Η ληστεία τραπεζών στο Λίβανο, ένα ξέσπασμα των πολιτών.
Μέσα σε μία μόνο μέρα, στις 23 Νοεμβρίου, τρεις Λιβανέζοι πολίτες λήστεψαν τράπεζες προκειμένου να ανακτήσουν τα χρήματά τους. Αυτή η μορφή αντίστασης πολλαπλασιάζεται, με την υποστήριξη μιας κοινής γνώμης που είναι εξοργισμένη από μια κρίση που κανείς δεν βλέπει το τέλος της.
Rami Boustani - Léonard Sompairac
Orient XXI -24 Νοεμβρίου 2022
Στη Βηρυτό, στη συνοικία Corniche El-Mazraa, η Rouba, μια νεαρή γυναίκα της μεσαίας τάξης, παρακολουθεί με όλο και μεγαλύτερη απάθεια τον Λίβανο να παραπείει. Δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα της, αλλά ελπίζει σε συγκεκριμένες αλλαγές. Γρήγορα. Αναρωτιέται αν το πρόσφατο κύμα "ληστειών" τραπεζών που πραγματοποιούνται από τους ίδιους τους καταθέτες για να ανακτήσουν τα κεφάλαιά τους δεν προαναγγέλλει μια νέα μορφή αφύπνισης των πολιτών. Επειδή το φαινόμενο είναι, σύμφωνα με την ίδια, "απολύτως κατανοητό".
Η γενική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στο Λίβανο εντείνεται έτσι από ένα ακόμη παράδοξο: να ζεις σε μία από τις πιο φιλελευθεροποιημένες οικονομίες της περιοχής και να θίγονται τα ιδιοκτησιακά σου δικαιώματα. Και αυτό δεν είναι χωρίς συνέπειες. Εδώ και δύο μήνες δώδεκα τράπεζες "ληστεύτηκαν"· οι περισσότερες στη Βηρυτό, αλλά το φαινόμενο έχει εξαπλωθεί και σε άλλες περιοχές της χώρας. Η ιδιαιτερότητα της τάσης αυτής είναι ότι δεν πρόκειται τόσο για κλασικές επιθέσεις όσο για απελπισμένες αντιδράσεις αποταμιευτών που προσπαθούν να ανακτήσουν μέρος των καταθέσεών τους. Επειδή έχουν περιορισμένη πρόσβαση στους λογαριασμούς τους σε δολάρια και οι αποταμιεύσεις τους δεν αξίζουν πλέον παρά μόνο ένα κλάσμα της αξίας τους - κατά μέσο όρο, επιτρέπεται μια ανάληψη 300 δολαρίων (290 ευρώ) το μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχονται μία μείωση αξίας της τάξης του 90%. Σε αυτό προστίθεται ο υπερπληθωρισμός, ο οποίος, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Fitch Ratings, θα φθάσει το 173% μέσα στο 2022. Κάποιοι, επομένως, (αντι)δρούν με μια ύστατη πράξη απόγνωσης, συνήθως χωρίς βία, συχνά για να βοηθήσουν έναν συγγενή.
Οι περισσότεροι από αυτούς φαίνεται να ανήκουν στη μεσαία τάξη, αν όχι και στην ανώτερη (μόνο οι καταθέτες με σχετικά μεγάλες καταθέσεις εξακολουθούν να έχουν ενεργό λογαριασμό), και αγανακτούν που δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να διαθέτουν τα περιουσιακά τους στοιχεία όπως το θέλουν. Ο θυμός εντείνεται ακόμη περισσότερο επειδή φλερτάρει με μια προφανή αντίφαση, απ' αυτές που λατρεύει ο καπιταλισμός: να στερείται κανείς ατομικά τα χρήματά του από την πιο φιλελεύθερη οντότητα που υπάρχει, δηλαδή μια χρηματοπιστωτική εταιρεία που υποτίθεται ότι τα εγγυάται. Το φαινόμενο πήρε κι άλλη διάσταση όταν μια βουλευτής που προέρχεται από το κύμα λαϊκής διαμαρτυρίας, η Cynthia Zarazir, πραγματοποίησε καθιστική διαμαρτυρία μέσα σε τράπεζα στη Βόρεια Βηρυτό για να διεκδικήσει μέρος των χρημάτων της ώστε να χρηματοδοτήσει μια χειρουργική επέμβαση.
