Για τέσσερις μήνες, μέχρι τις αρχές Ιουνίου, το διεθνές ενδιαφέρον θα μονοπωλήσει η έκθεση-blockbuster «Johannes Vermeer» στο Rijksmuseum του Άμστερνταμ με 28 από τα 37 έργα του Ολλανδού ζωγράφου στην πιο μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του μέχρι σήμερα. Η συγκυρία της ανακαίνισης της Συλλογής Frick στη Νέα Υόρκη βοήθησε ώστε να προστεθούν και τρία έργα που κανονικά κανένας δεν μπορεί να δει αν δεν ταξιδέψει στην Αμερική. Από αυτά που δεν μπόρεσαν να μετακινηθούν για να έρθουν στο Άμστερνταμ κάποια είναι εξαιρετικά ευαίσθητα, κάποια δεν μετακινούνται λόγων των όρων των κληροδοτημάτων προς τα μουσεία και ένα εκλάπη το 1990 από το Μουσείο Isabella Stewart Gardner της Βοστώνης.
Ανάμεσα σε 28 αριστουργήματα δύσκολα μπορεί να πει κάποιος ποιο είναι το «καλύτερο», εξαρτάται από το προσωπικό γούστο, που τελικά είναι πολύ κοινό, και από τα έργα-σταρ που έχει κάθε καλλιτέχνης στην παραγωγή του. Εδώ είναι το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» του Mauritshuis, που θα μείνει στην έκθεση του Rijks μέχρι την 1η Απριλίου και μετά θα επιστρέψει στη Χάγη, γιατί μόνο τόσο μπορεί να αποχωριστεί το μουσείο το αριστούργημά του και βασικό πόλο της επισκεψιμότητάς του, αλλά και η «Γαλατού», έργο-σύμβολο, μαζί με τη «Νυχτερινή περίπολο» του Ρέμπραντ, του μουσείου. Ωστόσο υπάρχει ένα έργο που οι περισσότεροι το βλέπουμε για πρώτη φορά, τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο, και είναι η «Κοπέλα που διαβάζει γράμμα δίπλα στο παράθυρο», που δημιουργήθηκε την ίδια περίοδο με τη «Γαλατού».
Το 2017, αυτός ο «νέος Βερμέερ», όπως τον αποκαλούν, «γεννήθηκε» όταν οι συντηρητές του μουσείου Gemäldegalerie της Δρέσδης αποκάλυψαν έναν έρωτα στο φόντο του έργου που επιφέρει μια μεγάλη αλλαγή στη σύνθεση. Οι ειδικοί θεωρούν ότι η κάλυψη ή η απόκρυψη του έρωτα δεν ήταν έργο του ίδιου του Βερμέερ. Δικαιολογημένα ήταν το πρώτο που ήθελαν να δουν όσοι έφταναν στην έκθεση, περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά τους.
Το μυστήριο Βερμέερ είναι άλυτο, παρά τις προσεγγίσεις και τις ερμηνείες, που οι περισσότερες είναι κατά βάση υποθετικές, αφού θα παραμείνει μάλλον για πάντα άλυτο το μυστήριο της ίδιας του της ζωής, όσα γνωρίζουμε είναι από τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία. Το μυστήριο που περιβάλλει το έργο του γίνεται όλο και μεγαλύτερο, κυρίως από τον εικοστό αιώνα κι έπειτα που το όνομα «Βερμέερ» έγινε brand.
Στο μουσείο έφτασα την πρώτη μέρα της έκθεσης, την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου. Το μπάνερ και όλο το προωθητικό υλικό είναι μια λεπτομέρεια του πίνακα «Κυρία και Υπηρέτρια» που ανήκει στο Frick. Δείχνει λίγο από τον νεανικό της λαιμό, ένα κομμάτι από τη γούνα στο κίτρινο πανωφόρι της, το μαργαριταρένιο της κολιέ και ένα μεγάλο σαν σταγόνα μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, και μοιάζει να ζητά από τον επισκέπτη να δώσει σημασία στις κρίσιμες λεπτομέρειες που επαναλαμβάνονται σχεδόν σε όλο το έργο του Βερμέερ αυτής της περιόδου, οπότε και ζωγράφισε πολλούς από τους σπουδαιότερους πίνακές του.
