Χαλάνδρι. Βροχερό πρωινό. Το σπίτι του συγγραφέα και δημοσιογράφου Μιχάλη Φακίνου βρίσκεται στον πρώτο όροφο μιας αστικής πολυκατοικίας. Αφορμή για τη συνάντησή μας είναι το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Το Πέτρινο 8», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στην πλοκή του συναντάμε τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, ο οποίος περιπλανιέται με τα οράματα των ηρώων του 1821, Μικρασιάτες πρόσφυγες που αναζητούν μια νέα ζωή με μοναδική περιουσία λίγα σπόρια, έναν αντάρτη του Εμφυλίου που προσπαθεί να ολοκληρώσει πάση θυσία την αποστολή του, τα φασιστάκια του Μεταξά που στήνουν την κατασκήνωσή τους και έναν κιτς οικισμό που χτίζεται επί χούντας για να φιλοξενεί τα καλοκαίρια τις κυρίες των αξιωματικών. Ανάμεσά τους, ένας ποδηλάτης που μάταια αναζητά κάτι.
Καθόλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας έχω μπροστά μου έναν άνθρωπο ευγενή, χαμογελαστό και εγκάρδιο. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Για περισσότερα από τριάντα χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στα «Nέα». Μάλιστα, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ο άνθρωπος που επιμελούνταν την πρώτη σελίδα της εφημερίδας, υπεύθυνος για τη σελιδοποίηση. Παράλληλα, έχει εκδώσει δέκα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και έναν τόμο με χρονογραφήματα. Επίσης, μερικά από τα διηγήματά του έχουν γίνει τηλεταινίες και έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ολλανδικά.
Πρόκειται για έναν συγγραφέα που γράφει πάντα μέσα στη σιωπή, χρησιμοποιεί κάθε φορά στιλό διαρκείας και γοητεύεται από τους ήχους της πόλης. Καθώς περπατάμε στα στενά της γειτονιάς του αφηγείται ιστορίες και το βλέμμα του στέκεται σε ερειπωμένες κατοικίες. Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι όσο διαρκεί η πανδημία έχουν επιλέξει, μαζί με τη σύζυγό του, τη γνωστή συγγραφέα Ευγενία Φακίνου, να απομονωθούν στο «μοναστηριακό τους κελί». Όσον αφορά το βιβλίο του, εξηγεί ότι αφορμή για το «Πέτρινο 8» υπήρξε ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος.
Από συγγραφείς αγαπώ τον Μπέκετ, τον Κάφκα, τον Ντοστογιέφσκι, αλλά και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Θέλω να σας πω ότι, εκτός από βιβλία και ταινίες του σινεμά, με καθόρισαν το θέατρο του παραλόγου αλλά και η γλώσσα «περίεργων» ανθρώπων που γνώρισα.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο συγγραφέας μιλά για την εποχή μας, το νέο του βιβλίο, τη συγγραφή, τη δημοσιογραφία, τη φθορά του χρόνου αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας και γιατί;
Θα την ονόμαζα «Εποχή του Σισύφου». Γιατί εκεί που νομίζουμε πως φτάσαμε την πέτρα ψηλά, κάτι συμβαίνει, ένας πόλεμος, μια δικτατορία, ένα κορωνοϊός, που μας γυρίζει πάλι πίσω. Το θέμα, πάντως, είναι να μη σταματήσουμε να ανεβάζουμε την πέτρα.
— Προσωπικά, πόσο σας επηρέασε η πανδημία και τι πιστεύετε ότι θα αφήσει πίσω της;
Δεν σας κρύβω ότι με γέρασε λιγάκι. Έχω συνηθίσει πια να ζω στο «μοναστηριακό μου κελί» γράφοντας, όμως με γέμισε φόβο. Έπειτα, υπάρχει και η αγωνία των νέων παιδιών που στερήθηκαν τη συντροφικότητα, είδαν την καριέρα που άρχισαν να στήνουν να εξανεμίζεται, είδαν το μέλλον αβέβαιο και σκοτεινό, το λευκό χαρτί μπροστά τους να μένει άγραφο και το μάταιο να παίρνει τη θέση της ελπίδας. Τούτη η πανδημία σίγουρα θ’ αφήσει πίσω της ερείπια. Κάποιοι θ’ αρχίσουν να ξαναχτίζουν. Άλλοι θα χορεύουν πανηγυρίζοντας πάνω στα ερείπια. Ελπίζω να επικρατήσουν οι χτίστες.
