπεις καθαρά ότι ταυτίζεται απόλυτα με τον πιο άγνωστο κάτοικο αυτής της απρόσιτης περιοχής και μετατρέπεται ταυτόχρονα σε ταπεινό προσκυνητή, ανώνυμο ψαρά αλλά και αυτοκρατορικό Αγαμέμνονα. Τίποτα δεν παραλείπεται από αυτό το ατέρμονο, ρομαντικό, υψιπετές αλλά και μαγικό, σαν τα στοιχειωμένα όνειρα που βλέπει ο ίδιος καθώς κοιμάται κάτω από συκιές, μαγικό κείμενο για τη Μάνη, το οποίο χαιρόμαστε στη νέα εξαίσια μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Όσο λοιπόν και αν αυτή η Ελλάδα μοιάζει να είναι κάπου χαμένη στο βάθος των αιώνων, ο τρόπος που ο Λη Φέρμορ τη (ξανα)ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας παραμένει εναργής ακόμα και σήμερα, σαν ένα καλλιτεχνικό έργο που διατηρεί απαράμιλλη την αξία του στο πέρασμα του χρόνου.
Στη θάλασσα ο Φέρμορ βλέπει από τα δυτικά τα μακρινά ταξίδια των Μανιατών μέχρι τις ακτές της Σικελίας και από τα Ανατολικά τη γη της Ιωνίας, ενώ στη στεριά ακολουθεί τα ίχνη από τις θαλάσσιες Νύμφες, που ξεστράτισαν για να δουν τον Πύρρο –ή Νεοπτόλεμο, όπως αποκαλείται στον Όμηρο–, τον γιο του Αχιλλέα, όταν ξεκίνησε για τον γάμο του με την αντίζηλο της Ανδρομάχης, την Ερμιόνη, και τις μετατρέπει σε οδηγούς του στα μυθικά μέρη, όπου κάποτε πολεμούσαν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, όπου ο Κολοκοτρώνης έπαιζε σκάκι με ανθρώπους αντί για πιόνια και οι Παλαιολόγοι έφτιαχναν το παντοτινό τους βασίλειο. Ξεπερνώντας τις προκαταλήψεις που ήθελαν τους Μανιάτες επικίνδυνους και αφιλόξενους, όπως έλεγαν στον Πάντυ όταν πρωτοεπισκέφθηκε μαζί με τη γυναίκα του Τζόαν τη Σπάρτη, αποφασίζει να ανεβεί τον Ταΰγετο και στη συνέχεια να τον κατέβει από την άλλη πλευρά, κάτι σχεδόν ακατόρθωτο τότε, φτάνοντας στη μέσα Μάνη και συναντώντας πρόσωπα και πράγματα που κανείς δεν είχε φανταστεί και που δεν είχε ποτέ αντικρίσει ως τότε τουρίστας. Οι σκαμμένες από τον χρόνο μορφές των ανθρώπων μαρτυρούσαν χρόνια στέρησης και μόνιμης συμφοράς, όσο για τα μοιρολόγια τους, τα οποία μελετά με τόση προσοχή και βιωματική προσήλωση, απηχούν στα αυτιά του τις οιμωγές πάνω από το μυθικό σώμα του ημίθεου Αχιλλέα στην «Ιλιάδα». Δεισιδαιμονίες για νεράιδες που κατοικούν ανάμεσα στις πέτρες και ιστορίες για φαντάσματα που παρέμεναν κλεισμένα στους κατεστραμμένους πύργους τον θέλγουν εξίσου όσο και η μυθική και πραγματική ιστορία αυτού του τόπου, την οποία μελετάει με προσοχή, βρίσκοντας τις υπόγειες διασυνδέσεις με τους Κορσικανούς, τους κατοίκους της Σικελίας, ακόμα και με τα πραγματικά αυτοκρατορικά πρόσωπα του Βυζαντίου. Στο πρόσωπο αυτών των ανθρώπων βλέπει ταυτόχρονα «το αταβιστικό σωματικό απομεινάρι αιώνων άγριας ζωής» αλλά και το περήφανο σθένος του βυζαντινού αυτοκράτορα και ταγμένου στρατιώτη.
