Τριάντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατό της το 1986 και αυτή είναι η πρώτη αναδρομική έκθεση, με το Παρίσι και το κέντρο Πομπιντού να τιμούν μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της αμερικανικής εικαστικής σκηνής, την Τζόρτζια Ο' Κιφ, πρωτοπόρο της «σκληρής» αφηρημένης ζωγραφικής, επίλεκτο μέλος του κύκλου του μοντερνισμού στη δεκαετία του ΄20, μια από τις πολύ λίγες γυναίκες που τιμήθηκαν εν ζωή και το έργο τους αναγνωρίστηκε παγκοσμίως από κριτικούς, κοινό και τα μεγάλα μουσεία του κόσμου.
Η γεννημένη το 1887 Αμερικανίδα έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στις αισθητικές περιπέτειες του 20ού αιώνα και περισσότερα από εκατό έργα της, πίνακες, σχέδια και φωτογραφίες, δάνεια από το μουσείο της στη Σάντα Φε, το MoMA, το Metropolitan Museum στη Νέα Υόρκη, το Μουσείο Whitney, το Art Institute του Σικάγο και το Μουσείο Thyssen-Bornemisza στη Μαδρίτη προσφέρουν ένα ολοκληρωμένο ταξίδι στην καλλιτεχνική της καριέρα.
Η έκθεση που θα διαρκέσει από τις 8 Σεπτεμβρίου έως τις 6 Δεκεμβρίου 2021 ξεδιπλώνει χρονολογικά την πορεία της, από τα πρώτα της έργα, που είναι εμπνευσμένα από την απεραντοσύνη των πεδιάδων του Τέξας, ως τις μητροπόλεις και τα αγροτικά τοπία της πολιτείας της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1920-30 και το Νέο Μεξικό, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ο' Κιφ υπήρξε μια μοναδική περίπτωση. Όταν οι περισσότεροι ζωγράφοι ήθελαν να είναι στη Νέα Υόρκη, εκείνη αποφάσισε να ζήσει στο Νέο Μεξικό, σε άμεση σχέση με τη φύση, με την ιδιωτικότητα και τη μοναξιά που της ήταν απαραίτητες. Άλλωστε, η φύση ήταν η αληθινή πηγή της έμπνευσής της και αν κατανοήσουμε αυτή τη σχέση, κρατάμε το κλειδί της τέχνης της.
Η Ο' Κιφ δεν σταμάτησε ποτέ να επιθυμεί να ζωγραφίζει το τοπίο γύρω της, ακόμα και όταν εξαιτίας του εκφυλισμού της ωχράς κηλίδας από την οποία υπέφερε, σταμάτησε να κάνει τα έργα της χωρίς βοήθεια. Αυτό συνέβη το 1972, αλλά το 1977, στα ενενήντα της έλεγε: «Μπορώ να δω τι θέλω να ζωγραφίσω. Αυτό που σε κάνει να θέλεις να δημιουργήσεις είναι ακόμα εκεί».
Η Ο' Κιφ κατάφερε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Τάος, στο Νέο Μεξικό, το 1949, λίγα χρόνια αφότου πέθανε ο σύζυγός της Άλφρεντ Στίγκλιτζ και τακτοποίησε τις υποθέσεις της κληρονομιάς του. «Ο Στίγκλιτζ πέθανε, τακτοποίησα τα ζητήματα του ιδρύματός του και τώρα μπορώ να μείνω όπου θέλω», έλεγε σε μια τηλεοπτική συνέντευξη. «Δεν υπάρχει τίποτα να με κρατάει στη μεγάλη πόλη. Ήρθα να μείνω εδώ και εδώ θα ζούσα από πάντα, αν είχα την ευκαιρία».
Η Ο' Κιφ υπήρξε μια μοναδική περίπτωση. Όταν οι περισσότεροι ζωγράφοι ήθελαν να είναι στη Νέα Υόρκη, εκείνη αποφάσισε να ζήσει στο Νέο Μεξικό, σε άμεση σχέση με τη φύση, με την ιδιωτικότητα και τη μοναξιά που της ήταν απαραίτητες. Άλλωστε, η φύση ήταν η αληθινή πηγή της έμπνευσής της και αν κατανοήσουμε αυτή τη σχέση, κρατάμε το κλειδί της τέχνης της.
