ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 19 ΙΟΥΛΙΟΥ μάθαμε για τον θάνατο του τραγουδιστή Περικλή Περάκη.
Ο Περικλής Περάκης (αν και το σωστό είναι «Περράκης», με δύο «ρ», παρότι υπέγραφε άλμπουμ και ως «Περάκης») ήταν για πολλά χρόνια εκτός δουλειάς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι νεότεροι φίλοι του ελληνικού τραγουδιού να μην τον γνωρίζουν. Να μην ξέρουν τα τραγούδια του, αγνοώντας, εντελώς, κάποιες πολύ ιδιαίτερες στιγμές της πορείας του, στα καλλιτεχνικά πράγματα, που έχουν πολύ μεγάλη σημασία.
Κατ’ αρχάς λίγοι ξέρουν πως ο καλλίφωνος Περικλής Περάκης είχε ξεκινήσει επαγγελματικά (και) ως λυρικός τραγουδιστής.
Και αυτός, και η αδελφή του, η αγαπητή σε πολλούς τραγουδίστρια Ξανθή Περάκη, είχαν σπουδάσει τραγούδι και μάλιστα σε τρία ωδεία –όπως είχε πει η ίδια η Ξ. Περάκη, στον Αλκίνοο Μπουνιά της Espresso, το 2016–, στο Εθνικό, στο Ελληνικό και στο Ορφείο!
Ο ίδιος ο Περικλής Περάκης στο εξώφυλλο ενός δίσκου του είχε γράψει πως ήδη από το 1967 τραγουδούσε λυρικό τραγούδι, με τη Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Ηρώδειο!
Η φωνή του Περικλή Περάκη είναι εντυπωσιακή. Σε χρώματα, σε έκταση, σε πάθος, με ιδιαίτερη υπογράμμιση των λέξεων και των νοημάτων – και κάπως έτσι, ως ερμηνευτής, μόνο με τους πολύ μεγάλους συναδέλφους του, από την ίδιαν εποχή, θα μπορούσε να συγκριθεί.
Και όντως, αφού συμμετείχε στο ανέβασμα των οπερών, του μεγάλου ανανεωτή του είδους, Christoph Willibald Gluck (1714-1787) «Ιφιγένεια η Εν Αυλίδι» και «Ιφιγένεια η Εν Ταύροις», που είχαν παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, τον Ιούνιο του 1967, ενώ είχε εμφανισθεί και το 1969 στην όπερα του Giuseppe Verdi «Μάκβεθ». Βεβαίως όχι στους κεντρικούς ρόλους, τους οποίους είχαν «καπαρώσει» οι αναγνωρισμένοι λυρικοί τραγουδιστές της εποχής (Βασίλης Γιαννουλάκος, Ευθύμιος Μιχαλόπουλος, Κική Μορφωνιού κ.ά.), μα στην χορωδία.
Είχε προηγηθεί, όμως, η παρουσία του Περικλή Περάκη στις μπουάτ της εποχής. Όπως μας είπε η τραγουδοποιός Μαίρη Δαλάκου:
«Στο ξεκίνημά μου στις μπουάτ της Πλάκας γνώρισα τον Περικλή, όταν βρεθήκαμε να τραγουδάμε μαζί, ένα χειμώνα στο Συμπόσιον του Γιώργου Μπουκουβάλα. Ερχόταν σπίτι μου για πρόβες, καθώς και η ηθοποιός Ελένη Κυπραίου, που απήγγειλε. Συνόδευα και τους δύο στο πιάνο –εκτός από τον εαυτό μου, όταν έλεγα τα τραγούδια μου–, γιατί δεν υπήρχε άλλος πιανίστας. Ο Περικλής ερμήνευε εξαιρετικά Μάνο Χατζιδάκι, τα τραγούδια από τον “Κύκλο με την Κιμωλία” και τον “Κύκλο του C.N.S.”. Έγινε υπέροχος φίλος και συνεργάτης!».
