Εκδόθηκε πρώτη φορά το 1986, δύο μόλις χρόνια μετά την ξαφνική και απαστράπτουσα εμφάνιση της Ζυράννας Ζατέλη στην ελληνική πεζογραφία με την Περσινή Αρραβωνιαστικιά, την πρώτη της συλλογή διηγημάτων, η οποία υπήρξε τόσο εντυπωσιακή και απροσδόκητη, ώστε να πειστούν όλοι πως κάτι ρηξικέλευθο παρουσιάστηκε. Κάτι τόσο δυνατό και αναπάντεχο, αλλά ταυτόχρονα τόσο ήρεμο που, από την πρώτη στιγμή, ήταν βέβαιο ότι θα κατακτούσε την εκτίμηση που του άξιζε και θα όριζε ένα καινοφανές λογοτεχνικό πεδίο στα ελληνικά γράμματα.
Η πρώτη υποδοχή έργου της, λοιπόν, υπήρξε τόσο πανηγυρική, ώστε να εξαντληθούν τα αποθέματα ενθουσιασμού του αναγνωστικού κοινού, σε σημείο που αυτό να μην αντιδράσει με τη θέρμη που θα ταίριαζε στο ύψος της περιστάσεως που θα όριζε δύο χρόνια αργότερα η συλλογή της Στην ερημιά με χάρι. Κι είναι ίσως λίγο κρίμα που συνέβη αυτό, όχι επειδή το δεύτερο βιβλίο της δεν αγαπήθηκε όσο του αξίζει αλλά γιατί η καταξίωση τού συνέβη λίγο πιο βραδυφλεγώς. Ενώ θα έπρεπε από την πρώτη κιόλας στιγμή να αναγνωριστεί ευθέως ότι προχωρούσε πολύ πιο μπροστά στον δρόμο που είχε διανοίξει το πρώτο της.
Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την αυτοτέλεια του καθενός από τα διηγήματα της συλλογής. Όμως δεν θα υπήρχε νόημα στο να απομονώσει το ένα από το άλλο, γιατί όλα μαζί συνιστούν ένα τόσο συνεκτικό όλον, που οποιαδήποτε έκφραση προτιμήσεων, όσο αναμενόμενη ή θεμιτή κι αν είναι, θα έθιγε το υπέροχο πέπλο που είναι τόσο φίνα υφασμένο με δυνάμεις μαγικές και απόκοσμες και το οποίο τυλίγει όλα αυτά τα διηγήματα μαζί, κάνοντάς τα να φαίνονται ως ένα έργο χωρίς ορατές ραφές.
Με πιο απλά λόγια, η συλλογή της Στην ερημιά με χάρι –ίσως ακόμα και σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά– φέρει εκείνη την εντελώς ανεπαίσθητη θαμπάδα στο λούστρο της δόξας της, που συχνά βαραίνει ένα «δεύτερο παιδί», σε σύγκριση με το πρωτότοκο.
Ωστόσο, αρκεί μια ματιά στον πίνακα των περιεχομένων για να αντιληφθεί κάποιος από τη συνάρθρωση των είκοσι ενός διηγημάτων σε τέσσερις ενότητες, που ακολουθούν μια αόριστη, αλλά σαφή (χρονολογική μάλλον) σειρά, ότι κρατά στα χέρια του κάτι πολύ πιο αβίαστα και στιβαρά δομημένο, συνεπώς και πιο φινιρισμένο.