Οι λεπτομέρειες αναδεικνύονται και σε έργα όπως το «Κορίτσι με το κόκκινο καπέλο» –εξώφυλλο του αγγλικού καταλόγου–, με το μισάνοιχτο στόμα της να μοιάζει σαν να το έχει περάσει μόλις λιπ γκλος – με αυτά τα γυαλιστερά χείλη ζωγράφιζε ο Βερμέερ τις γυναίκες στο εσωτερικό των σπιτιών, δίνοντας στην έκφρασή τους ένα υπονοούμενο προσμονής. Υπάρχει και ένας λόγος λίγο πιο πεζός, τεχνικός, που προβάλλονται οι λεπτομέρειες. Τα δικαιώματα αναπαραγωγής των έργων ανήκουν στα μουσεία που τα κατέχουν, έτσι δεν θα βρείτε στο πωλητήριο του μουσείου παρά μόνο αντικείμενα που σχετίζονται με τα τέσσερα έργα του Βερμέερ που ανήκουν στο Rijks.
Με το σύστημα των κρατήσεων ανά 15 λεπτά, οι ουρές δεν είναι πια ποτέ πολύ μεγάλες και κανένας δεν περιμένει στο κρύο δυο και τρεις ώρες. Το Rijks έχει αλλάξει είσοδο μετά την ανακαίνισή του. Όσοι το έχουν επισκεφθεί παλιότερα θυμούνται την ξύλινη είσοδο και την πρώτη εντύπωση όταν, περνώντας τον κεντρικό διάδρομο, ζούμαρες στη «Νυχτερινή Περίπολο» που δέσποζε στην κεντρική αίθουσα και σου έπαιρνε τα μυαλά. Αυτή η εντύπωση, η αίσθηση, η γεύση που σου άφηνε ο πίνακας δεν υπάρχει πια, ούτε όταν φτάνεις στην αίθουσα με το έργο μέσα στο γυάλινο δωμάτιό του – η συντήρησή του είναι ακόμα εν εξελίξει, είναι απλησίαστο για τους επισκέπτες, που κολλάνε το πρόσωπό τους στο τζάμι για να τον δουν.
Πίσω στην ουρά για την έκθεση του Βερμέερ, σε μια δεύτερη μεγάλη είσοδο, ξεχωριστά από τους υπόλοιπους επισκέπτες του μουσείου, το προσωπικό ετοιμάζεται για το crash test της πρώτης μέρας, φορώντας τη γαλάζια στολή του σε παραλλαγές: αγόρια φοράνε γυναικείες στολές και κορίτσια αντρικές, κανένας δεν δίνει σημασία. Μας υποδεικνύουν να ακολουθήσουμε μια τριπλή γραμμή στο πάτωμα, φόρο τιμής στο ultramarine του Βερμέερ, για να φτάσουμε μέσα από μια φιδίσια διαδρομή στις αίθουσες της έκθεσης – φοράμε πάντα τα γαλάζια χάρτινα βραχιολάκια μας.