Είχε δυο σπίτια, το περίφημο Αμπικιού, ένα ερειπωμένο σπίτι που αγόρασε το 1945 και αποκατέστησε μόνη της, ένα ήσυχο καταφύγιο από το οποίο μπορούσε να αντλήσει έμπνευση και κατοικούσε σε αυτό μέχρι το τέλος της ζωής της. Σήμερα είναι μέρος του μουσείου O' Keeffe.
Το δεύτερο είναι το εξοχικό της, Ghost Ranch, ένα σπίτι μέσα σε 12.000 στρέμματα λίγο μακρύτερα από το Αμπικιού. Επισκέφθηκε το μέρος για πρώτη φορά το 1929 και κάθε χρόνο έμενε όλο και περισσότερο εκεί, μέσα σε ένα καθηλωτικό τοπίο. «Υπάρχει κάτι διαφορετικό: τα λουλούδια, ο ουρανός, τα αστέρια, είναι η χώρα μου, ο τόπος μου» έλεγε. Από τότε, αν και δεν ήξερε ότι αυτό που έψαχνε ήταν ένα πνευματικό σπίτι, ήξερε ότι το βρήκε, όταν έφτασε εκεί. «Ποτέ δεν ένιωσα "σπίτι" την Ανατολική Ακτή όπως νιώθω εδώ. Νιώθω ο εαυτός μου και αυτό μου αρέσει» έλεγε.
Με τον Στίγκλιτζ είχαν εξοχικό έξω από τη Νέα Υόρκη, αλλά όπως έγραφε σε ένα φίλο της, «υπάρχει πολύ πράσινο γύρω μου και δεν ξέρω τι να ζωγραφίσω». Στο Αμπικιού δούλευε έξω, στη φύση, ανέβαινε στο βουνό απέναντί της και όπως έγραψε σε ένα γράμμα της, «ο θεός είπε ότι αν το ζωγραφίζω κάθε μέρα, θα μου το χαρίσει».
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι στην έβδομη δεκαετία της ζωής της, τη δεκαετία του ’50, με αδάμαστη ακόμα δημιουργικότητα, άρχισε να ταξιδεύει στις κορυφές του Περού και τα βουνά της Ιαπωνίας. Είχε περάσει τα 70 της χρόνια όταν ξεκίνησε να επεξεργάζεται ένα νέο σύνολο έργων με τη θέα των νεφών και του ουρανού.
Η εγκατάστασή της στο Νέο Μεξικό ήταν σαν μια επιστροφή στη μήτρα, τη φύση, μέσα στην οποία γεννήθηκε και η οποία την περιέβαλε από τα πρώτα χρόνια της ζωής της.
Γεννήθηκε σε μία φάρμα στο Ουισκόνσιν, σε μια οικογένεια κτηνοτρόφων και ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά της. Σε ηλικία 10 ετών αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει καλλιτέχνις. Πήγε να μαθητεύσει μαζί με την αδερφή της σε μία ζωγράφο στη διπλανή κωμόπολη και όταν τελείωσε το σχολείο σπούδασε ζωγραφική.
Η φύση κυριαρχεί και στα πρώτα έργα που έκανε στο Ουισκόνσιν. Σταμάτησε τις σπουδές της το 1908 γιατί όλα όσα τη δίδασκαν, της έδειχναν απλώς να ζωγραφίζει όπως οι μεγάλοι ζωγράφοι, να τους μιμείται.
Εκείνο το διάστημα ζούσε στη Νότια Καρολίνα, έπαθε κατάθλιψη και η μυρωδιά από το διαλυτικό την αρρώσταινε. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να διακριθεί σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον και αναζήτησε μια εναλλακτική λύση έναντι των καθιερωμένων τρόπων σκέψης για την τέχνη, όταν μελέτησε τις επαναστατικές ιδέες του Άρθουρ Ουέσλι Ντόου, ενός πρωτοποριακού δασκάλου τέχνης, κάτι που άλλαξε δραματικά την κατεύθυνση της καλλιτεχνικής της πρακτικής. Μέσα από μια σειρά αφηρημένων σχεδίων με κάρβουνο, ανέπτυξε μια προσωπική γλώσσα για να εκφράσει καλύτερα τα συναισθήματα και τις ιδέες της.
