Εκτός από τις νέες γνωριμίες, απαραίτητες και διεγερτικές, οι παλιές, οι δοκιμασμένες σχέσεις έχουν πάντα αξία. Ακόμα και στη λογοτεχνία, που τρέχει με ταχύτητα και μας αφήνει πίσω της λαχανιασμένους. Πόση χαρά δεν νιώθει ο «πιστός» αναγνώστης όταν διαβάζει με την ίδια, αμείωτη απόλαυση κάθε νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που ακολουθεί πάνω από τριάντα χρόνια.
Ο Δραμινός Βασίλης Τσιαμπούσης είναι από αυτές τις εξαιρετικές, πολύτιμες υπογραφές της ελληνικής λογοτεχνίας που, επίμονες, συνεχίζουν να παράγουν ένα ευδιάκριτο έργο, διακριτικό συνήθως, αν και πολυβραβευμένο. Όπως πρόσφατα, που το τελευταίο βιβλίο του «Ο κήπος των ψυχών» (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας) κέρδισε το βραβείο καλύτερης νουβέλας του περιοδικού «Ο αναγνώστης».
Και μόνο το θέμα του είναι πολύ δυνατό και θα μπορούσε να καλύψει πολύ περισσότερες από τις 140 σελίδες της νουβέλας. Τρεις 15χρονοι ζουν στη Δράμα και δένονται μεταξύ τους με ισχυρά δεσμά φιλίας και αγάπης, παρόλο που πολλά θα μπορούσαν να τους χωρίζουν. Ο ένας εβραιόπουλο, ο άλλος Πόντιος πρόσφυγας, παιδί κομμουνιστή εργάτη, και ο τρίτος, ο αφηγητής, ντόπιος, γιος υπαίθριου φωτογράφου, υποστηρικτή της 4ης Αυγούστου.
Γύρω τους η Ιστορία αποφασίζει για πολλά, και για την προσωπική τους μοίρα: είναι 1943, η Δράμα βρίσκεται κάτω από σκληρή βουλγαρική κατοχή, ενώ ο Εμφύλιος έχει αρχίσει ήδη στη Μακεδονία ανάμεσα σε «εθνικιστές» και αριστερούς.
Θα έφταναν όλα αυτά για μια νουβέλα. Στο κέντρο της, όμως, βρίσκεται μια αναπάντεχη ιστορία που εκτινάσσει το βιβλίο. Ο νεαρός αφηγητής, το σπίτι του οποίου επιτάσσεται από τους Βούλγαρους κατακτητές, αναπτύσσει μια τρυφερή σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης με τον λοχαγό Αντόν που έρχεται με τη γυναίκα του να ζήσει εκεί. Βρίσκει σ’ αυτούς τους δυο εχθρούς σχεδόν μια νέα οικογένεια.
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης τολμηρά, πειστικά και γεμάτος συναίσθημα ακολουθεί τις τύχες των ηρώων του σχεδόν μέχρι σήμερα. Είναι, άλλωστε, μάστορας της μικρής φόρμας με έξι συλλογές διηγημάτων αλλά και με δυο μυθιστορήματα, ένα από τα οποία, το πιο πρόσφατο, η «Γαλάζια Αγελάδα», το συστήνω με έμφαση. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μυθοπλαστική απόδοση της οικογενειακής του ιστορίας και της δολοφονίας του παππού του, βενιζελικού γιατρού, από τους κομμουνιστές. Καλύπτει μια μεγάλη ιστορική περίοδο, στην οποία πρωταγωνιστούν από αντάρτες της Ανατολικής Μακεδονίας, εθνικιστές και αριστεροί, μέχρι τον εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Στα κείμενά μου σπέρματα της πραγματικότητας αποτελούν πολλές φορές τον σκελετό τους και η μυθοπλασία τα πλουτίζει και τα κάνει ένα σώμα. Ο ιστορικός καμβάς και το πνεύμα της εποχής εξασφαλίζουν στο κείμενο «συνθήκες αληθείας». Κι εδώ, λοιπόν, υπήρξαν συγκεκριμένες ιστορίες προσώπων, από τις οποίες δανείστηκα στοιχεία τα οποία προσάρμοσα στη νουβέλα.