Στα πρώτα χρόνια του ’70 κυριαρχεί στις πίστες και στην δισκογραφία το ελαφρολαϊκό τραγούδι. Ο Περικλής Περάκης, που έχει τέλεια φωνή γι’ αυτό το στυλ τραγουδιού, ξεκινά με δύναμη, με μερικά πολύ ωραία τραγούδια, το 1973.
Είναι η εποχή όπου κυριαρχούν μερικές αξιοθαύμαστες φωνές στο χώρο, καθώς πέρα από το ηγετικό δίδυμο Τόλης Βοσκόπουλος-Μαρινέλλα, υπάρχουν ακόμη ο Γιάννης Πάριος, ο Κωστής Χρήστου, η Τζένη Βάνου, ο Λευτέρης Μυτιληναίος, η Λίτσα Διαμάντη, ο Λάκης Αλεξάνδρου και άλλοι βεβαίως, που λένε ωραιότατα τραγούδια. Μέσα σ’ αυτή την ομάδα των ερμηνευτών εντάσσεται, με άνεση, και ο Περικλής Περάκης.
Παρότι ο Περάκης ηχογραφούσε για μικρή εταιρεία, την Sonora, οι δίσκοι του πουλάνε αρκετά (ιδίως τα 45άρια) και ακούγονται παντού. Και πώς να μην ακούγονται, όταν σ’ αυτούς χαράζονται τραγούδια όπως τα «Απονιά» και «Έλα ένα βράδυ» των (Στ. Σωτηρίου-Καλ. Μαρμαρινού), το «Ποιος θα το πίστευε» (Στ. Σωτηρίου-Αλ. Καγιάντα-Καλ.Μαρμαρινού) και λοιπά;
Λέμε για την αφρόκρεμα του ελαφρολαϊκού, για σπουδαία κομμάτια, που αποδίδονται από την δυνατή, λαμπερή, αρρενωπή, καθαρή, αισθαντική και πάνω απ’ όλα άνετη και αβίαστη φωνή του Περικλή Περάκη.
Όχι τυχαία τα τραγούδια αυτά θα τα έλεγαν τα μεταγενέστερα χρόνια πολλοί και διάφοροι (Μανώλης Λιδάκης, Βασίλης Τερλέγκας, Βασίλης Καρράς, Χριστίνα Μαραγκόζη κ.ά.), κάνοντάς τα γνωστά στους νεότερους ακροατές, αλλά, ως συνήθως, καμία απ’ όλες αυτές τις εκτελέσεις δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει εκείνες του Περάκη...
Απονιά
Μέσα σε δυο-τρία χρόνια ο Περικλής Περάκης θα κάνει κάμποσα άλμπουμ στην Sonora είτε προσωπικά, όπως το «Κάτι Τελειώνει...» (1974), με τις επιτυχίες «Κάτι τελειώνει...» (Δ. Μηλιού-Ξεν. Φιλέρη) και «Κυρία μου» (Στ. Σωτηρίου), είτε σε συνεργασία με την τραγουδίστρια Γεωργία Λόγγου – λέμε για τα LP «Οι Ρωμηοί» σε μουσική Μπάμπη Πραματευτάκη και στίχους Αλέκου Καγιάντα, «Χθες Σήμερα Πάντα» με τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, «Τα Ωραιότερα Τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη» και «Να με Θυμάσαι» με μουσικές του Μιχάλη Καρρά και στίχους διαφόρων.
Το 1975 οι «μετοχές» του Περικλή Περάκη έχουν ανεβεί κι έτσι «μετακομίζει» σε μια μεγάλη εταιρεία πια, την Columbia.
Εκεί θα κάνει έναν πρώτο δίσκο με τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τις «Αντιθέσεις» (τραγουδούσε και η Αιμιλία Νομικού), που θα δώσει σπουδαία τραγούδια και μεγάλες επιτυχίες.