Δίπλα μου υπάρχει κόσμος κάθε λογής που έχει έρθει από παντού, όχι πολύ νεαρής ηλικίας, αν και δεν λείπουν και μαμάδες με καρότσια και μπιμπερό και ανυποψίαστα βρέφη που κάνουν την παρθενική τους είσοδο στα «βάσανα της τέχνης». Στην έκθεση δεν μπαίνουν ακόμα σχολεία, για να εξασφαλιστεί μια σχετική ηρεμία, και φυσικά επιτρέπεται η φωτογράφιση, η βιντεοσκόπηση, δεν υπάρχει χέρι χωρίς κινητό ή μηχανή, όλοι μηδενός εξαιρουμένου φωτογραφίζουν ακατάπαυστα, επιτρέπεται να πλησιάσουν τα έργα σε πολύ μικρή απόσταση – μα αυτή δεν είναι και η αξία του Βερμέερ, να πλησιάσεις όσο πιο κοντά γίνεται, να δεις την πινελιά στο μαργαριτάρι, το γάλα που τρέχει και τα κοντυλένια δάχτυλα της Δαντελούς;
Δεν υπάρχει audio ξενάγηση και πριν φτάσει κάποιος καλό είναι να ακούσει μια πολύ ευχάριστη αφήγηση όλης της ζωής και των έργων του Βερμέερ, βήμα-βήμα, έργο-έργο, στο site του μουσείου από τον Στίβεν Φράι. Όμως, όσο κι αν είσαι προετοιμασμένος γι' αυτή την έκθεση, το μυστήριο γύρω από τον πιο αινιγματικό ζωγράφο και τον μύθο του παραμένει πυκνό. Στις μεγάλες αίθουσες τα έργα είναι τοποθετημένα σε σκουρόχρωμους τοίχους, μπλε, γκρίζους, σκουροκόκκινους και μαβιούς, σε μεγάλη σχετικά απόσταση μεταξύ τους. Αν και, πλην εξαιρέσεων, πρόκειται για έργα μικρών διαστάσεων, σου φαίνονται πελώρια λόγω της ισχυρής εντύπωσης που σου δημιουργούν και του σοβαρά μελετημένου φόντου.
Η κίνηση του κόσμου στις αίθουσες θυμίζει τα βίντεο του Μπιλ Βαϊόλα: οι άνθρωποι σχεδόν κυματίζουν, σαν σε χορογραφία, πλησιάζουν όλοι μαζί και απομακρύνονται από τους πίνακες και επαναλαμβάνουν την κίνηση. Οι περισσότεροι επισκέπτες έχουν δει πολλά από αυτά τα έργα, τα γνωρίζουν, τα πιο γνωστά τα έχουν δει σε άλλα μουσεία, αλλά και σε αναπαραγωγές, στο διαδίκτυο, σε αντικείμενα· η σημασία του έργου, όπως λέει ο Τζον Μπέργκερ, πολλαπλασιάζεται και κομματιάζεται.
Εδώ ο Βερμέερ δεν σε αφήνει να ησυχάσεις, περιστοιχίζεσαι από αυτούς τους πίνακες, από την πινελιά του καλλιτέχνη, πλησιάζεις προσεκτικά κάθε σύνθεση και την αφήνεις, έχοντας περισσότερες απορίες. Επιστρέφεις σε ένα προηγούμενο έργο για να δεις τις ομοιότητες. Και όσο πιο πολύ νομίζεις ότι έχεις πλησιάσει ένα μυστήριο, σου δίνεται «απλόχερα» ένα επόμενο, κάνεις ένα βήμα πίσω και κοιτάζεις ξανά. Το μυστήριο Βερμέερ είναι άλυτο, παρά τις προσεγγίσεις και τις ερμηνείες, που οι περισσότερες είναι κατά βάση υποθετικές, αφού θα παραμείνει μάλλον για πάντα άλυτο το μυστήριο της ίδιας του της ζωής, όσα γνωρίζουμε είναι από τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία. Το μυστήριο που περιβάλλει και το έργο του γίνεται όλο και μεγαλύτερο κυρίως τον εικοστό αιώνα και μετά που το όνομα «Βερμέερ» έγινε brand.