Την ίδια ακριβώς αίσθηση νιώθει κάποιος και όταν διαβάζει το μικρό σημείωμα για τη συλλογή από τον Κωστή Παπαγιώργη, που τυπώθηκε στο οπισθόφυλλο της δεύτερης κυκλοφορίας του βιβλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, περί τα δέκα χρόνια μετά την πρώτη από τις εκδόσεις Σιγαρέττα, και λέει: «Έχοντας περάσει ακροποδητί τη γνωστή δοκιμασία του ανθρώπου που γράφει για να διαβάσει τι έχει ζήσει, η Ζατέλη κατάφερε να φέρει τη γραφή της σε ένα σημείο όπου, άθελά της σχεδόν, τελούνται απίθανες κλεψιγαμίες ανάμεσα στις άδηλες δυνάμεις της ζωής. Μέσα από βελόνες που ταξιδεύουν, μοσχαροκεφαλές που δίνονται πεσκέσι, δάχτυλα παράξενα και κάθε λογής μεταμορφώσεις, μια απόκοσμη βαθύτητα διεκδικεί το βιβλίο σαν στέγη. Επαφίεται στον αναγνώστη να υποψιαστεί ότι παρόμοιοι ψυχισμοί βλέπουν τη λογοτεχνία όχι ως μέγιστη επιτυχία, αλλά απλώς ως ευγενή συμβιβασμό». Ο (συγχωρεμένος) Κωστής Παπαγιώργης εκφράζει πράγματι τον θαυμασμό του για το βιβλίο μέσα από αυτό το σημείωμα, αλλά συγχρόνως το «φορτώνει» με μερικά «άδικα βαρίδια», τα οποία αποδέχθηκαν (και εμπλούτισαν) πολλοί απ’ όσους αναφέρθηκαν, στη συνέχεια, σε αυτά τα διηγήματα. Κι αυτό συνέβη σε σημείο που σήμερα τα εν λόγω «βαρίδια» κρέμονται ως «αγαθές μομφές» από τη συλλογή και θα έπρεπε, επιτέλους, να τα αποτινάξει από πάνω της για να μπορεί κάποιος να την κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο με θαυμασμό, όπως της αξίζει.
Συγκεκριμένα, ανάμεσα σε αυτά, εκείνο που φαίνεται να επαναλαμβάνεται πιο συχνά είναι ότι η Ζατέλη «γράφει για να διαβάσει αυτά που έχει ζήσει». Ενώ, αν όφειλε να πει κάποιος κάτι σχετικά με ένα τόσο υποθετικό ζήτημα, θα μπορούσε να αντιτάξει το εξής επιχείρημα, ως πιο συμβατό με το συνολικό έργο της: «Γράφει για να διαβάσει αυτά που δεν έχει ζήσει».
Εξάλλου, ως προς αυτό το ζήτημα, η ίδια είχε πει κάποτε, μιλώντας για τη διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της λογοτεχνικής μετάπλασής της, πως συντάσσεται με τη θέση του Γκαίτε: «Ό,τι γράφουμε συνέβη, τίποτα δεν συνέβη όπως το γράφουμε».
Επιπλέον, στο σημείωμα του οπισθόφυλλου η περιβόητη και απαράμιλλη καθαρολογία του Παπαγιώργη λειτουργεί ως δορά προβάτου που επιχειρεί να συγκαλύψει τα σουβλερά δόντια του λύκου-κριτικού, ο οποίος, ως άλλος θεός Δίας, ανησυχεί λιγάκι, διαπιστώνοντας ότι μια καινούργια Μεγάλη Θεά έκανε την εμφάνισή της στην επικράτεια της αυθεντίας και ίσως οι πιστοί στραφούν λατρευτικά προς τη δύναμή της, που είναι τόσο θελκτική και θηλυκή.
Και είναι γεγονός ότι η ματιά του Παπαγιώργη ήταν τότε κάπως πιο πατριαρχική απ’ όσο θα αντέχαμε σήμερα και κατά κάποιον τρόπο προσπαθούσε μεν να εξάρει τις αρετές και τη φρεσκάδα του λογοτεχνικού στυλ της Ζατέλη, αλλά μόνο τόσο-όσο, δηλαδή χωρίς να σηκώσει τα χέρια ψηλά για να τους παραδοθεί ως οικειοθελής αιχμάλωτός τους, ενώ θα ήταν το μόνο που όφειλε να κάνει.
Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί τόσο πολλές λέξεις με διφορούμενο (άρα, τελικά, μάλλον αρνητικό) πρόσημο, όπως είναι, για παράδειγμα, οι «κλεψιγαμίες», (δηλαδή, οι παράνομες ερωτικές σχέσεις) «ανάμεσα στις άδηλες δυνάμεις της ζωής», τη στιγμή που σε αυτήν τη συλλογή και γενικότερα στα έργα της Ζατέλη μεταξύ των εν λόγω δυνάμεων επέρχονται μόνο απαράμιλλες και αξέχαστες συνουσίες.