— Στον «Κήπο των Ψυχών» το σκηνικό είναι ορισμένες φορές εφιαλτικό, το κείμενό σας όμως αποπνέει συγκίνηση και «ζεστασιά», όπως έγραψε και η Ελισάβετ Κοτζιά. Τα θέματά του είναι η φιλία, η αδελφικότητα, η συμφιλίωση, ακόμα και η αισιοδοξία. Πώς κατακτιέται αυτό από τον συγγραφέα όταν χειρίζεται εποχές και ιστορίες τραγικές, πολέμους, κατοχές, διώξεις, εμφυλίους; Και, κυρίως, όταν ακόμα και στις μέρες μας άσκημες μνήμες και άσβηστα μίση αναπαράγονται, κι ας έχουν περάσει ογδόντα χρόνια;
Ναι, το τοπίο του βιβλίου είναι σκληρό, η εποχή βίαιη, αλλά τα αισθήματα των παιδιών αγνά και πολύ δυνατά. Η συγκίνηση του κειμένου δεν θα μπορούσε να πηγάζει από τα σκληρά ιστορικά γεγονότα. Προέρχεται από τις προσωπικές σχέσεις των ηρώων, δηλαδή από τη μυθοπλασία της νουβέλας, το βασικό στοιχείο που μετατρέπει ένα κείμενο σε λογοτεχνία. Αλλά κι έτσι, όπως γίνεται σχεδόν σε όλα τα βιβλία, τα όποια συναισθήματα τα προκαλούν ο λόγος και ο τρόπος της αφήγησης και όχι τα περιστατικά που συμβαίνουν.
— Κέντρο της νουβέλας, που έχει βέβαια πολλές πτυχές, είναι η πρωτοφανής φιλία και αγάπη που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν ορφανό Δραμινό έφηβο και έναν κατακτητή, τον 27χρονο Βούλγαρο στρατιωτικό Αντόν. Ξέροντας πόσο συχνά αντλείτε από αληθινές ιστορίες και βιώματα, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια σχέση στη Δράμα του 1943. Και γιατί θελήσατε, ειδικά γύρω από μια τέτοια παράδοξη σχέση, να χτίσετε μια νουβέλα;
Στα κείμενά μου σπέρματα της πραγματικότητας αποτελούν πολλές φορές τον σκελετό τους και η μυθοπλασία τα πλουτίζει και τα κάνει ένα σώμα. Ο ιστορικός καμβάς και το πνεύμα της εποχής εξασφαλίζουν στο κείμενο «συνθήκες αληθείας». Κι εδώ, λοιπόν, υπήρξαν συγκεκριμένες ιστορίες προσώπων, από τις οποίες δανείστηκα στοιχεία τα οποία προσάρμοσα στη νουβέλα.
Για παράδειγμα, στη Χωριστή (Τσατάλτζα), χωριό δίπλα στη Δράμα, ένας Βούλγαρος αξιωματικός που λεγόταν Κίνιν βοήθησε το 1941 κάποιους άντρες να διαφύγουν την εκτέλεση. Το αποτέλεσμα ήταν να αντιμετωπίσει στη συνέχεια διώξεις από τον βουλγαρικό στρατό. Το ίδιο έκανε στα Κύργια ένας Βούλγαρος πολυβολητής. Ήταν εξαιρέσεις, θα έλεγε κάποιος, αλλά μια τέτοια είναι και ο Αντόν της νουβέλας μου.
H σχέση του με τον Δραμινό έφηβο, παρόλο που είναι «αταίριαστη», υπονομεύει το στερεότυπο ότι κάθε Βούλγαρος στην Κατοχή ήταν δολοφόνος και κάθε Έλληνας, που είχε κάποιες σχέσεις με τους κατακτητές, πρόδιδε την πατρίδα.
Οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία έκαναν τερατώδη εγκλήματα, αλλά κάποιοι από αυτούς, παρά τις συνθήκες που επικρατούσαν, φέρθηκαν με ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και εντιμότητα. Το να γράφεται, βέβαια, αυτό για μια περιοχή, τη Δράμα, όπου το 1941 εκτελέστηκαν 2.500 άτομα για αντίποινα στην εξέγερση που έγινε –μία από τις πρώτες μαζικές αντιστασιακές πράξεις σε όλη την Ευρώπη– και της οποίας οι 500 Εβραίοι στάλθηκαν το 1943 στην Τρεμπλίνκα, απ’ όπου δεν γύρισε κανείς, προκαλεί παράξενα συναισθήματα.
— Φοβηθήκατε, δηλαδή, ότι ο κόσμος της Δράμας θα μπορούσε να σας παρεξηγήσει για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζετε τον Βούλγαρο λοχαγό; Ή μήπως πιστεύετε ότι οι άνθρωποι, ακόμα και οι Έλληνες, συγχωρούν τους παλιούς εχθρούς τους από μεγαλοψυχία και ωριμότητα κυρίως όταν οι γενικότερες συνθήκες αλλάζουν;
Έχουν περάσει περίπου ογδόντα χρόνια από τότε. Μετά από τόσο καιρό, ακόμα και οικογένειες με θύματα στη βουλγαρική κατοχή έχουν συγχωρήσει τους δολοφόνους και τα παιδιά τους. Στη Δράμα είχαμε την Εξέγερση του 1941. Ήταν μια ηρωική, αλλά απέλπιδα ενέργεια, χωρίς καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Η θυσία, όμως, των 2.500 Δραμινών έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εθνική υπόθεση. Υπήρχαν στην περιοχή μας, μέχρι πριν από την Κατοχή, πυρήνες ατόμων με βουλγάρικη συνείδηση, ένας πολύ μικρός αριθμός, που όμως διαιώνιζε συνθήκες ανωμαλίας.
Στη Δράμα ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν σκληρός και αν δεν είχε έλθει επίσκοπος ο Χρυσόστομος, μετέπειτα μητροπολίτης Σμύρνης, δεν ξέρουμε πώς θα κατέληγε. Το 1944, μετά την Απελευθέρωση, όσοι είχαν βουλγάρικη συνείδηση και πολλοί από εκείνους που συνεργάστηκαν με τους Βούλγαρους κατά την Κατοχή έφυγαν στη Βουλγαρία φοβούμενοι τα αντίποινα από τον ελληνικό πληθυσμό. Έτσι το ζήτημα της εθνικής ομοιογένειας λύθηκε διά παντός και έκτοτε αλυτρωτικές σκέψεις δεν εκφράστηκαν ούτε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Σήμερα, βέβαια, με την είσοδο της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει καμία εχθρότητα και καχυποψία μεταξύ των Ελλήνων από τη μια πλευρά των συνόρων και των Βούλγαρων από την άλλη. Τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από ένα φυλάκιο με δύο τελωνιακούς υπαλλήλους. Και χιλιάδες πολυβολεία και οχυρωματικά έργα στα βόρεια του νομού μας κατέληξαν, ευτυχώς, να είναι «αξιοθέατα» ή κουφάρια που σαπίζουν στα βουνά.
— Το ίδιο κάνατε και για το εβραιόπουλο του βιβλίου σας, βασιστήκατε σε πραγματικές ιστορίες;
Για να «δημιουργήσω» τον μικρό Εβραίο της τριάδας των φίλων χρησιμοποίησα αφηγήσεις του φίλου μου Τζάκου Κοέν. Τον πατέρα του Κοέν τον εκτέλεσαν οι Βούλγαροι το 1941 στην εξέγερση της Δράμας, όπως ακριβώς και τον πατέρα του εβραιόπουλου στο βιβλίο. Ο Κοέν, όμως, υπήρξε κοιλάρφανος, δηλαδή γεννήθηκε λίγους μήνες αργότερα, το 1942, και με τη μητέρα του έφυγαν από την Ανατολική Μακεδονία τους επόμενους μήνες.
