Το λαϊκό σώμα
"Μήπως εγώ, το κοριτσάκι του μπακάλικου της rue du Clos-des-Parts, βουτηγμένη στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια σε μια λαϊκή καθομιλουμένη γλώσσα, σε έναν λαϊκό κόσμο, θα ξεκινούσα να γράφω, να βρίσκω τα πρότυπά μου, στη λογοτεχνική γλώσσα που απέκτησα, έμαθα, τη γλώσσα που διδάσκω από τότε που έγινα φιλόλογος; ... Θα γράφω, χωρίς να προβληματίζομαι διόλου, στη λογοτεχνική γλώσσα όπου εισχώρησα λαθραία, "τη γλώσσα του εχθρού" όπως έλεγε ο Ζαν Ζενέ, εννοώντας τον εχθρό της κοινωνικής μου τάξης; Πώς μπορώ να γράψω, εγώ, η, κατά κάποιον τρόπο, εσωτερική μετανάστρια;"
Annie Ernaux
Την άνοιξη του 2021, το περιοδικό La Femelle du requin ταξίδεψε μέχρι το Cergy για να συναντήσει την Annie Ernaux. Επί τέσσερις σχεδόν ώρες, διέτρεξε με τη συγγραφέα το έργο της, στο οποία αναφέρεται επιμένοντας στην αλήθεια της στιγμής, αφήνοντας να παρεμβληθούν μερικές σιωπές, ξαναπιάνοντας το νήμα των προβληματισμών της και των αναμνήσεών της που τα γέλια διακόπτουν: η γυναικεία επιθυμία (Passion simple, Se perdre, Mémoire de fille…), η οδυνηρή επιθυμία της διαφυγής από το περιβάλλον της για να "σώσει" μετά από τη λογοτεχνική και κοινωνική ανυπαρξία στην οποία έχουν καταδικαστεί τα όντα που κατοικούν το παρελθόν της (La honte, La place, Une femme, La femme gelée...), η καθολική παιδεία που έλαβε και την οποία αποκαλύπτει η γραφή, το πέρασμα του χρόνου και η μελαγχολική αίσθηση που του προσδίδει η γραφή (Les années). Όλες οι ιστορίες της, μέχρι και η τελευταία, διέπονται από μια οξεία πολιτική συνείδηση: η οργή της είναι ατόφια μπροστά στην αδικία που η κοινωνία επιφυλάσσει για τους πιο ευάλωτους, για τις γυναίκες και για τους νέους, μια οργή αντίστοιχη με τη γενναιοδωρία με την οποία δεσμεύεται να τους υπερασπιστεί.
Συνέντευξη με την Annie Ernaux
Στο Les armoires vides [Οι άδειες ντουλάπες], γράφετε: "Η λογοτεχνία είναι ένα σύμπτωμα της φτώχειας, ο κλασικός τρόπος διαφυγής από το περιβάλλον σου".
'Ετσι το έβλεπα όταν ήμουν είκοσι χρονών. Είχα τότε μεγάλη τρέλα με τη λογοτεχνία, πράγμα που σήμαινε εκείνη την εποχή ότι αιθεροβατούσα. Αυτήν τη φράση την οποία αναφέρετε, την είχα βάλει στο στόμα του Μαρκ, ενός χαρακτήρα που εκπροσωπούσε την κυρίαρχη τάξη, ενώ εγώ ανήκα στην κυριαρχούμενη τάξη. Δεν μιλούσα στον εαυτό μου, φυσικά, με αυτούς τους όρους του Bourdieu. Η λογοτεχνία μού φαινόταν ένα μέσο που θα με έβγαζε από την κατάστασή μου. Είχα επίγνωση ότι έβρισκα σ' αυτήν μια διέξοδο, έναν άλλον κόσμο. Ως παιδί, η ανάγνωση ήταν για μένα όχι μόνο η πύλη της φαντασίας, αλλά και ένας τρόπος διαφυγής από το περιβάλλον μου. Στο Les armoires vides, αφηγούμαι μια ανάμνηση: όταν ήμουν περίπου δέκα ετών, και επέστρεφα από το σχολείο το μεσημέρι, φανταζόμουν ότι δεν πήγαινα στους γονείς μου, στο καφέ-παντοπωλείο της Rue Clopart, αλλά σε ένα κάστρο ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο σπίτι. Οι γονείς μου ήταν όντως οι γονείς μου, αλλά πολύ διαφορετικοί.
