Κάθε χώρα έχει κάποιες δικές της, «ιδιοσυγκρασιακές» διασημότητες που μοιάζουν ακατανόητες στους ξένους. Στη Βρετανία ειδικά, ακόμα και η πιο εκκεντρική δημόσια περσόνα, αν αντέξει στον χρόνο, νομοτελειακά κάποια στιγμή παύει να συγκαταλέγεται στο καλτ περιθώριο και εντάσσεται στην κατηγορία του «εθνικού θησαυρού».
Ακόμα όμως και με τα παράδοξα βρετανικά κριτήρια, ο διαβόητος Τζίμι Σάβιλ παραήταν αλλόκοτος για την τεράστια φήμη και δημοτικότητα που απολάμβανε για έξι δεκαετίες σχεδόν και μέχρι τον θάνατό του το 2011, σε ηλικία 85 χρονών, ως μια από τις πιο δημοφιλείς προσωπικότητες της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου.
Κι όμως, αυτή η υβριδική τηλεπερσόνα (παρουσιαστής άπειρων δημοφιλών σόου και βαριετέ) με την εξωφρενική εμφάνιση και την ακάματη φιλανθρωπική δράση έφτασε μέχρι και Σερ να χριστεί, κατόπιν έντονων πιέσεων εκ μέρους στενότατων πολιτικών του φίλων, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά και επιφανών μελών του βαθέως κατεστημένου και της μοναρχίας, όπως ο πρίγκιπας Κάρολος.
Συχνά έκανε «πλάκα» αναφερόμενος σε σκοτεινές δυνάμεις που κινούν τα νήματα εντός του, ενώ εικονίζεται επίσης να λέει, χωρίς καθόλου πλάκα, πως ελπίζει πάντα ότι το μέγεθος της φιλανθρωπικής δράσης θα είναι αρκετό την ώρα της κρίσης ώστε να ισορροπήσει η πλάστιγγα που γέρνει από τις αμαρτίες του.
Και όλα αυτά παρά τις έντονες φήμες που κυκλοφορούσαν για την «αδυναμία» του Σάβιλ στα (πολύ) νεαρά κορίτσια – φήμες που αμέσως μετά τον θάνατό του μετατράπηκαν σε κυκλώνα φριχτών αποκαλύψεων και καταγγελιών που φωτογράφιζαν τη δράση του σε βάθος δεκαετιών, εις βάρος παιδιών, τα περισσότερα εκ των οποίων προσέγγιζε στα διάφορα ιδρύματα και νοσοκομεία που βρίσκονταν «υπό την αιγίδα» του.
Αυτήν τη μακρόχρονη πορεία του στον αφρό της δημοσιότητας εκθέτει μέσα από τόνους αρχειακού υλικού και σύγχρονες συνεντεύξεις το ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο Jimmy Savile: A British Horror Story, εκθέτοντας παράλληλα ένα ολόκληρο μιντιακό σύστημα (του BBC προεξάρχοντος) που για χρόνια έκανε ότι δεν ήξερε.
Πέρα από τις σκιώδεις πτυχές ενός «αιώνιου εργένη» που ζούσε με τη μητέρα του (την οποία αποκαλούσε «Δούκισσα») και μετά τον θάνατό της φρόντισε να διατηρηθεί η κρεβατοκάμαρα και η γκαρνταρόμπα της όπως ακριβώς τις άφησε, το πιο συνταρακτικό είναι, όπως μαρτυρούν και διάφορα αποσπάσματα από εμφανίσεις και συνεντεύξεις του που στοιχειώνουν αυτό το ντοκιμαντέρ, ότι ο Σάβιλ ήταν ο ορισμός αυτού που θα αποκαλούσαμε «απειλή σε κοινή θέα».
Συχνά έκανε «πλάκα» αναφερόμενος σε σκοτεινές δυνάμεις που κινούν τα νήματα εντός του, ενώ εικονίζεται επίσης να λέει, χωρίς καθόλου πλάκα, πως ελπίζει πάντα ότι το μέγεθος της φιλανθρωπικής δράσης θα είναι αρκετό την ώρα της κρίσης ώστε να ισορροπήσει η πλάστιγγα που γέρνει από τις αμαρτίες του.
Μεταξύ άλλων, στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται και η Λιν Μπάρμπερ, η έγκριτη Βρετανίδα δημοσιογράφος (και διάσημη για τις συνεντεύξεις που έπαιρνε από επώνυμα πρόσωπα για το κυριακάτικο φύλλο του Independent), η πρώτη που το 1990 είχε ρωτήσει ευθέως τον Σάβιλ σχετικά με την επίμονη φήμη ότι του αρέσουν τα «μικρά κορίτσια» που συγκεντρώνονται τριγύρω του. Εκείνος είχε απαντήσει τότε ότι «τα νεαρά κορίτσια δεν με πλησιάζουν για μένα, αλλά για να βρεθούν πιο κοντά στους σταρ που ξέρουν ότι εγώ γνωρίζω προσωπικά… ποσώς τους ενδιαφέρω εγώ».
Σε ένα άλλο κλιπ από τα «αθώα» χρόνια της τηλεόρασης, ένας δημοσιογράφος τον ρωτά αν το τρέξιμο και οι ατέλειωτοι μικροί και μεγάλοι φιλανθρωπικοί «μαραθώνιοι» που έκανε ανά την επικράτεια είναι ένα είδος αυτοτιμωρίας.
«Όχι», απαντά εκείνος, και συνεχίζει με μια περίεργη και ανατριχιαστική (εκ των υστέρων) σοβαρότητα, χωρίς τα συνήθη αυτοσαρκαστικά του σκέρτσα, που προκαλεί ένα απόκοσμο σύγκρυο τον θεατή που γνωρίζει την κατά συρροή κακοποιητική δράση ενός από τους πιο ειδεχθείς παιδόφιλους της πρόσφατης ιστορίας: «Οι μόνες φορές που τιμωρείς τον εαυτό σου είναι όταν είσαι με νεαρές κυρίες… επειδή είσαι ο κακός της ιστορίας και δεν τους φέρεσαι σωστά και τις σφίγγεις και τις κάνεις να πονάνε και τέτοια πράγματα…».