Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ από τη Διεθνή Διάσκεψη για τη Λιβύη στο Παρίσι αποτέλεσε μεγάλη διπλωματική ήττα για τον Τούρκο Πρόεδρο, αν και αναμενόμενη, ενώ η ανάδειξη του ηγετικού ρόλου της Γαλλίας στη Μεσόγειο, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, ορθώνει εμπόδια στα επεκτατικά σχέδιά του.
Η Ελλάδα, αντιθέτως, αναβαθμίζεται, καθώς με τη συμμετοχή της στη διάσκεψη έβαλε τέλος στον αφύσικο αποκλεισμό που της είχαν επιβάλει η Γερμανία και η Τουρκία, οι οποίες τώρα αναγκάζονται να κάνουν ένα βήμα πίσω.
Ο Ταγίπ Ερντογάν επιχείρησε και αυτή τη φορά, όπως είχε κάνει και στη Διεθνή Διάσκεψη για τη Λιβύη που είχε συγκαλέσει η Άνγκελα Μέρκελ, να εκβιάσει τη Γαλλία, στέλνοντας μήνυμα ότι αν προσκληθεί η Ελλάδα και η Κύπρος, εκείνος δεν θα παρευρισκόταν. Αλλά ο Εμανουέλ Μακρόν, σε αντίθεση με την απερχόμενη καγκελάριο, τον αγνόησε.
Στην πορεία ο Τούρκος Πρόεδρος εξετέθη διπλά. Αφού πρώτα δήλωσε ότι δεν θα πήγαινε στο Παρίσι και ο Μακρόν επέμενε στην αυτονόητη παρουσία της Ελλάδας και της Κύπρου, την τελευταία στιγμή, πικαρισμένος, αποφάσισε να στείλει τον υφυπουργό Εξωτερικών του, τον Σεντάτ Ονάλ (με τον οποίο είχε συναντηθεί πρόσφατα ο υφυπουργός Εξωτερικών Κ. Φραγκογιάννης, στο περιθώριο Συνόδου στη Λιβύη).
Οι ΗΠΑ και η Γαλλία εδώ και καιρό έχουν κοινή γραμμή στο θέμα της Λιβύης, ενώ απέναντί τους βρίσκονται η Τουρκία και η Ρωσία και με έναν πιο έμμεσο τρόπο και η Γερμανία. Αλλά στο διπλωματικό παιχνίδι τα περισσότερα δεν λέγονται. Γίνονται χωρίς να ειπωθούν, όπως όλοι γνωρίζουν ή μπορούν να υποθέσουν, ενώ συχνά λέγονται και τα αντίθετα από όσα πράττονται.
Η Διεθνής Διάσκεψη για τη Λιβύη στο Παρίσι, που έγινε με πρωτοβουλία της Γαλλίας στο πλαίσιο της προσπάθειας για τη σταθεροποίηση της χώρας, είχε ως πρώτο ζητούμενο την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών που θα γίνουν στις 24 Δεκεμβρίου και βασικό στόχο την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και μισθοφόρων που βρίσκονται εκεί και εμποδίζουν την ειρήνη.
Οι ΗΠΑ και η Γαλλία εδώ και καιρό έχουν κοινή γραμμή στο θέμα της Λιβύης, ενώ απέναντί τους βρίσκονται η Τουρκία και η Ρωσία και με έναν πιο έμμεσο τρόπο και η Γερμανία. Αλλά στο διπλωματικό παιχνίδι τα περισσότερα δεν λέγονται. Γίνονται χωρίς να ειπωθούν, όπως όλοι γνωρίζουν ή μπορούν να υποθέσουν, ενώ συχνά λέγονται και τα αντίθετα από όσα πράττονται.
Στη συγκεκριμένη περιοχή όμως είναι προφανές αυτό που συμβαίνει για όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις, όπως προφανείς είναι και οι νέες συμμαχίες που διαμορφώνονται. Η Ελλάδα έχει επιλέξει πλευρά και είναι σαφής η ταύτιση των στρατηγικών της συμφερόντων στην περιοχή με αυτά της Γαλλίας, που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, οι οποίες αυτή την περίοδο για τους δικούς τους λόγους ορθώνουν εμπόδια στον τουρκικό επεκτατισμό και τους συμμάχους του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πρόσκληση της Ελλάδας και της Κύπρου στη Διάσκεψη για τη Λιβύη, την οποία απέτρεπε ως τώρα ο Ερντογάν, ήταν πολύ σημαντική και για τις δύο χώρες. Η Ελλάδα παίρνει αυτό που επεδίωκε, αλλά οι μέχρι πρότινος συσχετισμοί της απαγόρευαν την αναγνώριση της ως δύναμης περιφερειακής ειρήνης και ασφάλειας, η οποία μπορεί να παίξει ρόλο στην προσπάθεια για τη σταθεροποίηση της Λιβύης.
Η θέση της Ελλάδας για το λιβυκό ζήτημα είναι η πλήρης εφαρμογή της συμφωνίας εκεχειρίας του 2020 και η άμεση απόσυρση όλων των ξένων δυνάμεων και μισθοφόρων από τη Λιβύη, όπως ακριβώς δηλαδή ζητάνε και οι ΗΠΑ με τη Γαλλία, με τις οποίες ταυτίζεται. Η απόσυρση των ξένων στρατευμάτων είναι αυτονόητη άλλωστε για να επιτευχθεί η ομαλότητα και η σταθερότητα, αλλά υπάρχουν χώρες όπως η Τουρκία που αρνούνται να συμμορφωθούν.
Η Γαλλία δεν κρύβει ότι επιδιώκει να αναδειχθεί, με τη βοήθεια και της Ουάσιγκτον, σε κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, κάτι που φυσικά δεν θέλει η Τουρκία, αλλά ούτε και η Γερμανία που στο θέμα αυτό προτιμά να μην παίζει με ανοιχτά χαρτιά.
Η Άνγκελα Μέρκελ συμφωνούσε με την αναβαθμισμένη παρουσία της Τουρκίας στη Μεσόγειο και την Αφρική, η οποία όμως εμπόδιζε τα συμφέροντα της Γαλλίας και ενοχλούσε τον σχεδιασμό των ΗΠΑ, οι οποίες αποφάσισαν να αντιδράσουν προκαλώντας σημαντικές αλλαγές, η έκταση των οποίων αναμένεται να ξεδιπλωθεί στο επόμενο διάστημα.