Θα έπρεπε μάλλον να αναρωτηθούμε τι νόημα είχε για μένα η λογοτεχνία από τη στιγμή που άρχισα να την εξασκώ. Με το πρώτο κείμενο που έγραψα, όταν ήμουν φοιτήτρια, δραπέτευα πράγματι ακολουθώντας τη μόδα του Νέου Μυθιστορήματος, που διάβαζα πολύ και γνώριζα καλά, σε αντίθεση εξάλλου με τους άλλους φοιτητές στο μάθημα της λογοτεχνίας. Αυτό που είχα εφεύρει δεν αφορούσε καθόλου την πραγματικότητα που γνώριζα. Ήταν μια καθαρά ψυχολογική πραγματικότητα, που είχε σχέση με αυτό για το οποίο θα μιλούσα πολύ αργότερα στο Mémoire de fille [Αναμνήσεις ενός κοριτσιού]. Όλα ήταν τόσο μετατοπισμένα... Έχω την εντύπωση ότι είχα συνείδηση, την εποχή που έγραφα αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο απορρίφθηκε από τις εκδόσεις Le Seuil, ότι απέφευγα την πραγματικότητα. 'Υστερα, η πραγματικότητα με προλαβαίνει, με κατακλύζει, με πνίγει: μια παράνομη έκτρωση, ένας γάμος, ένα παιδί και μια θέση καθηγήτριας, 40 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι, επειδή πρέπει να βγάλεις τα προς το ζην. Αδύνατον να γράψω την παραμικρή γραμμή. Κάθε καλοκαίρι η σκέψη μου είναι εκεί, δεν εγκαταλείπω ποτέ την ιδέα, αλλά την αποστρέφομαι, ένιωσα μάλιστα ότι ήταν λίγο σαν όνειρο, ειδικά επειδή εκείνη την εποχή λίγοι άνθρωποι έγραφαν. Σήμερα, με τα κοινωνικά δίκτυα μεταξύ άλλων, υπάρχει η εντύπωση ότι όλοι γράφουν. Αυτό δεν συνέβαινε καθόλου τη δεκαετία του '60. Κρατούσα βέβαια ημερολόγιο, το συζητούσα με τους φίλους μου, αλλά δεν τους έβαζα να το διαβάσουν. Το γράψιμο ήταν ακόμα κάτι πολύ έκτακτο, θα μιλούσες γι' αυτό μόνο από κομπασμό. Ακόμη και σε κάπως μπουρζουάδικους κύκλους.