Κυρίως όμως, εκείνο που φάνταζε εξαρχής δύσπεπτο όσο και ύποπτο στην ανδροκρατούμενη συντεχνία της ελληνικής πεζογραφίας της δεκαετίας του 1980 είναι ότι οι ηρωίδες της –εκείνες οι απίθανες αυθύπαρκτες «βαμπ» των απροσδιόριστων αγροτικών επαρχιών– δεν ήταν απλώς αυτονομημένες και αυτόφωτες. Συνέβαινε και κάτι πολύ χειρότερο: ήταν εξίσου αυτάρκεις. Μπορεί να ισορροπούσαν κάπου στις παρυφές της κοινωνίας και να διατηρούσαν περιορισμένες επαφές μαζί της, αλλά η θέση τους εκεί ήταν ευσταθής, ίσως και ακλόνητη. Και για τον λόγο αυτό, από μακριά τουλάχιστον, έδειχναν να είναι ηγεμονικές φιγούρες που αργά ή γρήγορα θα διεκδικούσαν και κάτι ακόμα. Όμως κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει και να υπολογίσει τι θα μπορούσε να είναι αυτό. Φαινόταν μόνο πιθανότερο ότι θα επρόκειτο για κάτι απειλητικό προς την ευταξία της μικροκοινωνίας.
Στην πραγματικότητά όμως, οι ηρωίδες αυτές δεν διεκδικούσαν τίποτα παραπάνω από το να είναι όσο διαφορετικές ήταν.
Η Ανατολή, για παράδειγμα, η ηρωίδα του διηγήματος με τίτλο «Ο αέρας της Ανατολής» –μια φοβερή, απομονωμένη, ανεξάντλητη ασθενής που φορούσε κάτι τεράστια παπούτσια σαν εκείνα των κλόουν, χρώματος πράσινου σαν της πιπεριάς, με κόκκινες κοκάλινες αγκράφες, και έδενε τα μαλλιά της σε κότσο «ημισέλινο», επειδή αγνοούσε ότι είχε παρέλθει η μόδα του– το γνωρίζει καλά αυτό και σαρκάζει: «Με φοβούνται λες και είμαι το ίδιο το κακό […] και πες πως είμαι. Και λοιπόν; Δεν ξέρουν πως το κακό, όσο το φοβάσαι, θρέφεται;». Αυτό και μόνο θα αρκούσε ίσως για να πειστεί κάποιος πως μια τέτοια περιθωριακή φιγούρα δεν θα κινηθεί ποτέ διεκδικητικά ενάντια στη μικροκοινωνία που την περιβάλλει (και η οποία, από μια συμπόνια κενή συναισθήματος, τη συντηρεί εν ζωή, αφήνοντάς της καθημερινά ένα πιάτο φαγητό στο περβάζι του παραθύρου της). Θα γίνεται όμως ολοένα και πιο διαβόητη καθώς οι γύρω της θα τη δαιμονοποιούν όλο και περισσότερο, ως πρόχειρο και παντοτινό αποδιοπομπαίο τράγο. Την ίδια στιγμή, όμως, η περιθωριοποιημένη Ανατολή, με το επί της ουσίας μηδενικό ανθρώπινο κεφάλαιό της, έχει τέτοια συνείδηση της αυτονομίας της, που περιφρονεί. Και η περιφρόνησή της ξεκινά από την ίδια την αδελφή της, τη «χαζή Ανθούλα», που ποθεί τους τυποποιημένους ρόλους ζωής για μια γυναίκα, όπως τους περιέγραφαν τα λαϊκά αισθηματικά περιοδικά. Και για τον λόγο αυτό, η Ανατολή υπογραμμίζει, με όση υπεροψία χωρά στο ύφος της, ότι η Ανθούλα «από τα δεκαπέντε της […] έκλαιγε και χτυπούσε τα πόδια της, φωνάζοντας πως θέλει να γίνει υπηρέτρια, όπως άλλες ονειρεύονται να γίνουν βασίλισσες». Και με αυτήν τη φράση η Ανατολή υπονοεί ταυτόχρονα πως η ίδια έχει καταφέρει να είναι ένα είδος βασίλισσας, και μόνο επειδή αντέχει να παραμένει μόνη «στην ερημιά με χάρι». Πρόκειται για το διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, για του οποίου της πηγές έμπνευσης η Ζατέλη έχει πει το εξής αποκαλυπτικό: «Συχνά ονειρεύομαι φράσεις ή ξυπνώ το πρωί –δεν είμαι σε ύπνο ακριβώς– κι ένας στίχος, μία φράση σφηνώνεται στο μυαλό μου. Αυτήν τη φράση, “Στην ερημιά με χάρι”, την ονειρεύτηκα κι έστησα το διήγημα πάνω σ’ αυτήν».
