ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώθηκε, αλλά σε ό,τι αφορά στη φυσιογνωμία του κόμματος, δεν γίναμε σοφότεροι. Η συζήτηση αφορούσε διαδικασίες και εσωτερικούς συσχετισμούς, σαν το μεγάλο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ να ήταν το πώς εκλέγεται ο πρόεδρος και η Κεντρική Επιτροπή.
Το συνέδριο απάντησε σε λάθος ερωτήματα και ο βασικός λόγος είναι ότι στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μην έχουν γίνει κάποιες βασικές παραδοχές για τα αίτια της ήττας και της μετέπειτα καθήλωσής του.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται ως δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις εδώ και 75 συνεχόμενους μήνες. Έχασε, δε, το προβάδισμά του τέσσερις μόλις μήνες μετά τη νίκη του τον Σεπτέμβριο του 2015, πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης.
Πριν από την πρόσφατη ενεργειακή και πληθωριστική κρίση –η οποία έχει πλήξει την κυβέρνηση περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη διάρκεια της θητείας της και είναι πράγματι ένας παράγοντας που μπορεί να αποτελέσει game changer–, η διαφορά από τη ΝΔ ήταν στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, ενίοτε και μεγαλύτερη.
Όταν ισχυρίζεσαι ότι έχεις απέναντί σου μια τόσο κακή κυβέρνηση και όχι μόνο δεν εισπράττεις από τη φθορά της, αλλά υστερείς ακόμα στους περισσότερους συγκριτικούς δείκτες, τότε κάποιο πρόβλημα υπάρχει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έπληξε την αξιοπιστία του αναιρώντας όσα έλεγε ή έκανε και συνάπτοντας ευκαιριακές συμμαχίες. Αυτό του καταλογίζεται και σήμερα. Ότι απλώς πλειοδοτεί στα πάντα, χωρίς όσα λέει να έχουν μια συνεκτική λογική, πέραν του μίσους για τον αντίπαλο.
Η εντύπωση που δίνουν πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το πρόβλημα αυτό δεν το έχουν εντοπίσει. Αν συζητήσεις μαζί τους (όχι δημοσίως, αλλά κατ’ ιδίαν) έχεις την εντύπωση ότι οι αναλύσεις τους δεν αφορούν την αναζήτηση των πραγματικών αιτιών αλλά την ανάγκη δικής τους αυτοεπιβεβαίωσης. Ψάχνουν να βρουν μια ερμηνεία που τους κάνει να αισθάνονται καλά. Με αποτέλεσμα η «ανάλυση» να μετατρέπεται σε στοιχείο του πολιτικού τους λόγου, το οποίο δεν είναι και πολύ επωφελές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε λόγω του «πολέμου» των ΜΜΕ. Στο δημοψήφισμα είχε όλα τα ΜΜΕ απέναντι και κέρδισε. Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με εξαίρεση ένα συγκεκριμένο κανάλι, τα υπόλοιπα ήταν από ευμενώς ουδέτερα έως φιλικά.
Δεν έχασε ούτε λόγω της υπερφορολόγησης. Αυτή έγινε αισθητή σταδιακά, ενώ το προβάδισμα χάθηκε στους τέσσερις μήνες. Δεν έχασε λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών ή της τραγωδίας στο Μάτι. Όταν συνέβησαν, το προβάδισμα της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις ήταν ήδη τεράστιο, ενώ η εκλογική συμπεριφορά στη Μακεδονία ήταν ελάχιστα διαφοροποιημένη σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα.
Οι χειρισμοί όλων των παραπάνω (όπως και το μείζον στρατηγικό σφάλμα της συνέχισης της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015) διαμόρφωσαν το εύρος του τελικού αποτελέσματος. Δεν ήταν όμως αυτά τα στοιχεία που δημιούργησαν το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα», το οποίο (αν και έχει, φυσιολογικά, υποχωρήσει) δεν έχει ακόμα εξαλειφθεί.