— Υπάρχει σήμερα Ελλάδα που αντιστέκεται; Τι θεωρείτε επαναστατικό στις μέρες μας;
Υπάρχουν διάφορες μορφές αντίστασης, προσωπικές και συλλογικές, όμως όλες πρέπει να προσαρμόζονται στην εποχή τους. Τα νέα προβλήματα θέλουν πιο έξυπνα όπλα για να αντιμετωπιστούν. Γιατί επαναστατικές στις μέρες μας είναι η πρόοδος και η γνώση.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;
Μεγάλωσα σε ένα φτωχικό σπίτι, σε μια γειτονιά, με καλούς φίλους. Αν προσπεράσω τα δύσκολα εκείνης της εποχής, θα θυμηθώ το ποδόσφαιρο. Ως παιδιά παίζαμε στις λεγόμενες αλάνες κι εμείς ήμασταν τα αλάνια. Όμως, εκεί, χωρίς να το ξέρουμε, μαθαίναμε την ομαδικότητα, τον ανταγωνισμό, τη βία, την επιβράβευση της επιτυχίας και την πίκρα της ήττας. Εκεί ξεχώριζαν ο αρχηγός, ο ύπουλος, ο αδιάφορος, ο φιγουρατζής, χαρακτήρες όλοι μιας μελλοντικής κοινωνίας. Και να μην ξεχάσω και την αλητεία ‒ και το λέω με την καλή έννοια, εκείνη της περιπλάνησης σε τόπους και ανθρώπους.
— Στο νέο σας βιβλίο, το «Πέτρινο 8», πρωταγωνιστής είναι ο τόπος και οι τρεις μόνιμοι κάτοικοί του. Ποιοι λόγοι σάς οδήγησαν στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Πράγματι, σ’ αυτό το βιβλίο πρωταγωνιστής είναι ο τόπος, ο οποίος ορίζεται από ένα αρχαίο λιθόστρωτο που ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές σχηματίζει ένα 8. Ο τόπος έχει τρεις μόνιμους κατοίκους, που κι αυτοί έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Τον Αετό, που ασταμάτητα πετάει από πάνω του, φτιάχνοντας οχτάρια στον ουρανό, σαν να επιτηρεί τον τόπο. Τη Χελώνα, που διαρκώς στέκεται μπρος στο γκρεμισμένο γεφυράκι, ανήμπορη να περάσει απέναντι. Και το Φίδι, που είναι η μνήμη τούτου του τόπου, απομυζώντας τη σοφία από τα κόκαλα των θαμμένων εκεί, και ισχυρίζεται πως αυτό έδωσε στην Εύα το Μήλο. Από το Πέτρινο 8 κατά καιρούς πέρασαν ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος που είδε να ζωντανεύουν οι ήρωες του 1821, Μικρασιάτες πρόσφυγες αναζητώντας μια νέα ζωή με μοναδική περιουσία λίγα σπόρια, ένας αντάρτης του Εμφυλίου που έχασε τον δρόμο του, εκεί τα φασιστάκια του Μεταξά έστησαν την κατασκήνωσή τους, εκεί χτίστηκε κι ένας κιτς οικισμός επί απριλιανής χούντας για να παραθερίζουν οι κυρίες των αξιωματικών, κι ανάμεσα σε τόσους άλλους ένας ποδηλάτης που αναζητά μια απάντηση. Τώρα, όσον αφορά τους λόγους που έγραψα τούτο το βιβλίο, δεν έχω καθαρή απάντηση. Ίσως επειδή με κυνηγάνε μερικές συγγραφικές εμμονές όπως οι δυστοπίες, οι μνήμες, ο χρόνος και το χάος. Ίσως, σε τελική ανάλυση, να φταίει και ο αριθμός 8.
— Τι συμβολίζει δηλαδή το «Πέτρινο 8»;
Αν πλαγιάσεις τον αριθμό 8, θα δεις να σχηματίζεται το σύμβολο του απείρου.
