Οι θεατρόφιλοι στην Ελλάδα γνωρίζουν τον Μάρτιν MακNτόνα από τον «Πουπουλένιο» («The pillow man»), το πιο γνωστό θεατρικό του έργο, που έχει ανεβεί από το Λονδίνο μέχρι το Ιράν και από τη Μαδρίτη μέχρι το Χονγκ Κονγκ. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει «μαύρη κωμωδία», όχι άδικα, αφού όπως και σε όλα τα έργα του υπάρχει αυτή η λοξή, διαφορετική, λίγο περίεργη και παράξενη ματιά που φωτίζει, σε ένα μεταίχμιο ιλαροτραγικό και ακραία βίαιο μαζί, πρόσωπα και γεγονότα.
Η γραφή του σε τρία ακόμα έργα που έχουν ανέβει στην Ελλάδα, τη «Βασίλισσα της ομορφιάς», τη «Μοναξιά στην Άγρια Δύση» και τον «Υπολοχαγό του Ίνισμορ» βρίσκεται πολύ κοντά στο «in yer face theatre» που αναπτύχθηκε στη Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του ’90, φέρνοντας στο προσκήνιο, ωμή, την ανθρώπινη μοναξιά, την απελπισία, ποτισμένη με διαβρωτικό χιούμορ. Ανατέμνει τις σχέσεις και τις ρωγμές των ανθρώπων επιθετικά, με σασπένς, με ανατροπές, με έναν τρόπο παράδοξο και μοναδικό.
Απέκτησε γρήγορα τη φήμη του «κακού παιδιού» του θεάτρου, εμφανιζόταν μεθυσμένος και δεν δίσταζε να δίνει προκλητικές ή και υβριστικές απαντήσεις σε θαυμαστές, δημοσιογράφους ή ακόμα και συναδέλφους του.
Η «Βασίλισσα της ομορφιάς», το πρώτο μέρος της Τριλογίας του Λινέιν, τον έκανε γνωστό και του χάρισε τέσσερα βραβεία Τόνι και το βραβείο Ολίβιε καλύτερου νέου θεατρικού έργου. Τα έξι πρώτα έργα που έγραψε χωρίζονται σε δυο τριλογίες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, αρχίζει να γράφει και την τριλογία των Νησιών Άραν. Είναι οι τρεις βραχονησίδες που φυλάνε το στόμιο του κόλπου Galway, στη δυτική Ιρλανδία, με μεγαλύτερο το Ίνισμορ και μικρότερο το Ινισίερ με μόλις 280 κατοίκους. Εκεί ο ΜακΝτόνα έκανε διακοπές όταν ήταν παιδί. Έγραψε τον «Σακάτη του Ίνισμαν», τον «Υπολοχαγό του Ίνισμορ» και το τρίτο μέρος της τριλογίας, «Τα ξωτικά του Ινισίερ» που είναι άπαιχτο και ανέκδοτο, και έχει τον ίδιο τίτλο με την ταινία που έχει γράψει και σκηνοθετεί -αν και δεν είναι γνωστό αν σχετίζεται ή βασίζεται στο θεατρικό έργο-, η οποία θα κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Ο ΜακΝτόνα επέμενε ότι «δεν είναι καλό», αν και έχει εκφράσει την επιθυμία να επιστρέψει σε αυτό «όταν μεγαλώσει».
Η ιστορία των «Ξωτικών του Ινισίερ» διαδραματίζεται στο τραχύ ιρλανδικό τοπίο, με δυο αγαπημένους του Ιρλανδούς ηθοποιούς, τον Μπρένταν Γκλίσον και τον Κόλιν Φάρελ, που συναντιούνται για δεύτερη φορά ως πρωταγωνιστές του ΜακΝτόνα μετά την «Αποστολή στην Μπριζ» το 2008. Έχοντας στο ενεργητικό του μια σημαντική πορεία στο θέατρο, θεωρείται σήμερα ένας από τους σπουδαιότερους εκπρόσωπους της ιρλανδικής δραματουργίας. Το 2004 πέρασε στον κινηματογράφο γράφοντας και σκηνοθετώντας την ταινία μικρού μήκους «Six Shooter», με τον Μπρένταν Γκλίσον, η οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους.
