Σε μία από τις ταινίες που πρωταγωνίστησε και προβλήθηκαν στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο «18» του Βασίλη Δούβλη, ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου υποδύεται τον Ηλία, έναν νεαρό που, γοητευμένος από τις δράσεις μιας φασιστικής οργάνωσης, οδηγεί την παρέα του σε ακραίες καταστάσεις. Παίζει τον ρόλο του κακού τόσο πειστικά, που σχεδόν δεν αναγνωρίζω τον άνθρωπο που έχω μπροστά μου.
Ο Νικολάκης φαίνεται μικρότερος απ’ ό,τι είναι, μιλάει ήρεμα και γελάει πολύ. Kαι δεν έχει καμία σχέση με τον Ηλία της ταινίας. «Με εξιτάρει περισσότερο ο ρόλος του κακού», λέει, «και πάντα νομίζω ότι οι κακοί της υπόθεσης σε μια ταινία έχουν περισσότερα πράγματα να ψάξεις, να κατανοήσεις, είναι μεγαλύτερη πρόκληση για έναν ηθοποιό».
Ο Νικολάκης είναι ίσως ο ηθοποιός της γενιάς του με τις περισσότερες συμμετοχές σε ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους. Η πορεία του από το «Park» της Σοφίας Εξάρχου και μετά είναι εντυπωσιακή: πρωταγωνίστησε στο «Έκτορας Μαλό: Η τελευταία μέρα της χρονιάς» και στην «Αλεπού» της Ζακλίν Λέντζου, στη «Βουρβουρού» της Καρίνας Λογοθέτη, στο «Deathcar» του Ανδρέα Βακαλιού, στο «Literal Legend» της Λήδας Βαρτζιώτη και του Δημήτρη Τσακαλέα, στο βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» του Βασίλη Κεκάτου, στο «.DOG» της Γιάννας Αμερικάνου, στο «18» του Βασίλη Ντούβλη, στο «Sick» των Callas, στη σειρά της Cosmote TV «42°C» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαβασιλείου, μεταξύ άλλων.
Είναι δύσκολο να τις βάλει όλες στη σειρά. «Αυτόν τον καιρό βρίσκομαι στα γυρίσματα του “Milkyway”, τη νέα μίνι σειρά οκτώ επεισοδίων του Βασίλη Κεκάτου, που θα προβληθεί στο Mega», λέει. «Με το τέλος αυτών των γυρισμάτων θα ξεκινήσουμε μια μεγάλου μήκους ταινία με τη Χριστίνα Ιωακειμίδη. Προς το παρόν είμαστε στη διαδικασία των προβών. Σύντομα θα κάνουν πρεμιέρα αρκετές μικρού μήκους που γυρίσαμε μέσα στη χρονιά που μας πέρασε, όπως το “Όχι Αύριο” της Αμέρισσας Μπάστα, η “Αβυσσαία Ζώνη” του Αντώνη Κιτσίκη, το “Με λένε Άντι” και το “Γιάμα” του Ανδρέα Βακαλιού και της Φίλης Ολσέφσκι. Επίσης, η “Λευκή Νύχτα” της Μαριτίνας Πάσσαρη».
Είχα μεγάλη ελπίδα για τη γενιά μου μεγαλώνοντας, αλλά πηγαίνοντας στον στρατό ανακάλυψα ότι σε μια τέτοια συνθήκη, όπου όλοι είναι ίδιοι και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι ο καθένας και τους συναναστρέφεσαι όλους, βλέπεις πώς στα αλήθεια είναι οι άνθρωποι. Γιατί στην κανονική μας ζωή μάς έλκουν οι όμοιοί μας, επιλέγουμε με ποιους θα έχουμε σχέσεις και δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα. Εκεί μέσα απογοητεύτηκα πάρα πολύ από τη γενιά μου.
«Έχεις κάνει πολύ σινεμά, θέατρο;» «Θέατρο όχι, δεν με ενδιαφέρει να κάνω, προς το παρόν τουλάχιστον. Πιστεύω ότι δεν θα ήμουν πολύ καλός στο θέατρο, ούτε ως συνεργάτης, γιατί είναι μια διαδικασία που την έχω μάθει αλλιώς, με είχε τρομάξει κάπως μέσα απ’ τη σχολή. Μπορεί να χρειάζεται ίδια προετοιμασία για έναν ρόλο, αλλά το θέατρο έχει την επανάληψη, η οποία μου φαίνεται κουραστική ως διαδικασία. Δεν το αποκλείω, αλλά στη συγκεκριμένη φάση κάνω αυτό που γουστάρω. Μου αρκούν αυτά που βγάζω, εσύ ορίζεις τις ανάγκες σου, έχω ζήσει και με πολύ πιο λίγα».