Μόλις πήρα το CAPES μου [δίπλωμα που σου επιτρέπει να διδάξεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -σ.σ.], επισκέπτομαι με το πρώτο μου παιδί τους γονείς μου, τους οποίους είχα να δω δύο χρόνια. Και τότε ο πατέρας μου πεθαίνει. Αυτή η μύχια αναστάτωση με αναποδογύρισε, ανέτρεψε το ον που ήμουν. Γυρίζοντας πίσω στο Annecy όπου ζούσα, πείθομαι ότι πάνω σ' αυτό θέλω να γράψω. Εκείνη τη στιγμή δεν έχω πραγματικά τα λόγια, ξέρω μόνο ότι χωριστήκαμε, και είναι τρομερό, γιατί νομίζω ότι νιώθω ενοχές αναμεμειγμένες με κάτι το ακατανόητο, είναι πολύ βίαιο. Αυτά είναι όλα όσα το γράψιμό μου θα εξελίξει στη συνέχεια. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν μια αστή. Πιθανώς μια μικροαστή. Ζούσαμε τότε σε ένα διαμέρισμα, τίποτα το πολυτελές, αλλά διαλέξαμε τα έπιπλα το ένα μετά το άλλο, μερικά από τα οποία βρίσκονται εξάλλου ακόμα εδώ. Άλλαξα εντελώς τρόπο ζωής. Και κάτι άλλο, ανακαλύπτω στις παλιές συνοικίες του Annecy, που δεν ήταν τουριστικές όπως σήμερα, ένα καφέ με τις κουρτίνες πάντα κλειστές, όπου συχνάζουν αυτοί που ονομάζονταν τότε Βορειοαφρικανοί, ένα καφέ στο οποίο κανείς δεν θα διανοείτο να μπει. Οπότε υπάρχουν όλα αυτά που δεν είναι πολύ ξεκάθαρα, αλλά είναι το πιο δυνατό πράγμα για μένα εκείνη την εποχή. Ξεκινάω την πρώτη μου δουλειά, χωρίς καθόλου να με βοηθάει το CAPES μου στη λογοτεχνία, ανακαλύπτοντας σε κάποιες από τις τάξεις μου μαθήτριες που ήταν βασικά από το ίδιο περιβάλλον με μένα. Έχω μια πρώτη Γυμνασίου και τεχνικές τάξεις, με εμπορική και γραμματειακή κατεύθυνση, κυρίως κορίτσια. Ήταν κατηγορίες υποβιβασμού στο μεγαλύτερο μέρος τους. Φυσικά δεν προλάβαινα να γράφω. Ονειρευόμουν να με διορίσουν στο Annecy, ώστε να μην χρειάζεται να χάνω τόσο πολύ χρόνο με τις αποστάσεις, πράγμα που τελικά συνέβη. Η μητέρα μου ήρθε να ζήσει μαζί μας, με απάλλαξε από πολλά πράγματα, ακόμα κι από τα παιδιά που λάτρευε. Ξαφνικά είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να προετοιμαστώ για την εξ αποστάσεως agrégation [με το δίπλωμα αυτό μπορεί να διδάξεις και στην ανώτατη εκπαίδευση -σ.σ.], την οποία και πέρασα. Τότε βρέθηκα αντιμέτωπη με τον εαυτό μου. Είχα γράψει ένα μυθιστόρημα το οποίο είχε απορριφθεί, και δεν υπήρχε επομένως κανένας λόγος να μιλήσω με άλλους για το βιβλίο που είχα στο μυαλό μου.
Πώς πήρε τη μορφή του το βιβλίο αυτό;
Η ανάγνωση των Les Héritiers και La reproduction [Οι Κληρονόμοι και η Αναπαραγωγή, έργα των Γάλλων κοινωνιολόγων Pierre Bourdieu και Jean-Claude Passeron -σ.σ.] σε ένα παιδαγωγικό πλαίσιο, συνέβαλε στη συγγραφή του Les Armoires vides. Η δεκαετία του εβδομήντα έφερε μια πλήρη ανατροπή στην κοινωνία, ιδίως στο σχολικό περιβάλλον. Τα πάντα αμφισβητούνταν, συναντιόμασταν συνέχεια και συζητούσαμε τα πάντα. Είχαμε δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη με πολλά παιδαγωγικά βιβλία, όπως το Free Children of Summerhill του Alexander S. Neill, αλλά και άλλα βιβλία του Ivan Illich, του Bourdieu. Δανείστηκα αυτά τα βιβλία. Συνειδητοποίησα απότομα ποια ήμουν και ότι η θέση μου απείχε από όλη αυτήν την κουλτούρα που ήθελα διακαώς να ενστερνιστώ. Ήμουν σε terra incognita. Αυτό μου ήταν αρκετό για να ξέρω τι έπρεπε να γράψω.