Η χαμένη εμπιστοσύνη λειτουργεί επίσης ως καύσιμο για αυτόν τον πρωτοφανή τρόπο δράσης. Μετά από πολλές δεκαετίες έλλειψης εμπιστοσύνης των Λιβανέζων απέναντι στους πολιτικούς τους θεσμούς, η ρήξη επήλθε πλήρως μεταξύ αυτών και των τραπεζών τους. Αναρωτιέται κανείς αν αυτοί που ευθύνονται για τη χαμένη εμπιστοσύνη δεν είναι οι ίδιοι. Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί ακόμη και για τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεται η εμπιστοσύνη, πέρα από τις υπαρκτές δυσκολίες που προκαλεί η τρέχουσα έλλειψη ρευστότητας, καθώς ο τραπεζικός τομέας φαίνεται να είναι συνυφασμένος με τη χώρα των Κέδρων. Και όταν η ιδέα αυτής της αποστέρησης εξαπλώνεται και επαναλαμβάνεται συνεχώς, τότε βλασταίνει στο συλλογικό φαντασιακό και η ιδέα της "ληστείας" ως αυτοτελούς μέσου· αυτή παραμένει μια ατομική πράξη, αλλά τρέφεται, θα έλεγε κανείς, από μια συλλογική φαντασίωση. Η επανοικειοποίηση δεν αφορά μόνο την ατομική περιουσία, αλλά και το μέλλον, όπως συμβαίνει συχνά όταν διακυβεύεται η αξιοπρέπεια. Το 1999, με την εγκατάστασή του Η τρίτη μνήμη, ο Γάλλος καλλιτέχνης Pierre Huygue έβαλε τον ληστή που ενέπνευσε το σενάριο της ταινίας Σκυλίσια μέρα του Sydnet Lumet να ξαναπαίξει τη ληστεία του, ως ηθοποιός αυτή τη φορά. Η ιδέα ήταν να την οικειοποιηθεί ξανά, στη θέση ενός Αλ Πατσίνο.
Η αγανάκτηση επιτρέπει το πέρασμα στη δράση· επειδή, ήδη, οι "ληστές" είναι δικαιολογημένα πεπεισμένοι για τα δικαιώματά τους, αλλά ίσως και επειδή προεξοφλούν την ανοχή των κατασταλτικών μηχανισμών, είτε πρόκειται για την αστυνομία, είτε για τη δικαιοσύνη.
Κάποιοι δεν διστάζουν πλέον να προβούν σε ένα είδος σκηνοθεσίας, πεπεισμένοι και πάλι για την ορθότητα της πράξης τους, έχοντας ίσως συνείδηση και του γεγονότος ότι ενεργούν για λογαριασμό μιας καταληστευμένης κοινότητας. Ίσως και για να εκτονώσουν τον βίαιο αντίκτυπο της πράξης τους. Αυτή η θεατρικότητα πραγματοποιείται επομένως με το κινητό τηλέφωνο στο χέρι, το πρόσωπο ακάλυπτο και συχνά με ψεύτικο όπλο. Λες και ο παραλογισμός της κατάστασης δεν απαιτούσε τίποτε άλλο από αυτή τη δραματικότητα, για να ξεφύγεις από την αφόρητη πραγματικότητα. Η σκηνοθεσία μπορεί να έχει το πλεονέκτημα της ταχείας διάδοσης στα κοινωνικά δίκτυα, του διαμοιρασμού, αν όχι της αποδοχής. Αρκετοί δράστες βρέθηκαν έτσι να υποστηρίζονται από το πλήθος ή και να εξυμνούνται - γεγονός που ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους και, τελικά, ενθαρρύνει την τόλμη τους.
Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αυτών των "ληστειών" είναι ότι συνήθως είναι επιτυχείς: οι δράστες φεύγουν με μέρος των καταθέσεών τους, είτε συλληφθούν, είτε όχι. Γι' αυτό και ασκείται μια διπλή πίεση στους διευθυντές τραπεζών, αλλά και στην πολιτική κάστα, που καλούνται να δώσουν μία απάντηση στο φαινόμενο.
Η εξιδανίκευση των δραστών και η συνακόλουθη θετική αποτίμηση αυτού του τρόπου δράσης τον καθιστά ενδεχομένως έναν αποφασιστικό πολιτικό όπλο. Η ταύτιση των άλλων πολιτών με αυτούς τους ήρωες/κήρυκες θα μπορούσε να απορρέει από το κοινό αίσθημα μιας περιρρέουσας κόπωσης, τουλάχιστον εξίσου ισχυρής με αυτό της κοινής φιλοδοξίας μιας αλλαγής. Ακόμα και η κυριότερη ένωση λιβανέζων καταθετών, η Ένωση Καταθετών, δηλώνει την υποστήριξή της παρέχοντας τη συνδρομή περίπου πενήντα δικηγόρων.