Εντούτοις, η ιστορία της οικογένειάς του μου έδωσε χρήσιμο υλικό. Στο βιβλίο, βέβαια, βάζω το δικό μου εβραιόπουλο, τον Σάλμο, να γεννιέται το 1929 και να φεύγει από τη Δράμα το 1943, λίγο πριν οι Εβραίοι συλληφθούν από τους Βούλγαρους και σταλούν σε στρατόπεδο εξόντωσης. Άλλαξα την ηλικία και τις παραστάσεις του για να «βιώσει» τον θάνατο του πατέρα του και να έχει γενικώς συμμετοχή και μνήμες από τα χρόνια της Κατοχής.
— Θα θέλατε να μας διηγηθείτε με λίγα λόγια την ιστορία και το τέλος της Εβραϊκής Κοινότητας της Δράμας;
Η Εβραϊκή Κοινότητα της Δράμας στη μεγάλη ακμή της αριθμούσε περί τα 800 μέλη. Στην Κατοχή (1941-1944) υπήρχαν στην πόλη περίπου 500 Εβραίοι. Το καλοκαίρι του 1942 βγήκαν από τους Βούλγαρους οι πρώτες διαταγές «περιορισμού» τους. Επειδή, μάλιστα, η πόλη ήταν μικρή, καταγράφηκαν όλοι με διευθύνσεις και ονόματα των μελών των οικογενειών κολλημένα έξω από κάθε οικία.
Έτσι, τον Μάρτιο του 1943 κανείς δεν απέφυγε τη σύλληψη. Αν, λοιπόν, η Βουλγαρία δέχθηκε επαίνους για τη διαχείριση του εβραϊκού ζητήματος εντός των συνόρων της, θα έπρεπε κάπου να αναφέρεται και ότι το ποσοστό των Ελλήνων Εβραίων που συνελήφθησαν στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη, σε σχέση με τον συνολικό αριθμό τους, ήταν από τα υψηλότερα σε όλη την Ευρώπη.
Οι δικοί μας Εβραίοι μεταφέρθηκαν με τρένο στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα, στην Πολωνία, όπου εξοντώθηκαν όλοι. Σήμερα στη Δράμα ζει μόνο ο Τζάκος Κοέν. Ο Τζάκος φροντίζει τα εβραϊκά μνήματα, όσο μπορεί πια, γιατί και η ηλικία του είναι σχετικά μεγάλη.
— Μας λέτε κάτι που δεν ήξερα, πως οι Βούλγαροι είχαν διττή συμπεριφορά απέναντι στους Εβραίους, άλλη στα όρια του κράτους τους, άλλη στην κατεχόμενη Μακεδονία. Πώς το εξηγείτε;
Η εξήγηση είναι απλή: οι Εβραίοι της Δράμας –και γενικώς της Μακεδονίας– είχαν ελληνική συνείδηση και ήταν Έλληνες πολίτες. Πολλοί από αυτούς πολέμησαν στην Αλβανία και στο Ρούπελ και κάποιοι έχασαν τη ζωή τους στη Σφαγή του 1941.
Οι Βούλγαροι, λοιπόν, δεν είχαν καμία πρόθεση να τους σώσουν. Αντίθετα, είναι εντυπωσιακό ότι οι Βούλγαροι, με πρωτοστάτες την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας, και μερίδα Βούλγαρων πολιτικών δεν συνέλαβαν τους δικούς τους Εβραίους για να τους στείλουν στα κρεματόρια, και αυτή ήταν μια πράξη με μεγάλη ανθρωπιστική σημασία. Και από την άλλη, μάζεψαν όλους τους Εβραίους της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης και τους έστειλαν στα στρατόπεδα εξόντωσης.