Μιλάει για τη δουλειά του με ενθουσιασμό. «Είμαι χαρούμενος με αυτό που κάνω, μου αρέσει πολύ, τρελαίνομαι, η διαδικασία του γυρίσματος είναι για μένα ζωή. Είναι μια δουλειά στην οποία δεν δουλεύεις συνέχεια, έτσι τα γυρίσματα είναι σαν το day off μου, είναι το δικό μου διάλειμμα.
Όταν παίζεις, δοκιμάζεις αρκετές φορές τα όριά σου. Κάθε διαδικασία για έναν ρόλο είναι τελείως διαφορετική και κάθε ρόλος που επιλέγω είναι επειδή τον γουστάρω φουλ. Βλέπω ότι έχω κάτι να πω, να κάνω ένα σχόλιο πολιτικό, κοινωνικό, οπότε συνδέομαι με κάθε ρόλο. Νομίζω ότι ο πιο δύσκολος ρόλος που έχω παίξει είναι του Τάσου, τώρα, στη σειρά του Κεκάτου».
Ο Νικολάκης γεννήθηκε στο Μαρούσι, μεγάλωσε στο Κερατσίνι, και μετά τον σεισμό του ’99 έφυγαν οικογενειακώς από την Αθήνα και πήγαν στην Κρήτη, την πατρίδα της μητέρας του. «Ουσιαστικά μεγάλωσα στo Ηράκλειο», λέει, «όπου ήταν δύσκολα αλλά και ωραία. Ήμουν καλό παιδί, αλλά πάρα πολύ άτακτος, με διάσπαση προσοχής. Μπήκα στο ΤΕΙ Μουσικής Τεχνολογίας του Ρεθύμνου και σπούδασα ηχοληψία, αλλά πιο πολύ γούσταρα την ίδια τη μουσική παρά το τεχνικό μέρος. Είχα μια μπάντα, παίζαμε garage punk και δούλευα πολύ τη νύχτα. Ασχολήθηκα με το σέρβις.
Ηθοποιός αποφάσισα να γίνω στα είκοσι τέσσερα. Είχα το μικρόβιο από μικρός, γιατί η θεία μου και ο θείος μου έχουν θεατρική σκηνή στο Ηράκλειο και μεγάλωσα μαζί τους. Ξεκίνησαν με κουκλοθέατρο και έκαναν περιοδείες με κούκλες που έφτιαχναν μόνοι τους, τελείως DIY φάση. Οι πρόβες τους γίνονταν στο σαλόνι της γιαγιάς μου κι εγώ τους έκανα τον υποβολέα.
Όταν ήρθα στην Αθήνα δούλευα αρκετά χρόνια σε escape room ως ηθοποιός, ως game master, σε κάποια φάση έγινα και υπεύθυνος καταστήματος. Ήταν αρκετά ψυχοφθόρο ως διαδικασία, ήταν σαν να έχεις πέντε-έξι παραστάσεις την ημέρα και άρχιζα να βγαίνω εκτός εαυτού. Έφτανα στο σημείο να πιστεύω αυτά που ζούσα στο παιχνίδι».
Συζητάμε για τους ρόλους που έχει παίξει ‒ σχεδόν τα πάντα, κάτι ζηλευτό για έναν ηθοποιό της ηλικίας του. «Δεν έχω απωθημένα», λέει, «υπάρχουν όμως ρόλοι σε ταινίες που έχω ζηλέψει. Π.χ. τον ρόλο του Τζόνι Κουίντ στο “Rockenrolla” του Γκάι Ρίτσι, τον Τζάρεντ Λέτο στο “Dallas Buyers Club”, τον Ντενί Λαβάντ στο “Holy Motors” του Λέος Καράξ, κι αυτός ρόλος καταπληκτικός».
Ο Νικολάκης μένει στα Ιλίσια με την κοπέλα του και τα ζώα τους, έναν θηλυκό σκύλο, τη Μάργκο, τον γάτο τους και ένα παπαγαλάκι ‒ είναι η οικογένειά του.
