H PHILOMENA CUNK ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ δημοσιογραφική περσόνα της κωμικού Ντάιαν Μόργκαν που πρωτοεμφανίστηκε στη σατιρική εκπομπή του Τσάρλι Μπρούκερ (Black Mirror) Weekly Wipe. Υπήρξε τόσο δημοφιλής στη Μεγάλη Βρετανία, που σταδιακά απέκτησε δικό της show, πρώτα δειλά με το Cunk on Christmas, έπειτα περήφανα με το Cunk on Britain.
Η αγορά του επόμενου χτυπήματός της, του Cunk on Earth, από το Netflix έκανε την Cunk γνωστή εκτός βρετανικών συνόρων, ξεγελώντας τη δίψα των φαν της κωμωδίας – και ικανοποιώντας τον αλγόριθμο, όπως αποδεικνύει και η συνέχεια της συνεργασίας μεταξύ Μόργκαν, BBC και Netflix.
Aφού έκλεισε τους λογαριασμούς της με την ιστορία της Βρετανίας, αφού διέσχισε τα σταυροδρόμια της ιστορίας της ανθρωπότητας, επόμενο ήταν η νέα δημοσιογραφική έρευνα που θα κληροδοτήσει στις μελλοντικές γενιές η δαιμόνια ρεπόρτερ να αφορά τη ζωή και το νόημά της. Στο Cunk on Life η Philomena ξεκινά από τον Αδάμ, την Εύα και τη δαρβινική θεωρία, περνά στο υπαρξιακό κενό, που εξηγήθηκε μέσω της φιλοσοφίας και κατευνάστηκε μέσω της τέχνης, προχωρά στο μποζόνιο του Χιγκς και στην Τεχνητή Νοημοσύνη και στο τέλος μάς αποχαιρετά για να διερευνήσει τη ζωή στους άλλους πλανήτες.
Φυσικά, η ελαφρόμυαλη, ωραιοπαθής, ξεροκέφαλη δημοσιογράφος δεν παίρνει συνεντεύξεις από ανθρώπους των τεχνών και των επιστημών για να ανακαλύψει μια μεγάλη αλήθεια, αλλά για να επιβεβαιώσει όσα (λίγα) έχει στο κεφάλι της. Με ερωτήσεις κινούμενες ανάμεσα στην παιδική άγνοια και στην αγνή ηλιθιότητα και με τους συνεντευξιαζόμενους να απαντούν με deadpan τρόπο, η κωμωδία της Μόργκαν περιλαμβάνει από pythonικό σαχλαμαρισμό και υπονόμευση των θεσμών, του καθωσπρεπισμού και του ίδιου του θεάματος, μέχρι εκείνη την κωμωδία του παραλόγου, των γλωσσολογικών ευφυολογημάτων και της κυριολεκτικής προσέγγισης των μεταφορών που συναντά κανείς στα ευθυμογραφήματα του Γούντι Άλεν.
Στο Cunk on Life παρατηρήσαμε μια μικρή αύξηση του βρόμικου λεκτικού χιούμορ, πιθανότατα ως άνοιγμα στο αμερικανικό κοινό, καθώς πλέον υπήρχε εκ των προτέρων γνώση της συνεργασίας με το Netflix – σκεφτείτε την αντίστοιχη διαφοροποίηση ανάμεσα στα βρετανικά και στα νετφλιξικά επεισόδια του Black Mirror από τον Τσάρλι Μπρούκερ, που επιστρέφει στη συγγραφική ομάδα του Cunk on Life.
Εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όμως είναι η σατιρική ευστοχία του θεάματος, όχι τόσο στα ζητήματα που πραγματεύεται σε κάθε της έρευνα η Cunk, όσο στην ίδια την περσόνα της. Γιατί η Cunk, με τον τρόπο που διεξάγει τη δημοσιογραφική της έρευνα, δεν φωτογραφίζει μόνο το δημοσιογραφικό έλλειμμα, αλλά τον σύγχρονο ανθρωπότυπο, τον… Homo sociomedicus (sic).
Τα αρνητικά σχόλια τύπου «γαργαλήστε με, για να γελάσω» από σοσιομιντιακούς βασιλείς της κωμωδίας είναι επόμενα, καθώς η κωμωδία και ο τρόμος είναι τα δυο είδη για τα οποία το φιλοθεάμον κοινό έχει (ακόμα πιο) έντονη άποψη και η λειτουργικότητά τους επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στο γούστο και στις αναφορές του δέκτη τους. Εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όμως, τουλάχιστον στα μάτια του υπογράφοντος, είναι η σατιρική ευστοχία του θεάματος, όχι τόσο στα ζητήματα που πραγματεύεται σε κάθε της έρευνα η Cunk, όσο στην ίδια την περσόνα της. Γιατί η Cunk, με τον τρόπο που διεξάγει τη δημοσιογραφική της έρευνα, δεν φωτογραφίζει μόνο το δημοσιογραφικό έλλειμμα, αλλά τον σύγχρονο ανθρωπότυπο, τον… Homo sociomedicus (sic).