Μετά από μια τέτοια διαπίστωση, δεν αποκλείεται καθόλου να δούμε παρόμοια γεγονότα να επαναλαμβάνονται ή να εξαπλώνονται. Θα γίνουν πιο βίαια όσο η κοινωνική βία της τρέχουσας κρίσης εντείνεται; Πώς θα αντιδρούσαν τότε οι τράπεζες και οι δυνάμεις ασφαλείας; Μετά από αρκετές ημέρες κλεισίματος τον Σεπτέμβριο, οι τράπεζες έλαβαν νέα μέτρα, ενισχύοντας τις εγκαταστάσεις τους, αυξάνοντας την παρουσία του προσωπικού ασφαλείας και ελέγχοντας την πρόσβαση. Ο στρατός του Λιβάνου έλαβε ειδική εκπαίδευση για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Η ένταση δεν πρόκειται να υποχωρήσει σύντομα...
Από την πλευρά του, ο Nassib Ghobril, επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Byblos, ελπίζει ότι οι "ληστείες" θα σταματήσουν, και βρίσκει εξοργιστικό να έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο: "Είναι το δικαίωμά τους και οι καταθέσεις τους", καταλήγει, δεδομένης της ανικανότητας του κράτους και, κυρίως, της απουσίας απαντήσεων σε τρία σημαντικά ερωτήματα: "Τι έγιναν οι καταθέσεις; Πώς μπορούν να ανακτηθούν; Εντός ποιου χρονικού πλαισίου;"
Το φαινόμενο φαίνεται να αντιμετωπίζεται, ιδίως από τα μέσα ενημέρωσης, ως μια σειρά περιστατικά του αστυνομικού δελτίου, σε σημείο να ελαχιστοποιείται η πολιτική του ουσία. Ωστόσο, στην παρούσα κατάσταση δεν μπορεί να αγνοηθεί το ζήτημα της κοινωνικής και ακόμη και συμβολικής βίας μεταξύ ενός θεσμού, της Τράπεζας, η οποία δεν λογοδοτεί σε κανέναν, και μεμονωμένων ατόμων που δεν διαθέτουν νομικά μέσα υπεράσπισης. Η δράση παραμένει ατομική, αλλά η διαμαρτυρία είναι πολιτική. Εξ ου και ο κίνδυνος για την πολιτική κάστα ενός φαινομένου "χιονοστιβάδας": να συνεχιστούν οι "ληστείες", αλλά κυρίως να γίνουν πιο συστηματικές, πιο οργανωμένες με ένα καλά δοκιμασμένο modus operandi και διάφορους υποστηρικτές που δεν πιστεύουν πλέον στο δημόσιο λόγο (των κομμάτων), ούτε και στην ιδιωτική εγγύηση (των τραπεζών). Ο αναφερόμενος κίνδυνος δεν είναι επομένως πλέον μόνο αυτός της υπονόμευσης της "ανώμαλης" λειτουργίας των τραπεζών, αλλά και της εξάπλωσης ενός πιο συνολικού empowerment της κοινωνίας, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αναλάβουν τον έλεγχο των δικαιωμάτων τους. Να ενεργούν στην πράξη για τα δικαιώματά τους. Ολοι οι πολίτες, ακόμη και οι φτωχότεροι. Όλο και περισσότεροι Λιβανέζοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πουλήσουν την περιουσία τους για να επιβιώσουν, ακόμη κι εκείνοι που δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό. Πέρα από τις θρησκευτικές και ταξικές διαιρέσεις, και παρά την μνημειακή αποστροφή για τη χρήση βίας που χρονολογείται από τον εμφύλιο πόλεμο, μήπως ένας νέος τρόπος ένοπλης δράσης γίνεται κοινός τόπος; Ακόμα και αν η βίαιη φύση αυτών των ενεργειών μπορεί να συζητηθεί, γιατί, σύμφωνα με τον Frantz Fanon στο βιβλίο του Της γης οι κολασμένοι, "το πρόβλημα που προκύπτει τώρα είναι η κατανόηση αυτής της βίας που βρίσκεται σε διαδικασία επαναπροσανατολισμού της".
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι Λιβανέζοι χρησιμοποίησαν διάφορες μορφές ειρηνικής διαμαρτυρίας, και κινητοποιήθηκαν ιδίως με αφορμή την κρίση των σκουπιδιών του 2015 και μέσω του κινήματος της 17ης Οκτωβρίου 2019. Η διαδοχή αυτών των συλλαλητηρίων, των οποίων το κύριο αίτημα ήταν ο τερματισμός της γενικευμένης διαφθοράς και της συνακόλουθης υπαγωγής του πολιτικού συστήματος στις θρησκευτικές παρατάξεις, είχε αναμφισβήτητα αντίκτυπο στις σημερινές "ληστείες", οι οποίες συμβαδίζουν με αυτή την επανοικειοποίηση της δημόσιας δράσης από τους πολίτες.
