Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ με τη σημερινή δήλωση του, η οποία δεν έδωσε ουσιαστικά απαντήσεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών που πλήττει την κυβέρνηση, επέλεξε εκ των πραγμάτων -και μάλλον παρά την πρόθεση του- να το κρατήσει ανοιχτό. Το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται ότι αδυνατεί να διαχειριστεί την κρίση αυτή, η οποία είναι η μεγαλύτερη που έχει αντιμετωπίσει ως τώρα, καθώς θίγει τον πυρήνα της κυβέρνησης και αφορά την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο πρωθυπουργός απέφυγε να απαντήσει στα ερωτήματα που έχει θέσει η αντιπολίτευση, ο νομικός κόσμος, τα ΜΜΕ και ο δημόσιος διάλογος. Χαρακτήρισε λάθος την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, υποστήριξε όμως ότι ήταν νόμιμη, κάτι που έσπευσαν να αμφισβητήσουν πολλοί, ανάμεσά τους αυτή τη φορά και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτα για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, παρότι την πήρε υπό την εποπτεία του για να την ελέγχει. Μίλησε για ξένα κέντρα που θέλουν να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση (εκεί αποδίδουν κυβερνητικά στελέχη ορισμένα σκληρά δημοσιεύματα του ξένου τύπου) και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος στο πώς θα βελτιωθεί η ΕΥΠ, μιλώντας ωστόσο γενικά.
Ο πρωθυπουργός επέλεξε να μην απαντήσει ούτε στα βασικά ερωτήματα. Δεν είπε ποιος ζήτησε να παρακολουθήσει η ΕΥΠ τον Ανδρουλάκη, ούτε για ποιον λόγο. Δεν ανέφερε σε ποιον κατευθύνθηκε το περιεχόμενο των επικοινωνιών του όσο τον παρακολουθούσαν. Δεν ανέφερε το παραμικρό για την χρήση του παράνομου λογισμικού κατασκοπείας Predator εναντίον των ίδιων προσώπων που παρακολουθούσε η ΕΥΠ.
Ο πρωθυπουργός επέλεξε να μην απαντήσει ούτε στα βασικά ερωτήματα. Δεν είπε ποιος ζήτησε να παρακολουθήσει η ΕΥΠ τον Ανδρουλάκη, ούτε για ποιον λόγο. Δεν ανέφερε σε ποιον κατευθύνθηκε το περιεχόμενο των επικοινωνιών του όσο τον παρακολουθούσαν. Δεν ανέφερε το παραμικρό για την χρήση του παράνομου λογισμικού κατασκοπείας Predator εναντίον των ίδιων προσώπων που παρακολουθούσε η ΕΥΠ.
Αν η κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση με αυτό, θα έπρεπε να είναι σε συναγερμό από την ανεξέλεγκτη χρήση του εντός της χώρας από άγνωστα κέντρα, τα οποία θα μπορούσαν να παρακολουθούν και υπουργούς και θα έπρεπε να έχει ανακοινώσει τις ενέργειες που έκανε για τον άμεσο εντοπισμό του. Αλλά δεν ειπώθηκε τίποτα σχετικά με αυτό.
Ο πρωθυπουργός δεν απάντησε ούτε στο αν υπήρξε αίτημα τρίτων χωρών, όπως ανέφερε πρόσφατα η εφημερίδα “Καθημερινή”, επικαλούμενη κυβερνητικές πηγές.
Τι είπε ο πρωθυπουργός; Οτι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας, η οποία ήταν “τυπικά επαρκής, αλλά πολιτικά μη αποδεκτή” και παραδέχθηκε ότι “δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας”.
Αυτό μοιάζει να είναι ακριβές, καθώς όχι μόνο η ΕΥΠ αλλά και το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου, όπως αποδεικνύεται, υποτίμησε την (αυτονόητη) πολιτική διάσταση του θέματος. Κι όπως εξήγησε παρακάτω: “Ακριβώς γι’ αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο Διοικητής της ΕΥΠ. Ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη”.
Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε “ολίσθημα” την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη και παραδέχθηκε ότι η υπόθεση ανέδειξε “την έλλειψη πρόσθετων «φίλτρων» στη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών. Γιατί η παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου ασφαλώς και προυποθέτει εγγυήσεις πέραν από την κρίση ακόμη και ενός έμπειρου και ικανού δικαστικού λειτουργού”. Ανέφερε ότι η δουλειά της ΕΥΠ είναι η εθνική ασφάλεια και η “προστασία της πατρίδας από γεωπολιτικές κινήσεις, αλλά και από ασύμμετρες και υβριδικές απειλές”.