Είμαι τώρα μια αστή και πρέπει να προσπαθήσω να ακολουθήσω τη διαδρομή προς τα πίσω. Εκείνη τη στιγμή, η γραφή μου δεν είναι καθόλου βίαιη και δεν λειτουργεί. Λίγους μήνες αργότερα, ξεκινάω πάλι χωρίς δισταγμό, αποφασίζοντας να φτάσω μέχρι το τέλος και να ξανακάνω αυτή τη διαδρομή που είναι πλέον ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Όλη αυτή η ευτυχισμένη περίοδος στο καφενείο, που περιγράφω στο Les armoires vides, παρεξηγήθηκε πολύ. Οι κριτικοί, που ένοιωσαν αηδία, έκαναν μια ταξική ανάγνωση. Μόνο η δημοσιογράφος της Le Monde, η Jacqueline Piatier, είδε λίγο παραπέρα. Είναι εντελώς αυτοβιογραφικό. Στέλνοντάς το σε τρεις εκδότες, αισθάνομαι ότι έχω καταφέρει κάτι, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα αποτελέσει αυτό τη μήτρα της συνέχειας. [...]
'Εχετε την έγνοια να είστε χρήσιμη στους αναγνώστες σας;
Δεν σκέφτομαι όταν γράφω το Les armoires vides ή το La place δύο χρόνια αργότερα ότι θέλω να είμαι χρήσιμη. Νομίζω ότι θέλω να ξεδιπλώσω κάτι. Χρησιμοποιώ συχνά αυτόν τον όρο, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ άλλους: να αναδείξω πράγματα βιωμένα, που είναι κοινωνικά και πολιτικά. Το συνειδητοποίησα αυτό ήδη από το Les armoires vides, επειδή ζούσαμε σε μια πολύ πολιτική και φεμινιστική εποχή. Πολύ πιο πολιτική από ό,τι σήμερα. Φεμινίστρια, μπορεί να ξαναγίνεις, αλλά να έχεις την ίδια σχέση με την πολιτική, όχι. Είναι αλήθεια ότι δεν ζω πια στον κόσμο της εργασίας, αλλά είναι μια εντύπωση δική μου. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία ήθελα πραγματικά να μιλήσω στο Les armoires vides, όχι μόνο για την άμβλωση, αλλά και για την έμμηνο ρύση, τη γυναικεία ευχαρίστηση, τον αυνανισμό. Το γυναικείο σώμα ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Υπήρχαν βιβλία εκείνη την εποχή, το Parole de femme της Annie Leclerc, που δεν μου μιλούσαν. Για μένα, αυτό που δεν παρακάμπτεται ήταν το λαϊκό σώμα, και φυσικά οι πολιτισμικές διαφορές, αυτό το χάσμα που παραμένει.
Το λαϊκό αυτό σώμα, το συναντάμε σε όλο σας το έργο.
Για μένα, το πραγματικό σώμα είναι το λαϊκό σώμα. Πάει πολύς καιρός που το δικό μου έπαψε να είναι τέτοιο, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Το σώμα με το οποίο έρχεσαι στον κόσμο είναι το ισχυρότερο, ακόμη και αν αλλάζουμε. Δεν είναι μόνο η μητρική γλώσσα, αλλά και οι χειρονομίες και οι αισθήσεις. Αυτή είναι η ιδέα του "πρώτου ανθρώπου" στον Camus, την οποία συναντάμε και στον Bourdieu. Το λαϊκό σώμα βρίσκεται σε αντίθεση με το αστικό σώμα. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, για παράδειγμα, στα παιδικά μου χρόνια οι γυναίκες δεν φορούσαν ποτέ σουτιέν, οι γυναίκες της αστικής τάξης όμως ναι· δεν φορούσαν ούτε κορσέδες, η μητέρα μου φορούσε μόνο όταν είχε κάποια έξοδο. Δεν προσέχουν τη σιλουέτα τους. Το λαϊκό σώμα σημαδεύεται από την εργασία. Τα χέρια του πατέρα μου είναι χέρια με μαύρα νύχια, της μητέρας μου είναι χέρια ταλαιπωρημένα· δεν φτιάχνουμε τα νύχια μας, τα κόβουμε γρήγορα με ψαλίδι, και είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάφερα να φροντίσω τα νύχια μου. Αυτό δεν ήταν μέρος του habitus, μια έννοια που αργότερα βρήκα στο La distinction [Η διάκριση -σ.σ.] του Bourdieu. Το Les armoires vides ήταν αυτό. Ήταν η δική μου μικρή διάκριση.