Στην επόμενη ταινία του, την «Αποστολή στην Μπριζ», δυο Ιρλανδοί εκτελεστές καταφεύγουν στη μελαγχολική, μεσαιωνική και παραμυθένια πόλη του Βελγίου ώσπου να ξεχαστεί μια αποτυχημένη αιματηρή αποστολή τους. Θρίλερ με χιούμορ και δράμα που θύμιζε τα διαβάσματα και τους σκηνοθέτες που θαύμαζε, τον Μάμετ και τον Μπέκετ, τους αδερφούς Κοέν και τον Όρσον Ουέλς, ακόμα και τον Γκάι Ρίτσι, η ταινία είχε το μεγάλο ατού του ΜακΝτόνα, τους διαλόγους: δυνατούς, αναπάντεχους, σαρκαστικούς, αστείους με μια γεύση απειλής, με χαμηλούς τόνους. Η ικανότητά του να στήνει μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία με όλη την πίκρα στο κουκούτσι της, με όλη τη βία, τόσο ανορθόδοξα και σουρεαλιστικά, μοιάζει σχεδόν λυτρωτική.
Το 2017, γράφει και σκηνοθετεί τις «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» με τη Φράνσις Μακντόρμαντ σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της –υποδύεται μια μάνα που έχει χάσει την κόρη της σε ένα άγριο ανεξιχνίαστο έγκλημα και αποφασίζει να μην αφήσει την υπόθεση να ξεχαστεί– να κερδίζει το Όσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου και την ταινία να φορτώνεται βραβεία το 2018.
Μπορεί ο ΜακΝτόνα να μην ήταν υποψήφιος ως σκηνοθέτης στα Όσκαρ, ωστόσο η γραφή του λάμπει, πρόκειται για μια ιδιοφυή σύλληψη με έναν κόσμο παλλόμενο και χαρακτήρες ολοζώντανους, με ανατροπές και αιφνιδιασμούς και εξελίξεις απρόσμενες, με βαθιά συναισθηματικά στοιχεία που κυριολεκτικά ποτίζουν τη δράση πίσω από μια σχεδόν κωμικά σκληρή επιφάνεια και μας φανερώνουν για άλλη μια φορά έναν μεγάλο συγγραφέα με αδιανόητη τεχνική και μαστοριά, που ξέρει σε ποια στιγμή θα αιφνιδιάσει ή θα συγκινήσει τον θεατή.
Είναι φυσικό να υπάρχει μεγάλη αναμονή για τη νέα του ταινία «Τα Ξωτικά του Ινισίερ». Το τρέιλερ της ταινίας επιβεβαιώνει ότι οι σχέσεις είναι στο επίκεντρο της ιστορίας, σκληροτράχηλοι άνθρωποι με μεγάλα κρυφά τραύματα που εμπνέουν πάντα τον ΜακΝτόνα. Η ιστορία ακολουθεί δύο άνδρες, τους οποίους υποδύονται οι Φάρελ (Πάντρικ) και Γκλίσον (Κολμ), που φτάνουν σε αδιέξοδο όταν ο ένας αποφασίζει ότι δεν θέλει πλέον να είναι φίλος με τον άλλο, κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό από τον εμβρόντητο Πάντρικ, ο οποίος με τη βοήθεια της αδερφής του και ενός προβληματικού νεαρού νησιώτη προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση τους, πυροδοτώντας αναπάντεχες εξελίξεις. Με φόντο τον ιρλανδικό εμφύλιο πόλεμο του 1923, η φράση ανάμεσα σε δυο φίλους «Απλά δεν σε συμπαθώ πια» είναι το απλό, θλιβερό σημείο εκκίνησης για τα πράγματα που χειροτερεύουν αμείλικτα, δημιουργώντας σχίσμα σε ολόκληρη την πόλη στη φανταστική κοινότητα του Ινισίερ.