Η έκθεση των είκοσι οκτώ έργων απλώνεται σε δέκα αίθουσες και φανερώνει με κάθε τρόπο το μεγαλείο της προοπτικής και της απόδοσης του φωτός, με τα αντικείμενα και τα εσωτερικά να επαναλαμβάνονται με συνέπεια. Τα μαργαριτάρια που γοήτευσαν τον Βερμέερ ήταν πολύ δημοφιλή τον 17ο αιώνα και ο ίδιος ζωγράφισε ένα από τα πιο διάσημα στην Ιστορία της Τέχνης – αν το δεις από κοντά πρόκειται για λίγες μόνο πινελιές και μια υποψία αντανάκλασης. Ζωγράφισε μαργαριταρένια σκουλαρίκια και περιδέραια σε δεκαοκτώ από τα τριάντα επτά έργα του. Δεν είναι μόνο διακοσμητικά στοιχεία, συμβόλιζαν την αγνότητα, την ομορφιά και την αγάπη και ήταν συνώνυμα του πλούτου. Το κομψό κίτρινο πανωφόρι με λευκή γούνα που φορούν οι γυναίκες στο σπίτι πρωταγωνιστεί σε έξι πίνακές του. Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι πρόκειται για ένα ρούχο θεατρικό σχεδόν και πολυτελές που αναβαθμίζει τη σύνθεση, ωστόσο, όταν λίγο μετά τον θάνατό του έγινε απογραφή της περιουσίας του, στη λίστα υπήρχε μια «κίτρινη σατέν ρόμπα με λευκή γούνα». Πιθανώς ανήκε στη σύζυγό του, Καταρίνα. Οι πλούσιες κυρίες φορούσαν αυτό το είδος πανωφοριού σε εσωτερικούς χώρους τις κρύες μέρες του χειμώνα. Αυτό και τα περιποιημένα χτενίσματα, τα πολύτιμα μαργαριτάρια και τα κεντήματα στα ρούχα τους με χρυσές βελονιές ήταν ο τρόπος του Βερμέερ να δείχνει την κοινωνική τους τάξη.
Συνολικά είκοσι από τα αντικείμενα που εμφανίζονται σε πίνακες του Βερμέερ καταγράφηκαν σε μια επίσημη απογραφή της περιουσίας του το 1676, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του σε ηλικία 43 ετών. Λίγα χρόνια νωρίτερα η κατάρρευση της Ολλανδικής Δημοκρατίας και η επακόλουθη οικονομική κρίση και διάλυση της αγοράς τέχνης είχε επιφέρει την οικονομική καταστροφή της οικογένειάς του. Ο Βερμέερ κατέρρευσε μια χειμωνιάτικη μέρα, πιθανότατα από άγχος, αφήνοντας τους δικούς του με πολλά χρέη που ανάγκασαν τη σύζυγό του να κηρύξει πτώχευση. Έτσι καταγράφηκαν και όλα τα υπάρχοντά του.
Το χρώμα που κυριαρχεί και εντυπωσιάζει με τη ζωντάνια του ακόμα και αν έχει ξεθωριάσει σε μερικούς πίνακες είναι το ultramarine που, ενώ άλλοι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν με φειδώ, ο Βερμέερ το λάτρευε. Χρησιμοποιούσε σπάταλα την πιο όμορφη απ' όλες τις μπλε χρωστικές, που κόστιζε περισσότερο από χρυσό. Το ultramarine, που σημαίνει «πέρα από τη θάλασσα», ονομάστηκε έτσι επειδή τα περισσότερα λάπις λάζουλι έφταναν από το Αφγανιστάν και η παραγωγή του απαιτούσε μια πολύπλοκη διαδικασία. Θα δείτε ultramarine σχεδόν σε όλους τους πίνακές του, σε ρούχα αλλά και σε τραπεζομάντιλα, σε μαξιλάρια και κουρτίνες – τραβάει σαν μαγνήτης το βλέμμα, πάντα εντυπωσιάζει.
Τα παράθυρα είναι ένα σχεδόν αναπόσπαστο στοιχείο των συνθέσεων στα εσωτερικά του. Βλέπουμε σχεδόν σε όλα τα έργα τον ίδιο τύπο παραθύρου: είναι χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα και έχει μια οριζόντια τραβέρσα. Η ανάλυση των έργων του οδήγησε στη θεωρία ότι ο καλλιτέχνης εργαζόταν σε ένα στούντιο με τρία παράθυρα. Στο έργο «Η αλληγορία της καθολικής πίστης» η αντανάκλαση στη γυάλινη σφαίρα δείχνει προφανώς ένα μέρος του στούντιό του, όπου υπάρχουν και τα παράθυρα. Στους πίνακές του, βέβαια, δεν βλέπουμε παρά μόνο δύο, αφού μάλλον καθόταν δίπλα στο τρίτο παράθυρο για να έχει καλύτερο φωτισμό και προοπτική.
Τα γράμματα, τα σημειώματα, οι επιστολές, είναι ένα διαδεδομένο θέμα στους πίνακες του Βερμέερ από τη δεκαετία του 1660. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι γυναίκες στην Ολλανδία του 17ου αιώνα γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Οι επιστολές μοιάζουν σαν μια εισβολή του εξωτερικού κόσμου στα ήρεμα ακίνητα εσωτερικά των σπιτιών. Τα μηνύματα είναι αμφίσημα, άλλο ένα μυστήριο, «τι μπορεί να γράφουν;» αναρωτιέσαι. Προσπαθείς, λοιπόν, να ανιχνεύσεις το περιεχόμενο από την έκφραση των προσώπων, αν μειδιούν ή αν είναι συνοφρυωμένες ή έχουν άγχος, γιατί ο Βερμέερ ζωγράφισε και χαμογελαστές γυναίκες, σε ευθυμία, με το στόμα ανοιχτό και μια υποψία χαμόγελου που αφήνει να φαίνονται λίγο τα δόντια τους, κάτι που ήταν απρεπές έως και ανεπίτρεπτο στην εποχή του. Το θέμα των επιστολών αυτών μπορεί να αποκαλύπτεται εν μέρει μέσα από τους πίνακες που υπάρχουν στο φόντο, σε έναν έρωτα, σε χάρτες, σε μια θρησκευτική σκηνή της διάσωσης του Μωυσή ή μια σκηνή διασκέδασης. Πλησιάζοντας τους αυτούς τους πίνακες που υπάρχουν στο φόντο και είναι ζωγραφισμένοι με εντελώς διαφορετική τεχνοτροπία, σχεδόν μοντέρνα, μπορείς να καταλάβεις την επιρροή του Βερμέερ στους ζωγράφους των επόμενων αιώνων.
Σε αρκετούς χρησιμοποιεί μια κουρτίνα, ένα σκοτεινό στοιχείο στο προσκήνιο που δίνει στη σύνθεσή του θεατρικότητα και δραματικό βάθος. Πολλά πρόσωπα στα έργα του μας κοιτάζουν σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο και επιτρέποντάς μας να δούμε το εσωτερικό, κινώντας την περιέργειά μας για το αν υπάρχει κάτι και πίσω από την κουρτίνα και πρέπει να το φανταστούμε – έτσι μετατρέπει τα όρια ενός εσωτερικού σε θεατρική σκηνή. Πολλοί υποθέτουν ότι χρησιμοποιούσε οπτικά βοηθήματα του δέκατου έβδομου αιώνα για να πετύχει τις θέσεις, τις αναλογίες, τα χρώματα και τις υφές σε σχέση με τις μορφές, π.χ. camera obscura, μια μηχανή που τον γοήτευε.
Ίσως δεν έχει καμία σημασία ο τρόπος, το μάτι και το χέρι του Βερμέερ λειτουργούν σαν φωτογραφική μηχανή που εκφράζει την αίσθηση της υποκειμενικής τάξης της φύσης μέσα από την αίσθηση της εσωτερικής αρμονίας στην καθημερινή ζωή. Βλέποντας όλα αυτά τα έργα γύρω μας, ένα μοναδικό σώμα εργασίας, είναι σαν να κρυφοκοιτάζουμε ή να κρυφακούμε αυτό που συμβαίνει, κοιτάζοντας με λίγη αδιακρισία πίσω από μια τραβηγμένη κουρτίνα, ακούγοντας τον ήχο που κάνει το γάλα καθώς πέφτει στα εύθρυπτα κομμάτια του ψωμιού που έχει η Γαλατού μπροστά της ενώ δουλεύει με προσήλωση, οι βελόνες που πλέκουν τη δαντέλα, το χαρτί όταν ξετυλίγεται, τα μουσικά μέτρα που αντηχούν στο δωμάτιο ένα παγωμένο πρωινό.
