Αυτό το είδος θεάτρου ζητάει να πάει ενάντια σε κάθε απομίμηση ζωής, σε κάθε οικεία αναπαράσταση. Αυτό το είδος θεάτρου δεν εστιάζει στον ψυχολογικό άνθρωπο με τον εξαντλητικά αναλυμένο χαρακτήρα και τα διαφανή αισθήματα αλλά ούτε και στον «κοινωνικό άνθρωπο», όπως τον έχει διαμορφώσει ο δυτικός πολιτισμός με το ορθολογικό πνεύμα του. Δεν επιδιώκει να προσφέρει μια διανοητική εμπειρία στον θεατή, δεν ενδιαφέρεται να διασκεδάσει το κοιμισμένο του μυαλό ή το ταλαιπωρημένο θυμικό του μέσα από την αφήγηση ιστοριών∙ θέλει να τον οδηγήσει πέρα από το εννοιολογικό περιεχόμενο του λόγου, σε μια περιοχή κρυμμένη και δυσπρόσιτη, ανεξιχνίαστη από τη λογική συνείδηση.
Στο θέατρο αυτό ο ηθοποιός είναι δημιουργός και, ως εκ τούτου, δεν αρκείται στο να υποδύεται με συνέπεια και ταλέντο έναν θεατρικό ήρωα αλλά επιθυμεί να κινηθεί, μέσω του σώματός του, πέρα από προδιαμοιρασμένους ρόλους∙ να γίνει ολόκληρος ένας τρεμάμενος και τα πάντα δυνάμενος πομπός∙ να στείλει σήματα μέσα από τις φλόγες, ενώ καίγεται στην πυρά (Αρτό).
Το θέατρο αυτό γίνεται πιο εκφραστικό και προκλητικό ακριβώς επειδή αποφεύγει τη λεκτική αφήγηση, αναζητώντας εναλλακτικές διόδους επικοινωνίας, που όλες όμως έχουν ως αφετηρία το ανθρώπινο σώμα και τις θαυμαστές δυνατότητές του.
Πράγματι, σ’ αυτό το θέατρο το σώμα είναι το πιο πολύτιμο, το πιο εύγλωττο, το πιο ευαίσθητο όργανο και ο ηθοποιός καλείται να το οδηγήσει στα όρια των δυνατοτήτων του για να μας το προσφέρει γενναιόδωρα∙ να μας κάνει κοινωνούς της δοκιμασίας που βιώνει, προκειμένου να «ελευθερωθεί», να ξεχυθεί ενώπιόν μας ίσως, αυτό που αποζητούσε ο Αρτό: το πνεύμα σαν ένα είδος σώματος.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η προσπάθεια που καταβάλλεται για να αποδοθεί μέσα από μια συλλογική σωματική συναρμογή το καφκικό σύμπαν, όπως αυτό δονείται και ασφυκτιά μέσα στον καφκικό λόγο∙ η προσπάθεια να μιλήσει το ίδιο το σώμα, η προσπάθεια να μας φανερωθεί τι θα πει «αναπνέω», τι σημαίνει να αποκτά σωματικότητα –υλικότητα– ο εκφερόμενος λόγος και πώς αυτή διοχετεύεται σε μεταμορφωτικές ενέργειες που επιδιώκουν να αναστατώσουν τις αισθήσεις του θεατή.
Αν θρυμματίσουμε την κρούστα της απολιθωμένης, καθαρά λεκτικής γλώσσας και των καθιερωμένων, οικείων χειρονομιών και λειτουργιών που κωδικοποιούν την πραγματικότητα με αναμενόμενο, ευανάγνωστο τρόπο, τότε θα βρούμε μια άλλη πραγματικότητα να πάλλεται από κάτω ή κάπου αλλού. Σε αυτό το αλλού ευελπιστεί να μας οδηγήσει το εν λόγω θέατρο, με οδηγό το σώμα, την αστείρευτη ενέργειά του, τις απροσμέτρητες δυνάμεις του.
Οι λέξεις χρησιμοποιούνται περισσότερο ως ήχοι –συλλαβές, φθόγγοι, φωνήεντα και αναπνοές– παρά ως γλώσσα∙ κάθε κίνηση, ακόμα και η απειροελάχιστη, ακόμα και το λύγισμα ενός δάχτυλου, παράγεται μετά από κοπιώδη άσκηση, προϋποθέτει σύγκορμο συντονισμό και ενέχει σπουδαία σημασία∙ ο φωτισμός δεν εξωραΐζει, το κοστούμι δεν στολίζει, ενώ μια πυκνή λιτότητα είναι το ζητούμενο σε επίπεδο φόρμας.
Κι εμείς, προφανώς, δεν προσερχόμαστε στην αίθουσα επιδιώκοντας ένα είδος συγκίνησης σαν αυτά που έχουμε συνηθίσει∙ δεν περιμένουμε από την πλοκή, τους χαρακτήρες ή το σκηνικό να μας παρασύρουν. Άλλο είναι το ζήτημα εδώ, να βιωθεί η θεατρική πράξη ως μυητική εμπειρία, ως δίοδος προς μια διάσταση σχεδόν μεταφυσική που υπερβαίνει τις ηθικές κατηγορίες και αναζητά έναν μυστικισμό χωρίς θεό.