Για σκεφτείτε το λίγο. Δεν την ενδιαφέρει να ακούσει, θέλει να μιλήσει. Δεν την ενδιαφέρει να μάθει, είναι πεπεισμένη πως γνωρίζει ήδη και θέλει απλώς ο άλλος να της επιβεβαιώσει τη (συνήθως βλακώδη) θεωρία που έχει στο κεφάλι της. Το γνωστικό της πεδίο όχι μόνο προβάλλει σθεναρή άρνηση σε οτιδήποτε δεν αποτελεί μέρος του, αλλά προσαρμόζει κάθε νέα πληροφορία σε αυτά που ήδη περιλαμβάνει, σε πράγματα που αφορούν την ίδια την Cunk και την καθημερινότητά της και όχι το εκάστοτε ευρύτερο ζήτημα.
Αφού μέσα στα πρώτα λεπτά η Μόργκαν καθιστά σαφή τα χαρακτηριστικά αυτού του ανθρωπότυπου, στη συνέχεια καταδεικνύει τον τρόπο που ο τελευταίος προσεγγίζει μια σειρά από ζητήματα. Ας σταθούμε, για παράδειγμα, στο κεφάλαιο της τέχνης. Η Cunk παραθέτει στον ιστορικό τέχνης που έχει μπροστά της μια σύντομη ανάλυση του ντοστογιεφσκικού Έγκλημα και Τιμωρία, την οποία αποστήθισε από κάπου, μόνο για να τον ρωτήσει πόσο του βάζει από το 1 ως το 10. Εκείνος απαντά 9, και έχει σημασία αυτό, γιατί συμπεριλαμβάνεται στο σατιρικό στόχαστρό της η κριτική και η θεωρία. Βλέπεις, η συζήτηση για ένα έργο τέχνης πλέον περιορίζεται στην ποσοτικοποίηση και στην ψυχαναγκαστική κατάταξη, σπάνια εστιάζει στο περιεχόμενο και σχεδόν ποτέ στον τρόπο διαχείρισης του τελευταίου.
Στεκόμενη μπροστά στο Whitfield with Crows του Βαν Γκογκ, η Cunk διατείνεται με εκείνη την ακαταμάχητη αλαζονεία του κρετίνου (και την εγκατεστημένη πεποίθηση μη λογοδοσίας του σοσιομιντιακού ανθρώπου) ότι θα έπρεπε να του πάρουν τα πινέλα και να του απαγορεύσουν να ζωγραφίζει, καθώς τα κοράκια του «δεν έχουν καν λεπτομέρειες και δεν μοιάζουν καθόλου με κοράκια». Είπαμε, αυτός ο ανθρωπότυπος ενδιαφέρεται μόνο για ό,τι μπορεί να συλλάβει το μάτι του, γι’ αυτό και οι εκκλήσεις για «ρεαλισμό» στην τέχνη, με τον διεστραμμένο τρόπο που γίνεται αντιληπτός, βλέπεις να πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια.
Και το ηλεκτρονικό hit Pump up the Jam των Technotronic, ένα επανερχόμενο κωμικό γκαγκ στις ερευνητικές περιπέτειες της Cunk, διαπλέκεται με τα κείμενα του Νίτσε, καταδεικνύοντας τη σκοτεινή πλευρά της (κριτικής και θεωρητικής) απενοχοποίησης της ελαφρότητας. Αναλύοντας (με καλές προθέσεις) τα ανδραγαθήματα του John Wick με τον ίδιο τρόπο που αποτιμούμε την ταρκοφσκική Νοσταλγία, κάπου στην πορεία γεννήσαμε μια σύγχυση, εγκαταστήσαμε στο κοινό, ή στο μέρος του που ενδιαφέρεται ακόμα τελοσπάντων, την πεποίθηση ότι βράζουν στο ίδιο καζάνι, ότι πρόκειται ακριβώς για το ίδιο πράγμα. Kι αφού είναι έτσι, άρα το πρώτο υπερτερεί ποιοτικά, αφού είναι πιο «σπιντάτο» άλλωστε – προσοχή, δεν αναφερόμαστε στο προσωπικό γούστο, στο πόσο μας αρέσει το τάδε και το δείνα, αλλά στην κριτική αποτίμηση.
Όπως (μπορεί να) παρατηρήσατε και ο υπογράφων, για να μην αφήσει τον εαυτό του έξω από τον χορό, εστίασε μόνο στο κεφάλαιο περί τέχνης, ίσως επειδή αυτό τον αφορούσε περισσότερο και καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο χώρο στη δική του πραγματικότητα. Ω, ναι, μπορεί η Philomena Cunk να μην είναι η ρεπόρτερ που θέλουμε ή που χρειαζόμαστε, μα είναι σίγουρα εκείνη που μας αξίζει.
Το «Cunk on Life» προβάλλεται στην πλατφόρμα του Netflix.