Η επιτυχία ήταν το «Τώπε το ναι» (σε στίχους Σέβης Τηλιακού), που ακουγόταν συνεχώς στο ραδιόφωνο και στα τζουκ-μπόξ, αλλά τα μεγάλα τραγούδια ήταν άλλα. Ήταν το «Εκεί στην άκρη» (στίχοι Γιώργος Κανελλόπουλος), το «Άνοιξε το παράθυρο» (στίχοι Ερρίκος Θαλασσινός) –είχε ακουστεί από τον Αντώνη Καλογιάννη στην ταινία του Ε. Θαλασσινού «Ένας Νομοταγής Πολίτης» (1974), αλλά ο Περικλής Περάκης φαίνεται πως είναι ο πρώτος που το περνάει στην δισκογραφία– και ακόμη το έξοχο «Της μοίρας τ’ αδράχτι», σε στίχους Νίκου Γκάτσου.
Η φωνή του Περικλή Περάκη είναι εντυπωσιακή. Σε χρώματα, σε έκταση, σε πάθος, με ιδιαίτερη υπογράμμιση των λέξεων και των νοημάτων – και κάπως έτσι, ως ερμηνευτής, μόνο με τους πολύ μεγάλους συναδέλφους του, από την ίδιαν εποχή, θα μπορούσε να συγκριθεί.
Εκεί στην άκρη
Το 1976 ο Περάκης έχει δημιουργήσει πλέον μεγάλο όνομα, τραγουδάει στο κέντρο Αντιθέσεις, στο Σύνταγμα (Ξενοφώντος & Φιλελλήνων) μαζί με τους Πρόδρομο Τσαουσάκη, Ξανθή Περάκη, Γιάννη Μπογδάνο κ.ά., ενώ κυκλοφορεί και το άλμπουμ του «Ερωτικοί Διάλογοι» (τραγουδούσαν και οι Αρετή Κυπραίου, Μάριος) με συνθέσεις του Γιώργου Κατσαρού και στίχους του Κώστα Ρουβέλα. Στον δίσκο υπήρχαν καλά τραγούδια, αλλά λίγα ακούστηκαν πλατύτερα. Τα ωραιότερα ήταν τα «Αξιότιμη κυρία» και «Πού πήγε».
Σταθερά στην EMI / Columbia, το 1977, ο Περικλής Περάκης κυκλοφορεί το LP «Θέλεις ή Δεν Θέλεις», με τραγούδια των Τάκη Σούκα-Ηρακλή Παπασιδέρη, Στέλιου Βαμβακάρη και Μιχάλη Καρρά. Έξοχες ερμηνείες για μιαν ακόμη φορά και ωραία τραγούδια γενικώς, που δεν ακούστηκαν πολύ – όπως το «Αυτή δεν λέγεται αγάπη».
Είναι η εποχή όπου η Columbia ψάχνεται από πλευράς ρεπερτορίου, αισθητικά κ.λπ. Η MINOS και η Polydor κυριαρχούν στην αγορά με τις εκδόσεις και τις προτάσεις τους και η κάποτε ισχυρή πολυεθνική εταιρεία, το ελληνικό παράρτημά της, από το οποίο έχει αποχωρήσει φυσικά ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, βρίσκεται σε... κώμα. Κώμα, από το οποίο θα βγει πρόσκαιρα μέσω του παραγωγού (και βεβαίως μουσικού) Γιώργου Πετσίλα.
Ο Πετσίλας (σύζυγος της Νάνας Μούσχουρη μέχρι το 1975 και για πολλά χρόνια συνεργάτης της – βασικά ο άνθρωπος που συνέβαλε τα μέγιστα στην διεθνή καταξίωσή της) είναι ανοικτό πνεύμα και αυτό φαίνεται όχι γιατί βγάζει το «Φλου» του Παύλου Σιδηρόπουλου και της Σπυριδούλας, μα γιατί βγάζει τον πρώτο δίσκο του Χάρρυ Κλυνν, το «Για Δέσιμο...» και τα «DISCOΜΕΡΑΚΙΑ».
Πιάνει δηλαδή τον χαμό που γίνεται με την disco στη χώρα, και ως παραγωγός προτείνει ένα ευχάριστο άλμπουμ για τον πολύ κόσμο, που ξελασπώνει και την εταιρεία και που κυρίως κομίζει μια νέα λαϊκή αισθητική πρόταση.
