Τα λέμε την Παρασκευή, Ροβινσώνα
Μία ταινία της Mitra Farahani
με τους Jean-Luc Godard και Ibrahim Golestan
David Katz
Cineuropa - 21.02.2022
Σε αυτό το διασκεδαστικό ντοκιμαντέρ της συνεργάτιδας του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Μίτρα Φαραχανί, ο σκηνοθέτης της Nouvelle Vague και ο Ιρανός συνάδελφός του Ιμπραήμ Γκολεστάν ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά μηνύματα.
Αν είδατε τις πρόσφατες ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ Adieu au langage [Αποχαιρετισμός στη γλώσσα -σ.σ.] και Le Livre d'image [Το βιβλίο με τις εικόνες -σ.σ.], και βγήκατε από τις προβολές χωρίς να είστε σίγουροι ότι καταλάβατε τα πάντα, το À vendredi, Robinson λίγο θα σας ανακουφίσει. Η Μίτρα Φαραχανί, μία από τις βασικές παραγωγούς του Γκοντάρ στη δεύτερη από αυτές τις ταινίες, δημιούργησε αυτό το μινιμαλιστικό ντοκιμαντέρ μέσα από συνομιλίες: ο καλλιτέχνης που μερικές φορές αναφέρεται με τα αρχικά JLG ανταλλάσσει μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με έναν άλλο σκηνοθέτη παρόμοιας ιδιοσυγκρασίας, τον Ιμπραήμ Γκολεστάν, ο οποίος πήρε μέρος στο ιρανικό Νέο Κύμα τη δεκαετία του 1960. Στην ταινία, ο Γκολεστάν, συγγραφέας πλέον, παρότι κοντεύει τα εκατό, παραμένει ζωντανός όσο ποτέ, αλλά ακόμη και αυτός μπερδεύεται από την παράξενη λόξα του συναδέλφου του. Υπάρχει λοιπόν ελπίδα για όλους μας. Η ταινία κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής της Berlinale μετά την προβολή της στο τμήμα Encounters, το οποίο προορίζεται για καινοτόμα, ενίοτε και αταξινόμητα έργα.
Η Φαραχανί, η φωνή της οποίας εμφανίζεται περιστασιακά σε όλη την ταινία, κυρίως για να κάνει κρυπτικά σχόλια για τον Μπετόβεν, σκέφτηκε ότι αυτοί οι δύο σκηνοθέτες θα έπρεπε να αλληλεπιδράσουν και ότι αυτό θα αποτελούσε μια καλή βάση για μια ταινία. Θεωρούσε περίεργη σύμπτωση το γεγονός ότι δεν είχαν συναντηθεί ποτέ κατά τη διάρκεια της μάλλον πολυκύμαντης πολιτικής και καλλιτεχνικής τους καριέρας, καθώς ο Γκολεστάν είχε εγκαταλείψει το Ιράν για το Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ο Γκοντάρ είχε ξεκινήσει το πιο διεθνές κομμάτι της καριέρας του με την ομάδα Dziga Vertov περίπου την ίδια εποχή. Έτσι, με μια περίεργη καλλιτεχνική χειρονομία, εντελώς δική της, δημιουργείται ένας διάλογος που βασίζεται στο ότι κάθε βετεράνος του κινηματογράφου αναλαμβάνει να στέλνει ένα email κάθε Παρασκευή, ενώ τα κινηματογραφικά συνεργεία θα κινηματογραφούν τις αντίστοιχες παρατηρήσεις και αντιδράσεις τους, στο Rolle (Ελβετία) στην περίπτωση του Γκοντάρ, στο Sussex, στην περίπτωση του Γκολεστάν.
Στην ανταλλαγή κυριαρχούν, όπως ήταν αναμενόμενο, τα μηνύματα του Γκοντάρ, τα οποία δεν είναι τόσο μηνύματα όσο ένα φύρδην μίγδην σαν αυτά που συνηθίζει, συγκεντρώνοντας αφορισμούς, οπτικές αναφορές και πλάγια σχόλια. Η κάμερα της Φραχανί ζουμάρει αργά στα εισερχόμενα του Γκολεστάν και αισθανόμαστε τον δισταγμό του πριν πατήσει το "άνοιγμα", σαν να παραλαμβάνει ένα πακέτο από έναν άγνωστο αποστολέα. 'Ενα τυπικό μήνυμα του Γκοντάρ μπορεί να περιέχει σχέδια του Ματίς, μια σελίδα από το Finnegan's Wake του Τζέιμς Τζόις σε μορφή ebook γυρισμένη κατά 90 μοίρες διαγώνια και ένα screenshot του γραφικού χαρακτήρα του ίδιου του Γκολεστάν. Για τον τελευταίο, ο Γκοντάρ είναι "αυτάρεσκος" αλλά σαφώς ευφυής και γνήσιος κληρονόμος του Τζόις για τις διαφορετικές γλώσσες και κατηγορίες πραγμάτων που ενσωματώνει στο έργο του, τις οποίες κανένας αναγνώστης δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει τέλεια μόνος του.
