Για πρώτη φορά το σύνολο του έργου του Μήτσου Παπανικολάου, ενός από τους αποκαλούμενους «ελάσσονες» Έλληνες λυρικούς ποιητές του Mεσοπολέμου, που έζησε μια σύντομη ζωή, μοιρασμένη μεταξύ της λογοτεχνικής αναζήτησης και δημιουργίας και της σταδιακής οικονομικής και προσωπικής εξαθλίωσης που προκάλεσαν οι εξαρτήσεις και τα απαγορευμένα, για την εποχή, πάθη του, με αποκορύφωμα το πρόωρο και θλιβερό τέλος του σε έναν ψυχρό θάλαμο ψυχιατρείου κατά τη διάρκεια της Kατοχής, σε ηλικία μόλις 43 ετών, έρχεται στο φως με άγνωστα ποιήματα και πεζά του και εκτενή φιλολογική ανάλυση.
Η σύντομη και τραγική ζωή του και το ύφος του περιορισμένου ποιητικού έργου του ήταν αρκετά για να τον κατατάξουν στην ολιγομελή ομάδα των Ελλήνων «καταραμένων ποιητών», οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν έτυχαν ποτέ της αναγνώρισης που τους έπρεπε και παρέμειναν στο περιθώριο του ελληνικού λογοτεχνικού και ποιητικού γίγνεσθαι.
Η φιλολογική έκδοση από το Όγδοο με τίτλο «Ποιητικά Έργα», ογδόντα χρόνια μετά τον θάνατό του. Είναι αποτέλεσμα της πολύχρονης έρευνας, των εκτενών σημειώσεων και της φιλολογικής ανάλυσης του έργου του Μήτσου Παπανικολάου που έκανε ο φιλολόγος και μελετητής του ποιητή, Μιχάλης Χ. Ρέμπας, τον οποίο η LiFO συνάντησε στη Θεσσαλονίκη.
Ο Παπανικολάου δεν υπήρξε μόνο ποιητής αλλά και συστηματικός μεταφραστής και οξυδερκής κριτικός χωρίς αισθητικές εμμονές, καθώς ήταν από τους πρώτους που διέβλεψαν την αξία των νέων ποιητικών τάσεων και του υπερρεαλισμού, από τους πρώτους που έγραψαν θετικά για τον Σεφέρη και για τον Ελύτη, όντας λάτρης ο ίδιος του Καβάφη, χωρίς να διστάσει να διερευνήσει τις απόψεις του Παλαμά για τον φουτουρισμό και τον κυβισμό.
Ο κ. Ρέμπας άρχισε να ασχολείται με τον Παπανικολάου από την εποχή των μεταπτυχιακών σπουδών του στη Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο. Ο τόμος περιλαμβάνει συνολικά 65 πρωτότυπα ποιήματα, 59 ποιητικές μεταφράσεις και 11 αθησαύριστα μέχρι σήμερα πεζογραφήματα και δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να γνωρίσει το έργο ενός σημαντικού μεσοπολεμικού ποιητή που η εποχή του, ο τρόπος ζωής του αλλά και οι συνθήκες του θανάτου του μέσα στην Κατοχή τον άφησαν σε κάποιον βαθμό στο περιθώριο του λογοτεχνικού κανόνα, όπως αυτός διαμορφώθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια.
— Πώς τοποθετούμε τον Παπανικολάου στη γενιά του '20; Τι θέση έχει σήμερα στα ελληνικά γράμματα και τι προσπαθείτε να κάνετε εσείς;
Από γραμματολογική άποψη, ο Παπανικολάου έχει εγγραφεί στην ομάδα εκείνων των μεσοπολεμικών ποιητών που έχουν χαρακτηριστεί ως «ελάσσονες» και περιλαμβάνει πολλούς ποιητές και πολλές ποιήτριες που σε μεγάλο βαθμό επισκιάστηκαν από το έργο του Καρυωτάκη.