Θέλγεται από τις ιστορίες των λιγομίλητων κατά τα άλλα κατοίκων της Μάνης και νιώθει να ταυτίζεται με την αυτάρκειά τους, μετατρέποντας έτσι τα απλά υλικά σε στοιχεία ενός εξωπραγματικού πλούτου, όπως την εξωτική γεύση ενός φραγκόσυκου που τρώγεται κατεξοχήν στην περιοχή στο πιο εύγευστο έδεσμα ενός κατά φαντασία γεμάτου τραπεζιού, την ασημένια απόχρωση της ελιάς σε παντοτινό έργο τέχνης – με τον ίδιο τρόπο που ο Βανκ Γκογκ έκανε δυο φρούτα πάνω στο τραπέζι να μοιάζουν με πολύτιμα υλικά ενός απερινόητου θαύματος. Όσο λοιπόν και αν αυτή η Ελλάδα μοιάζει να είναι κάπου χαμένη στο βάθος των αιώνων, ο τρόπος που ο Λη Φέρμορ τη (ξανα)ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας παραμένει εναργής ακόμα και σήμερα, σαν ένα καλλιτεχνικό έργο που διατηρεί απαράμιλλη την αξία του στο πέρασμα του χρόνου: «Ο ωχρός μαρμάρινος κόσμος της πέτρας, του χρυσαφένιου θερισμένου σταχυού και του γαϊδουράγκαθου, και των ασημόγκριζων λιόφυλλων, τρέμει στη λάμψη του μεσημεριού και νιώθει κανείς ότι πρέπει να ελέγξει τις πέτρες (όπως όταν φτύνει πάνω στο σίδερο για το σιδέρωμα) προτού τολμήσει να ακουμπήσει πάνω τους το χέρι ή να ξαπλώσει στον κομματιασμένο δίσκο της σκιάς μιας ελιάς. Ο κόσμος βαστά την ανάσα του και το μεσημβρινό δαιμόνιον ελλοχεύει», γράφει με θαυμαστή ακρίβεια.
Εξέχουσα σημασία έχει λοιπόν, εκτός από τις άγραφες μυθιστορίες, το ίδιο το γεωγραφικό τοπίο της Μάνης, στο οποίο ο Φέρμορ άλλοτε βλέπει τις ακτές της Καρχηδόνας, άλλοτε απόρθητα σκωτσέζικα κάστρα και άλλοτε απλώς τη μαγεία της ελληνικής γης και της απέραντης θάλασσας (που είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες περιοχές της Μεσογείου). Από τα ερημωμένα χωριά και τον μικρό όρμο του Μέζαπου μέχρι τα διάφορα πυργοχώρια –την Κίττα ή τη Νόμια– ή την Καρδαμύλη όπου αποφασίζει τελικά να στήσει το δικό του πανέμορφο σπίτι, δεν υπάρχει μέρος όπου να μην επισκεφτεί, συνδέοντας μοναδικά τον κόσμο της αρχαιότητας με παγκόσμιες αναφορές, τους τοπικούς θρύλους και μύθους με τη βυζαντινή και τη σύγχρονη ιστορία. Οι γνώσεις του ωστόσο για κάθε απτή λεπτομέρεια του μανιάτικου κόσμου πραγματικά ωχριούν μπροστά στον τρόπο που ανασυστήνει αυτή την ατελείωτη εικονοποιία άλλοτε ως αγιογράφος και άλλοτε ως Μανιάτης ποιητής – βλέπε 15ο και 16ο κεφάλαιο. Αυτός ο τρόπος είναι τόσο ζωντανός, ζείδωρος και παραστατικός που θαρρείς ότι τον βλέπεις πάντα εκεί, όσα χρόνια και αν περάσουν, ώστε να λέμε ακόμα η «Μάνη» του Φέρμορ ή απλώς κυρ-Μιχάλη, όπως προτιμούσαν να τον αποκαλούν οι ντόπιοι. Ποιος άλλος, άλλωστε, έχει ποτέ καταθέσει περιγραφή όπως αυτή; «Καθώς το καΐκι έπλεε ανατολικά, το ένα χωριό μετά το άλλο έστρεφε προς εμάς τους ηλιοφώτιστους τοίχους του. Έμοιαζαν μετέωρα στον αέρα, να λάμπουν και να φεγγοβολούν εκεί σαν κρύσταλλοι πολυελαίων. Ένα ακρωτήρι υψώθηκε και τα έκρυψε και, καθώς περνούσαμε τον μικρό κόλπο του Μαρμαριού, ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά στον απέραντο ελληνικό ουρανό: έναν ουρανό που είναι πιο ψηλός και φωτεινός, και σε περιβάλλει πιο κοντά κι απλώνεται πιο μακριά, απ’ οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Μήτε φοβίζει τον άνθρωπο μήτε τον μειώνει, αλλά είναι απέναντί του τόσο φιλόξενος και καταδεκτικός, ένα στοιχείο τόσο δικό του όσο και η γη: θαρρείς και ένα λάθος στη βαρύτητα, απλώς, τον καθηλώνει πάνω στα βράχια ή στο κατάστρωμα του καραβιού, και τον εμποδίζει ν’ αναληφθεί στο άπειρο».