Στο βιβλίο Une femme [Μία γυναίκα -σ.σ.], μιλάτε για τη συνάντησή σας με τη θεία σας Μ. και λέτε ότι δεν θα μπορούσατε ποτέ να γράψετε σαν να μην την είχατε συναντήσει.
Ναι, σωστά: αντιπροσωπεύει την κυριαρχία. Κυριαρχείται. Δεν σπούδασε ποτέ, δούλευε ως εργάτρια σε όλη της τη ζωή. Αυτή και ο άνδρας της δεν είχαν καθόλου χρήματα και άρχισε να πίνει. Δεν υπήρχε κανείς για να τη σώσει, αν και η μητέρα μου την είχε πάντα έγνοια. Και για μένα αντιπροσώπευε τη μεγάλη δυστυχία, τη χειρότερη δυστυχία στην οποία μπορεί να καταδικαστεί το προλεταριάτο. Και θυμάμαι - δεν είναι στο βιβλίο - ότι ήταν επίσης υποταγμένη στην ανδρική κυριαρχία ενός ζηλιάρη συζύγου που αρνήθηκε, για παράδειγμα, να την αφήσει να συνδικαλιστεί στο εργοστάσιό της. Ορίστε: υπήρχαν εδώ τα πάντα. Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το απόγευμα που την είδα, ήταν παραμονή Πεντηκοστής, έκανε πολύ ζέστη, μόλις είχα επιστρέψει από το σχολείο, ήμουν στην πρώτη Γυμνασίου και οι σπουδές σήμαιναν τόσα πολλά για μένα. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα θα με ακολουθεί πάντα. Δεν είπα ότι τη σκεφτόμουν συνέχεια, αλλά δεν μπορείς να γράψεις χωρίς να τη σκέφτεσαι.
Έχει να κάνει με μία ξαφνική έντονη συγκίνηση;
Έχει να κάνει με "αυτό που δεν είναι δίκαιο". Υπάρχει κάτι τόσο άδικο που θέλεις να πεθάνεις. Λες στον εαυτό σας ότι είναι τόσο άσχημα όλα, ότι η ζωή είναι πολύ άσχημη. Τι μπορείς να κάνεις; Και εκείνη τη στιγμή, σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, ότι είμαι προορισμένη να σπουδάσω. Το πιο τρομερό είναι ότι πρόκειται για την οικογένειά μου, για την αδελφή της μητέρας μου, η οποία νομίζω ότι σήμαινε πολλά γι' αυτήν. Όταν η μητέρα μου έπαθε Αλτσχάιμερ, άρχισε να μου μιλάει γι' αυτή την αδελφή και όχι για τις άλλες.
