Η ησυχία που επικρατεί μέσα στο Θέατρο Αθηνών σε κάνει να ξεχνάς αμέσως την κίνηση της πολύβουης Βουκουρεστίου. Ο Νίκος Κουρής κάθεται μόνος του ‒ αυτός είναι ο τόπος όπου στην ουσία ζει και σκέφτεται εδώ και μερικούς μήνες, εδώ είναι η έγνοια του, εδώ περνάει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του, εδώ στριφογυρίζει το μυαλό του, λύνει προβλήματα, γεννάει ερωτήματα και φτιάχνει την ατμόσφαιρα του έργου του Μάρτιν ΜακΝτόνα Η μοναξιά της Δύσης.
Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να πει την ιστορία από τη δική του πλευρά, να τη φέρει σε επαφή με το σήμερα, να εμπνευστεί και να δημιουργήσει μια παράσταση που θα μείνει ζωντανή, θα πάλλεται μέχρι την τελευταία μέρα.
«Για μένα αλήθεια στο θέατρο είναι να με πείσεις. Βλέπεις ένα άτεχνο ή πολύ δουλεμένο πράγμα που δεν σου αρέσει, αλλά ο άλλος έχει μοχθήσει γι’ αυτό. Για μένα αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ, να μοχθήσεις για να φτιάξεις κάτι, και το αποσυνδέω από το αποτέλεσμα. Δεν μπορεί να σκέφτεσαι κατευθείαν το αποτέλεσμα ‒το κάνουμε πολύ συχνά στο θέατρο‒, δεν μπορείς ούτε να καθοδηγείς ούτε να λαϊκίζεις, κατά την προσφιλή συνήθεια των κομμάτων. Εγώ θα εκτεθώ, αυτός είναι ο δικός μου παρονομαστής και θα ήθελα να το καταφέρνω αυτό και στην υποκριτική και στη σκηνοθεσία και να μη με νοιάζει ο κοινωνικός μου εαυτός, να μπορώ να δοκιμάζω κάθε βήμα μαλακά, να κάνω reset σε όλα και στον εαυτό μου».
Με αυτήν τη σκηνοθεσία δύο πράγματα επιθυμώ: το ένα είναι να ευχαριστηθώ εγώ, μαζί με τους ανθρώπους και το κοινό βεβαίως, και το άλλο να εμπνεύσω αυτούς τους ανθρώπους και τον εαυτό μου μέσα από αυτήν τη δοκιμασία και την αφορμή.
Ο Νίκος ομολογεί ότι ανήκει σε μια γενιά που έχει μεγαλώσει «με τις απαντήσεις έτοιμες» και δεν διστάζει να πει ξανά και ξανά ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι πως ψάχνουμε να βρούμε τις απαντήσεις ή τις ξέρουμε ήδη, χωρίς να έχουμε αληθινές απορίες. Όταν γυρίζει στο σπίτι του αναμετριέται με τον εαυτό του, «εκεί είναι η αλήθεια του καθενός, όταν είσαι καλλιτέχνης οφείλεις να απεκδυθείς με έναν τρόπο αυτήν τη φοβερή συνήθεια να κάνεις τον έξυπνο, γιατί δεν σε παίρνει. Το να κάνεις τον έξυπνο στη δική μας δουλειά, εκτός από ψεύτικο, είναι και μη πειστικό».
Όταν ο Νίκος βγήκε στο θέατρο, έκανε κυριολεκτικά πάταγο. Ο δρόμος που ακολούθησε ήταν απόλυτη επιλογή του, διάλεξε μια καριέρα κόντρα στα σπριντ, που αν την κοιτάξει κάποιος, μοιάζει με πρωταθλητισμό στο δέκαθλο. Δούλεψε πάνω από δέκα χρόνια με τον Λευτέρη Βογιατζή, σε επτά παραστάσεις, και δεν γίνεται να μη ρωτήσω τι μπορεί να μπει δίπλα σε αυτό.
«Θα σου πω γιατί δίπλα στον Λευτέρη δεν μπορώ να βάλω τίποτα. Δεν είναι μόνο καλλιτεχνικό το θέμα, το τι πετύχαινε στις παραστάσεις του. Αυτό που είναι ανεκτίμητο και πρέπει να έχει σημαδέψει όσους τον συνάντησαν και κάτι ψυλλιάστηκαν από αυτό ήταν αυτή η παιδική ανοησία τού “από την αρχή”. Αυτό το ακούραστο διαβολεμένο πράγμα, που γύριζα σπίτι μου και έλεγα “είναι δυνατόν;”. Το ξεκινούσε από την αρχή όλο».
Μετά από τριάντα χρόνια αποφάσισε να σκηνοθετήσει, «είμαι ευτυχής που δεν είμαι σκηνοθέτης, και δεν νομίζω ότι είμαι σκηνοθέτης. Δεν νομίζω τίποτα και καίγομαι μαζί με όλους, αλλά είναι μια διαδικασία χαρούμενη και λυτρωτική», λέει.
Ο Νίκος, όταν τον γνώρισα, ήταν ένα παιδί ευγενικό και κλειστό, είχε πολύ χιούμορ αλλά και μια σοβαρότητα λίγο αταίριαστη με την ηλικία του. Αυτοσαρκάζεται, είναι ευθύς, έντιμος άνθρωπος, που δεν φοβάται, οι επιλογές του τον τιμούν, όπως τις τιμά κι εκείνος. Το πιο σημαντικό για τον Νίκο είναι ο τρόπος που ζει την καθημερινότητά του και τη μοιράζεται με δυο πρόσωπα μεγάλης ευαισθησίας, την Έλενα Τοπαλίδου και τον γιο τους Πέτρο.
Τον έβλεπα στο «Δες και Βρες», ένα καθημερινό τηλεπαιχνίδι γνώσεων, και εκεί μου αποκαλύφθηκε ένα άλλο πρόσωπο, αφάνταστα ενδιαφέρον, λυμένο, με πηγαίο γέλιο και τρομερή σύνδεση με τους παίκτες. Η εμπειρία, όπως λέει, είναι καταπληκτική, λατρεύει και το παιχνίδι και τους ανθρώπους που έρχονται σε αυτό, καλύπτοντας εν μέρει την επιθυμία του να ευχαριστιέται μέσα στη δουλειά, να το επιτρέπει στον εαυτό του.
«Έχω περάσει χρόνια που δεν το έκανα, πίστευα ότι η χαρά έρχεται μέσα από το βάσανο, είναι ο τρόπος που μεγαλώσαμε. Απλώς μερικοί άνθρωποι, όπως εγώ, το πήραμε πολύ σοβαρά, υπήρχε πάρα πολύ μέσα στο θέατρο αυτή η αντίληψη και το ξέρει όλη η γενιά μου. Με αυτήν τη σκηνοθεσία δύο πράγματα επιθυμώ: το ένα είναι να ευχαριστηθώ εγώ, μαζί με τους ανθρώπους και το κοινό βεβαίως, και το άλλο να εμπνεύσω αυτούς τους ανθρώπους και τον εαυτό μου μέσα από αυτήν τη δοκιμασία και την αφορμή».
Για τον Μάρτιν ΜακΝτόνα θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες. Όλα του τα έργα θα ήθελε να τα παίξει ή να τα σκηνοθετήσει, είναι ο αγαπημένος του από τους σύγχρονους του θεάτρου και ο πιο προσωπικός, με ένα δικό του, απίστευτο στυλ.
«Είναι στυλίστας πολύ σπάνιος, απίστευτα αληθινός και απελπισμένος με την έννοια της αληθινής σύγκρουσης με τον εαυτό του», λέει.
Στο έργο, δυο αδέλφια, ο Κόλμαν και ο Βαλέν, που ζουν μαζί στο πατρικό τους σπίτι σε μια απομονωμένη περιοχή της Ιρλανδίας, έχουν μοναδικό τους σκοπό να πληγώνουν με κάθε τρόπο ο ένας τον άλλο. «Αγάπη, αγάπη, αγάπη και μια μικρή σπίθα μίσους» συνώνυμη της αδελφικής αγάπης διατρέχει αυτήν τη σχέση, με τους δυο να απολαμβάνουν μία από τις πιο «πολύτιμες» ασχολίες μεταξύ αδελφών, τον καβγά.
«Ο ΜακΝτόνα παίζει με τις έννοιες “δράμα - κωμωδία” με τόσο εξωφρενικό τρόπο που είναι στο όριο του απίστευτου. Αισθάνομαι ότι αυτά τα δυο αδέλφια είναι δυόμισι χρονών ακόμα. Αγαπούν ελάχιστα το μικρό παιδί που είναι κατακρεουργημένο μέσα τους κι αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί αυτά τα δυο παιδιά δεν αγαπήθηκαν ποτέ.
Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει έναν αδελφό με τον οποίο έχει μια συγκλονιστική σχέση απίστευτου ανταγωνισμού και απίστευτης αγάπης που βγαίνει στο έργο σαν ένα μπλέξιμο τέχνης, μυθοπλασίας και πραγματικότητας, όπου δεν ξέρεις τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, με ασταμάτητο σασπένς. Δεν ξέρεις τι να σκεφτείς μέχρι το τέλος. Λες “και τώρα; Έτσι τελειώνει;”.
Η δυσκολία αυτού του έργου, λοιπόν, είναι να ακολουθήσεις τον βίαιο ρεαλισμό με όλη την ποίηση και τα επίπεδα που έχει. Μου φαίνεται αυτονόητο το ότι καταφεύγει συνεχώς σε μια περίεργη και συνεχή υπονόμευση του δραματικού και το ότι σώζεται από το χιούμορ, που είναι η μόνη οδός για να αντέξεις την πραγματικότητα», εξηγεί.
«Αυτοί μαλώνουν, αλλά περνάνε φανταστικά, και αυτό θέλω να το δώσω σε όλο του το μεγαλείο. Θέλω να αγκαλιάσω όλες τις οικογένειες και να ταυτιστούμε με αυτόν τον συνεχή ανταγωνισμό που έχει και πολύ χιούμορ και πολλή πλάκα, και πράγματα ανεξήγητα. Αυτές οι σχέσεις κάνουν κύκλους και τελικά δεν ξέρω τι λύνεται και τι όχι. Αυτό είναι το καταπληκτικό με τα έργα του ΜακΝτόνα, συμβαίνουν σε έναν τόπο τρομερής βίας, όπου αλκοολισμός είναι συχνό φαινόμενο, στην Ιρλανδία, αλλά αφορούν όλο τον κόσμο και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι γίνονται παγκόσμιες επιτυχίες».
Ο Νίκος μεγάλωσε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, λατρεύει την αδελφή του και λέει πως ό,τι είναι σήμερα, μέσα του, το χρωστά σ’ εκείνη. Η μητέρα του εργαζόταν και η αδελφή του ήταν το παράδειγμα, ό,τι διάβασε, ό,τι άκουσε, ό,τι του είπε – ήταν η «μαμά» του. Όταν εκείνη έφυγε για να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο ο Νίκος ήταν δεκατριών ετών και έγινε έξαλλος, ένιωσε ότι έμεινε μόνος του, το ανομολόγητο αυτό παράπονο πέρασαν χρόνια μέχρι να βγει από μέσα του.
«Υπάρχει ένα κομμάτι παραμελημένο μέσα στα χρόνια στην ενήλικη ζωή όλων μας, και σ’ αυτούς περιλαμβάνω και τους ανθρώπους που “σκύβουν” σοβαρά μέσα τους. Είμαι ανάμεσα σε αυτούς, αναμετριέμαι με τα θέματά μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορώ να τα λύσω. Τα αναγνωρίζω, πέφτω πάλι στα ίδια λάθη, μπαίνω κι εγώ σε αυτόν τον αέναο φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν μπορείς να βγεις. Κάποια πράγματα τα δέχεσαι, κάποια άλλα όχι, για άλλα όμως κάνεις σοβαρή δουλειά να τα αγαπήσεις.
Ωστόσο υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι τόσο βαθιά θαμμένα που δεν τα ξέρεις και ακόμα και μετά από χρόνια ψυχανάλυσης δεν μπορείς να τα βρεις. Γι’ αυτά μιλάει το έργο, για πράγματα που είναι πια αργά να τα λύσεις αλλά και μόνο που βγαίνουν στην επιφάνεια είναι συγκλονιστικά ‒ βγαίνουν ερήμην των ανθρώπων αυτών».
Ο χρόνος κυλάει γρήγορα μέχρι την πρεμιέρα και ο Νίκος έχει αγωνία σε μια εποχή που δεν υπάρχει καμιά αντίσταση αισθητική, ιδεολογική, δεν υπάρχει σημείο αναφοράς για το αν το θέατρο μπορεί να βρει τον τρόπο να δημιουργήσει μια συγκίνηση, αν έχει τη δυναμική να φέρει τους νέους ανθρώπους κοντά του, να δείξει ότι επικοινωνεί με την εποχή και ότι δεν είναι απέναντι.
«Το θέμα είναι αν είσαι άνθρωπος του θεάτρου», λέει. «Βρισκόμαστε στην πιο δύσκολη συγκυρία, δεν γίνεται να μην αναγνωρίσουμε τις κοσμογονικές αλλαγές που συμβαίνουν, ότι δεν μπορούμε να κλείσουμε το κινητό γιατί δεν μπορούμε να διακόψουμε αυτήν τη σχέση μαζί του. Το θέατρο δεν μπορεί να λειτουργήσει με όρους Netflix, γιατί αυτό ξέρει να το κάνει καλύτερα, αλλά δεν μπορεί να νιώθουμε ξεχωριστοί γιατί δεν έχουμε αυτό το γούστο, αυτή την έξη, αν θες, αυτόν τον τρόπο. Θα μας ξεπεράσει η εποχή αν δεν καταλάβουμε ότι πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τον τρόπο που επικοινωνεί το θέατρο ειδικά με τους νέους ανθρώπους. Εγώ είμαι άνθρωπος του θεάτρου και θα αγωνιστώ να μη χαθεί αυτή η επαφή, για τον έναν στους δέκα που φτάνει στο θέατρο και περιμένει να μπει σε αυτήν τη διαδικασία».
«H μοναξιά της Δύσης» του Μάρτιν ΜακΝτόνα
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου
Σκηνοθεσία: Νίκος Κουρής
Παίζουν: Νίκος Κουρής, Χρήστος Μαλάκης, Γιώργος Ηλιόπουλος, Δανάη Μιχαλάκη
Θέατρο Αθηνών
Βουκουρεστίου 10, 210 3312343
Από 7/10
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.