Πέραν της κοινής πλέον παραδοχής ότι με τους χειρισμούς του πρώτου οκταμήνου του 2015 σπαταλήθηκε τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που έλειψε στη συνέχεια, το βασικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο κυνισμός που του καταλογιζόταν.
Η αίσθηση που αποτύπωναν πολλές ποιοτικές έρευνες ότι «είναι ικανοί να πουν και να κάνουν τα πάντα για μια ψήφο». Η όποια δυσπιστία ή αποστροφή απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, εδράζονταν σε αυτό (όπως αντίστοιχα η μεγάλη αδυναμία της ΝΔ είναι η υστέρηση στο πεδίο των ψυχικών ταυτίσεων, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης ανάλυσης).
Ο ΣΥΡΙΖΑ έπληξε την αξιοπιστία του αναιρώντας όσα έλεγε ή έκανε και συνάπτοντας ευκαιριακές συμμαχίες. Αυτό του καταλογίζεται και σήμερα. Ότι απλώς πλειοδοτεί στα πάντα, χωρίς όσα λέει να έχουν μια συνεκτική λογική, πέραν του μίσους για τον αντίπαλο. Όταν η κυβέρνηση έπαιρνε μέτρα για την πανδημία, διαφωνούσε. Όταν τα χαλάρωνε, πάλι διαφωνούσε. Είναι και υπέρ των εμβολίων και κατά των μέτρων για τους αντιεμβολιαστές. Και με την πράσινη μετάβαση και με τον λιγνίτη. Και υπέρ των ΑΠΕ και εναντίον των ανεμογεννητριών. Και υπέρ της μεσαίας τάξης και κατά των μειώσεων φόρων και εισφορών. Και υπέρ των δημόσιων σχολείων και κατά της αξιολόγησης.
Προσπαθώντας να ισορροπεί ανάμεσα σε «θεσμικότητα» και «ριζοσπαστισμό», δεν υπηρετεί πειστικά τίποτα από τα δύο. Όλα τα παραπάνω αθροιστικά –σε συνδυασμό με τις ακρότητες στελεχών ή υποστηρικτών του, κυρίως στο διαδίκτυο– δημιουργούν την αίσθηση ενός κόμματος σε μόνιμο μικροπολιτικό παροξυσμό, κάτι που αυτονόητα δεν αποδίδει.
Αν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνουν αυτήν τη βασική παραδοχή, ώστε να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές επιλογές τους, η τύχη τους δεν θα εξαρτάται από τους ίδιους, αλλά αποκλειστικά από τη διεθνή συγκυρία, από το πώς αυτή θα αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και από τα λάθη της τελευταίας.
Φαίνεται ότι η αυτή η παραδοχή δεν έχει γίνει. Εξού και το πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ περί άλλων τύρβασε. Ο κ. Τσίπρας χωρίς αμφιβολία κυριάρχησε στη διαδικασία. Όχι όμως στη βάση μιας στρατηγικής πρότασης, αλλά με την ισχύ μιας ετερόκλητης σύνθεσης. Μόνο που αυτές οι ευκαιριακές συμμαχίες, στο όνομα μιας ασαφούς «διεύρυνσης», όχι μόνο δεν παράγουν πρόσθετη πολιτική αξία, αλλά αντιθέτως υπογραμμίζουν το βασικό πρόβλημα που του καταλογίζεται: τον κυνισμό με αποκλειστικό σκοπό την κατάληψης της εξουσίας.
Μετατρέποντας τον ΣΥΡΙΖΑ από φορέα πολιτικής πρότασης σε έναν συστημικό ευκαιριακό μηχανισμό. Σε μια περίοδο που λόγω των πολλαπλών κρίσεων (υγειονομική, ενεργειακή / πληθωριστική, γεωπολιτική) εμφανίζονται και πάλι στοιχεία αποσταθεροποίησης, η τακτική αυτή έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα όπου και αν απευθύνεται. Είτε στα «δεξιά» του ΣΥΡΙΖΑ είτε στα «αριστερά» του.