Στον τρίτο κύκλο της δημοφιλούς σειράς του Netflix "Emily in Paris", η ομώνυμη πρωταγωνίστρια, η οποία κάνει «μαύρη εργασία» ως σερβιτόρα – ασχέτως αν φοράει παπούτσια επώνυμου σχεδιαστή – μπερδεύει τις λέξεις "Champagne" (σαμπάνια) και "champignons" (μανιτάρια) προκαλώντας οξεία αλλεργική αντίδραση σε έναν πελάτη του Chez Lavaux, του εστιατορίου όπου ο Γάλλος πρώην εραστής της Γκαμπριέλ, είναι επικεφαλής σεφ.
Η σκηνή έκανε τη Νικόλ Πρίτσαρντ από τη Βιρτζίνια, μεσίτρια ακινήτων και σκαφών αναψυχής με έδρα το Παρίσι, να σφίξει το Hermès κασκόλ της από τον τρόμο. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε, η Έμιλι (την οποία υποδύεται στη σειρά η Λίλι Κόλινς) που ζει στη γαλλική πρωτεύουσα εδώ και έναν χρόνο, να μην μπορεί να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στην Dom Pérignon και στα μανιτάρια; «Η Έμιλι μου προκαλεί αμηχανία και ντροπή, καθώς την παρακολουθώ να μην προσπαθεί και τόσο σκληρά να ενσωματωθεί στη γαλλική ζωή», δηλώνει στην ανταποκρίτρια των New York Times η 41χρονη Πρίτσαρντ, που ζει στο Παρίσι εδώ και 20 χρόνια, μιλώντας από το λόμπι του λαμπερού ξενοδοχείου Costes, και διανθίζοντας τις προτάσεις της με γαλλικά επιμελημένης προφοράς.
Ήδη από την πρεμιέρα της στα τέλη του 2020, η σειρά του Netflix με ηρωίδα μια 20χρονη Αμερικανίδα εμιγκρέ στο Παρίσι απροσδόκητη ευκαιρία εργασίας έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις μεταξύ των Γάλλων θεατών, οι οποίοι παραπονιούνται ότι τους παρουσιάζει ως κακότροπους, υπερόπτες και τεμπέληδες, προβάλλοντας το Παρίσι ως αστικό παράδεισο, γεμάτο χρωματιστούς μπερέδες, κατά συρροή ερωτύλους και κακόβουλα γκαρσόνια.
Όταν κυκλοφόρησε στα τέλη Δεκεμβρίου ο τρίτος κύκλος, η Le Monde σημείωνε δηκτικά πως «ήρθε η ώρα να φύγει η Έμιλι μακριά από το Παρίσι, έστω για έναν κύκλο», ενώ την περασμένη εβδομάδα ο αντιδήμαρχος του Παρισιού Νταβίντ Μπελιάρ γράφοντας στη Libération, έκανε λόγο για ένα «Παρίσι ως Disneyland» που κυριαρχεί στη σειρά, η οποία «περιορίζεται στις πολυτελείς συνοικίες του κέντρου και κατοικείται μόνο από πλούσιους».
Πιο πολύ ακόμα και από τους Γάλλους όμως, η σειρά φαίνεται να έχει εκνευρίσει τις πραγματικές «Έμιλι του Παρισιού», τις Αμερικανίδες που ζουν στην Πόλη του Φωτός και παραπονιούνται τους πήρε τόσο καιρό για να τελειοποιήσουν μια διακριτική κομψότητα και μια σωστή προφορά, μόνο και μόνο για να καταστρέψει την εικόνα τους μια τυχάρπαστη από το Σικάγο, με ένα ζακάρ σακάκι Dolce & Gabbana με φτερά.
Η Έμιλι Χάμιιλτον, μια αληθινή «Έμιλι στο Παρίσι», λέει ότι σταμάτησε να παρακολουθεί την εκπομπή αφού ούτε ένας χαρακτήρας στη σειρά – ούτε η ‘Εμιλι, ούτε το ‘κακό’ αφεντικό της, η Σιλβί, την οποία υποδύεται με καυστικό θράσος η ηθοποιός Philippine Leroy-Beaulieu – δεν έμοιαζε με κάποιον που έχει ποτέ γνωρίσει στη Γαλλία. «Όλα μοιάζουν εντελώς υπερβολικά και παράλογα», λέει.
Ανάμεσα σε όσους και όσες «κριντζάρουν» με τη σειρά, είναι ακόμη και η 40χρονη Ρεμπέκα Λέφλερ, 40 ετών, που έχει χαρακτηριστεί ως «η πραγματική ‘Έμιλι στο Παρίσι’» από τα γαλλικά μέσα. Πρώην κάτοικος του Νιου Τζέρσεϊ, εργάστηκε ως σύμβουλος για τη σειρά κατά τη διάρκεια του πρώτου κύκλου, αξιοποιώντας τις δύο δεκαετίες που έζησε στη γαλλική πρωτεύουσα. Όπως και η ‘Εμιλι της σειράς, η Λέφλερ μετακόμισε στο Παρίσι στα 20 της χρόνια και εργάστηκε σε γαλλική διαφημιστική εταιρεία. Παρότι αναγνωρίζει ότι η χρόνια αδεξιότητα της πρωταγωνίστριας είναι ένα απαραίτητο αφηγηματικό τέχνασμα, εντούτοις δηλώνει ότι ενοχλήθηκε από τον τρίτο κύκλο παρακολουθώντας την Έμιλι να παίρνει πάντα αυτό που θέλει – ρούχα υψηλής ραπτικής, όμορφους άνδρες, επιχειρηματικές επιτυχίες – χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα που είχε αντιμετωπίσει η ίδια, όπως την δαιδαλώδη γαλλική γραφειοκρατία ή τα πανάκριβα ενοίκια.
Τα μέλη της δημιουργικής ομάδας της σειράς, που προφανώς έχουν βαρεθεί να δέχονται επικρίσεις για την κραυγαλέα έλλειψη αληθοφάνειας, αρνούνται κάθε αίτημα για συνέντευξη, όπως και ο Darren Star, ο δημιουργός της, ο οποίος πάντως έχει τονίσει στο παρελθόν ότι το "Emily in Paris" είναι ένα λαμπερό ερωτικό γράμμα στο Παρίσι από μια νεαρή Αμερικανίδα που δεν είχε ζήσει ποτέ εκεί. Πρόκειται για φαντασίωση, για προσδοκία, είχε πει, όχι για κοινωνική ανθρωπολογία.
Πηγή: The New York Times