Ο ΜακΝτόνα επιστρέφει στους αγαπημένους του Ιρλανδούς ήρωες - Πάντρικ είναι και το όνομα του πρωταγωνιστή του έργου του «Ο Υπολοχαγός του Ίνινσμορ», μιας λαμπρής μεταφοράς για τις αναστραμμένες αξίες του πολιτικού εξτρεμισμού, που ο συγγραφέας αναπτύσσει με αδυσώπητη φαρσική ακρίβεια, με ήρωα έναν «τρελάρα» που δεν δέχτηκε ο ΙΡΑ στις γραμμές του θεωρώντας τον επικίνδυνο. Ο ΜακΝτόνα διακωμωδεί την παθολογία του ιρλανδικού εξτρεμισμού. Επί πέντε χρόνια το έργο δεν ανέβαινε σε καμία λονδρέζικη σκηνή γιατί αναφερόταν στον ΙΡΑ, και σόκαρε το κοινό και τους κριτικούς, αφού παρουσίαζε θέμα σχετικό με την τρομοκρατία λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ο ΜακΝτόνα έγινε πρωτοσέλιδο όταν κατακεραύνωσε τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Τρέβορ Ναν επειδή αρνήθηκε να ανεβάσει το έργο του, φοβούμενος επίθεση αληθινών τρομοκρατών. Τελικά η πρεμιέρα έγινε στο Royal Shakespeare Company το 2001 και το έργο έγινε παγκόσμια επιτυχία.
Ήταν ίσως ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε ένα ιρλανδικό πλαίσιο για να εκθέσει γυμνή και χωρίς έλεος επί σκηνής την πραγματικότητα αυτής της ιδιαίτερα άθλιας πλευράς του «ένοπλου αγώνα» και οι επικριτές του στην Ιρλανδία θεωρούν ότι ο γεννημένος στο Λονδίνο γιος γονέων από τη δυτική Ιρλανδία είναι ένοχος για την εφαρμογή μιας δραματικής μορφής «paddywhackery», μιας στερεοτυπικής απεικόνισης των Ιρλανδών ως φλύαρων, αναξιόπιστων, αλκοολικών, σκληροπυρηνικών, πολεμόχαρων, δειλών και χρόνια άφραγκων, που επί σειρά ετών εμφανιζόταν σε γελοιογραφίες και θεατρικά έργα.
Ο συγγραφές και δημοσιογράφος Μάλαχι Ο’Ντόχερτι υποστηρίζει ότι πολλά από τα έργα του ΜακΝτόνα διαβάζονται ως «paddywhackery» και φέρνει ως παράδειγμα τον Μπέκετ, ο οποίος όταν περιγράφει την ανθρώπινη κατάσταση στα όριά της, το κάνει χωρίς αναφορά στην εθνικότητα. «Στα έργα του ΜακΝτόνα, η εθνικότητα είναι το παν και το μήνυμα είναι ότι επειδή είναι Ιρλανδοί συμπεριφέρονται με ένα συγκεκριμένο και βίαιο τρόπο εξαιτίας του ιρλανδικού πολιτισμικού υπόβαθρου», λέει.
Ο ΜακΝτόνα απαντά στους επικριτές του λέγοντας: «Οι λιγότερο έξυπνοι είναι εναντίον μου. Νομίζω ότι υπάρχει ακόμα μια υποβόσκουσα τάση στην Ιρλανδία που συμπυκνώνεται περίπου στη φράση “Ποιος στο διάολο είναι αυτός ο Άγγλος που μας κάνει κριτική;”. Δυσκολεύονται να το δεχτούν από κάποιον που δεν ζει πραγματικά εκεί. Πολλοί Ιρλανδοί δημοσιογράφοι και σχολιαστές δεν έχουν κατανοήσει καλά τη διασπορά, ότι μπορούμε να είμαστε το ίδιο επικριτικοί με τους ανθρώπους που ζουν εκεί».
Οι υπερασπιστές του επιμένουν -ανάμεσά τους και ο Ντέμιεν Σμάιθ, ένας από τους κορυφαίους ποιητές της Βόρειας Ιρλανδίας- ότι το έργο του είναι ισχυρό, αληθινό και επίκαιρο και ότι ο συγγραφέας δεν έπεσε στην παγίδα στην οποία έχουν πέσει άλλα τέκνα της ιρλανδικής διασποράς, που καταλήγουν να ρομαντικοποιούν και να δοξάζουν την τρομοκρατία στο όνομα της Ιρλανδίας από μακριά. Ο ΜακΝτόνα, υποστηρίζουν, έκανε τους ανθρώπους να σκεφτούν την πραγματικότητα της βίας. Είναι ακόμη πιο επίκαιρο γιατί, παρόλο που τοποθετεί ορισμένα από τα έργα του σε ένα παραδοσιακό περιβάλλον, η βία που απεικονίζει είναι μια πολύ αληθινή εικόνα τμημάτων της σύγχρονης αστικής Ιρλανδίας και θα είχε άφθονο υλικό να δουλέψει, αν καταπιανόταν με αυτό, ατελείωτες βεντέτες σε υποβαθμισμένα συγκροτήματα κατοικιών, συμμορίες που κυκλοφορούν με θωρακισμένες BMW και πυροβολούν τα σπίτια με Ούζι, δολοφονίες στο Δουβλίνο και μια διαρκώς μεταβαλλόμενη συμμαχία αδίστακτων νέων εγκληματιών.