Η γενιά αυτή έζησε ανάμεσα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, βίωσε το οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ρημάχτηκε από τη φυματίωση, τη σύφιλη και τις άλλες αρρώστιες, είδε ανθρώπους να διώκονται για τις μαρξιστικές τους ιδέες και για τους κοινωνικούς τους αγώνες, έζησε την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Ο θάνατος, ο χωρισμός, η μοναξιά, η απογοήτευση, η απαισιοδοξία, δεν θα μπορούσαν να μην εμποτίσουν την ψυχοσύνθεση και το έργο τους, σε βαθμό που ο αυτοκτονικός ιδεασμός να μοιάζει σχεδόν φυσιολογικός μονόδρομος, όπως και η αναζήτηση μιας διαφυγής σε τεχνητούς παραδείσους μέσα από τη χρήση ναρκωτικών.
Από την άλλη μεριά, οι αισθητικές τους αντιλήψεις είναι σαφείς: τους ενδιαφέρουν ο ρυθμός του λόγου, ο ποιητικός συμβολισμός, η μουσική υποβολή, αναβιώνουν τα ρομαντικά και συμβολιστικά αιτήματα στη θεματολογία τους –γι’ αυτό, άλλωστε, χαρακτηρίζονται ως νεορομαντικοί και νεοσυμβολιστές– και φροντίζουν για τη μορφή των έργων τους, διατηρώντας μια εσωτερικότητα κι ένα υπαινικτικό ύφος, μια «χαμηλή φωνή», για να θυμηθούμε και την ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη που το 1990 κυκλοφόρησε με ποιήματα αυτής της γενιάς.
— Μιλώντας για τον Παπανικολάου, δεν συναντάμε μόνο έναν ποιητή αλλά και έναν μεταφραστή και κριτικό.
Ο Παπανικολάου είναι μια περίπτωση ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, υπό την έννοια ότι δεν υπήρξε μόνον ποιητής αλλά και συστηματικός μεταφραστής και οξυδερκής κριτικός χωρίς αισθητικές εμμονές, καθώς ήταν από τους πρώτους που διέβλεψαν την αξία των νέων ποιητικών τάσεων και του υπερρεαλισμού, από τους πρώτους που έγραψαν θετικά για τον Σεφέρη και για τον Ελύτη, όντας λάτρης ο ίδιος του Καβάφη, χωρίς να διστάσει να διερευνήσει τις απόψεις του Παλαμά για τον φουτουρισμό και τον κυβισμό.
Ήταν, δηλαδή, ένα πραγματικά ανήσυχο πνεύμα και οι αισθητικές αυτές ανησυχίες στάθηκαν η αιτία για να ψυχρανθούν οι σχέσεις του με τον αγαπημένο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, όταν ο τελευταίος έβγαλε τη μοναδική του ποιητική συλλογή το 1939.
Αυτό, λοιπόν, που κατά βάση επιδίωξα με την παρούσα έκδοση ήταν να δοθεί συγκεντρωμένο το ποιητικό και μεταφραστικό του έργο στον σημερινό αναγνώστη, όσο το δυνατό πληρέστερα ενοποιημένο και αποκατεστημένο, γιατί νομίζω ότι αξίζει να διαβαστεί εκ νέου και να μελετηθεί από σύγχρονες σκοπιές της λογοτεχνικής πρόσληψης. Στην κατεύθυνση αυτή, πολύ σημαντική νομίζω ότι είναι και η ανάδειξη των πεζογραφημάτων του, που μέχρι σήμερα ήταν άγνωστα.
Τέλος, κάτι που θεωρώ εξίσου σημαντικό είναι ότι η ποίηση αυτής της γενιάς εξακολουθεί να ασκεί τεράστια γοητεία στους σημερινούς νέους, χάρη στη μουσικότητά της και στην υποβλητική ατμόσφαιρα που διαμορφώνει. Οι μελοποιήσεις των ποιημάτων αυτής της γενιάς και η επιτυχία τους στο νεανικό κοινό είναι μια γλαφυρή απόδειξη.
Έχω υπόψη μου τουλάχιστον έξι ποιήματα του Παπανικολάου που μελοποιήθηκαν με μεγάλη επιτυχία τα τελευταία είκοσι χρόνια: ο Δημήτρης Κανελλόπουλος και οι Domenica μελοποίησαν το «Μέσα στη βουή του δρόμου» και το «Βραδινοί θάνατοι» το 2002, τον «Χειμώνα» το 2004 και τις «Ώρες» το 2007, ο Θάνος Ανεστόπουλος μελοποίησε τον «Χειμώνα» το 2015 και το 2022 η Μάρθα Μεναχέμ μελοποίησε το «Τοπίο».