«Όποτε βαριόμαστε, ανοίγουμε τα μικρόφωνα και κάνουμε καραόκε», λέει, «έχουμε πλούσιο ρεπερτόριο. Μου αρέσει πολύ να ασχολούμαι με τα ζώα μας, τρώω πολύ χρόνο στο παιχνίδι μαζί τους, μου αρέσει πολύ και ο μοντελισμός. Έχω έναν εκτυπωτή 3D, φτιάχνω μινιατούρες και μετά τις βάφω. Μου αρέσει ό,τι έχει να κάνει με φαντασία. Έχω φτιάξει ένα μεσαιωνικό σπίτι από ξυλάκια από παγωτό και οδοντογλυφίδες.
Θα μπορούσα να ζω μόνο με ζώα, να μην έχω επαφή με ανθρώπους. Το όνειρό μου είναι να έχω ένα σπίτι στην εξοχή και τρεις-τέσσερις σκύλους. Όταν υιοθέτησα τη Μάργκο, πίστευα ότι θα ήταν δύσκολο, γιατί σκεφτόμουν πού θα την αφήνω, τι θα κάνω αν θέλω να βγω. Μου έχει ρυθμίσει, ωστόσο, τη ζωή. Όταν βγαίνω και έχει περάσει η ώρα που πρέπει να την πάω βόλτα, ξαφνικά αρχίζω να μην περνάω ωραία, θέλω να γυρίσω πίσω μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσω.
Ο γατούλης είναι πρόσφατη προσθήκη, τον βρήκε ο πατέρας μου στα σκουπίδια το καλοκαίρι. Μου τον έφερε μόλις είχα γυρίσει από διακοπές και ετοιμαζόμουν να πάω στη Ζάκυνθο για τη μικρού μήκους ταινία του Αντώνη Κιτσίκη. Ήταν σε άθλια κατάσταση, δεν ήταν ούτε δέκα ημερών, με μάτια σχεδόν κλειστά, τον πήγα στην κτηνίατρο και επειδή δεν μπορούσα να τον αφήσω, τον πήρα μαζί μου στο νησί. Ήταν πολύ δύσκολα, γιατί έπρεπε να τον ταΐζω τέσσερις φορές τη μέρα με μπιμπερό, να τον ξεσκατίζω, ήταν ζόρικα. Πλέον είμαι ο βιολογικός “μαμάς” των ζώων μου, έτσι ξέρουν, έτσι τους έχω πει.
Η σκύλα μου μού έχει αλλάξει τη ζωή, με έκανε να είμαι πιο πιστός, να ξέρω τι θέλω, να καταλαβαίνω τι μετράει πιο πολύ. Υπάρχει μια σύνδεση μαζί της και αυτά που με ικανοποιούν πλήρως είναι πλέον πολύ μικρά, πολύ λίγα πράγματα.
Από τη σχέση μου με τον σκύλο έχει αλλάξει και η σχέση μου με τους ανθρώπους. Πάντα αναρωτιόμουν πώς κάποιοι άνθρωποι έχουν τόσο μεγάλες παρέες και η Μάργκο με έκανε να καταλάβω ότι έχω τόσο λίγους φίλους, επειδή έχω πάρα πολύ καλούς φίλους».
Ο Νικολάκης ανήκει σε μια γενιά που δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά, γι’ αυτό και αποκάλυψε τη δική του εμπειρία σεξουαλικής παρενόχλησης. Ωστόσο δηλώνει ότι περίμενε να φέρει περισσότερες αλλαγές.
«Η γενιά μου είναι μια γενιά που εκτονώνεται μέσα από τα social media», εξηγεί, «μέσα από το κινητό, γιατί είναι πολύ εύκολο να γράψεις κατεβατά, να τα πεις σε αγνώστους, να βρίσεις, και τελειώνει εκεί. Και νομίζεις ότι έκανες και επανάσταση. Δεν ασχολούμαι τόσο με τα κοινά μέσω των social media, δεν κάνω repost, δεν θα πω τη γνώμη μου, γιατί στο τέλος αναρωτιέμαι, “μαλάκα, αξίζει να το κάνεις αυτό;”. Tώρα, με το #ΜeΤoo, που έβγαιναν και μιλούσαν όλοι, το έκανα κι εγώ.
Όμως, πιο πολλά λέμε και γράφουμε παρά κάνουμε. Μια μέρα ήμουν στο Μεταξουργείο, στο μετρό, με πολύ κόσμο, και μια κοπέλα πέφτει μπροστά στην πόρτα με τα δόντια και σπάει τέσσερα, γίνεται χαμός, και όλοι, και νέοι άνθρωποι, περνούσαν ή από πάνω της ή από δίπλα της και δεν σταματούσε κανείς να τη βοηθήσει. Φοβούνταν. Είχε γυρίσει η γλώσσα της και η φίλη της δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά όλοι προσπερνούσαν. Αυτοί είμαστε.