— Η νεότερη ιστορία της περιοχής σας γίνεται στα δύο από τα τρία τελευταία βιβλία σας, συγκεκριμένα στο μυθιστόρημα «Γαλάζια Αγελάδα» και τη νουβέλα «Ο κήπος των ψυχών», το κέντρο της αφήγησης. Τι σας τραβάει, τόσο έντονα πια, προς τα πίσω;
Αν κάποιος παρακολουθεί το έργο μου, μένει με την εντύπωση ότι για είκοσι πέντε χρόνια έγραφα «κοινωνικά διηγήματα». Όμως και σε παλιότερα διηγήματά μου υπάρχουν αναφορές στην τοπική ιστορία και στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, κυρίως από τη φυγή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στις ανατολικές χώρες και την επιστροφή τους, μετά το 1990.
Τέτοια είναι τα διηγήματα «Η κληρονομιά» (από τη συλλογή «Χερουβικά στα κεραμίδια»), «Ο Μαέστρος» και «Ο Σάντσο» (από τη συλλογή «Γλυκιά Μπονόρα»). Είναι διηγήματα που αναδίδουν μεγάλη απογοήτευση και πίκρα για το πού μας κατάντησε ο εμφύλιος σπαραγμός. Κείμενα που δεν αποδίδουν ευθύνες αλλά μιλούν για τις δραματικές επιπτώσεις σε μεμονωμένα άτομα. Που δεν μιλούν για τη μεγάλη εικόνα αλλά για τις πολλές μικρές που κάποιους τους πόνεσαν αβάσταχτα. Για πρόσωπα που τα συνέθλιψαν καταστάσεις υπεράνω της δύναμής τους, υπεράνω των προθέσεων και των ελπίδων τους.
Ξέρετε, εγώ σε όλο μου το έργο για προσωπικές «τραγωδίες» μιλώ και προσπαθώ να μην κάνω κηρύγματα και αναλύσεις.
— Δεν είναι δηλαδή ο δικός σας τρόπος να απαντήσετε στους νέους διχασμούς και φανατισμούς, να δηλώσετε μια απογοήτευση; Σας κινεί περισσότερο η νοσταλγία για εικόνες και πρόσωπα των παιδικών σας χρόνων;
Σας απαντώ ευθέως στο πρώτο: όχι. Η λογοτεχνία που κάνω δεν απαντά σε τίποτε ή, τουλάχιστον, δεν έχω στόχο να το κάνω. Αλλά για τη νοσταλγία σας λέω «ναι». Η νοσταλγία για τις εικόνες και τα πρόσωπα των παιδικών μου χρόνων βοήθησε να γραφεί η νουβέλα μου. Το σπίτι που περιγράφω, αυτό που επιτάχθηκε, είναι εκείνο στο οποίο γεννήθηκα, του πρόσθεσα μόνο ένα υπόγειο. Για τις ανάγκες της νουβέλας το μετέφερα κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, στα προσφυγικά της Δράμας.
Τους πλανόδιους φωτογράφους του Κήπου της Δράμας όταν ήμασταν μικροί τους παρακολουθούσαμε να κάνουν τη δουλειά τους ώρες ολόκληρες. Και για να πλάσω τον μπαρμπα-Χαράλαμπο και την Ευθυμία δανείστηκα τα ονόματα δύο γερόντων, που η αυλή τους ήταν δίπλα στη δική μας. Τα ονόματα και τη φάτσα τους δανείστηκα, όχι τον χαρακτήρα τους.
Να, λοιπόν, που αν και γεννήθηκα είκοσι πέντε χρόνια μετά τους τρεις φίλους της ιστορίας μου, και αυτό το κείμενό μου θα μπορούσε να θεωρηθεί βιωματικό.
— Σπουδάσατε πολιτικός μηχανικός, υπήρξατε δηλαδή άνθρωπος των θετικών επιστημών. Πώς βγήκε από μέσα σας ο «παραμυθάς», αυτός που θέλει να γράφει ιστορίες;
Το να είναι κανείς «παραμυθάς» δεν έχει σχέση με το τι έχει σπουδάσει. Ο «παραμυθάς» δείχνει το ταλέντο και την κλίση του από παιδί.
