Το στοίχημα για ένα βιβλίο τσέπης, η πλούσια εικονογράφηση του οποίου, που περιλαμβάνει έργα τέχνης, πορτρέτα επιφανών Ελλήνων, φωτογραφίες, χάρτες, σχεδιαγράμματα και άλλα ντοκουμέντα, ξεκινά από την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες και καταλήγει στη μεγάλη συγκέντρωση έξω από το Εφετείο Αθηνών σε αναμονή της δικαστικής απόφασης για τη Χρυσή Αυγή (7/11/21), ήταν όντως πολύ δυνατό. Πλην όμως ο Βρετανός την καταγωγή, αλλά πολιτογραφημένος πλέον Μανιάτης συγγραφέας, εκδότης και «νεοφιλέλληνας» Τζέιμς Χένεϊτζ κατάφερε καταρχάς να το κερδίσει, όπως δείχνει και η υποδοχή που επεφύλαξαν στο έργο του κριτικοί και κοινό.
«Εξαιρετικό επίτευγμα», το χαρακτήρισε η εφημερίδα «Daily Mail», που μάλιστα το ανακήρυξε ιστορικό βιβλίο της χρονιάς για το 2021, «έξοχο ανάγνωσμα» ο συγγραφέας των μπεστ σέλερ Τομ Χόλαντ, «βιβλίο-υπόδειγμα για το πώς μπορείς να κάνεις την ιστορική γνώση προσιτή και αρεστή στον καθένα» ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Μπρους Κλαρκ, επίσης «νεοφιλέλληνας».
Πράγματι, χωρίς να είναι ακαδημαϊκός, ο Χένεϊτζ αξιοποίησε στο έπακρο τα πολλά του διαβάσματα, τη συγγραφική του δεξιότητα, τις γνώσεις που απέκτησε, όντας και σημαντικός εκδότης στο παρελθόν, αλλά και τη δική του ελληνική εμπειρία για να προσφέρει στο αγγλόφωνο κοινό μια «Συντομότερη ιστορία της Ελλάδας» έγκυρη, εμπεριστατωμένη και εντυπωσιακά συμπεριληπτική για το μέγεθός της.
Σε αυτήν τη «μικρή Οδύσσεια», όπως χαρακτηρίστηκε, παρουσιάζει συνοπτικά μεν, αλλά μεθοδικά και με συνέπεια τα κυριότερα γεγονότα-ορόσημα της τρισχιλιετούς ιστορίας που διαπραγματεύεται τα πρόσωπα και τις συλλογικότητες που πρωταγωνίστησαν σε αυτά, τα γεγονότα και τις συγκυρίες που έκριναν τις τύχες αυτού του τόπου και των ανθρώπων του.
Η γραφή του είναι ζεστή, γλαφυρή, πνευματώδης και η φιλελληνική του προσέγγιση φανερή εξαρχής, καθώς μάλιστα ακολουθεί το παπαρρηγοπούλειο αφήγημα περί αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Δεν επικαλείται βέβαια ούτε αυτός κάποια συνέχεια του αίματος αλλά της γλώσσας και μιας κουλτούρας που, παρότι λαμβάνει διαφορετικές μορφές μέσα στους αιώνες, εμφανίζει κάποια χαρακτηριστικά που μοιάζουν κοινά.
Αυτό δεν τον εμποδίζει να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα, ενώ, ειδικά όταν αναφέρεται σε πιο πρόσφατα γεγονότα (Μεταπολίτευση, είσοδος στην Ε.Ε., Ολυμπιάδα Αθήνας, άνοδος και πτώση ΠΑΣΟΚ, κρίση χρέους, μνημόνια, Αγανακτισμένοι, ανάδειξη ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ.), οι εκτιμήσεις του απηχούν και προσωπικές πεποιθήσεις, συζητήσιμες μεν κάποιες φορές, αλλά όχι αβάσιμες – μια ψυχρή, άνευρη αφήγηση με αυστηρά ουδέτερο πρόσημο θα ήταν άλλωστε λιγότερο ελκυστική.