Εκεί που άλλα ντοκιμαντέρ θα μπορούσαν να παρέχουν προσεκτικά μια περίληψη τύπου Wikipedia για αυτούς τους δύο οραματιστές, για να διασφαλίσουν ότι το κοινό δεν θα πελαγώσει, η Φαραχανί γνωρίζει ότι η έλλειψη αγκύρωσης μπορεί να είναι απελευθερωτική - δεν επικαλείται τυχαία τον Ροβινσώνα Κρούσο στον τίτλο. Στις σκηνές που δείχνουν τον Γκολεστάν, οι εικόνες μοιάζουν με καλλιτεχνικές φωτογραφίες: η κάμερα μένει σε μια σκοτεινή γωνία, εκτός από τις περιπτώσεις που η σκηνοθέτρια τη σέρνει από τη μια πλευρά του αγγλικού γοτθικού αρχοντικού του σκηνοθέτη στην άλλη. Ούτε προσέχει ιδιαίτερα την εικόνα της - ένα πλάνο τον δείχνει να κάνει σεξιστικά σχόλια για τη σύντροφο ενός συναδέλφου του: "Είναι όμορφη, αλλά έχει γνώμη;".
'Οσο για τον Γκοντάρ, που τον βλέπουμε να κάθεται σκυθρωπός στο γυμνό τραπέζι της κουζίνας του και να ρουφάει τεράστια πούρα, το κάδρο που επιλέγεται είναι πιο κοντά στην απλή καθημερινή πραγματικότητα. Παρόλο που η ταινία γυρίστηκε το 2014, όπως αναφέρει η σκηνοθέτρια στην οθόνη, το À vendredi, Robinson έχει μια έντονη πανδημική αντήχηση. Είναι μια δουλειά που οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί του Γκοντάρ δεν θα θέλουν να χάσουν, όπως έγινε και με την πρόσφατη ζωντανή εμφάνισή του στο Instagram (που καλύφθηκε από το Cineuropa), η οποία παραδόξως τη θυμίζει. Η Φαραχανί απαθανατίζει το καλλιτεχνικό λυκόφως δύο γιγάντων, με αυτά τα απλά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που συμπεριλαμβάνονται σίγουρα στα τελευταία έργα που θα μπορέσουν να δημιουργήσουν, απελευθερωμένοι από την ανάγκη να διυλίσουν τις ποιητικές εξάρσεις της φαντασίας τους σε μορφές κατάλληλες για μια ευρύτερη κατανάλωση.
Το À vendredi, Robinson είναι μια συμπαραγωγή μεταξύ της Γαλλίας, της Ελβετίας, του Ιράν και του Λιβάνου.
Ανάμεσα στον έναν, που δεν τον ενδιαφέρει και πολύ αν γίνεται κατανοητός, και στο άλλον, που αρνείται να καταλάβει αυτό που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό, η Μίτρα Φαραχανί παίζει έξυπνα τη δική της παρτιτούρα, κάνοντάς τους να συναντηθούν χωρίς οι ίδιοι να το επιδιώξουν. Αυτό που η ίδια αποκαλεί όμορφα "εγγύτητα της μοναξιάς τους" είναι πολύ εμφανές στην ταινία. Ας το θέσουμε αλλιώς: 91 ετών ο Γκοντάρ και 99 ο Γκολεστάν, είναι κάτι σαν η επικείμενη σκιά του θανάτου να διατρέχει την ταινία. Οι δύο άνδρες θα μοιραστούν εξάλλου μια πολύ ανησυχητική παραμονή στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της ταινίας. Φιλμάροντας στο σπίτι του Γκολεστάν, η σκηνοθέτης προτιμά το chiaroscuro, το στοιχειωμένο σπίτι, τα φαντάσματα της νύχτας. Ο Γκοντάρ φροντίζει ο ίδιος τον εαυτό του, ένας θεατρίνος που προχωράει με αργά βήματα, μέσα στο απόκοσμο μουρμουρητό κάποιου ύστατου χρησμού.
Παρ' όλα αυτά, η ταινία της Μίτρα Φαραχανί είναι εκεί, ακριβώς, για να αποτρέψει τον θάνατο, ή τουλάχιστον, από το γεγονός και μόνο ότι υπάρχει, για να τον αναστείλει. Επομένως, λάμπει από ζωή, ενώ παλεύει βήμα βήμα ενάντια στα δύο μεγάλα τοτέμ για να τους εμφυσήσει μια νέα πνοή. Από αυτή την άποψη, το πιο όμορφο πλάνο θα παραμείνει εκείνο με τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ να εγκαταλείπει για λίγο την πανοπλία του, και να παραδίνεται σιωπηλά μπροστά στην κάμερα της Μίτρα, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί. Ένα συγκινητικό πλάνο ενός καλλιτέχνη που τα χρόνια και η δόξα του δόθηκαν απλόχερα, ο οποίος αφήνει ξαφνικά όλη την παιδική ηλικία, όλη την τρυφερότητα να επιστρέψει, να εκτεθεί και να χαμογελάσει. Αυτή είναι η απροσδόκητη ανταμοιβή για την όμορφη επίκληση κάτω από την οποία τοποθετήθηκε η ταινία: "Δεν είναι αυτονόητο ότι πρέπει κανείς, σαν ζητιάνος, να αποσπάσει το λόγο των θεών που το σκάνε;
Jacques Mandelbaum
Le Monde, 7 Ιουλίου 2022