Μιλώντας όμως για «βασίλισσες» ως έναν τύπο της θηλυκής ύπαρξης και όχι ως αναγνωρισμένο αξίωμα, το διήγημα της συλλογής που ίσως συνοψίζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το είδος τους είναι μάλλον «Η μοσχαροκεφαλή». Σε αυτό, η ηρωίδα με το όνομα Μαρθάννα Μπετκάβα στέκεται κατά υποδειγματικό τρόπο στη μεθόριο του φάσματος του πιθανού, την οποία τόσο καλά –σπιθαμή προς σπιθαμή της– γνωρίζει η Ζατέλη. Με τα λιμαρισμένα και κομμένα κατάλευκα δόντια της και τα μαύρα γάντια που φτάνουν σχεδόν ως τις μασχάλες της, η Μαρθάννα Μπετκάβα είναι ένα πρότυπο της γυναικείας φύσης που όσο κι αν μεγαλώνει, δεν εννοεί να αποποιηθεί καμιά από τις θεμελιώδεις φιλάρεσκες κινήσεις και στάσεις της.
Η Μαρθάννα, με την τόσο γοητευτική λάμψη του σκότους της ως περσόνα, ζει όλη της τη ζωή με την απόλαυση της ανάμνησης μιας δικής της πράξης εκφοβισμού, η οποία ήταν να πετάξει μια αιμοστάζουσα μοσχαροκεφαλή στην αυλή της γυναίκας η οποία παντρεύτηκε τελικά τον ξυλοκόπο που εκείνη ποθούσε. Η δε παντρεμένη γυναίκα αποδίδει όλη τη βαριά μοίρα του γάμου και της οικογένειάς της σ’ εκείνη την «κατάρα» της Μαρθάννας που θεωρεί ότι της την έστειλε μαζί με την αιμοστάζουσα μοσχαροκεφαλή.
Έτσι, οι δύο αυτές γυναίκες, ενώπιον της εκκωφαντικής πραγματικότητας που βιώνουν, παραβλέπουν τις «στεγνές» ερμηνείες της που θα τους πρόσφερε η λογική, για να προτιμήσουν εκείνες που παρέχουν η φαντασία και η πίστη σε απόκοσμες δυνάμεις και θα ήταν ικανές να τιθασεύσουν το πραγματικό (ούτως ώστε να είναι πιο υποφερτό, αν και αιωνίως άλυτο).