Η έκθεση ξεκινά με τα δύο τοπία που έχει ζωγραφίσει ο Βερμέερ, την «Άποψη του Ντελφτ» και τον «Μικρό Δρόμο», που είναι μόνα τους σε μια μεγάλη αίθουσα. Αφήνουν τον επισκέπτη να πάρει μια γεύση από το πώς έβλεπε ο ζωγράφος τον εξωτερικό κόσμο του 17ου αιώνα που τον περιέβαλλε και την πόλη του, το Ντελφτ, στο οποίο έζησε όλη του η ζωή. Ένα μέρος γαλήνιο, ακίνητο, χωρίς τίποτα περιττό, με τους κατοίκους να κάνουν την καθημερινή τους ρουτίνα. Αυτόματα συνδέεις αυτά τα δύο τοπία με τον Προυστ που θεωρούσε την «Άποψη του Ντελφτ» τον πιο όμορφο πίνακα στον κόσμο και έβαλε τον ήρωά του, τον συγγραφέα Μπεργκότ, να πηγαίνει, λίγο πριν πεθάνει, να θαυμάσει ένα «μικρό κομμάτι κίτρινου τοίχου» στη σύνθεση.
Οι φήμες λένε ότι ο Βερμέερ έφυγε από το Ντελφτ, αυτό το πλούσιο μέρος με τα εργοστάσια ζυθοποιίας και τα εργαστήρια κατασκευής ταπισερί και κεραμικής, όταν αποφάσισε να γίνει ζωγράφος, έχοντας κληρονομήσει την επιχείρηση εμπορίας έργων τέχνης μετά τον θάνατο του πατέρα του τον Οκτώβριο του 1652. Ωστόσο η φύση της εκπαίδευσης, οι δάσκαλοι και η περίοδος της μαθητείας καλύπτονται από μυστήριο. Πιθανολογείται ότι, όπως πολλοί επίδοξοι Ολλανδοί καλλιτέχνες –ανάμεσά τους ο Γκέριτ φαν Χόνθορστ–, ταξίδεψε στην Ιταλία, στη Γαλλία ή στη Φλάνδρα και εντρύφησε στις τολμηρά εκφραστικές παραδόσεις του Καραβάτζιο. Στο Άμστερνταμ θα συναντούσε την επίδραση του Ρέμπραντ, του οποίου το ισχυρό chiaroscuro ενίσχυε την ψυχολογική ένταση των πινάκων του. Στυλιστικά χαρακτηριστικά και των δύο εικαστικών παραδόσεων, της σχολής της Ουτρέχτης και του Ρέμπραντ, εντοπίζονται στους πρώιμους βιβλικούς και μυθολογικούς πίνακες μεγάλης κλίμακας του Βερμέερ. Τέσσερα από τα έργα της πρώιμης περιόδου καταλαμβάνουν τη δεύτερη αίθουσα, ενδεικτικά του στυλ που αναπτύσσει. Αποκορύφωμα αποτελεί η «Μαστροπός», που δείχνει ολοφάνερα τις διεθνείς του επιρροές.
Στις επόμενες αίθουσες αρχίζουν τα διάσημα και αινιγματικά εσωτερικά που εξελίσσονται με την καθαρότητα της μορφής και του φωτός, μεταδίδοντας μια γαλήνια, γεμάτη διαχρονικότητα αίσθηση της αξιοπρέπειας και μια απροσδόκητη αίσθηση συναισθηματικής ενέργειας. Σε αυτές τις αίθουσες, στα πρώτα εσωτερικά και στη συνέχεια στα κορίτσια που διαβάζουν γράμματα, παίζουν μουσική, εργάζονται ή κάτι περιμένουν, συγκεντρώνεται και ο περισσότερος κόσμος. Η γαλήνια μοναξιά των χαρακτήρων επιβάλλεται στις αίθουσες, όπου επικρατεί μια σχεδόν επιβεβλημένη σιωπή. Οι λιγοστοί ψίθυροι και η προσήλωση του κοινού επιβεβαιώνουν τον θρίαμβο ενός πολυσήμαντου ζωγράφου του 17ου αιώνα απέναντι στις γεμάτες ερμηνείες και επιθετικότητα ναρκισσιστικές εικόνες του καιρού μας.