Όταν άρχισε να ζωγραφίζει ξανά, έκανε αφηρημένα πειραματικά σχέδια, κάτι ασυνήθιστο για καλλιτέχνες της εποχής της. «Αναρωτιέμαι αν είμαι λίγο τρελή που φτιάχνω τέτοια πράγματα» έγραψε σε μια φίλη της στη Νέα Υόρκη και της έστειλε μερικά σχέδια που εκείνη έδειξε αμέσως στον Άλφρεντ Στίγκλιτζ, ήδη διάσημο μεγάλο φωτογράφο, αυτόν που έβαλε τα θεμέλια ώστε να αναγνωριστεί η φωτογραφία ως τέχνη και τον πρώτο που έδειχνε μοντέρνα τέχνη στην Αμερική, στην γκαλερί του «291».
Εκείνος αντέδρασε αμέσως όταν είδε τα σχέδια της και έξι μήνες αργότερα ζήτησε να συναντηθούν για να τη γνωρίσει από κοντά. Το 1916 έδειξε δέκα σχέδιά της σε μια ομαδική έκθεση. Την ίδια χρονιά η Ο' Κιφ πήγε στο Τέξας και άρχισε να ζωγραφίζει τα φυσικά φαινόμενα που την εντυπωσίαζαν βαθιά, έκανε ακουαρέλες με αφηρημένα τοπία από τη φύση γύρω της και έξι από αυτά τα έστειλε στον Στίγκλιτζ που εντυπωσιάστηκε και οργάνωσε την πρώτη ατομική της έκθεση το 1917.
Η Ο' Κιφ ήταν ακόμα στο Τέξας και ο Στίγκλιτζ στη Νέα Υόρκη όταν άρχισαν να αλληλογραφούν για να διαπιστώσουν ότι έβλεπαν τον κόσμο με τα ίδια μάτια. Ερωτεύθηκαν και τον Ιούνιο του 1918 άφησε το Τέξας για τη Νέα Υόρκη. Ο κατά 24 χρόνια μεγαλύτερός της γοητευτικός και γυναικοκατακτητής Στίγκλιτζ την είχε ερωτευθεί παράφορα, της υποσχέθηκε μια χρονιά που θα ήταν ελεύθερη να ζωγραφίζει χωρίς οικονομικά προβλήματα και ένα στούντιο στο οποίο θα δούλευε ήσυχα.
Το ειδύλλιό τους και η παράφορη σχέση τους ήταν το μεγάλο σκάνδαλο της πόλης, ειδικά όταν ο Στίγκλιτζ αποφάσισε χωρίς σκέψη να αφήσει την επί 31 χρόνια γυναίκα του που τον βασάνισε επί έξι χρόνια μέχρι να του δώσει το πολυπόθητο διαζύγιο, το 1924, τη χρονιά που παντρεύτηκε την Ο' Κιφ.
Αφότου άρχισαν να ζουν μαζί ενέπνεαν και επηρέαζαν ο ένας τον άλλο, ο Στίγκλιτζ τη φωτογράφισε σε περισσότερες από 300 φωτογραφίες και η Ο' Κιφ ζωγράφιζε την «ευτυχία της». Ο Στίγκλιτζ ανακάλυψε στην Ο' Κιφ, την «Εύα» της αυθεντικής αμερικανικής τέχνης. Εκείνη, με τη σειρά της, αιχμαλωτίστηκε από τη δύναμη και τη διασημότητα του.
