Όλα ξεκίνησαν το 1956, από μια φωτογραφία των υποτρόφων του Ιδρύματος Φουλμπράιτ εκείνης της χρονιάς. Μια εποχή όπου η Αγγλία πάλευε να συνέλθει από τον πόλεμο, που το καλό φαγητό σπάνιζε, τα σπίτια ήταν παγωμένα και δύσκολα αποκτούσε κανείς λεφτά.
Ο Τεντ Χιουζ, ταλαντούχος φοιτητής του Κέμπριτζ ακόμα, βλέποντας τυχαία τη φωτογραφία με τους άρτι αφιχθέντες υποτρόφους από τις ΗΠΑ, μελέτησε εξονυχιστικά τα κορίτσια και το βλέμμα του στάθηκε πάνω στο επιτηδευμένο χαμόγελο και τα μακριά, κυμματιστά μαλλιά της Σύλβια Πλαθ.
Αναπολώντας εκείνη τη μέρα, θα έγραφε αργότερα:
‛‛
Περπατούσα
με πληγωμένα πόδια, κάτω από τον καυτό ήλιο, καυτά πεζοδρόμια.
Τότε ήταν που αγόρασα ένα ροδάκινο; Απ’ όσο θυμάμαι, ναι.
Από έναν πάγκο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Τσάρινγκ Κρος.
Το πρώτο φρέσκο ροδάκινο που είχα ποτέ γευτεί.
Δύσκολο να πιστέψω πόσο νόστιμο ήταν.
Στα εικοσιπέντε μου έμεινα άναυδος και πάλι
από την άγνοιά μου για τα απλούστερα πράγματα.
Μ’ αυτούς τους στίχους, που λες και ξεπήδησαν από ένα ημερολόγιο, καταλήγει το πρώτο από τα ογδόντα οχτώ ποιήματα της πολύκροτης συλλογής του Χιουζ «Γράμματα γενεθλίων»: έργο που είδε το φως το 1988, όταν ο δημιουργός του, λίγο πριν πεθάνει από καρκίνο, έλυνε την πεισματική σιωπή του και προσέφερε σ’ ένα κοινό από καχύποπτο έως απροκάλυπτα εχθρικό απέναντί του τη δική του εκδοχή για τη σχέση του με τη διάσημη αυτόχειρα ποιήτρια Σύλβια Πλαθ.
Η πρώτη τους συνάντηση, ο κεραυνοβόλος έρωτάς τους, ο γάμος τους, τα ταξίδια τους, η ανέχεια, οι συγκρούσεις τους, οι διαφορετικές καταβολές τους, τα φαντάσματα από τα οποία δεν μπορούσαν να λυτρωθούν, οι φίλοι τους, τα παιδιά τους και, πάνω απ’ όλα, ο αδιάκοπος αγώνας του αρσενικού να υπερισχύσει του θηλυκού, αποτυπώθηκαν το 2005 και στη γλώσσα μας, μεταφρασμένα από τον ποιητή Γιάννη Αντιόχου (εκδ. Μελάνι, πρόλογος κι επιμέλεια Σ. Ηλιόπουλου).
‛‛
Ήσουν λεπτή, λυγερή και λεία σαν ψάρι.
Ήσουν ένας καινούριος κόσμος. Ο καινούριος μου κόσμος.
Λοιπόν αυτή είναι η Αμερική, είπα με έκπληξη.
Όμορφη, όμορφη Αμέρικα!
Εκτός από δύο, όλα τα ποιήματα στην Πλαθ απευθύνονται. Ποιήματα μνήμης, αγάπης και τρυφερότητας, στοργής, χαράς και προσδοκίας, αλλά και ποιήματα σπαρακτικής οδύνης και βίας, γοτθικού τρόμου και δαιμονοληψίας.
‛‛
Λες και κατέβαινες, στον ύπνο κάθε νύχτας
στου πατέρα σου τον τάφο,
έμοιαζες φοβισμένη να κοιτάξεις ή να θυμηθείς το επόμενο πρωί
αυτό που είχες δει. Όταν θυμόσουν,
τα όνειρά σου ήταν μια θάλασσα γεμάτη πτώματα,
κτηνωδίες από στρατόπεδα θανάτου, μαζικοί ακρωτηριασμοί…
Αν η Σύλβια Πλαθ θεωρείται μάρτυρας του φεμινιστικού κινήματος, ο Χιουζ, όπως σημειώνει η Σ. Τριανταφύλλου στο επίμετρο της έκδοσης, «πρέπει να θεωρείται ο καλύτερος κριτικός του κυρίου ρεύματος της δυτικής κουλτούρας και ειδικότερα του ωφεμιλιστικού ορθολογισμού».
Δαφνοστεφής ποιητής της βασιλικής αυλής, αναγνωρισμένος ως ποιητής αίματος, τόλμης και βάθους από τις πρώτες κιόλας συλλογές του («Το γεράκι στη βροχή», «Κόρακας»), επίγονος των Μπλέικ και Όντεν και με τη σκιά του Ντ. Χ. Λόρενς να ξεπροβάλλει πίσω από τις γεμάτες γήινους χυμούς λέξεις του, ο Χιουζ περιέγραφε την ποίηση σαν ένα μαγικό, σαμανικό ταξίδι που επιχειρεί κανείς για να θεραπεύσει τα δεινά του κόσμου, κι από την μεριά του εντρυφούσε συστηματικά στη φιλοσοφία ζεν και σούφι, όπως αργότερα και στα ταοϊστικά κείμενα.
Στα «Γράμματα γενεθλίων», έργο που αποκατέστησε την τραυματισμένη δημόσια εικόνα του από την αυτοκτονία της Πλαθ κι έπειτα, ο Χιουζ εμφανίζεται «αινιγματικός μ’ έναν πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός, τρομοκρατικός και απόκοσμος», παρατηρεί ο μεταφραστής του.
Οι στίχοι του αποδίδουν την εικόνα ενός εύθραυστου σύμπαντος, ενός εφήμερου παραδείσου που απειλείται από εσωτερικούς δαίμονες.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή που, επιστρατεύοντας σκοτεινά υπόγεια και πηγάδια της αβύσσου, ο Χιουζ καταγράφει ποίημα προς ποίημα την καθημερινότητά του και το δέσιμό του με την Πλαθ, είναι σαν να μεταγράφει τον ερωτικό θρήνο του Ορφέα για την Ευρυδίκη του. Και το κάνει δίχως τύψεις ούτε ενοχές, αλλά με την πεποίθηση ότι όσο κι αν προσπάθησε δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη.