ΜΙΑ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 11η Σεπτεμβρίου η εκπροσώπηση των ατόμων αραβικής προέλευσης στο τοπίο της αμερικανικής κινηματογραφικής και τηλεοπτικής μυθοπλασίας παραμένει σπάνια και συνήθως είναι εγκλωβισμένη στη μέγγενη των στερεοτύπων και της καρικατούρας.
Αυτός είναι ένας λόγος (αλλά όχι ο μοναδικός, ούτε ο κυριότερος) που καθιστά τη νέα κωμική σειρά του Netflix που φέρει το μικρό όνομα («Μο» από το Μοχάμεντ) του πρωταγωνιστή και δημιουργού της τόσο φρέσκια και καλοδεχούμενη.
Αυτοβιογραφικό σε σημαντικό βαθμό, το δημιούργημα του 41χρονου κωμικού Μο Αμέρ (οι φαν του stand up ίσως έχουν τσεκάρει ήδη τα δύο comedy specials που επίσης φιλοξενούνται στην πλατφόρμα, το Mo Amer: The Vagabond του 2018 και το ακόμα καλύτερο Mo Amer: Mohammed in Texas του 2021) αφηγείται με χιούμορ αλλά και πάθος τους μπελάδες, τους καημούς και τα βάσανα ενός Παλαιστίνιου στη σύγχρονη Αμερική, και μάλιστα στο Χιούστον του Τέξας.
Εκτός των άλλων, ο Μο της σειράς, παρότι περιτριγυρίζεται από συγγενείς και φίλους, βρίσκεται διαρκώς μετέωρος (και ανασφάλιστος) καθώς περιμένει εδώ και χρόνια να εξεταστεί το αίτημα του να του χορηγηθεί άσυλο και να καταστεί επιτέλους Αμερικανός υπήκοος.
Στη σειρά παρακολουθούμε τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αυτά τα τραύματα και η προσφυγική εμπειρία εν γένει σκιάζουν τη ζωή του ήρωα και λειτουργούν σαν εμπόδια στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί πλήρως στην κουλτούρα και τον τρόπο ζωής της νέας του πατρίδας.
Αυτό το καθαρτήριο βίωσε για δύο δεκαετίες σχεδόν και ο ίδιος ο Αμέρ, ο οποίος έφυγε σε μικρή ηλικία από την πατρίδα του όταν ξέσπασε ο Πόλεμος του Κόλπου για να βρεθεί στο Τέξας με τη μητέρα του και τα δύο του αδέλφια, ενώ ο πατέρας του, που εργαζόταν ως μηχανικός στο Κουβέιτ, έμεινε πίσω, φυλακισμένος των ιρακινών αρχών. Μόνο μετά από αρκετά χρόνια κατάφερε να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του στην Αμερική, πέθανε όμως πριν κλείσει ο Μο τα δεκατέσσερα.
Στη σειρά παρακολουθούμε τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αυτά τα τραύματα και η προσφυγική εμπειρία εν γένει σκιάζουν τη ζωή του ήρωα και λειτουργούν σαν εμπόδια στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί πλήρως στην κουλτούρα και τον τρόπο ζωής της νέας του πατρίδας.
Ο Μο δυσκολεύεται να στεριώσει δουλειά (τη βγάζει με περιστασιακές αρπαχτές, από μικροπωλητής μέχρι DJ σε στριπτιζάδικο), μένει με τον εσωστρεφή και ιδιοσυγκρασιακό αδελφό του και τη μητέρα του, στην οποία διστάζει να αποκαλύψει ότι η κοπέλα του είναι Λατίνα (δηλαδή καθολική), ενώ στην πορεία αποκτά κι έναν όλο και πιο καθηλωτικό εθισμό στην υγρή κωδεΐνη.
Συγχρόνως έχει να αντιμετωπίσει όλο το φάσμα των τραγελαφικών προκαταλήψεων που προκαλεί η καταγωγή του (κάποιοι τον περνάνε για Μεξικάνο, κάποιοι άλλοι μπερδεύουν την Παλαιστίνη με το Πακιστάν) και κουβαλά πάντα μαζί του, ως στοιχείο ταυτότητας ή ως τοτέμ ένα μπουκαλάκι με ελαιόλαδο από την πατρίδα του.
Ο Μο είναι άτυχος και τυχερός, επιβιώσας και θύμα, ρεμάλι και κουβαλητής, ακροβατώντας με μπρίο και μαεστρία ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, όπως και η ίδια η σειρά που συγκαταλέγεται οπωσδήποτε ανάμεσα στις αποκαλύψεις της φετινής τηλεοπτικής σεζόν.