Η disco έπρεπε να περάσει στο λαϊκό πάλκο. Το άξιζε. Μπορούσε να συνδεθεί χωρίς πρόβλημα με το μπουζούκι και μπορούσε να αναμορφώσει τα παλιά λαϊκά και ελαφρολαϊκά, δίνοντάς τους μια νέα πνοή, ώστε να μπορεί να καταναλωθούν ξανά. Με μηδέν νέο ρεπερτόριο δηλαδή, αλλά με μερικές καλές ιδέες, το πράγμα θα μπορούσε να κυλήσει, αφού θα δουλευόταν άκρως επαγγελματικά.
Ο Πετσίλας δεν φείδεται χρημάτων, στην παραγωγή. Έχει μπροστά τον Περικλή Περάκη, βαρύ πυροβολικό, με την φωνάρα και το μπρίο του, αλλά πίσω έχει κόσμο και κοσμάκη. Στον δίσκο διαβάζουμε... «παίζει η Συμφωνική Ορχήστρα της Columbia», ενώ συμμετέχει και το γκρουπ Naked Venus, με τον άξιο Νέστορα Δάνα να αναλαμβάνει τις ενορχηστρώσεις και την διεύθυνση όλου αυτού του κόσμου.
Όταν λέμε «Συμφωνική Ορχήστρα της Columbia» λέμε, βασικά, για τα βιολιά και τα πνευστά της. Ονόματα μουσικών δεν υπάρχουν στο άλμπουμ, αλλά δεν αποκλείεται στα βιολιά να είναι οι Δημήτρης Βράσκος, Παντελής Δεσποτίδης κ.ά., στα πνευστά οι Άρης Καραντάνης, Γιάννης Θεοδωρίδης κ.ά., στα σύνθια ο Χρήστος Ζερμπίνος κ.λπ.
Και στο ροκ γκρουπ, στους Naked Venus, ποιοι να έπαιζαν άραγε; Πάντως δεν αποκλείεται στην funky κιθάρα να είναι ο Τίτος Καλλίρης... Ποιος ξέρει...
Πάντως, όποιοι και να ήταν οι οργανοπαίκτες η δουλειά που είχε γίνει ήταν εξαιρετική. Τα disco και funky vibes ήταν ατελείωτα και το γεγονός πως ουσιαστικά μιλάμε για ένα άλμπουμ με τραγούδια ποτ-πουρί σημαίνει πως από την αρχή είχε γίνει, αυτό, για να καταναλωθεί στις ντίσκο-πίστες. Όχι στις «επαγγελματικές» των αναγνωρισμένων ντισκοτέκ, γιατί εκεί λόγω άγνοιας, αφέλειας και ασυνείδητης υποτέλειας κυριαρχούσαν τα ξένα ονόματα, αλλά στις λαϊκές, των λαϊκών μαγαζιών εννοούμε, και βασικά στις... σπιτικές.
Με τα «DISCOΜΕΡΑΚΙΑ» γινόταν χαμός στις γειτονιές και δεν υπήρχε αρραβώνας, γάμος, βάπτιση, γενέθλια, ονομαστική γιορτή, παιδικό / εφηβικό πάρτυ κ.λπ., που να μην παίζει ο δίσκος «εμπλοκή», δυο, τρεις και τέσσερις φορές το βράδυ και τη νύχτα.
Είναι η εποχή όπου η απόκτηση ενός στερεοφωνικού συγκροτήματος έχει γίνει προσβάσιμη στον πολύ κόσμο. Κοινώς, στερεοφωνικό πια έχουν οι πάντες. Και κάπως έτσι η «μπότα» από τα «DISCOΜΕΡΑΚΙΑ» δεν θα μπορούσε παρά να τεστάρει τα γούφερ των λαϊκών στερεοφωνικών στις συνοικίες.
«Μαντουμπάλα», «Όσο αξίζεις εσύ», «Ό,τι αρχίζει ωραίο», «Πήρε φωτιά μια καρδιά», «Τα μαύρα μάτια σου», «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου», «Άναψε το τσιγάρο», «Ο μαχαραγιάς», «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι», «Άμα θες να κλάψεις κλάψε» κ.λπ.