Είχα μεγάλη ελπίδα για τη γενιά μου μεγαλώνοντας, αλλά πηγαίνοντας στον στρατό ανακάλυψα ότι σε μια τέτοια συνθήκη, όπου όλοι είναι ίδιοι και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι ο καθένας και τους συναναστρέφεσαι όλους, βλέπεις πώς στα αλήθεια είναι οι άνθρωποι. Γιατί στην κανονική μας ζωή μάς έλκουν οι όμοιοί μας, επιλέγουμε με ποιους θα έχουμε σχέσεις και δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα. Εκεί μέσα απογοητεύτηκα πάρα πολύ από τη γενιά μου. Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως σε κάθε γενιά; Δεν είναι καθόλου εύκολο να πας μπροστά.
Δεν μπορείς να ασκείς λογοκρισία στη σκέψη του ανθρώπου. Στο όνειρό σου ή μέσα στο μυαλό σου μπορείς ακόμα και να σκοτώνεις ανθρώπους, αλλά πρέπει να καταλαβαίνεις ότι πλέον υπάρχουν συνέπειες για όλα. Όποιος παίζει με τη σκέψη του πρέπει να ξέρει μέχρι πού φτάνει, δεν είμαστε στη δεκαετία του ’80, που η παρενόχληση αντιμετωπιζόταν με χιουμοριστική διάθεση, ακόμα και στις ταινίες.
Στον χώρο μας ή στην εστίαση ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο να σε παρενοχλούν και να μη μιλάς, αλλά έχουν αλλάξει πια τα πράγματα. Ως white males είμαστε σε πλεονεκτική θέση, αλλά σκέψου τι παθαίνουν τα κορίτσια ή οι πιο ευάλωτοι άνθρωποι. Η κοπέλα μου μού λέει ότι έχει παρενοχληθεί τόσο πολλές φορές στη ζωή της, που δεν μπορεί να τις θυμηθεί όλες. Και ακόμα δεν έχουν αλλάξει πολλά στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η παρενόχληση, ως κάτι αστείο, ως κωμωδία.
Χάζευα στην τηλεόραση ένα μεσημέρι μια ταινία με τον Ψάλτη, το “Come to me για να τη βρεις”, και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση μια σκηνή μέσα στην ντισκοτέκ, όπου ο Γαρδέλης προσπαθεί να την πέσει στην αδερφή του Ψάλτη. Της λέει “έλα, πιες” και η άλλη είναι ήδη κομμάτια, αλλά του λέει “όχι, όχι” και μετά βάζουν κάποια εφέ τύπου Μίκυ Μάους, κλείνει το φως και γίνεται ουσιαστικά βιασμός. Κι αυτό ήταν στις τέσσερις το απόγευμα στην ελληνική τηλεόραση!
Τα social media είναι ένα προσωπείο που παρέχει κάλυψη. Με το #ΜeΤoo βγήκαν ένα σωρό άνθρωποι και συμπαραστέκονταν σε άτομα και καταστάσεις, οι οποίοι μετά βρέθηκαν εμπλεκόμενοι. Στα social media μπορώ να παρουσιάσω τον τέλειο εαυτό και κατά τ’ άλλα να είμαι ο χειρότερος μαλάκας. Είναι πολύ εύκολο να φτιάξεις μια εικόνα του εαυτού σου και αυτή να μοστράρεις στους άλλους. Κι αυτοί να το τρώνε το παραμύθι...
Η αλήθεια είναι ότι δεν πολυβλέπω stories. Είχαμε αυτή την κουβέντα με την κοπέλα μου, η οποία είναι άλλης γενιάς, με το Facebook να είναι στη ζωή της από το δημοτικό, τα social γενικά. Σχολιάζαμε πώς βλέπω εγώ τα social και πώς τα βλέπει εκείνη και καταλήξαμε στο εξής: όταν πρωτοβγήκαν τα social media, κυρίως το Facebook, τα άτομα της γενιάς μου ήμασταν ήδη 18 χρονών και είχαμε ζωή πριν από αυτά.