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΤΟ 1970 στο Λονδίνο, από Ιρλανδούς γονείς -ο πατέρας του ήταν οικοδόμος και η μητέρα του παραδουλεύτρα- που τελικά εκπλήρωσαν το όνειρο των Ιρλανδών μεταναστών να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μετά από χρόνια εξορίας στην Αγγλία όταν ο Μακ Ντόνα ήταν 22 ετών, μεγάλωσε στο Κάμπεργουελ, αλλά περνούσε τους καλοκαιρινούς μήνες με τον αδερφό του, σεναριογράφο σήμερα και σκηνοθέτη Τζον Μάικλ ΜακΝτόνα, στην Ιρλανδία. «Η Ιρλανδία ήταν ένα ειδυλλιακό μέρος για εμάς ως παιδιά», λέει. «Είχαμε όλα αυτά τα ξαδέρφια και όλη αυτή την καταπράσινη ύπαιθρο. Δεδομένων όσων έχω γράψει για την αγροτική Ιρλανδία, οι αναμνήσεις μου από αυτήν είναι όλο γαλάζιοι ουρανοί και ατελείωτο παιχνίδι. Έχω μια ζωντανή ανάμνηση από τα Χριστούγεννα που πέρασα εκεί όταν ήμουν οκτώ ή εννέα ετών και όλα τα ξαδέλφια μου εξακολουθούσαν να πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη. Υπήρχε μια γλυκύτητα και ευγένεια σε αυτό. Ήταν κάτι που έπρεπε να αγαπάμε και δεν έπρεπε ποτέ να τους πούμε το αντίθετο. Δεν ήμασταν κυνικοί Λονδρέζοι που είχαν απομονωθεί σε αυτό το ξένο αγροτικό μέρος. Μας άρεσε πολύ εκεί».
Ο ΜακΝτόνα μεγάλωσε σε μια ιρλανδική κοινότητα του Λονδίνου με τα τραγούδια των Dubliners, αν και ο ίδιος αγαπούσε τους Nirvana, τους Sex Pistols και τους Pogues. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 16 του και ξεκίνησε να γράφει, αλλά πέρασε σχεδόν μια δεκαετία χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση. Αρχικά έγραψε πολυάριθμα σενάρια για το BBC, που απορρίφθηκαν το ένα μετά το άλλο, και αρκετά σενάρια.
Το 1994, ο αδελφός του πήγε στο Λος Άντζελες με υποτροφία σεναριογράφου, και άρχισε να γράφει τα πρώτα του θεατρικά έργα. «Έγραψα σενάρια για ταινίες, αλλά ήταν σκατά. Έγραψα και ένα ραδιοφωνικό έργο επίσης, και ήταν σκατά. Τα θεατρικά έργα ήταν πραγματικά η τελευταία μου επιλογή. Ο λόγος που δεν έγραψα αρχικά θεατρικά έργα ήταν επειδή πίστευα ότι το θέατρο ήταν η χειρότερη από όλες τις μορφές τέχνης», λέει.
Το κάρμα είναι άτιμο πράγμα και ο ΜακΝτόνα έκανε τη μεγάλη επιτυχία με τα θεατρικά του έργα. Σήμερα, αν και περιζήτητος στα θέατρα, δεν γράφει νέα έργα, λέγοντας ότι το θέατρο «δεν πρόκειται ποτέ να είναι ακραίο με τον τρόπο που θέλω να είναι. Δεν είναι ότι δεν σέβομαι το θέατρο. Είμαι αρκετά έξυπνος για να ξέρω ότι ένα θεατρικό έργο μπορεί να εμπνεύσει πλήρως έναν άνθρωπο, όπως και μια ταινία, αλλά το θέατρο δεν είναι κάτι που συνδέεται με μένα, από προσωπική άποψη, δεν μπορώ να εκτιμήσω αυτό που κάνω».