Ο Περικλής Περάκης περνάει ανεπαίσθητα απ’ όλα, καθώς με την φωνή που διαθέτει μπορεί να υποστηρίξει τα πάντα, ολισθαίνοντας από το ένα στο άλλο, χωρίς να αντιλαμβάνεσαι το πώς – αλλάζοντας «κοστούμι» στον αέρα και επί το έργον. Πραγματικά σπουδαίος! Το είχαν καταλάβει, δε, και οι Τούρκοι, καθότι το άλμπουμ θα έβγαινε και στην γείτονα!
Μαντουμπάλα, Όσο αξίζεις εσύ, Να παίζει το τρανζίστορ, Σήκω χόρεψε κουκλί μου - Από την ταινία "Καθένας με την τρέλα του" (1980)
Δύο χρόνια αργότερα, το 1980, ο Περικλής Περάκης επιχειρεί να το ξανακάνει με τα «Ευρωλαϊκά», πάλι με τον Γιώργο Πετσίλα στην παραγωγή, ενώ στο εξώφυλλο σημειώνεται: «Ο δίσκος αυτός ηχογραφήθηκε με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα σε DOLBY A System και σε FULL STEREO».
Όντως η παραγωγή είναι εξαιρετική, με τους Πετσίλα και Δάνα στα πόστα τους και με τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου στην κονσόλα του ήχου. Ο Περικλής Περάκης πάντα στη θέση 1 είναι για άλλη μια φορά αχτύπητος.
Το άλμπουμ αυτό καινοτομεί, μάλιστα, ως προς ένα σημείο. Στην πρώτη πλευρά δεν υπάρχει ποτ-πουρί, αλλά πρωτότυπα τραγούδια του Βασίλη Βασιλειάδη και της Λούλας Παπαγιαννοπούλου.
Αν τα «Ευρωλαϊκά» είχαν και στην δεύτερη πλευρά πρωτότυπα και όχι μία... τρίτη πλευρά ποτ-πουρί, σε στυλ «DISCOΜΕΡΑΚΙΑ», θα μιλάγαμε, σήμερα, για έναν άλλου τύπου δίσκο, δηλαδή δισκάρας λαϊκής disco, κατά πολύ ανώτερο των αντιστοίχων του Γιάννη Φλωρινιώτη, της Λίτσας Διαμάντη κ.λπ. Το «Κατηγορώ» είναι φοβερό τραγούδι.
Το 1980, όμως, ο Περικλής Περάκης θα εμφανιζόταν και στο θέατρο, παίρνοντας μέρος στην επιθεώρηση του Ναπολέοντα Ελευθερίου «Μέσα κι έξω πάμε πρίμα – κολυμπήσαμε στο χρήμα» (με Γιάννη Βογιατζή, Νέλλη Γκίνη, Γιώργο Κοινούση κ.ά.), ενώ το 1982 θα συνεργαζόταν με τον Χάρρυ Κλυνν, στην Διαγώνιο, στην Πλάκα (Αδριανού), στο σώου «Αλλαγή και Πάσης Ελλάδος», μαζί με τους Αιμιλία Σαρρή, Νάσο Πατέτσο, Ρένα Βιολάντη, Τόνυ Άντονυ, Γιώργο Πιλάλα και την... Εμπροσθοδρομική Κομπανία.
Το τελευταίο άλμπουμ του Περικλή Περάκη στην Columbia θα είχε τίτλο «Δώσε Λύση» και θα κυκλοφορούσε το 1981. Λέμε για έναν καθαρά λαϊκό δίσκο, με πρωτότυπες συνθέσεις των Αντώνη Ρεπάνη, Νάκη Πετρίδη και Γιώργου Ζαμπέτα.
Ο δίσκος μπορεί να ήταν «μια χαρά» για λαϊκός, με πολλά καλά τραγούδια δηλαδή («Από τότε που έφυγες», «Δεν μπορώ να ξεχάσω» κ.λπ.), αλλά δεν θα ακουγόταν σχεδόν καθόλου. Έπεσε πάνω στους πρώτους μήνες του ΠΑΣΟΚ, όταν οι διαφημιστικές εκπομπές των εταιρειών κόβονται από το ραδιόφωνο και οι δίσκοι αφήνονταν... αβοήθητοι στο πέλαγο.
