Οι αντιδράσεις των φαν της Marvel γύρω από το «Doctor Strange in the multiverse of madness» μαρτυρούν ότι πλέον βλέπουν τις ταινίες του MCU συνολικά, ως επεισόδια μιας σειράς, περιμένοντας από κάθε νέα ταινία να προωθεί τον γενικό μύθο και να μην έρχεται σε αντίθεση ακόμα και με την παραμικρή λεπτομέρεια όσων έχουν προηγηθεί.
Με αυτό ως δεδομένο, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα υποδεχτούν oι φαν το «Thor: Love and Thunder», μια ταινία που από το πρώτο της λεπτό μέχρι τις καθιερωμένες post credits σκηνές της ασχολείται αποκλειστικά με τον μύθο του Θορ και μοιάζει να αδιαφορεί για τη γενικότερη εικόνα του MCU, τόσο σεναριακά όσο και υφολογικά.
Η ταινία ξεκινά με μια βιβλική εικόνα. Ένας εξαντλημένος, αφυδατωμένος άντρας περπατά στην αχανή έρημο, κρατώντας στα χέρια του την κόρη του και ικετεύοντας τους θεούς, τους οποίους υπηρετούσε όλη του τη ζωή, να στείλουν τρoφή και νερό. Δεν είναι spoiler να αναφέρουμε ότι οι ικεσίες του μένουν αναπάντητες κι αυτό τον μετατρέπει στον Γκορ, μια πάλλευκη, νεκροζώντανη, μοχθηρή ύπαρξη που βάζει στόχο να εξολοθρεύσει όλους τους θεούς.
Μοιραία η εκδικητική του πορεία θα τον φέρει στο μονοπάτι του Θορ, ο οποίος, πέραν του Γκορ, καλείται να διαχειριστεί και την επανεμφάνιση της πρώην αγαπημένης του Τζέιν, για την οποία τρέφει ακόμα συναισθήματα.
To κεραυνοβόλο κωμικό timing του Χέμσγουορθ, η δυναμική επαναφορά της Νάταλι Πόρτμαν στο franchise, ο μουρντάρης Δίας του Ράσελ Κρόου και ο πολύ προσηλωμένος, αλλά κάπως αναξιοποίητος Κρίστιαν Μπέιλ ξεχωρίζουν από το ανθρώπινο δυναμικό.
Κι αν τα παραπάνω ακούγονται σοβαρά, ο Θορ του Τάικα Γουαϊτίτι ουδεμία σχέση έχει με τον Θορ του Μπράνα. Ίσως να τον θυμίζει μόνο στις πιο δραματικές στιγμές του Κρίστιαν Μπέιλ, με τις εξάρσεις του τελευταίου να παραπέμπουν κάπως στους σαιξπηρισμούς της ταινίας που σύστησε τον Θορ στο MCU.
Ως ταινία του Γουαϊτίτι, όμως, η αυτοπαρωδική διάθεση και το χιούμορ του παραλόγου πρωταγωνιστούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο «Thor: Ragnarok», την προηγούμενη κατάθεση του Νεοζηλανδού σκηνοθέτη πάνω στις περιπέτειες του ασγκαρντιανού θεού της Marvel.
Η ταινία του Γουαϊτίτι αγκαλιάζει θερμά τον σαχλαμαρισμό και την εξυπνάδα, κινούμενη συχνά σε python-ικά μονοπάτια. Θέλει να σε κάνει να γελάσεις, προσπαθεί πολύ γι’ αυτό και ακόμα και τις φορές που δεν το πετυχαίνει, θα επανορθώσει επαναφέροντας το γκαγκ με τις κατσίκες, το οποίο για μας λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά ακόμα και τη δέκατη όγδοη φορά που επαναλαμβάνεται μέσα στο έργο.
Σε επίπεδο θεάματος, το Love and Thunder παραπέμπει εικονογραφικά σε glam metal αισθητική και σε ταινίες επικής και επιστημονικής φαντασίας των ’80s, όπως ο Flash Gordon. Ακόμα και τα περιφερειακά τερατάκια του μοιάζουν λιγότερο με τις συνήθεις CGI τερατογενέσεις του MCU και περισσότερο με τις ύστερες stop motion δημιουργίες του Χαριχάουζεν ή με πλασματάκια που ξεπήδησαν από το Legend και τους Ghostbusters.
Τα δημοφιλέστερα χιτ των Guns N’ Roses χρησιμοποιούνται όπως τα τραγούδια των Queen στο cult φιλμ του Μάικ Χότζες, με το ηρωικό θεματάκι του φορμαρισμένου το τελευταίο διάστημα Μάικλ Τζιακίνο να σιγοντάρει ταιριαστά τα ανδραγαθήματα των ηρώων.
Ο φακός του Γουαϊτίτι βλέπει τους ήρωες με δέος, είναι στιγμές που σου δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθείς μια ταινία του Ζακ Σνάιντερ, αλλά χωρίς τη σοβαροφάνειά που είθισται να τη συνοδεύει. Η πεισματικά ευφορική διάθεση εντάσσει το φιλμ στις διασκεδαστικότερες στιγμές του MCU κανόνα, έστω κι αν υποσκάπτει το δράμα του, όποτε αυτό επιχειρείται.
To κεραυνοβόλο κωμικό timing του Χέμσγουορθ, η δυναμική επαναφορά της Νάταλι Πόρτμαν στο franchise, ο μουρντάρης Δίας του Ράσελ Κρόου και ο πολύ προσηλωμένος, αλλά κάπως αναξιοποίητος Κρίστιαν Μπέιλ ξεχωρίζουν από το ανθρώπινο δυναμικό, ενώ το φινάλε μάς υπενθυμίζει αλά Τζέιμς Μποντ ότι ο Θορ θα επιστρέψει. Και πολύ καλά θα κάνει, αν μας ρωτάτε, καθώς, με την εξαίρεση του «Dark World», είναι από τους χαρακτήρες του MCU με τις πιο ενδιαφέρουσες σόλο κινηματογραφικές εξορμήσεις.