Θάνος Ανεστόπουλος - Χειμώνας (Ποίηση Μήτσος Παπανικολάου)
— Είστε εκπαιδευτικός. Τι λένε αυτά τα ποιήματα στους μαθητές σας;
Παλαιότερα, όταν δίδασκα στο λύκειο, διαπίστωνα στο μάθημα της Λογοτεχνίας ότι τα ποιήματα αυτής της γενιάς «κάτι λένε» στα νέα παιδιά, κάπου αγγίζουν την εφηβική μελαγχολία και τις υπαρξιακές ανησυχίες των εφήβων.
Ο Παπανικολάου εκπροσωπείται στον σχολικό λογοτεχνικό κανόνα με δύο ποιήματά του, το «Εσωτερικό» και το «Τοπίο», και μάλιστα το τελευταίο αναλύεται στο σχολικό εγχειρίδιο της Β' Λυκείου ως ένα κατεξοχήν παράδειγμα πλήρως επιτυχημένου ποιήματος του συμβολισμού. Η αναγνωστική ανταπόκριση, λοιπόν, των μαθητών και των μαθητριών μου κάθε φορά που διαβάζαμε τα συγκεκριμένα κείμενα ήταν τόσο συγκινητικά δημιουργική που πολλές φορές με εξέπληττε, δείχνοντας πόσο ζωντανή παραμένει, τελικά, η λεγόμενη παραδοσιακή ποίηση.
— Ποιος ήταν ο Παπανικολάου, ποιο το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και ποιες επιρροές δέχτηκε;
Ο Παπανικολάου γεννήθηκε στην Ύδρα το 1900, αν και η νεκρολογία του «Μπουκέτου» αναφέρει ότι γεννήθηκε το 1901, ενώ ο Τάκης Σπετσιώτης αναφέρει ότι μάλλον γεννήθηκε το 1898 με βάση τη μελέτη του Δημήτρη Υφαντή «Τοξικομανία δι’ ηρωίνης», με την οποία ήρθαν στο φως τα στοιχεία από το Δρομοκαΐτειο, όπου ο Παπανικολάου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1943 από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Στα παιδικά του χρόνια ταξίδεψε με την οικογένειά του στην Τύνιδα, στη Μάλτα, στην Τριπολίτιδα, μέχρι που τελικά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το γυμνάσιο. Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι ξεκίνησε σπουδές στη Νομική, το 1920 όμως τις εγκατέλειψε οριστικά και στράφηκε προς τη δημοσιογραφία, για να προσληφθεί το 1923 στο «Μπουκέτο» ως αρχισυντάκτης.
Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με τον οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιώργου Κοτζιούλα, η σχέση είναι βαθύτατα προσωπική, μέχρι το 1939 που, όπως είπαμε προηγουμένως, ψυχραίνονται. Επηρεάζεται από τους Γάλλους ποιητές, τον Μποντλέρ, τον Βαλερί, κυρίως όμως τον Μιλόζ, και οριοθετεί την ποιητική του στο πλαίσιο του νεοσυμβολισμού, επιδιώκοντας την κατάκτηση της λεγόμενης «καθαρής ποίησης».
Ζει μια ζωή πραγματικά διχασμένη: τα πρωινά εργάζεται με μόχθο στα γραφεία του «Μπουκέτου», μεταφράζει Γάλλους ποιητές, μεταφράζει γαλλική πεζογραφία –η έρευνα επιβεβαιώνει σίγουρα τη μετάφραση του Γκι ντε Μοπασάν–, γράφει και διορθώνει δοκίμια, δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Τα βράδια συχνάζει σε ύποπτα στέκια και σε τεκέδες, παρέα με τον αγαπημένο του Ναπολέοντα, εθίζεται στα ναρκωτικά, χαρτζιλικώνει διάφορους παρίες της νύχτας για λίγες στιγμές συντροφιάς και ηδονής.