Είναι το γράψιμο ένας τρόπος απονομής δικαιοσύνης;
Φυσικά και είναι. Άλλωστε, υπάρχει αυτή η φράση του Ρεμπώ που έγινε του συρμού εκ των υστέρων, επειδή την ανέφερα: "Θα γράψω για να εκδικηθώ τη φυλή μου". Μα ναι, την έγραψα! Παρόλο που το πρώτο μου βιβλίο, το οποίο ήταν πολύ Nouveau Roman, δεν έκανε τίποτα απολύτως για να εκδικηθεί τη φυλή μου. Είναι ίσως αυτό που με παρακινεί πιο βαθιά - και το πιο παλιό. Είναι αυτό που πάντα επανεμφανίζεται. Για παράδειγμα, όταν ο Pierre Rosanvallon μου ζήτησε να συμμετάσχω στη συλλογή του Raconter la vie. Βέβαια, το να "διηγείσαι τη ζωή" δεν είναι εύκολο όταν έχεις τα χέρια σου μέσα στο γράσο, οπότε αναγκαστικά καταλήγουμε σε εκείνους που μπορούν να γράψουν και να διηγηθούν για τους άλλους. Για το κείμενο αυτό, μου τράβηξαν το ενδιαφέρον οι υπεραγορές επειδή βρίσκουμε εκεί όλες τις κοινωνικές τάξεις, και ήταν επίσης ένας τρόπος να μιλήσω για κάτι που με αγγίζει ιδιαίτερα: τις καλυμμένες γυναίκες που μπορεί να δει κανείς εκεί και που ξέρω ότι η παρουσία τους ενοχλεί πολύ κάποιον κόσμο. Η πρόθεσή μου είναι και πολιτική και κοινωνική. Όταν κυκλοφόρησε το Regarde les lumières mon amour [Δες τα φώτα, αγάπη μου], οι κριτικοί, "Le Masque et la Plume" και άλλοι, ήταν γεμάτοι περιφρόνηση. Όπως είκοσι χρόνια νωρίτερα με το Journal du dehors [Εξωτερικό ημερολόγιο], που με αποκάλεσαν κοροϊδευτικά "Η Μαντόνα του RER" [του υπεραστικού μετρό -σ.σ.]. [...]
Λέτε στο La place ότι δεν σας δίνει καμία χαρά το γράψιμο.
Αλήθεια είναι, ήταν ένας πόνος, σαν να ήμουν πραγματικά στη θέση του πατέρα μου, κάτι που προφανώς δεν συνέβαινε. Με παρακινούσε ταυτόχρονα ένα τεράστιο αίσθημα ενοχής και μια πολύ μεγάλη συγκίνηση. Επομένως δεν επρόκειτο για ευτυχία, αλλά για αναγκαιότητα. Δεν ήμουν ευχαριστημένη με αυτά που έγραφα και μερικές φορές σκεφτόμουν: ναι, αυτό είναι, τώρα βρίσκω τον σωστό τρόπο να το πω.
Τι εννοείτε με το να παραμείνουμε "κάτω από τη λογοτεχνία";
Είχα την ατυχία να γράψω αυτή τη φράση και έκτοτε μου την έχουν κοπανήσει τόσες φορές: "Δεν είναι λογοτεχνία, απόδειξη είναι ότι η ίδια το γράφει!" Χρησιμοποίησα αυτή τη διατύπωση στο Une femme. Η μητέρα μου μόλις είχε πεθάνει, είμαι πραγματικά μέσα στην απώλεια και όχι στο συναίσθημα της ανάμνησης, ενώ στο La place, η συγκίνηση προέρχεται από την ανάμνηση. Δεν αντέχω που η μητέρα μου είναι νεκρή, θέλω να την αναστήσω. Φυσικά, κάνω λογοτεχνία, αλλά θα ήθελα να παραμείνω κάτω από το επίπεδο της λογοτεχνίας εκείνης που διδάσκεται, όπως θα έλεγε ο Barthes, και που συζητιόταν τότε στην εκμπομπή Apostrophes.
Στο La place, λέτε ότι αρνείστε το πάθος και τη συγκίνηση.