Από το 1918 έως το 1923 ζωγράφισε μερικά από τα πιο σημαντικά αφηρημένα έργα του αμερικανικού μοντερνισμού. Πριν τα έργα εκτεθούν μια τραυματική εμπειρία σημάδεψε τη κατεύθυνση και την έμφαση των έργων της. Το 1921 ο Στίγκλιτζ σε μια αναδρομική έκθεση έδειξε 45 πορτρέτα της Ο' Κιφ που συμπεριελάμβαναν και αρκετά γυμνά της. Οι φωτογραφίες του δημιούργησαν την εικόνα μιας αισθησιακής και ερωτικής γυναίκας.
Δυο χρόνια αργότερα, σε μια έκθεσή της με 100 έργα στη Νέα Υόρκη, οι κριτικοί εξαιτίας των έργων του Στίγκλιτζ και του τρόπου με τον οποίο απέδιδε τη γυναίκα που είχε ερωτευθεί, περιέγραψαν τη δουλειά της, ειδικά τα αφηρημένα της έργα, ως έκφραση της σεξουαλικότητάς της.
Η Ο' Κιφ σοκαρίστηκε και δυσαρεστήθηκε από αυτές τις ερμηνείες. Τα μεγάλης κλίμακας έργα της, κυρίως επηρεασμένα από φωτογραφίες, έδιναν μια νέα διάσταση στην παράδοση της ζωγραφικής λουλουδιών. Αλλά και αυτά, κυρίως οι κρίνοι, μπήκαν στο μικροσκόπιο της φροϋδικής ανάλυσης.
Ωστόσο, αν και η Ο’ Κιφ έγινε γνωστή για αυτά τα έργα με λουλούδια που είναι και τα πιο δημοφιλή της, με τρόπο που δεν την ικανοποιούσε, δεν εγκατέλειψε ποτέ την αφηρημένη φόρμα που σε συνδυασμό με τον ρεαλισμό δημιούργησαν τη δυναμική της ζωγραφική. Δεν είναι τυχαίο ότι το περίφημο «Jimson Weed/White Flower No. 1», που φιλοτέχνησε το 1932, είναι το πιο ακριβό έργο γυναίκας ζωγράφου που πουλήθηκε ποτέ σε δημοπρασία.
Τα λουλούδια της, με τα χαρακτηριστικά τονισμένα περιγράμματα, δημιουργούν μια δυναμική αφηρημένη εικόνα και συχνά ερμηνεύονται σαν σύμβολα γιόνι, που στα σανσκριτικά σημαίνει γυναικεία γεννητικά όργανα ή κόλπος, αλλά η ευρύτερη σημασία της λέξης δηλώνει τη δημιουργικότητα και αποδίδεται σαν τη θεά Σάκτι, το ενεργητικό στοιχείο του θεού Σίβα, τη δημιουργική δύναμη που γεννά τον κόσμο των φαινομένων.
Η ίδια έλεγε ότι πρόθεσή της ήταν απλώς να ζωγραφίσει την υπέρτατη ομορφιά του λουλουδιού και αυτές οι αναλύσεις, ότι έκρυβε εικόνες γεννητικών οργάνων στην τέχνη της, ήταν λάθος. Σχολίαζε ότι οι άνθρωποι έβλεπαν αυτό που ήθελαν να δουν.
Tην περίοδο που ζει στη Νέα Υόρκη ζωγραφίζει ουρανοξύστες που δείχνουν την επιρροή της σύγχρονης φωτογραφίας, αλλά και τη μεγάλη επιρροή του Στίγκλιτζ στο έργο της. «Οι άντρες με ανέφεραν ως την καλύτερη γυναίκα ζωγράφο. Με υποβίβαζαν, πιστεύω είμαι μια από τους καλύτερους ζωγράφους» έλεγε, αλλά η ίδια δεκαετία, του ’20, έφερε στην Ο' Κιφ αναγνώριση και επιτυχία. Η κριτική την επαινούσε και οι συλλέκτες αγόραζαν τα έργα της.
Το 1924 παντρεύτηκε τον Στίγκλιτζ σε μια μικρή ιδιωτική τελετή χωρίς δεξίωση και ταξίδι του μέλιτος. Αργότερα η Ο' Κιφ έλεγε ότι παντρεύτηκαν για να βοηθήσουν την κόρη του Στίγκλιτζ να αντιμετωπίσει τα ψυχικά της προβλήματα. Ο γάμος τους ήταν δύσκολος από την αρχή. Είχαν μια σχέση ανοιχτή με πολλές εξωσυζυγικές επαφές, αν και πέρασαν ως ζευγάρι το υπόλοιπο της κοινής τους ζωής.