Πάντως, στο σπίτι μας ζούσε μαζί μας η θεία Φανή που παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία και υπήρξε πολύ τυχερή στον γάμο της. Λόγω του ότι η μητέρα μου είχε κάποια προβλήματα υγείας, η Φανή ήταν η δεύτερη μάνα μου. Μέχρι να παντρευτεί, ο θείος Δημητράκης την έβγαζε στα ζαχαροπλαστεία, στον κινηματογράφο, σε εκδηλώσεις, για να τη δει κάνας γαμπρός. Η Φανή ήταν απίστευτη αφηγήτρια. Όποτε πήγαινε στον κινηματογράφο, την άλλη μέρα διηγούνταν το έργο στη μάνα μου και τη θεία μου τη Νίκη, και την ακούγαμε κι εμείς, τα παιδιά. Οι καημένες από το σπίτι έβγαιναν σπανίως, αλλά έλεγαν πάντα: «Ε… Καλύτερα να σ’ το λέει το έργο η Φανή παρά να το βλέπεις».
Αλλά και ο πατέρας μου και ο αδελφός μου, εννιά χρόνια μεγαλύτερος από εμένα, ήταν πολύ καλοί αφηγητές. Μεγάλωσα, λοιπόν, σε ένα σπίτι όπου γίνονταν μπόλικα μουχαμπέτια. Κι άμα έρχονταν συγγενείς από άλλα μέρη, είχαμε ολονυχτία. Ε, πιθανότατα, όλα αυτά κάτι μου δίδαξαν.
— Η πόλη σας, η Δράμα, τι ρόλο έπαιξε; Στοιχειώνει το έργο σας.
Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι άμα δεν είχα γεννηθεί στη Δράμα, δεν θα έγραφα. Αισθάνομαι ότι η μεγάλη μου αγάπη γι’ αυτήν και τους ανθρώπους της –αυτή την υπέροχη μείξη ντόπιων και προσφύγων από τη Θράκη, τον Πόντο, τη Μικρασία, την Καππαδοκία–, η αγάπη μου για τη Δόξα Δράμας, για την αγορά ‒όπου ο πατέρας μου είχε εμπορικό κατάστημα γυναικείων υφασμάτων‒ με τους πανάξιους επαγγελματίες που θυσιάστηκαν για τις οικογένειές τους και τις επόμενες γενιές, η αγάπη μου για τα παλιά καφενεία, όλα αυτά έδωσαν το έναυσμα για πολλά κείμενά μου.
Εντούτοις, εξαρχής παρέβλεψα ηθελημένα την επιφάνεια των πραγμάτων και προσπάθησα να καταδυθώ στα εσώτερα. Γι’ αυτό στα διηγήματά μου υιοθέτησα ένα κοφτό στυλ γραφής με μικρές προτάσεις, χωρίς πολλά επίθετα και σχεδόν χωρίς περιγραφές των εξωτερικών χώρων. Και όταν έγραψα την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου που είχε τίτλο «Η βέσπα», κοτσάρισα το προκλητικό «και άλλα επαρχιακά διηγήματα», για να πω «μη με κρίνετε από το ότι είμαι από “χωριό”, σας το λέω εξαρχής ο ίδιος».
Ίσως, λοιπόν, αυτό το στυλ της λιτής γραφής κατόρθωσα να το καλλιεργήσω λόγω και των σπουδών που έκανα και της θετικής σκέψης που ανέπτυξα.
— Γράφετε εύκολα ή βασανίζεστε για να στήσετε τα κείμενά σας;
Γράφω πολύ δύσκολα, επεξεργάζομαι τα κείμενά μου εξαντλητικά, τα ξαναδιαβάζω επί μήνες και πάντα διορθώνω ένα κόμμα, ένα «και», ένα «αλλά», διαγράφω μια λέξη, ξαναγράφω συχνά το τέλος… Ούτε βασανίζομαι, όμως, ούτε αγωνία έχω. Επιτέλους, είχα το προνόμιο να μην περιμένω να ζήσω από το γράψιμό μου.