Εκείνη την εποχή ο Περικλής Περάκης, που έχει ακόμη υψηλό στάτους, δίνει μια συνέντευξη στο περιοδικό «Μουσική» (τεύχος #44, Ιούλης ’81), στην οποία μιλούσε γενικότερα, για το πώς έβλεπε, τότε, τα πράγματα στη μουσική και το τραγούδι μας. Λέει κάπου:
«Η ελληνική μουσική, δυστυχώς, αυτή τη στιγμή δεν έχει αμυντική γραμμή. Πρέπει να πάμε ή στα παλιά δημοτικά τραγούδια ή στα παλιά λαϊκά ή να πάρουμε τις οπερέτες του Σακελλαρίδη, μέχρι την εποχή του Μουζάκη, του συγχωρεμένου του Μαρκέα, μέχρι των ελληνικών επιθεωρήσεων ή να προχωρήσουμε σε ορισμένα τραγούδια, που σήμερα γράφονται πάνω σε ποιητικές συλλογές. Δεν νομίζω ότι οι ποιητικές συλλογές μπορούν να μας σώσουν από το τέλμα, ούτε οι δουλειές του Σαββόπουλου. Εντάξει, είναι ένας μεγάλος συνθέτης-τραγουδιστής ή μάλλον ένας μεγάλος άνθρωπος της μουσικής, αλλά δεν νομίζω ότι με έργα σαν την “Ρεζέρβα”, που είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο έργο, ο κόσμος μπορεί να κατανοήσει τα βαθιά του νοήματα απόλυτα. Γιατί μπορεί να τα κατανοήσω εγώ, που έτυχε να έχω παιδευτεί στη δουλειά(...), αλλά ο κόσμος δεν τα κατανοεί δυστυχώς, γιατί το επίπεδο του μέσου Έλληνα δεν παύει να είναι εκεί που ήτανε, άσχετα αν απόκτησε και μια “μερσεντέ”, όπως λένε, και ρετιρέ, που το στόλισε με χρυσές κορνίζες».
Ήταν δύσκολη η εποχή για το ελληνικό τραγούδι, εκεί στις αρχές του ’80 και αυτά που έλεγε τότε ο Περικλής Περάκης περιέγραφαν, σωστά, την κατάσταση. Και φυσικά, τότε, ο καλός τραγουδιστής δεν θα μπορούσε να προβλέψει το νέο τραγούδι που ερχόταν, για να καταλάβει, σιγά-σιγά, τις μπροστινές θέσεις.
Το τραγούδι των νεότερων τραγουδοποιών (Κατσιμιχαίοι, Β. Γερμανός, Παπάζογλου κ.ά.) και των συγκροτημάτων, που λειτουργούσαν με όρους τραγουδοποιού (π.χ. Φατμέ, Τερμίτες – Πορτοκάλογλου, Μαχαιρίτσας δηλαδή).
Αυτά θα ολοκληρώνονταν, θα έπαιρναν σχήμα, μετά το ’85, γιατί μέχρι τότε, στα πρώτα πέντε χρόνια της δεκαετίας του ’80, εκείνο που κυριαρχούσε ήταν το νεορεμπέτικο και το νεολαϊκό (η Γλυκερία, η Οπισθοδρομική και η Αθηναϊκή Κομπανία, Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα, ο Μπάμπης Γκολές κ.ά.), δηλαδή συνέβαινε εκείνο που έλεγε και ο Περάκης, το 1981, πως θα «πρέπει να πάμε ή στα παλιά δημοτικά τραγούδια ή στα παλιά λαϊκά ή να πάρουμε τις οπερέτες».
Ο ίδιος δεν πήρε μόνον τα παλιά λαϊκά, ανατρέποντάς τα, μέσα από την ντισκοποίησή τους, αλλά πήρε και τις παλιές οπερέτες, όχι ντισκοποιώντας τες, αλλά παρουσιάζοντάς τες μ’ ένα νέο πρόσωπο. Λέμε για το άλμπουμ «Αφιέρωμα στην Ελληνική Οπερέττα», που θα έβγαινε από την CBS, το 1984.