Η βιογράφος Benita Eisler περιγράφει τη σχέση τους στο βιβλίο της, O'Keeffe and Stieglitz: An American Romance, ως ένα θρυλικό ειδύλλιο, αλλά και ως μια μακροχρόνια σύμπραξη δύο από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του μοντερνισμού. «Ήταν μια συμπαιγνία, ένα σύστημα σιωπηρών συμφωνιών χωρίς αντιπαραθέσεις, κάτι που η Ο' Κιφι ήθελε να αποφύγει και υιοθέτησε αυτό το στιλ σχέσης» γράφει.
Αυτός ακριβώς ο τύπος σχέσης τής έδινε και την πολυπόθητη ελευθερία να ταξιδεύει μακριά από τη Νέα Υόρκη που την έπνιγε, από την οποία ο Στίγκλιτζ, μεγαλώνοντας, δεν ήθελε να απομακρυνθεί.
Η Ο' Κιφ ένιωθε ότι το λαμπρό τοπίο τη θεράπευε ακόμα και από τις απιστίες του Στίγκλιτζ. Όταν εκείνος έκανε σχέση με τη φωτογράφο Ντόροθι Νόρμαν και μετά με την Μπέκ Στραντ, απλώς δεν ήθελε να είναι μάρτυρας αυτών των σχέσεων και να υποφέρει από κατάθλιψη.
Αργότερα και η ίδια η Ο' Κιφ είχε σχέση με την Μπεκ Στραντ, με την οποία πέρασαν πολύ χρόνο στο Νέο Μεξικό. Όταν σταμάτησε να ζωγραφίζει ή ίδια προσέλαβε ως βοηθό της έναν 27χρονο καλλιτέχνη, ο οποίος θεωρήθηκε από πολλούς ο τελευταίος εραστής της. Οι δυο τους ταξίδευαν στην Ευρώπη και η Ο' Κιφ επικρίθηκε για τη σχέση τους. Μετά τον θάνατό της κατηγορήθηκε ως «προικοθήρας», αλλά ο Χουάν Χάμιλτον δώρισε όλα όσα του είχε χαρίσει στο ίδρυμά της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η Ο' Κίφ αυτή που ενθάρρυνε τη Γιαγόι Κουσάμα το 1957 να κυνηγήσει το όνειρό της στην Αμερική. «Όταν ήμουν νέα, η τύχη με οδήγησε σε ένα βιβλίο με έργα της Τζόρτζια Ο' Κιφ. Ονειρεύτηκα να πάω στην Αμερική και να δραπετεύσω από την οικογένεια μου, δεν ήξερα κανέναν εκεί. Αφού είδα τους πίνακές της στο βιβλίο, της έγραψα. Απάντησε με μεγάλη ευγένεια και γενναιοδωρία. Το γράμμα της μου έδωσε το θάρρος που χρειαζόμουν για να φύγω για τη Νέα Υόρκη» έχει αποκαλύψει.
Η γυναίκα που επαναπροσδιόρισε την αμερικανική τέχνη και έγινε είδωλο με τα έργα της τιμάται με ένα μουσείο στη Σάντα Φε, που είναι από τα λίγα αφιερωμένα αποκλειστικά σε γυναίκες καλλιτέχνιδες. Το έργο της, έναν αιώνα αφότου άρχισε να γίνεται γνωστό, εξακολουθεί να εμπνέει πολλούς καλλιτέχνες, όχι μόνο με το εύρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και με το πραγματικό πάθος που βρήκε μόνο στην τέχνη της και στο Νέο Μεξικό. Έμεινε για πάντα στο μέρος που αγάπησε, στο μέρος που την αναγεννούσε καλλιτεχνικά κάθε μέρα. Όταν πέθανε ζήτησε να σκορπιστεί η τέφρα της στο άγονο τοπίο της άγριας Δύσης.