Ως εκ τούτου, η γυναίκα του ξυλοκόπου αποδέχεται τη δύσκολη μοίρα της επειδή θεωρεί ότι μια άλλη γυναίκα φταίει για όσα περνά. Ενώ η Μαρθάννα καθηλώνεται από πολύ νωρίς στη θέση της μοναξιάς, γλιτώνοντας έτσι από το ψυχικό κόστος τού να εμπλακεί σε κάποια άλλη ερωτική σχέση. Γιατί ο έρωτας –αυτή η τόσο δυνατή σχέση με τον άλλο– θα ήταν και ο μεγαλύτερος κίνδυνος εξαιτίας του οποίου ενδεχομένως να υποχρεωνόταν να εκχωρήσει κάτι από την αυταρέσκειά της. Οπότε φορτώνει στη γυναίκα του ξυλοκόπου τη συνθήκη της μοναξιάς που βιώνει και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι απαλλαγμένη από κάθε ευθύνη για τη μονήρη κατάστασή της. Ωστόσο, ούσα η κόρη ενός «φοβεού» πατέρα (όπως η ίδια τον περιγράφει, μια και με τα κομμένα δόντια της δεν μπορούσε πια να προφέρει το ρο), καταλαβαίνουμε και το αίτιο που κρατά τη Μαρθάννα στον μάταιο «θρόνο» της μοναχικότητας. Εκείνος μας ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορούσε «να διανοηθεί για την κόρη του κανέναν άντρα ως σύζυγο […] μετά την αμετάτρεπτη τύχη της να έχει έναν τέτοιο πατέρα» και αναρωτιόταν «ποιος νεαρός ή έστω ώριμος κύριος θα είχε τα φόντα να τον επισκιάσει, να τον αντικαταστήσει στη ζωή της;», για να απαντήσει μόνος του και με βεβαιότητα: «Ουδείς!»
Τα διηγήματα της συλλογής Στην ερημιά με χάρι περιέχουν όλα τη φανταστική-μαγική διάσταση της ερμηνείας της ζωής. Σε αυτήν έγκειται το ότι είναι τόσο συναρπαστικά. Όμως, ακριβώς δίπλα σε αυτήν παρατίθεται, με διακριτικό τρόπο, σχεδόν σαν άρρητη, αλλά σαφώς παρούσα, και η ακριβής, λογική εξήγησή της. Σε αυτήν βρίσκεται όλη η ψυχογραφική δεινότητα της Ζατέλη. Κι έτσι, ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να επιλέξει ποια από τις ερμηνείες προτιμά, αλλά δεν μπορεί να γλιτώσει την έκθεσή του στην επιρροή και των δύο.
Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται επίσης την αυτοτέλεια του καθενός από τα διηγήματα της συλλογής. Όμως δεν θα υπήρχε νόημα στο να απομονώσει το ένα από το άλλο, γιατί όλα μαζί συνιστούν ένα τόσο συνεκτικό όλον, που οποιαδήποτε έκφραση προτιμήσεων, όσο αναμενόμενη ή θεμιτή κι αν είναι, θα έθιγε το υπέροχο πέπλο που είναι τόσο φίνα υφασμένο με δυνάμεις μαγικές και απόκοσμες και το οποίο τυλίγει όλα αυτά τα διηγήματα μαζί, κάνοντάς τα να φαίνονται ως ένα έργο χωρίς ορατές ραφές.
Υπάρχουν και κάποιοι που διατείνονται ότι η συλλογή Στην ερημιά με χάρι πάσχει από το ότι οι ιστορίες της δεν έχουν ισχυρή πλοκή. Όμως ποιος έχει ανάγκη να αποπροσανατολιστεί λόγω μιας πλοκής, όταν του παρέχεται μια τόσο πλήρης πρόσβαση στις αχανείς πεδιάδες του ανθρώπινου ψυχισμού, στις οποίες φυσά απαλά ένας αληγής άνεμος μελαγχολίας;
«Ουδείς!» όπως θα απαντούσε σε αυτή την ερώτηση ο αειθαλής πατέρας της δεσποινίδας Μπετκάβα. Και αυτό είναι το «φοβεό». Αποτελεί επίσης τον κύριο λόγο για τον οποίον η συγκεκριμένη συλλογή θα πλέει γοητεύοντας, εις το διηνεκές, στην ερημιά –του χρόνου πια– με χάρι και θα είναι ένα κλασικό αριστούργημα της ελληνικής πεζογραφίας.
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι αρθρογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ο μονόλογός του Λουκούμι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Άλλα θεατρικά έργα του είναι τα: Ο Οικοδιδάσκαλος ή το δικαίωμα στην αμεριμνησία, Σατωβριάνδου και Γ’ Σεπτεμβρίου, Mr & Mr Vodka, Νήσοι Τόνγκα, Προσάρτηση, Ακαταμάχητη κ.ά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.