Το Facebook προσωπικά το ξεκίνησα επειδή ήμασταν άφραγκοι φοιτητές, δεν είχαμε λεφτά να βάζουμε κάρτες, δεν είχαμε συνδέσεις στα κινητά και ήταν ουσιαστικά ο τρόπος επικοινωνίας μας. Όλοι κλέβαμε ίντερνετ από τριγύρω και είχαμε το messenger για να στέλνουμε μηνύματα πού θα βρεθούμε και τι θα κάνουμε. Ήταν πολύ χρήσιμο.
Κι επίσης, στα social πιο πολύ κρυβόμασταν παρά θέλαμε να δείξουμε πού είμαστε, τι κάνουμε, να κάνουμε επίδειξη. Πρόλαβα την εποχή που όλοι έμπαιναν με ψευδώνυμα επειδή ήθελαν να κρυφτούν. Μετά άρχισαν όλοι να μπαίνουν επώνυμα και με φωτογραφίες και να πασχίζουν να φανούν.
Βέβαια, υπάρχει πάντα η επιλογή να μη δεις κάτι, να μην μπαίνεις αν κάτι σε ενοχλεί. Αυτό που μου έκανε τρελή εντύπωση όταν βγήκαν τα revenge porn βίντεο ήταν ότι όλοι κατέκριναν την πράξη, αλλά, από την άλλη, έλεγαν “το είδες;”. Όχι, δεν θέλω να το δω, κι αυτός είναι ένας τρόπος να κατακρίνεις αυτό που γίνεται».
«Γιατί να με ενδιαφέρει η άποψη για όλα που έχει ένας ηθοποιός ή ένας μουσικός; Ή η άποψη ενός ανθρώπου που έχει πάρα πολλούς followers στο Ιnstagram;» «Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ, δεν έχω άποψη για όλα, αν εκφέρω άποψη θα είναι για κάτι το οποίο γνωρίζω πολύ καλά –και ελάχιστα πράγματα γνωρίζεις πάρα πολύ καλά‒, οπότε κρατάω την άποψή μου να την πω σε άτομα που με ενδιαφέρουν, με τα οποία θα γίνει και μια συζήτηση, γιατί στα social δεν γίνεται πλέον συζήτηση.
Ο καθένας λέει την άποψή του και είτε θα τον βρίσουν από κάτω είτε θα συμφωνήσουν και τελείωσε. Συζήτηση δεν υπάρχει. Και, φυσικά, δεν θα μπεις στο Facebook να βρεις καινούργιες οπτικές.
Είμαι σε ένα γκρουπ για σκύλους όπου ποστάρουν όλοι αστείες φωτογραφίες με τα σκυλιά τους. Κάποιος, λοιπόν, έβαλε ένα ποστ με μια φωτογραφία με έναν νυχοκόπτη σκύλων που βρήκε σε ένα σούπερ μάρκετ σε προσφορά, έναν συν έναν δώρο, και έγραφε “χα χα”. Από κάτω του έγραψε κάποιος άλλος “χαχαχα, τι να τους κάνεις τους δύο νυχοκόπτες για σκύλους;”. Πιο κάτω, “πάτε καλά; Kόβετε τα νύχια των σκυλιών σας με νυχοκόπτη;”. Aπό κάτω, “εσύ τι κάνεις δηλαδή, το αφήνεις να πηγαίνει στην εξοχή και να τα ακονιζει μόνο του; Αυτό μπορεί να του προκαλέσει μόλυνση!” και από κάτω, “άντε γαμήσου που θα μου πεις εμένα ότι θα πάθει μόλυνση”. Ένας παραλογισμός ακόμα και με τα πιο απλά πράγματα, κι αυτό σου δείχνει ότι ο κόσμος δεν είναι καθόλου καλά...
Με ενοχλεί η ειρωνεία, το να προσπαθεί κάποιος να σου κόψει την ελευθερία ή να κόψει την ελευθερία άλλων ανθρώπων. Με εκνευρίζει να θεωρεί κάποιος ότι αυτός που δεν μιλάει πολύ είναι μειωμένης αντίληψης. Τσαντίζομαι πάρα πολύ με τις φασιστικές διαθέσεις.
Έχω κάποιες αγάπες στη μουσική, πιο πολύ στο ραπ. Ακούω και πανκ και τέκνο, περνάω καλά εύκολα. Μου αρέσει και ο ΛΕΞ. Κάνει τέχνη για κολλημένους, κι αυτό είμαι κι εγώ, κολλημένος με την τέχνη μου, οπότε με εκφράζει. Επίσης, αυτό που μου αρέσει σε αυτόν είναι ότι είναι κοντός, μα βλέπει από ψηλά…»