Σ’ αυτό το άλμπουμ, σε νέα πια εταιρεία, ο Περικλής Περάκης είχε δίπλα του τον ενορχηστρωτή και διευθυντή ορχήστρας Νίκο Στρατηγό, με τον οποίον είχε δουλέψει και στην Διαγώνιο, αλλά βασικά είχε τον σπουδαίο Αλέκο Σακελλάριο (1913-1991). Ο ίδιος (ο Α. Σακελλάριος) θα έγραφε και το σημείωμα του δίσκου, το οποίον αξίζει να το μεταφέρουμε κι εδώ:
«Είναι παρήγορο και συγκινητικό να βλέπεις νέους ανθρώπους, όπως είναι ο Περικλής Περάκης και οι συνεργάτες του, να αγκαλιάζουνε με τόση τρυφερότητα και τόση στοργή τις παλιές μελωδίες, που βάλανε τα θεμέλια στο καλώς εννοούμενο ελληνικό τραγούδι.
Ο Περικλής Περάκης με αυτό το δίσκο του μας θυμίζει ένα μουσικό είδος, που πριν από πολλά χρόνια εξαφανίστηκε από το μουσικό μας θέατρο, την οπερέττα. Κανένας θεατρικός επιχειρηματίας δεν θα τολμούσε στις μέρες μας ν’ ανεβάσει μιαν οπερέττα. Στις μέρες μας, που οι θεατρικοί επιχειρηματίες αναζητάνε έργα με δυο-τρία πρόσωπα, θα ήτανε οικονομική αυτοκτονία να ανεβάσει κανείς οπερέττα με τριάντα όργανα ορχήστρα, με μπαλέτα, χορωδίες και πολυπρόσωπους θιάσους. Και στον “Παναθηναϊκό” να ανέβαινε ένα τέτοιο θέαμα και να ήτανε γεμάτο κάθε βράδυ, ο θεατρικός επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να βγάλει τα τεράστια έξοδά του.
Έτσι, θα πρέπει να θεωρηθεί η προσφορά αυτή του Περικλή Περάκη, σαν ένα δώρο στους νέους, που δεν γνωρίσανε την οπερέττα και που τα τραγούδια αυτά τα ’χουνε ίσως διατηρήσει τρυφερά στις μνήμες τους από τον πατέρα τους, την μητέρα τους και ίσως-ίσως την γιαγιά τους.
Η ελληνική οπερέττα γεννήθηκε στα παρασκήνια του θιάσου που έπαιζε τα “Παναθήναια” του Δημητρακόπουλου, του Τσοκόπουλου και του Άννινου. Ένας νέος τότε ηθοποιός, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, και ένας νεαρός επίσης συνθέτης, που μόλις είχε γυρίσει από την Γερμανία, όπου σπούδασε μουσική, ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, συνδυάσανε τα νεανικά τους όνειρα και τις ωραίες τους φιλοδοξίες και βάλανε το θεμέλιο της ελληνικής οπερέττας, που γνώρισε στους Έλληνες τότε τον Κάλμαν, τον Λέχαρ, τον Αμπράαμς και τόσους άλλους, αλλά συγχρόνως δημιούργησε και την ελληνική, την καθαρά ελληνική οπερέττα με τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, τον Νικόλαο Χατζηαποστόλου, αλλά και Γιανίδη, Στάθη Μάστορα και λοιπά.
Σαν παλιός κι εγώ αισθάνομαι την υποχρέωση να συγχαρώ τον Περικλή Περάκη όχι μόνο προσωπικά, αλλά και εκ μέρους των συνθετών που οπερεττικά τραγούδια τους τραγουδάει, και που δεν ζούνε πια. Ακούω τα τραγούδια τους από την συγκινημένη φωνή του Περικλή Περάκη, με δάκρυα στα μάτια, μια και οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήτανε συνεργάτες μου. Τον ευχαριστώ για λογαριασμό όλων».