Με αυτές περίπου τις σκέψεις προσήλθαμε στο θέατρο Άττις - Νέος Χώρος, όπου χρόνια τώρα ο Σάββας Στρούμπος πορεύεται με προσήλωση στα χνάρια του δασκάλου του Θεόδωρου Τερζόπουλου, επιθυμώντας να εργαστεί επάνω στη μέθοδο του τελευταίου μαζί με μια νέα γενιά ηθοποιών και θεατών. Με αφορμή το διήγημα του Κάφκα «Αναφορά για μια Ακαδημία», παρακολουθούμε επτά ηθοποιούς (Έλλη Ιγγλίζ, Έβελυν Ασουάντ, Ρόζυ Μονάκη, Άννα Μαρκά-Μπονισέλ, Μπάμπης Αλεφάντης, Γιάννης Γιαραμαζίδης, Ντίνος Παπαγεωργίου) που θα ήθελαν, ίσως, να μας μεταδώσου την τρεμάμενη ενέργεια του «Κόκκινου Πίτερ»: ενός queer πιθήκου-περφόρμερ που μιλάει εκ μέρους των εγκλωβισμένων, των αποκλεισμένων, όλων των ανθρώπινων και μη-ανθρώπινων υπάρξεων που πάσχισαν και πασχίζουν, συχνά υποκύπτοντας στα τραύματά τους, να εξασφαλίσουν την αναγνώριση που τους αξίζει και την ελευθερία που τους αναλογεί.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η προσπάθεια που καταβάλλεται για να αποδοθεί μέσα από μια συλλογική σωματική συναρμογή το καφκικό σύμπαν, όπως αυτό δονείται και ασφυκτιά μέσα στον καφκικό λόγο∙ η προσπάθεια να μιλήσει το ίδιο το σώμα, η προσπάθεια να μας φανερωθεί τι θα πει «αναπνέω», τι σημαίνει να αποκτά σωματικότητα –υλικότητα– ο εκφερόμενος λόγος και πώς αυτή διοχετεύεται σε μεταμορφωτικές ενέργειες που επιδιώκουν να αναστατώσουν τις αισθήσεις του θεατή.
Δυστυχώς, όμως, παρόλες τις καλές προθέσεις και τις γόνιμες στιγμές, το εγχείρημα της ομάδας δεν καταφέρνει να συνθέσει ένα αξιομνημόνευτο σύνολο. Υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση που πρέπει να διανυθεί ώστε να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα υψηλού επιπέδου και αξιώσεων. Υπάρχει ακόμα πολύς στόμφος, σημαντική έλλειψη ρυθμού (η εναλλαγή «σοβαρών» μερών και ανάλαφρων ιντερλούδιων ήταν πολύ πρόχειρα δουλεμένη), απλουστευτική υπερ-έκφραση (αυτό το μόνιμο βλέμμα απροσμέτρητου τρόμου), ξύλινη επαναληπτικότητα, πολλά εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπιστούν και να εξομαλυνθούν.
Η τεχνική απελευθερώνει, όμως αυτό προϋποθέτει επίπονη προετοιμασία και αδιάκοπο σμίλεμα. Το μέγιστο της σωματικής έντασης πρέπει να δίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην αποκρύπτεται η εσωτερική ζωή, αλλά το «έξω» να συνιστά τη ροή του «μέσα». Εάν ο ψυχικός/ενεργειακός συντονισμός είχε πετύχει εδώ, τότε τα αγαλματίδια δεν θα χρειαζόταν να πέσουν ή θα έπεφταν ανεπαίσθητα, με μιαν ανάσα (και δεν θα χρειάζονταν τόσο «εξωτερικές», δήθεν απρομελέτητες κινήσεις).
Αλλά και γενικότερα, έμοιαζε πως η τεχνική δεν έχει αφομοιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορέσει να παραγάγει συγκίνηση, ή γνώση, ή να μας κάνει κοινωνούς της εμπειρίας του τι είναι ένα σώμα, τι είναι στόμα, πώς συνδέονται, τι προκαλούν τα φωνήεντα σε ένα σώμα, τι το συν-κινεί, ποια τα κατώφλια και τα όριά του, ποια τα περάσματα στα οποία κινδυνεύει να χαθεί, ποιες οι κατανομές της έντασης που το ηλεκτρίζουν κ.ο.κ.
Αν συνέβαιναν όλα αυτά, αν συνέβαιναν έστω μερικά από αυτά, τότε ακόμη και η «απουσία» του κειμένου (εφόσον ουδέποτε το ακούμε στην πραγματικότητα) θα ήταν μια αποδεκτή «απώλεια». Γιατί τότε το νόημα του εγκλωβισμού και της οδύνης του «Κόκκινου Πίτερ» θα το είχαμε εισπράξει από αλλού στο σώμα μας.
Δείτε εδώ ώρες και μέρες παραστάσεων