— Εσείς μαγεύεστε από τα ερείπια, όπως ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος στις σελίδες του βιβλίου;
Τα ερείπια δεν είναι νεκρά. Κρύβουν την Ιστορία, μάλλον κρύβουν τις ιστορίες μας. Έτσι και το Πέτρινο 8. Θα γκρεμίζεται, θα πυρπολείται, θα ξαναχτίζεται απ’ τις στάχτες του, θα ξαναγκρεμίζεται, λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, εκεί ολόκληρος ο προηγούμενος αιώνας, η Ιστορία, οι ιστορίες μας, οι άνθρωποι, τα ερείπια και οι μέρες που ακόμα δεν είδαμε.
— Γράφοντας το βιβλίο, τι είναι αυτό που συγκρατήσατε περισσότερο για τον ζωγράφο Θεόφιλο; Γιατί αποτέλεσε αυτή η προσωπικότητα το βασικό ερέθισμα για τη συγγραφή του βιβλίου;
Οι ήρωες των βιβλίων μου, αν και σύγχρονοι, μοιάζουν με τον Θεόφιλο. Αποσυνάγωγοι, κατατρεγμένοι, ο περίγελος του χωριού για να σπάνε πλάκα οι νορμάλ ηλίθιοι, μονήρεις που υφίστανται το κοινωνικό μπούλινγκ επειδή ξεφεύγουν από τον μέσο όρο κυνηγώντας μια ουτοπία, ένα όνειρο, μια εμμονή, και, ναι, από τον Θεόφιλο ξεκίνησε τούτη η ιστορία, από ένα πραγματικό γεγονός της ζωής του. Ήταν ανεβασμένος σε μια σκάλα και ζωγράφιζε στον τοίχο καφενείου και οι μάγκες από κάτω τον έσπρωξαν, έπεσε, χτύπησε στο κεφάλι και, σαλεμένος, πήρε τα βουνά κι έφτασε στο Πέτρινο 8, όπου είδε τους ήρωές του να ζωντανεύουν. Από κει και πέρα, πήρα εγώ το πινέλο του και με δικά μου χρώματα, δικές μου λέξεις, δικούς μου ήρωες, έφτιαξα τις άλλες τοιχογραφίες.
— Έχετε υπάρξει για πολλά χρόνια δημοσιογράφος. Για σας τι θα πει δημοσιογραφία;
Θα σας αφηγηθώ ένα παλιό στιγμιότυπο. Ήταν κάπου στη δεκαετία του ’50. Τα πρωινά, παιδιά εμείς του δημοτικού, του γυμνασίου, μια παρέα, πηγαίναμε για το σχολείο. Ποδαράτο, βεβαίως. Τότε τον βλέπαμε να έρχεται από πέρα κι αμέσως κόβονταν μαχαίρι οι κουβέντες μας. Σιωπή. Ένα δέος και σεβασμός χαρασσόταν στα πρόσωπά μας. Ο δημοσιογράφος. Θυμάμαι, φορούσε ένα γκρίζο τσαλακωμένο κουστούμι, χαλαρωμένη η γραβάτα, ένα άσπρο μαντιλάκι να εξέχει στραβά από την πάνω τσέπη, καφετιά πετσιά ραμμένα σαν μπαλώματα στους αγκώνες του σακακιού, μαύρος μπερές στο κεφάλι και με τ’ αριστερό χέρι να βαστάει ένα μάτσο χαρτιά, φακέλους κι εφημερίδες. Του ρίχναμε κλεφτές ματιές. Πρόσωπο κουρασμένο, νυσταγμένο και περίλυπο, κι εμείς να τον φανταζόμαστε όλη τη νύχτα σκυμμένο στο γραφείο του –μερικοί από ’μας φαντάζονταν γραφομηχανή και άλλοι στυλογράφο‒ να γράφει, να σηκώνει τηλέφωνα και να μαθαίνει όλα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα και στον κόσμο, φόνους, απαγωγές, ληστείες, επαναστάσεις, πολέμους, να μιλάει και να γράφει για βασιλιάδες και πρωθυπουργούς, για πεινασμένους και χορτάτους, για εκατομμύρια και δραχμές. Πώς να μην είναι, σκεφτόμασταν, κουρασμένος και περίλυπος για όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα σε μια νύχτα σε ολόκληρο τον κόσμο; Και καθώς μας προσπερνούσε, ρίχνοντάς μας εκείνο το ίδιο πρωινό κουρασμένο χαμόγελο, νιώθαμε τον αέρα να μυρίζει μελάνι. Μόνο μια φορά ακούσαμε τη βραχνή φωνή απ’ τα τσιγάρα μιας νύχτας να μας ρωτάει: «Πώς πάνε τα πράγματα;». Κι εμείς με μια φωνή απαντήσαμε: «Καλά».