Ο Περάκης που είχε σπουδάσει κλασικό τραγούδι και που στα νιάτα του, όπως είδαμε και στην αρχή του κειμένου, τραγουδούσε σε παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, προφανώς πραγματοποιεί εδώ ένα από τα... ομολογημένα όνειρά του. Να ξανατραγουδήσει σε δίσκο μεγάλες στιγμές της ελληνικής οπερέτας. Και το πράττει με την τέχνη του αληθινού μάστορα.
Ειδικά η δεύτερη πλευρά του δίσκου είναι εκπληκτική (παίζουν και μεγάλοι μουσικοί εν τω μεταξύ: Γιάννης Θεοδωρίδης τρομπέτα, Βαγγέλης Χριστόπουλος όμποε, Τάσος Διακογιώργης σαντούρι, Γιώργος Ζηκογιάννης μπάσο, Κώστας Νικολόπουλος κιθάρες, οι Δεσποτίδηδες βιολιά κ.ά.) με την μπάντα να σουινγκάρει τρελά, ανά φάσεις!
Καρδιά απ' αγάπη αφορμή
Ο τελευταίος δίσκος του Περικλή Περάκη ήταν λαϊκός, θα κυκλοφορούσε σε νέα ετικέτα, την Pan-Vox, το 1988, θα είχε τίτλο «Σημερινά Ακούσματα» και θα περιλάμβανε τραγούδια των Νικηφόρου Καραγιάννη, Παναγιώτη Κόγκα και Άγγελου Καλαβρυτινού, με στίχους από τον Ηλία Φιλίππου. Κι εδώ πολύ καλοί μουσικοί στην ορχήστρα (Δημήτρης Μαργιολάς μπουζούκι, Παναγιώτης Σαμαράς κιθάρες, Στέλιος Βήχος πνευστά κ.ά.).
Εντελώς ευπρόσωπο άλμπουμ, που πέρασε, εννοείται, απαρατήρητο. Ανάμεσα κι ένα τραγούδι για την Θεσσαλονίκη, που, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του δίσκου (λόγια του Π. Περάκη): «το τραγούδι αυτό το αφιερώνω στις φίλες και στους φίλους τής Θεσσαλονίκης, στον κόσμο του βορειοελλαδίτικου αθλητισμού και στην αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα του Απόλλωνα Καλαμαριάς». Δεν ξέρω, προσωπικά, αν είχε κάποια σχέση με τον Πόντο ο Περάκης – εκτός και αν τον είχε μυήσει στα της Καλαμαριάς ο Χάρρυ Κλυνν.
Κατά τα χρόνια του ’90, σταδιακά, ο Περικλής Περάκης αποσύρεται από τα καλλιτεχνικά πράγματα. Όπως είχε πει η αδελφή του Ξανθή Περάκη στην Espresso, το 2016:
«Ο Περικλής, που είναι ένας μεγάλος τραγουδιστής και, κατά τη γνώμη μου, έχει αδικηθεί, άφησε την καριέρα που είχε για σαράντα χρόνια για να φροντίζει τη μητέρα μας. Άφησε το ξενύχτι και δούλευε ως δημοσιογράφος, από το πρωί έως το μεσημέρι, για να είναι μετά κοντά της. Έτσι, η μάνα μας έφτασε ενενήντα οκτώ χρόνων».
Ο Περικλής Περάκης όντως ασχολήθηκε με την τηλε-δημοσιογραφία (όπως είχε ασχοληθεί και με τα συνδικαλιστικά των τραγουδιστών) προσχωρώντας στους... ελληνόψυχους και παίρνοντας εκπομπές στα κανάλια του Γιώργου Καρατζαφέρη (TELECITY και ΤΗΛΕΑΣΤΥ), αλλά εδώ, φρονούμε, πως η δική μας αποστολή –να φιλοτεχνήσουμε, δηλαδή, το καλλιτεχνικό πορτρέτο αυτής της μάλλον άγνωστης φωνητικής προσωπικότητας– τελειώνει.
Γιώργος Χατζηνάσιος-Νίκος Γκάτσος-Περικλής Περάκης...
Της μοίρας το αδράχτι