Αλλά και να το ήθελα, ζώντας στην επαρχία, θα πέθαινα από την πείνα. Κυρίως όμως δεν θα μου άρεσε να το κάνω. Εγώ είμαι συνεπής στο να παρουσιάζω ένα νέο βιβλίο κάθε τρία με τέσσερα χρόνια. Τόσο μου παίρνει να το τελειώσω. Γι’ αυτό και έχω, σε τριάντα πέντε χρόνια συγγραφής, μόνο εννέα, όχι πολυσέλιδα βιβλία.
— Μια τελευταία ερώτηση. Στο κείμενό σας βάζετε τη γυναίκα του λοχαγού να μιλά βουλγάρικα και έχετε την ερμηνεία στο κάτω μέρος της σελίδας. Μια γριά μιλά ποντιακά και η ερμηνεία είναι πάλι στο κάτω μέρος της σελίδας. Έχετε λέξεις θρακιώτικες, τουρκικές, ντόπιες, επεξηγημένες. Και έχετε παραπομπές στο τέλος του βιβλίου, τις περισσότερες για ιστορικά στοιχεία. Γιατί το κάνατε αυτό;
Το έκανα για να είναι ο λόγος ζωντανός. Αν δεν έβαζα τη Βάλια να «ακούγεται», θα έπρεπε ο αφηγητής να λέει «μου είπε εκείνο, μου είπε το άλλο», αφού σε πρώτη φάση αυτός δεν καταλαβαίνει βουλγάρικα. Έπειτα, βέβαια, μαθαίνει να μιλά και στο τέλος αισθάνεται και μια περηφάνεια, στην αφήγησή του, να τα μεταφέρει όπως θυμάται ή όπως νόμισε ότι τα είπε η γυναίκα του λοχαγού.
Ο δεύτερος λόγος είναι για να σωθεί η μουσικότητα και ο πλούτος των λέξεων της περιοχής μας. Θρακιώτες, ντόπιοι, Πόντιοι, Τούρκοι (μέχρι το 1924), Βούλγαροι έχουν αφήσει στη γλώσσα τα διαπιστευτήριά τους. Κι αυτός ο αχταρμάς έχει απίστευτη γλύκα.
Τέλος, τις ιστορικές παραπομπές τις έκανα για να αποφύγω απορίες. Δυστυχώς, μέχρι πριν από λίγα χρόνια κανείς δεν ήξερε την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας. Μετά το Κίνημα του 1941 εκτελέστηκαν σε μία εβδομάδα 2.500 άτομα στην περιοχή της Δράμας. Αν το διαβάσει κάποιος που δεν ξέρει τι συνέβη, ίσως πει «αυτά είναι εθνικιστικές υπερβολές». Και υπήρξε και μια αντίθετη διάθεση μέχρι το 2005, όταν έγραφαν κάποιοι ότι τα θύματα ήταν 10.000. Τότε όμως ο Δημήτρης Πασχαλίδης και ο Τάσος Χατζηαναστασίου στο βιβλίο τους «Τα γεγονότα της Δράμας - Εξέγερση ή προβοκάτσια», που τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, περιέλαβαν κατάλογο των εκτελεσθέντων Ελλήνων, σύμφωνα με τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου εκείνης της περιόδου που συνέλεξαν από την πόλη και τα γύρω χωριά, και ξεκαθαρίστηκε το ζήτημα μια και καλή.
Στον εκδοτικό οίκο είχαν την άποψη ότι το κείμενο είναι τόσο καταληπτό που δεν χρειάζονταν οι παραπομπές του τέλους. Εντούτοις, εγώ επέμενα να υπάρξουν για όποιον ήθελε να μάθει κάποια ελάχιστα στοιχεία παραπάνω.