Η γραφή του είναι ζεστή, γλαφυρή, πνευματώδης και η φιλελληνική του προσέγγιση φανερή εξαρχής, καθώς μάλιστα ακολουθεί το παπαρρηγοπούλειο αφήγημα περί αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Ενώ, ας πούμε, στην περίπτωση του Εμφυλίου αποδίδει στον ξένο παράγοντα τις ευθύνες που του αναλογούν, ψέγοντας και τον συμπατριώτη του, τον Τσόρτσιλ, όταν η αφήγηση φτάνει στην κρίση του 2012, οι ευθύνες φαίνονται να βαραίνουν σχεδόν αποκλειστικά το «πελατειακό κράτος» και τον «λαϊκισμό», στον οποίο συχνά αναφέρεται. Επιδοκιμάζει τη ρήση του Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε», αλλά μάλλον παραβλέπει τον ρόλο της εγχώριας διαπλεκόμενης ελίτ και τις εκβιαστικές πολιτικές θεσμών και πιστωτικών ιδρυμάτων, τις οποίες μέχρι και επιφανείς εκπρόσωποί τους ομολόγησαν.
Ως υπαίτια, πάντως, της «βεβιασμένης» εισόδου της Ελλάδας στην ευρωζώνη «δείχνει» την Goldman Sachs, συγκρίνει δε με την ευκαιρία το παρ’ ολίγον Grexit του ’15 με το πιο πρόσφατο, αλλά διαφορετικής φύσεως, Brexit.
Ο Χένεϊτζ αφιερώνει ίσο χώρο στην αρχαία, στη μεσαιωνική και στη νεότερη ιστορία, προβάλλοντάς τες εξίσου, ενώ αναμενόμενη για όσους γνωρίζουν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα και το συγγραφικό του έργο είναι η έμφαση όχι μόνο στην κλασική αλλά και στην ελληνιστική και ιδίως στη βυζαντινή περίοδο αφενός, στην Επανάσταση του ’21 και στη δημιουργία του νεοελληνικού έθνους αφετέρου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως μια «έξωθεν» μαρτυρία παρουσιάζει το τελευταίο μέρος που αφορά το διάστημα από τη λήξη του Εμφυλίου μέχρι σήμερα –εδώ υπεισέρχονται, όπως είπαμε, και οι περισσότερες προσωπικές εκτιμήσεις–, το γεγονός ωστόσο ότι η ιστορική αφήγηση επεκτείνεται μέχρι το 2021 προσδίδει μια ευπρόσδεκτη ζωντάνια και επικαιρότητα στο ανάγνωσμα, η έλλειψη όμως της δέουσας χρονικής απόστασης ενίοτε το προδίδει (ο ξένος αναγνώστης μένει π.χ. με την εσφαλμένη εντύπωση ότι η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε υποδειγματικά την πανδημία, καθώς το βιβλίο ολοκληρώνεται στην πρώτη και πλέον ήπια για τη χώρα χρονιά της).
Η δημοκρατία που ταυτίζεται με την αρχαιοελληνική πόλη-κράτος αποτελεί ορόσημο για τον συγγραφέα, ο οποίος αναφέρει επιγραμματικά ότι «η ιστορία της Ελλάδας είναι η εξιστόρηση δύο δημοκρατιών, εφόσον είναι η μόνη χώρα που τη γνώρισε και στις δύο της μορφές, την άμεση και την αντιπροσωπευτική».
Μάλιστα, η διττή αυτή εμπειρία εμπεριέχει, καθώς σημειώνει, την απάντηση στο ερώτημα που θέτει στο τέλος με αφορμή την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, το πόσο ασφαλής είναι σήμερα η δημοκρατία στη χώρα που τη γέννησε – να πούμε κιόλας εδώ ότι ξεχωρίζει την τότε δήλωση Μητσοτάκη ότι «η δημοκρατία νίκησε», δεν θίγει όμως τις πολιτικές και θεσμικές πρακτικές που συνέβαλαν στη γιγάντωση της Χ.Α.
Στο αγαθό της δημοκρατίας και στο πώς αυτό μεταλαμπαδεύτηκε μέσω της Μεγάλης Ελλάδας και των Ρωμαίων στη νεότερη Ευρώπη και παγκοσμίως εστιάζει εξάλλου και στον επίλογο του πονήματός του, όπου μιλά επίσης για τους κινδύνους της δημαγωγίας και τις άλλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα μια δημοκρατία, η οποία «χρειάζεται να επανεφεύρει εαυτήν» στην Ελλάδα και διεθνώς στο τελείωμα της «Αμερικανικής Εποχής» – συγκρίνει μάλιστα τον Αλκιβιάδη με τον Ντόναλντ Τραμπ!