Μ’ αυτή την ιστοριούλα, λοιπόν, θέλω να σας πω πως η δημοσιογραφία είναι μια κοπιώδης τέχνη που θα πρέπει να προκαλεί θαυμασμό και δέος, όπως ένα υπέροχο βιβλίο, μια ταινία, μια παράσταση, ένας πίνακας, γιατί πρέπει –και επαναλαμβάνω το πρέπει‒ να φωτίζει τον άνθρωπο και όχι να τον τυφλώνει. Είναι λάθος να τσουβαλιάζεις όλους τους δημοσιογράφους, κραυγάζοντας το σύνθημα: «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».
— Προσωπικά, τι είναι αυτό που σας αρέσει αλλά και τι σας εκνευρίζει σήμερα στη δημοσιογραφία;
Μου αρέσει που οι εφημερίδες έχουν εξελιχθεί σε εφημερίδες γνώμης και δεν είναι πια εκείνη η στεγνή παρουσίαση των γεγονότων. Μου αρέσουν οι εφημερίδες που δεν φοράνε παρωπίδες και βλέπουν σφαιρικά τα πράγματα. Μου αρέσει που με τη βοήθεια της τεχνολογίας βλέπουμε αισθητικά ωραίες σελιδοποιήσεις. Αντιθέτως, δεν μου αρέσει που, εκτός της χάρτινης δημοσιογραφίας, κάποιοι νομίζουν πως είναι δημοσιογράφοι και ταυτόχρονα σεισμολόγοι, επιδημιολόγοι, κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, προφήτες και δικαστές.
— Μπορούν οι εφημερίδες να έχουν μέλλον; Πόσο μας έχουν επηρεάσει τα social media;
Εγώ, που ανήκω στη χάρτινη εποχή, βλέπω το χαρτί να λιγοστεύει, να χάνεται μαζί με τα δάση. Επίσης, οι αναγνώστες εφημερίδων συρρικνώνονται, γίνονται μια μικρή μειοψηφία νοσταλγών που δεν μπορεί να διαβάσει μια εφημερίδα, ένα βιβλίο στην οθόνη του υπολογιστή γιατί της λείπει το αντικείμενο, της λείπει η μαγεία των δύο αισθήσεων, να πιάνεις και να μυρίζεις χαρτί και μελάνι. Είμαστε μια μειοψηφία εθισμένων που δεν ικανοποιείται με υποκατάστατα.
— Τι σας ενοχλεί στη δημόσια σφαίρα;
Η ξεφτίλα που ενδύεται την προβιά αρνιού. Αυτοί οι νέοι προφήτες και οι μαθητευόμενοι μάγοι. Οι τραμπούκοι, που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και πείθουν. Αλλά και ο λαϊκισμός, που γίνεται ευαγγέλιο. Όλα αυτά, μέσα και έξω απ’ τη Βουλή. Να φανταστείτε πως και η νέα εγκληματικότητα έχει χάσει τους δυο-τρεις κανόνες «ηθικής» που διέθετε κάποτε.
— Σε πολλά από τα βιβλία σας συναντάμε δύο εμμονές σας, τους μοναχικούς ανθρώπους αλλά και την απουσία μνήμης. Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε;
Οι μοναχικοί άνθρωποι κρύβουν μια ιστορία, πολλές ιστορίες, και ίσως εξαιτίας αυτών να καταφεύγουν στη μοναχικότητα και στη σιωπή. Από αυτό το καταφύγιο θέλω να τους βγάλω, να τους δώσω λόγο και μνήμη, έστω και φανταστικά. Δεν είμαι απουσιολόγος της μνήμης αλλά κυνηγός της.
— Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στη συγγραφή;
Να φτιάχνεις από το τίποτε μια ιστορία που θέλει να πει κάτι. Βέβαια, αυτό δεν δημιουργείται μέσα σε έξι μέρες.