Δήλωσε επίσης πρόθυμος να συζητήσει προτάσεις “που θα ενισχύουν τη διαφάνεια στη δράση των μυστικών μας υπηρεσιών χωρίς, να εμποδίζουν την αποστολή τους” και κατέθεσε τέσσερις προτάσεις, η ειλικρίνεια των οποίων θα κριθεί στην πράξη, καθώς μέχρι τώρα η κυβερνητική πρακτική αποδυνάμωσε και δεν ενίσχυσε τα φίλτρα, την διαφάνεια και την λογοδοσία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλέστηκε τους “εχθρούς της πατρίδας που καραδοκούν και θα ήθελαν μία αδύναμη Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών” και μίλησε για “κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας που απεργάζονται σχέδια αποσταθεροποίησης της χώρας”. Είναι όμως το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου και η ΕΥΠ που ήταν υπό την εποπτεία του, αυτοί που έδωσαν τις αφορμές και προκάλεσαν την κρίση. Ο πρωθυπουργός παραδέχεται ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν λάθος (στην παρακολούθηση Κουκάκη δεν έκανε καμία αναφορά) καθώς και ότι υπάρχει αντικειμενικά πολιτική ευθύνη, αλλά θεωρεί ότι η υπόθεση πρέπει να σταματήσει εδώ.
Με δυο λόγια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ότι ήταν ένα “ολίσθημα” και χωρίς να δώσει εξηγήσεις, ζήτησε να πάμε παρακάτω και να μην μετατραπεί η υπόθεση σε κατασκοπευτικό σήριαλ για κομματική κατανάλωση.
Όλα αυτά δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος για να πείσουν τον Ανδρουλάκη να συνεργαστεί με τη ΝΔ μετεκλογικά σε περίπτωση μη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά, αυτή η πόρτα μάλλον έκλεισε οριστικά.
Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΟΜΩΣ και ανάμεσά τους και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αμφισβητούν ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη. Δεν ήταν δηλαδή απλώς λάθος, αλλά ήταν και παράνομη, όπως υποστηρίζουν, καθώς το άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζει το απόρρητο της επικοινωνίας ως απόλυτα απαραβίαστο δικαίωμα. Δεν αρκεί δηλαδή η υπογραφή του εισαγγελέα της ΕΥΠ, πρέπει να τεκμηριώνεται και ο λόγος για να μην είναι παράνομη και καταχρηστική.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης μετά την δήλωση του πρωθυπουργού υπενθύμισε ότι “το κατασκοπευτικό «υπερόπλο» Predator επιχειρήθηκε να παγιδεύσει το κινητό του τηλέφωνο, ενώ λίγες μέρες πριν είχε τεθεί σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ”. “Και αν δεν υπήρχε η επίσημη έκθεση της ειδικής υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν θα μαθαίναμε τίποτα για αυτές τις σκοτεινές πρακτικές”.
Το βασικότερο όμως είναι ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης ζήτησε από τον πρωθυπουργό να ανακοινωθεί άμεσα ο λόγος παρακολούθησης του από την ΕΥΠ, δηλώνοντας ότι δεν θα δεχθεί καμία συγκάλυψη.
Μία μέρα πριν, ο διευθυντής του γραφείου τύπου της Νέας Δημοκρατίας, Νίκος Ρωμανός, προκάλεσε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ “να έχει το θάρρος να τα κοινοποιήσει" αυτά που θα μάθει, χαρακτηρίζοντας το περιεχόμενό τους “ευαίσθητο”. Πέρα από το γεγονός ότι άφησε να εννοηθεί ότι γνωρίζει το περιεχόμενο των συνομιλιών των παρακολουθήσεων και θα έπρεπε ο κ. Ντογιάκος να τον έχει καλέσει ήδη για να καταθέσει από που το γνωρίζει, στη συνέχεια τα γύρισε λέγοντας ότι με τον όρο ευαίσθητα δεν εννοούσε προσωπικά δεδομένα, αλλά θέματα "εθνικού συμφέροντος".
Από την στιγμή λοιπόν που ο Νίκος Ανδρουλάκης όχι μόνο αποδέχεται, αλλά ζητά την δημοσιοποίηση του λόγου παρακολούθησης του, μένει στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να τον δημοσιοποιήσει, αν υπάρχει.
Σε κάθε περίπτωση, η τακτική του πρωθυπουργού να μην δώσει απαντήσεις για να κλείσει το θέμα, αποδεικνύεται στην πράξη μη αποτελεσματική, καθώς όσο δεν απαντά, αυτο παραμένει ανοιχτό και οπωσδήποτε όλα αυτά δεν ήταν και ο καλύτερος τρόπος για να πείσουν τον Ανδρουλάκη να συνεργαστεί μαζί τους μετεκλογικά σε περίπτωση μη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά, αυτή η πόρτα μάλλον έκλεισε οριστικά.