Βεβαίως, ο 65χρονος σήμερα Τζέιμς Χένεϊτζ, άνθρωπος των γραμμάτων και ο ίδιος, δεν περιορίζεται στο πολιτικοοικονομικό και στο στρατιωτικό κομμάτι αλλά καταπιάνεται επίσης με τις τέχνες και τα γράμματα. Εξαίρει, επιπλέον, τον ρόλο μιας παιδείας «που να μπορεί να εμπνεύσει και να εμπεδώσει στους μετέχοντες σε αυτή την ικανότητα να υπηρετήσουν το κοινό καλό», κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από το «γνώθι σαυτόν».
Ξεκινά άλλωστε το βιβλίο με ένα απόσπασμα από την ομιλία του Σεφέρη (που τον εκτιμά ιδιαίτερα, όπως και τον Καβάφη) κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Μιλά για την αρχαιοελληνική μυθολογία, φιλοσοφία και τέχνη (αφιερώνει κιόλας μια ολόκληρη σελίδα στα Ελγίνεια, με την επιστροφή των οποίων συντάσσεται), για την ποίηση, το θέατρο και τα άλλα πνευματικά και επιστημονικά επιτεύγματα της αρχαιότητας, καθώς και για τη βυζαντινή και τη νεότερη πολιτιστική κληρονομιά, δεν παραλείπει δε να αναφερθεί στη διαμάχη της ελληνικής Ανατολής με τη λατινική Δύση, που ξεκινά ήδη πριν από το σχίσμα των Εκκλησιών και εξακολουθεί με διαφορετικές μορφές μέχρι τις μέρες μας.
Αναδεικνύει, επιπλέον, τη λαϊκή κουλτούρα, το δημοτικό («κλέφτικο») και το ρεμπέτικο τραγούδι, γράφει για το «philotimo», που μαζί με το «thymos» (θυμικό) και την «xenia» (αίσθημα φιλοξενίας) μάς χαρακτηρίζουν, λέει, διαχρονικά, για τους φιλέλληνες, ειδικά τους Βρετανούς, για το πώς μας έβλεπαν και μας βλέπουν οι ξένοι. Επισημαίνει τη δύναμη και την επιρροή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μιλά για τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, για το γλωσσικό ζήτημα και τη διαμάχη δημοτικιστών - καθαρευουσιάνων.
Δεν λείπουν οι αναφορές στη Μεγάλη Ιδέα, στον Β’ Παγκόσμιο, στην Εθνική Αντίσταση αλλά και στην τραγωδία της Κύπρου, στο προσφυγικό του ’22 και τις συνέπειές του. Κάνει και κάποια αναφορά στο σύγχρονο προσφυγικό, δεν επεκτείνεται πάντως στο πώς επηρεάζει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία η παρουσία πολυάριθμων μεταναστών β’ γενιάς, στο πώς αντιμετωπίζει η πολιτεία ζητήματα ασύλου και ένταξης ή τις εθνικές, θρησκευτικές και άλλες μειονότητες.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μιλάμε για ένα πολιτικό ή κοινωνιολογικό δοκίμιο αλλά για τη «Συντομότερη ιστορία της Ελλάδας» στην κυριολεξία – δεν θυμάμαι να έχει κυκλοφορήσει κάτι ανάλογο σε έκταση και περιεχόμενο στα ελληνικά ή άλλη γλώσσα. Και είναι αξιοθαύμαστο το πόσα πράγματα (και όχι μόνο τα αναμενόμενα ή τα πλέον προβλέψιμα) κατόρθωσε ο συγγραφέας να συμπεριλάβει σε αυτό το βιβλίο.
Οι όποιες επιμέρους κριτικές δεν ακυρώνουν επ’ ουδενί αυτό το πραγματικά αξιέπαινο εκδοτικό εγχείρημα, το οποίο δικαιώνει καταρχάς τις προθέσεις και τα στάνταρ που θέτει, μαγνητίζει τον αναγνώστη, ακόμα και τον μαθημένο στην ψηφιακή ευκολία, διαβάζεται σαν νεράκι και σίγουρα διαφημίζει και κολακεύει, γενικώς ειπείν, την Ελλάδα και τους Έλληνες. Δεν θα γινόταν αλλιώς, αφού γράφτηκε από έναν άνθρωπο που αγάπησε αυτόν τον τόπο σαν δεύτερη πατρίδα του, με όλα τα καλά και τα ανάποδά του, όπως με διαβεβαίωνε σε παλιότερη συνέντευξή μας.