Η καταξίωση ήρθε τελικά λίγο αφού έκλεισε τα 25, όταν ο απρόθυμος ΜακΝτόνα έστειλε την Τριλογία του Λινέιν σε διάφορα θέατρα της Αγγλίας και της Ιρλανδίας. Η «Βασίλισσα της Ομορφιάς» έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Druid του Galway τον Φεβρουάριο του 1996. Ήταν στην ίδια γενιά με τη Σάρα Κέιν και τον Μαρκ Ρέιβενχιλ και όταν η παράσταση ανέβηκε στο πιο hot θέατρο της δεκαετίας του ‘90, το Royal Court, όχι μόνο πήρε εκστατικές κριτικές, αλλά ανακηρύχθηκε και η πιο συναρπαστική νέα φωνή στο βρετανικό θέατρο. Ήταν 27 χρονών και η συμπεριφορά του θύμιζε τη φανατικά μεθυσμένη τότε εικαστικό, την πιο ταλαντούχα της γενιάς της, Τρέισι Έμιν. Απέκτησε γρήγορα τη φήμη του «κακού παιδιού» του θεάτρου, εμφανιζόταν μεθυσμένος και δεν δίσταζε να δίνει προκλητικές ή και υβριστικές απαντήσεις σε θαυμαστές, δημοσιογράφους ή ακόμα και συναδέλφους του.
Έγινε για πρώτη φορά γνωστός στο ευρύ κοινό όχι για τα έργα του αλλά για έναν πολύκροτο καβγά με τον Σον Κόνερι. Στα θεατρικά βραβεία της «Evening Standard» το 1996, όπου μόλις είχε ανακηρυχθεί ο πιο πολλά υποσχόμενος πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, με τον αδερφό του Τζον διέκοψαν μια πρόποση στη βασίλισσα Ελισάβετ. Ο Κόνερι είπε στον ΜακΝτόνα να «σκάσει ή να φύγει» και ο ΜακΝτόνα του απάντησε να πάει να γαμηθεί. Η ιστορία έκανε θραύση στα ταμπλόιντ και η ταπεινωμένη μητέρα του αρνήθηκε να του μιλήσει για μια εβδομάδα. Ο ίδιος ήταν τύφλα και θυμάται το περιστατικό σαν μια «ανόητη μεθυσμένη σκηνή».
Τα επόμενα χρόνια κατάλαβε ότι έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά, να χαμηλώσει τους τόνους και να αποφεύγει να δίνει γενικές συνεντεύξεις, γνωρίζοντας ότι μπορεί να προκαλέσει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης για τους λάθος λόγους. Όταν τον ρωτούν για τα πολιτικά απαντά «προέρχομαι από μια αριστερή ή ειρηνιστική ή αναρχική οπτική γωνία που ξεκίνησε με το πανκ και η οποία ήταν ενάντια σε όλους τους εθνικισμούς». Έχει την τάση να αντιστέκεται στην κατηγοριοποίησή του ως Ιρλανδού ή Άγγλου, λέγοντας ότι αισθάνεται κάπου ανάμεσα στα δύο και αρνείται να στρογγυλέψει τις απόψεις του. Το 2010 ο Χίλτον Αλς του «New Yorker» του επιτέθηκε βρίσκοντας το έργο του «A Behanding in Spokane» ρατσιστικό. «Οι συγγραφείς πρέπει να γράφουν χωρίς να σκέφτονται τη “δική τους πολιτική ορθότητα”» απάντησε ο ΜακΝτόνα. Όταν ο Σον Ο’ Χάγκαν του «Observer» τον ρωτά αν η επιτυχία έχει κατευνάσει τον νεανικό του θυμό, απαντά «Κατά κάποιον τρόπο, η επόμενη ταινία μου είναι πιθανώς η πιο θυμωμένη μου μέχρι τώρα, αλλά, ναι, ανησυχώ ότι η οργή και η πανκ-ροκ χαρά του να γαμάς τα πράγματα δεν υπάρχει πια λόγω της επιτυχίας και της ηλικίας. Μου περνάει μάλιστα από το μυαλό μερικές φορές ότι δεν οργίζομαι πια επειδή είμαι σχεδόν μέρος του θεάτρου πλέον - αν και δεν θέλω να είμαι».