— Ποιες είναι οι πηγές της συγγραφικής σας περιέργειας;
Στιγμές της Ιστορίας κατά τις οποίες ξεδιπλώνονται οι ατομικές μας ιστορίες, επηρεασμένες από το περιβάλλον και τα γεγονότα, με ήρωες που νομίζουν πως είναι πρωταγωνιστές, μα στην ουσία είναι κομπάρσοι. Γιατί πρωταγωνιστής είναι το φόντο που ορίζει την εικόνα, ο τόπος που τους φιλοξενεί ή τον διαβαίνουν, ένα τρένο που δεν σταματά πουθενά, μια έρημος απ’ όπου δεν μπορείς να φύγεις γιατί σε περιμένει το αχανές, μια παλιά χαρτοποιία που γίνεται καταφύγιο ανόμοιων και άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων. Ίσως μια πόλη που την περιφρονείς κι εκείνη σε τιμωρεί με τις κρυμμένες μνήμες της, και βεβαίως η πόλη η εσωτερική, που όλοι έχουμε μέσα μας. Την κατοικούμε και τη διαμορφώνουμε, μας κατοικεί αλλά και μας διαμορφώνει.
— Ποιους ξένους συγγραφείς ξεχωρίζετε; Υπάρχει κάτι το οποίο να σας καθόρισε;
Από συγγραφείς αγαπώ τον Μπέκετ, τον Κάφκα, τον Ντοστογιέφσκι, αλλά και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Θέλω να σας πω ότι, εκτός από βιβλία και ταινίες του σινεμά, με καθόρισαν το θέατρο του παραλόγου αλλά και η γλώσσα «περίεργων» ανθρώπων που γνώρισα.
— Γράφοντας μάθατε πράγματα που δεν ξέρατε για τον εαυτό σας;
Έμαθα, θαύμασα και τρόμαξα με την άβυσσο που έκρυβα μέσα μου.
— Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας στη ζωή μας;
Κάπου έχω ακούσει ή διαβάσει, δεν θυμάμαι, πως η λογοτεχνία επινοεί συνεχώς τον εαυτό της. Γυρίζει πίσω αναζητώντας πηγές, στέκεται και πάλι ξεκινά, ψάχνοντας παλιά δοκιμασμένα πρόσωπα αλλά και νέους δρόμους. Αυτόν τον ρόλο δείχνει να παίζει και στη ζωή των ανθρώπων, την αναζήτηση του εαυτού μας αλλά και νέων δρόμων. Μπορεί να μην είναι πάντα το τέλειο φάρμακο που σώζει ζωές, τουλάχιστον όμως παίζει ρόλο παρηγορητικό, θέτει ερωτήματα ή απαντά σε μερικά και, στο κάτω κάτω, είναι ένα ταξίδι στη μαγεία των λέξεων και στο φανέρωμα χαρακτήρων.
— Σας τρομάζει η φθορά του χρόνου;
Παρηγορητικά πάλι θα σας πω ότι ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν πως τη φθορά του χρόνου πρέπει να τη βλέπουμε ως μια νέα ωραιότητα.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Παλιά, ξέρετε, είχα γράψει για κάποιον ήρωά μου μια προσευχή: «Θεέ μου, βοήθησέ με να καταλάβω πότε θ’ αρχίσω να γίνομαι μαλάκας». Ουσιαστικά, εννοούσα πότε θα αρχίσω να γίνομαι «ανόητος» με την έννοια της απώλειας του νου και της ορθής σκέψης.
— Υπάρχει κάτι που να σας λείπει;
Ναι. Το ότι δεν έμαθα να παίζω ένα μουσικό όργανο. Σαξόφωνο, ας πούμε. Ή που δεν έπεσα ποτέ με αλεξίπτωτο, δεν έκανα καγιάκ σ’ ένα αγριεμένο ποτάμι. Επίσης, μου λείπει πολύ και η ποδηλατάδα.
— Πείτε μου μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη.
Νομίζω ότι μάλλον τις έχω ξεπεράσει όλες. Ελπίζω, ωστόσο, να μην προκύψουν άλλες.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Εκτός από τον έρωτα, για μένα σημαντικό είναι και το παλιό σύνθημα: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».