Τα έργα λειτουργούν ως υπενθύμιση πραγμάτων που έχουμε υποτιμήσει και βρίσκουμε στον ρεμβασμό και στον στοχασμό, στην παρατήρηση των μικρών κινήσεων, στις απαλές φανταστικές κινήσεις των χεριών, στα άηχα μισά χαμόγελα, σε μια σκούπα και σε ένα φαράσι που είναι παρατημένα στην είσοδο ενός δωματίου και σε ένα μισογεμάτο ποτήρι κρασιού, σε μια υπόσχεση φωτός που μπαίνει από το παράθυρο. Οι γυναίκες στα έργα του δονούνται και αντανακλούν τη μυστηριώδη αφήγηση. Γιατί γελάνε, τι λένε μεταξύ τους, τι περιμένουν, τι συζητούν με τον επισκέπτη αξιωματικό; Η σύνδεση του Βερμέερ με τον έξω κόσμο μεταφέρεται στις αίθουσες της έκθεσης με απίστευτη δύναμη. Έχεις ξεχάσει τον έξω κόσμο, το πολύβουο μουσείο και το θορυβώδες Άμστερνταμ και το συνειδητοποιείς όταν προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα ώρες μετά.
Στη δέκατη, σκοτεινή σχεδόν αίθουσα υπάρχει ένα χρονολόγιο αναρτημένο σε όλους τους τοίχους, μια επανάληψη της εξέλιξης του Βερμέερ, τα είκοσι χρόνια της δραστηριότητάς του, η ανακάλυψή του από τους επόμενους και η έκρηξη της φήμης του που διαδίδεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Ειδικοί, ένας μικρός κύκλος, κυρίως στο Ντελφτ και στο Άμστερνταμ, θαύμαζαν το έργο του μετά τον θάνατό του και μέχρι τον 18ο αιώνα αρκετοί πίνακές του είχαν αποδοθεί σε άλλους, πιο παραγωγικούς Ολλανδούς καλλιτέχνες. Ωστόσο, όταν ο Γάλλος ζωγράφος-κριτικός Étiene-Joseph-Théophile Thoré (ο οποίος υπέγραφε με το ψευδώνυμο William Bürger) δημοσίευσε το 1866 τις ενθουσιώδεις περιγραφές του για τους πίνακες του Βερμέερ, το πάθος για το έργο του καλλιτέχνη έφτασε σε ένα ευρύτερο κοινό. Καθώς ιδιώτες συλλέκτες και δημόσια μουσεία επιδίωκαν να αποκτήσουν τους σπάνιους πίνακές του τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, οι τιμές των έργων του εκτοξεύτηκαν.