Απολύτως. Ούτε κι εδώ θα έπρεπε να είχα μιλήσει για "επίπεδη γραφή", αλλά ειλικρινά, όταν γράφω, δεν σκέφτομαι ποτέ πώς μπορούν να εκτραπούν τα πράγματα, παρά μόνο την ακρίβεια των όσων γράφω σε σχέση με αυτά που σκέφτομαι. Γιατί επίπεδη γραφή; Αν πάμε στο Les Armoires vides, θα λέγαμε πως πρόκειται για μια πολύχρωμη γραφή, με σκαμπανεβάσματα, ένα τρενάκι του λούνα παρκ. Για το La place, θέλω μια "επίπεδη γραφή", και προσθέτω, είναι σημαντικό, "όπως τα γράμματα που έγραφα στους γονείς μου για να τους δώσω τα απαραίτητα νέα". Αλλά δεν αντιδράω αρνητικά, αυτό επιφυλάσσει το γράψιμο, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθώ να διορθώσω οτιδήποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι οι άνθρωποι να διαβάζουν τα βιβλία κι αυτά να τους προκαλούν κάτι. [...]
Γράφετε στο La honte [Η ντροπή -σ.σ.] ότι καταφέρνετε να "ξαναδείτε" τον εαυτό σας ως παιδί στη θέση που καθόσασταν στην τάξη. Πόσο καθορίζουν αυτού του είδους τα οράματα τη γραφή σας;
Έτσι δουλεύω, ακόμη κι αν εξαρτάται από τα βιβλία. Πρέπει να το ξαναβλέπω. Στο La honte, στο L'événement, ακόμη και στο Mémoire de fille, όταν αναφέρομαι, για παράδειγμα, στο δωμάτιο που είχα σε μια εστία θηλέων είμαι εκεί. Να είσαι εκεί. Είναι μια αίσθηση ακραίας παρουσίας. Δεν πρόκειται για οράματα, αλλά για την αίσθηση ότι περιβάλλεσαι, ότι βυθίζεσαι, ότι βυθίζεσαι στην εικόνα. Έχω αυτή τη δυνατότητα να ξαναβρίσκω το παρόν όπως ήταν όταν δεν γνωρίζουμε το μέλλον. Η δύναμη αυτής της στιγμής είναι ότι είναι κλειστή. Από τη στιγμή που δούλεψα για να τη βρω, έρχεται μετά το γράψιμο.
Από την άλλη, φαίνεται να είστε καχύποπτη απέναντι στη μνήμη.
Βέβαια, υπάρχει πάντα μια ανάλυση των φαινομένων της μνήμης.
Αυτό το όραμα, ωστόσο, το εμπιστεύεστε.
Εμπιστεύομαι τις αισθήσεις και τη μνήμη, όχι απαραίτητα τις ιδέες, οι οποίες είναι πολύ πιο υποταγμένες στην εποχή. Κατά κάποιο τρόπο, είμαι η ζωντανή απόδειξη αυτού. Ανήκω σε μια γενιά που είδε να μεταβάλλονται οι διάφορες πεποιθήσεις της, οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους αντιμετώπιζε τα πράγματα. Εξελισσόμαστε ταυτόχρονα με τον κόσμο. Η αίσθηση υπόκειται πολύ λιγότερο στον χρόνο, έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία, μας προειδοποιεί για κάτι. Όταν έγραψα τη Ντροπή, σκέφτηκα πολύ για όλα αυτά, ήταν για μένα αυτό που αποκάλεσα μία προ-αλήθεια, η οποία οδηγούσε σε μια αλήθεια.
Γράφετε στο Les années [Τα χρόνια] "Δεν είχαμε χρόνο για τη μελαγχολία των πραγμάτων". Τα βιβλία σας μπορεί να σου μεταδώσουν μια μελαγχολία από κάποιες απόψεις.
Μου αρέσει η μελαγχολία, τη δημιουργώ. Δεν υπάρχει νοσταλγία στα Χρόνια, αλλά το βιβλίο δημιουργεί μελαγχολία. Δεν έχει σημασία αν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα πράγματα συνέβησαν, ότι εκπέμπουν μια γλυκύτητα που δεν είναι θλίψη. Μου αρέσει ο όρος μελαγχολία, καθώς και η ιδέα ότι θα μπορούσα να δημιουργήσω μελαγχολία.
Με την Annie Ernaux συνομίλησαν οι Joachim Arthuys, Christian Casaubon, Adeline Chave και Gabrielle Napoli.