Πρέπει να πούμε ότι στον Λίβανο δεν λείπουν οι οικονομικές και πολιτικές αφορμές για εξέγερση. Ο Nizar Ghanem, συνιδρυτής του think tank Triangle Consulting, εκτιμά ότι "τα μισά δημόσια έσοδα έχουν χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, εμποδίζοντας έτσι εκ των πραγμάτων κάθε δυνατότητα εθνικής ανάπτυξης." Λόγω της μείωσης της εισροής κεφαλαίων, που συνδέεται με την περιφερειακή αστάθεια και την εσωτερική πολιτική ανικανότητα, η Τράπεζα του Λιβάνου (BdL), την οποία διευθύνει από το 1993 ο Riad Salameh, πρώην αντιπρόεδρος της Merrill Lynch στο Παρίσι, ανέπτυξε έναν "χρηματοοικονομικό μηχανισμό", το οποίο συνίσταται στο να προτείνει στις εμπορικές τράπεζες απίθανα επιτόκια ως αντάλλαγμα για την επένδυση των δολαρίων τους. Η επακόλουθη αύξηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων επέτρεψε στην ΤτΕ να αναχρηματοδοτήσει το χρέος αυτό στις πλάτες των αποταμιευτών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διατήρηση σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, εξηγεί την αποσύνθεση της πολιτικής οικονομίας του Λιβάνου και την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, του κύριου δανειστή του λιβανέζικου κράτους, με εκτιμώμενες ζημίες ύψους 72 δισεκατομμυρίων δολαρίων (69,64 δισεκατομμύρια ευρώ).
Δεδομένης της αποσύνθεσης των δημόσιων υπηρεσιών του Λιβάνου, είναι προφανές ότι το χρέος αυτό συνέχισε να τροφοδοτεί ένα θεσμικό σύστημα τόσο αναποτελεσματικό όσο και διεφθαρμένο. Επιπλέον, ο έλεγχος των κεφαλαίων, που αποφασίζεται κατά διακριτική ευχέρεια από τα τραπεζικά ιδρύματα, δεν ρυθμίζεται νομικά. Η τελευταία πρόταση νόμου, τον Αύγουστο του 2022, εξακολουθεί να συζητείται και να δέχεται κριτικές: της προσάπτουν την παραχώρηση των δυνατοτήτων λήψης αποφάσεων στην ΤτΕ, ενώ η τελευταία κατηγορείται για διαφθορά και υπεξαίρεση και υπόκειται σε λογιστικό έλεγχο από την εταιρεία Alvarez & Marsal...
Αυτό δείχνει σε τι βαθμό η διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων εξαρτάται από τα τραπεζικά ιδρύματα, σπέρνοντας αμφιβολίες για το πόσο λειτουργεί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη Χώρα των Κέδρων, και ίσως και πείθοντας για τη συμπαιγνία μεταξύ των δύο σφαιρών. Μελέτη που διεξήχθη από τον οικονομολόγο Jad Chaaban αποκάλυψε ότι 18 από τις 20 κυριότερες τράπεζες του Λιβάνου είχαν, το 2014, τουλάχιστον έναν βασικό μέτοχο με δεσμούς με την πολιτική ελίτ.
Η ιδέα ότι κάποιοι Λιβανέζοι έχουν δίκιο να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, και το πετυχαίνουν, θα συνεχίσει λογικά να διαδίδεται. Αυτό θα μπορούσε να επαναφέρει τα ελατήρια προηγούμενων κινητοποιήσεων. Σύμφωνα με τον Nassib Ghobril, "όλοι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας και, πάνω απ' όλα, το κράτος". Ναι, βέβαια. Αλλά όταν η εμπιστοσύνη έχει διαρραγεί, όπως παρατηρεί με πικρία η Joy, που προέρχεται από τη λιβανέζικη διασπορά, "τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί για να ταρακουνηθεί μια χώρα που έχει μπλοκαριστεί από πάνω". Επομένως, οι "ληστείες" είναι πολύ πιθανό να συνεχιστούν.
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ:
Ο Λίβανος χωρίς πυξίδα σε μία τρικυμισμένη θάλασσα
Όταν ο ήλιος ανατείλει, η Βηρυτός, η πόλη μου, δεν θα υπάρχει πια
Η λυτρωτική κλοτσιά της Μάλακ
Γράμμα από την εξεγερμένη Βηρυτό
Λίβανος, Χιλή, Χονγκ Κονγκ, Σουδάν... Γιατί ο κόσμος εξεγείρεται;