Η κατάσταση αυτή ενθάρρυνε την παραγωγή πλαστών έργων, τα πιο διαβόητα από τα οποία ήταν αυτά που ζωγράφισε ο Han van Meegeren τη δεκαετία του 1930. Στο τέλος του 20ού αιώνα η φήμη του Βερμέερ συνέχισε να αυξάνεται, εν μέρει τροφοδοτούμενη από μια έκθεση του έργου του που πραγματοποιήθηκε το 1995-96 στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον και στο Mauritshuis της Χάγης. Η έκθεση έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον πίνακα «Κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», ο οποίος παρουσιάστηκε στο διαφημιστικό υλικό της Εθνικής Πινακοθήκης και έγινε γρήγορα ένα από τα πιο διάσημα έργα του μέχρι τον 21ο αιώνα και κομμάτι της ποπ κουλτούρας.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με την «Αλληγορία της καθολικής πίστης», έναν πίνακα με τον οποίο δεν μπόρεσα να συνδεθώ. Ξαναγύρισα σε μια προηγούμενη αίθουσα, στη «Γυναίκα στα μπλε που διαβάζει ένα γράμμα» για να το κρατήσω ως επίγευση. Θα ήταν υπέροχο αν είχε ολοκληρωθεί αυτή η έκθεση με το έργο «Η τέχνη της ζωγραφικής» που ανήκει στο Μουσείο Ιστορίας Τέχνης της Βιέννης, το οποίο όμως δεν θέλησε να αποχωριστεί αυτό το αριστούργημα ούτε για λίγους μήνες. Λίγα είναι γνωστά για το πώς έβλεπε τη ζωγραφική ο Βερμέερ. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε από αυτό το συγκεκριμένο έργο που δείχνει έναν κομψά ντυμένο καλλιτέχνη ο οποίος ζωγραφίζει τη μορφή της Κλειώς, τη μούσας της Ιστορίας. Πιθανώς να πρόκειται και για τη μόνη απεικόνιση του εαυτού του, θεωρία που ενθαρρύνει τη στάση της χήρας του που προσπάθησε να κρατήσει το έργο μακριά από τους πιστωτές, ακόμη και όταν η οικογένεια ήταν πάμπτωχη.
Περιμένοντας στην ουρά του ειδικού πωλητηρίου που έχει στηθεί για την έκθεση για να προμηθευτώ τον κατάλογο, ο κόσμος γύρω μου είναι σιωπηλός, απορροφημένος, σαν τις φιγούρες του Βερμέερ. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε καταλαμβάνει και χειρίζεται πολύ επιδέξια το μυαλό σου, σε κάνει να αναλογίζεσαι διαρκώς τη σημασία των έργων, με την επίδραση του αινιγματικού και του παράξενου να σηματοδοτεί μια διαρκή επιστροφή στα έργα του.
Ούτε το μουσείο σε αφήνει να ησυχάσεις. Το ίδιο βράδυ έλαβα ένα μειλ, όπως και κάθε επισκέπτης, με ένα μεγάλο ερωτηματολόγιο: πώς βλέπω το μουσείο, αν με ενοχλούσε που είχε κόσμο, αν με δυσαρέστησε που δεν υπήρχε audio ξενάγηση, αν βρίσκω ακριβό το εισιτήριο. Μου ζητούσαν να περιγράψω σχεδόν αναλυτικά την εμπειρία, να εντοπίσω ελλείψεις, να βαθμολογήσω διάφορα πεδία και σχόλια που έχουν γίνει προκειμένου να βελτιωθεί η εμπειρία των επόμενων επισκεπτών. Επίσης, με ρωτούσαν αν είχα έρθει στο Άμστερνταμ για να δω αυτή την έκθεση, αν μένω σε ξενοδοχείο, πόσα άλλα μουσεία θα δω και πόσα θα ξοδέψω στην πόλη κατά την παραμονή μου.
Όταν βγήκα από την έκθεση δεν είχα καμία επιθυμία να δω το υπόλοιπο μουσείο. Ήθελα χρόνο. Ένιωσα λίγο σαν τους πρώτους θεατές των έργων του Βερμέερ τον 17ο αιώνα. Τους φαντάστηκα να σκύβουν να δουν το μεγάλο ρολόι στην «Άποψη του Ντελφτ», το τσαλακωμένο γράμμα –σχεδόν αόρατο– στα πόδια της «Γυναίκας που γράφει ένα γράμμα» και στο σχέδιο του ακριβού περσικού χαλιού στο τραπέζι. Αυτές οι λεπτομέρειες μέρες τώρα δεν φεύγουν από το μυαλό μου, είναι η επιτυχία της έκθεσης, ο θρίαμβος της λεπτομέρειας του Βερμέερ, μια πινελιά που σε έχει αγκιστρώσει στη γοητεία της για πάντα.