Η Νέα Υόρκη ανακαλύπτει ξανά την Έθελ Ριντ, μια γυναίκα που λάμπει μετά από 100 χρόνια με μια έκθεση στο Poster House. Η Ριντ δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα της εποχής της, καθώς όχι μόνο ήθελε να ζήσει ανεξάρτητα, στηρίζοντας τον εαυτό της με την τέχνη της, αλλά και να κάνει σεξ με όποιον ήθελε, κάτι αδιανόητο.
Περίπου τα κατάφερε, έζησε γρήγορα, δημιούργησε σπουδαία τέχνη αλλά πέθανε πρόωρα το 1912, πριν καν κλείσει τα 40 της χρόνια. Ήταν ίσως η πρώτη γυναίκα που κέρδισε προβολή ως γραφίστρια και το έκανε μέχρι τα 18α γενέθλιά της. Στα 22 της μετακόμισε στην Ευρώπη. Στα 24 της εξαφανίστηκε από το ιστορικό αρχείο.
Η γεννημένη το 1874 Έθελ Ριντ στην έκθεση «Ethel Reed: Είμαι η δική μου ιδιοκτησία», έρχεται σε πρώτο πλάνο όπως υπήρξε στη διάρκεια της ζωής της πριν πέσει στην ανωνυμία. Η Angelina Lippert, επικεφαλής επιμελήτρια στο Poster House, που υπήρξε έμπορος αφισών για μια δεκαετία, είπε πώς όλοι νόμιζαν ότι η καριέρα της κράτησε τρία χρόνια και μετά εξαφανίστηκε όταν μετακόμισε στην Ευρώπη. Η επιμελήτρια κατάφερε και βρήκε έναν μεγάλο συλλέκτη του έργου της για να οργανώσει την έκθεση. Κατέφυγε στο βιβλίο του 2013 του William S. Peterson «The Beautiful Poster Lady: A Life of Ethel Reed» απ’ όπου η Ριντ αναδύθηκε από τη σκιά της ιστορίας.
Γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη και το 1890 με τη μητέρα της μετακόμισαν στη Βοστώνη, όπου η Έθελ σπούδασε για λίγο στο Cowles Art School και μαθήτευσε ως ζωγράφος μινιατούρων. Εκείνη την εποχή οι Αμερικανοί είχαν μια μανία για τις αφίσες και η Ριντ κέρδισε τη φήμη της εικονογράφου στο στυλ Art Nouveau.
Η τύχη της ήταν ότι το σχέδιό της έγινε αποδεκτό αμέσως και αναπάντεχα. Η Ριντ, όπως την περιέγραφαν, ήταν ταπεινή και όμορφη, με τα μάτια φαινομενικά μονίμως κατεβασμένα, και έκρυβε επιμελώς τον αισθησιασμό της αλλά και την εξάρτησή της από το όπιο από τα φτωχικά εφηβικά της χρόνια.
Όταν μια φίλη της την είδε να σχεδιάζει της πρότεινε να υποβάλει ένα σχέδιο στη «Sunday Herald», μια εβδομαδιαία ειδική έκδοση της «Boston Herald» που προοριζόταν για κυρίες, γεμάτη σχέδια ραπτικής και κομμένες χάρτινες κούκλες για τις κόρες τους.
Το σχέδιο της Ριντ απεικόνιζε μια γυναίκα με μακρύ λαιμό που διαβάζει μια λευκή εφημερίδα ενώ τρεις παπαρούνες στο βάθος είναι σαν συμβολικές της σχέσης της με το όπιο, που την κατέστρεψε. Η λεζάντα γράφει «Ladies Want It».
Η τύχη της ήταν ότι το σχέδιό της έγινε αποδεκτό αμέσως και αναπάντεχα. Η Ριντ, όπως την περιέγραφαν, ήταν ταπεινή και όμορφη, με τα μάτια φαινομενικά μονίμως κατεβασμένα, και έκρυβε επιμελώς τον αισθησιασμό της αλλά και την εξάρτησή της από το όπιο από τα φτωχικά εφηβικά της χρόνια.
Η ζωή της ήταν γεμάτη με την παρουσία ανδρών και παράνομων σχέσεων, οι γυναίκες που ζωγράφιζε φορούσαν φορέματα με ανοιχτή πλάτη και απέπνεαν μια σκοτεινή γοητεία και μια αυθάδη, γεμάτη υπονοούμενα υπόσχεση.
Το ακατέργαστο ταλέντο της βρήκε πολλούς θαυμαστές, αλλά δεν μπορούσε να εξελιχθεί αφού ήταν στην ουσία αυτοδίδακτη και δεν έκανε ποτέ επίσημες σπουδές τέχνης. Οι κουτσομπολίστικες στήλες την έβρισκαν συναρπαστική και έγινε διασημότητα στα μέσα ενημέρωσης.
Για μια στιγμή ήταν η πιο διάσημη καλλιτέχνιδα στην Αμερική. Τη θεωρούσαν μποέμ και ο κύκλος των φίλων της τη φωτογράφιζε διαρκώς, όπως και η Φράνσις Μπέντζαμιν Τζόνστον, η πρώτη γυναίκα φωτορεπόρτερ.
Όταν την ερωτεύτηκε ο καλλιτέχνης Φίλιπ Λέσλι Χέιλ και αρραβωνιάστηκαν πίστεψε ότι η τύχη της θα αλλάξει, πως από ένα φτωχό κορίτσι ιρλανδικής καταγωγής θα γινόταν μέλος μιας εξέχουσας οικογένειας της Βοστώνης.
Όμως όσο και αν μπόρεσε να χειραγωγήσει τη δημόσια εικόνα της, η οικογένεια του Χέιλ πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις και διέλυσε τον αρραβώνα τους. Μετά από αυτή την ταπεινωτική εξέλιξη για τη Ριντ ξεκίνησε η αρχή του τέλους.
Αναζητώντας ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, μετακόμισε στην Ευρώπη με τη μητέρα της, ελπίζοντας να συνεχίσει την καλλιτεχνική καριέρα της εκεί, κάτι που δεν συνέβη. Δεν απέκτησε νέους φίλους και δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Ταξίδευε από χώρα σε χώρα και έγραφε γράμματα στους πρώην εραστές της.
Αρνήθηκε κάθε οικονομική βοήθεια και τα επόμενα χρόνια απέκτησε δυο παιδιά από διαφορετικούς εραστές, ενώ παντρεύτηκε έναν Άγγλο αξιωματικό του στρατού που ονομαζόταν Άρθουρ Γουόργουικ. Ο γάμος της διαλύθηκε και τα τελευταία της χρόνια ζούσε στη φτώχεια, εθισμένη στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Πέθανε το 1912, στα 38 της χρόνια, μετά από ένα κοκτέιλ υπνωτικών και αλκοόλ.
Μετά ξεχάστηκε και λίγοι ήταν αυτοί που την ανέφεραν στον κανόνα της αμερικανικής τέχνης. Ήταν μια εκ φύσεως ταλαντούχα αλλά όχι ακριβώς σοβαρή καλλιτέχνιδα της εποχής της και «κακό κορίτσι», μια γυναίκα αντικομφορμίστρια και άστατη, που έζησε όπως ήθελε, αντιμετωπίζοντας κατάματα τις δυσκολίες και τα θέματά της. Σήμερα η έκθεση στη Νέα Υόρκη επιχειρεί να τη βγάλει από τη σφαίρα της αφάνειας και της απόρριψης και να μας κάνει να κοιτάξουμε με ανανεωμένο ενδιαφέρον το έργο της.