Οι μαρτυρίες είναι αρκετές και εξίσου αντιφατικές: ο διευθυντής του «Μπουκέτου» τον περιγράφει ως «σεμνό και ντροπαλό», ο Δικταίος από την άλλημ ως «δυσειδή και χολερικό»…
— Είπαμε προηγουμένως για το πλαίσιο της εποχής. Μιλάμε για μια «χαμένη γενιά»;
Προσωπικά, διαφωνώ με τον όρο «χαμένη γενιά», καθώς οι ποιητές και οι ποιήτριες της γενιάς του ’20 ήταν, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, εξαιρετικά ενημερωμένοι, γλωσσομαθείς, συνεργάζονταν με πάρα πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, διαμόρφωσαν μια αισθητική αντίληψη για την ποίηση και την τέχνη γενικότερα, πήραν θέση σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, εκτέθηκαν και άφησαν πίσω τους έργο που πιθανό διαβάστηκε από ευρύτερο κοινό περισσότερο απ’ ό,τι διαβάστηκε των καθιερωμένων ποιητών που ακολούθησαν την πεπατημένη εκδοτική πορεία.
Η γενιά που ακολούθησε, η γενιά του ’30, έφερε μαζί της τον αέρα των νέων αναζητήσεων, την απελευθέρωση του ασυνειδήτου, το σπάσιμο της φόρμας, τις ριζοσπαστικές ιδέες του επαναστατικού υπερρεαλισμού· ήταν φυσικό να επισκιάσει αργότερα τη «χαμηλή φωνή» και τη φροντισμένη φόρμα των ποιητών που έφεραν βαρύ το τραύμα της περιπετειώδους δεκαετίας του 1920.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γραμματολογικές ταξινομήσεις γίνονται πάντοτε εκ των υστέρων και αυτό είναι φυσιολογικό στην ιστορία της Λογοτεχνίας και στην ιστοριογραφία γενικότερα. Ζούμε, καλώς ή κακώς, σε μια εποχή αναθεωρητισμού, κι αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε μια νέα προσέγγιση των πραγμάτων που είχαμε συστηματοποιήσει διαφορετικά – και συνακόλουθα, ίσως, σε μια καλύτερη κατανόηση των προκλήσεων που ζούμε σήμερα.
— Έχετε μια εξήγηση γιατί από αυτήν τη γενιά γνωρίζουν οι περισσότεροι μόνο τον Καρυωτάκη;
Ο Καρυωτάκης, που με ρωτάτε, δεν άντεξε, και αυτοκτόνησε. Αυτό τον καθιέρωσε ως σημαντικό ποιητή; Όχι, βέβαια, έπαιξε, όμως, νομίζω έναν ρόλο στη διαμόρφωση μιας μυθολογίας, στη δημιουργία αυτού που ονομάστηκε «καρυωτακισμός» και κατά πώς φαίνεται βασάνισε πολλούς ποιητές και πολλές ποιήτριες εκείνης της εποχής και σε κάποιον βαθμό τους παραγκώνισε κιόλας.
Ο Παπανικολάου, πάντως, δεν διστάζει να γράψει μια εξαιρετική, κατά τη γνώμη μου, κριτική για το έργο του Καρυωτάκη το 1938, στα δεκάχρονα του θανάτου του, με τον τίτλο «Ο ποιητής μιας γενιάς», συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην καθιέρωση του καρυωτακικού έργου ως σημαίνοντος για τη γενιά του ’20.
Από την άλλη μεριά, ως ποιητής δεν μιμείται τον τρόπο του Καρυωτάκη, παρότι μοιράζεται κοινές θεματικές αναφορές όσον αφορά τον θάνατο ή την αρρώστια, αντίθετα δεν διστάζει να δοκιμαστεί στον ελευθερωμένο, ακόμη και στον ελεύθερο στίχο σε κάποια από τα τελευταία ποιήματά του και να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό τη θεματολογία του, ανανεώνοντας σημαντικά παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, όπως το σονέτο.
— Ποια ήταν η θεματική του Παπανικολάου;
Βασικό του θέμα είναι η κινητοποίηση της μνήμης ως ένας λυτρωτικός μηχανισμός από το σκληρό παρόν. Η μνήμη διαπλέκεται με κάποια δευτερεύοντα θέματα, όπως η λειτουργία της φύσης, ο πόνος του χωρισμού και του θανάτου, η μελαγχολία, η ανία.
Δεν λείπει, επίσης, ένας υποδόριος ηδονισμός, κάποια επιθυμία νόστου και μια μεταφυσική αγωνία, θέματα που προσδίδουν στη μνήμη μια υπαρξιακή διάσταση. Η αυτοβιογραφική λειτουργία στο έργο του είναι υπόδηλη, σχεδόν ανύπαρκτη, και άλλοτε εντάσσεται στη σφαίρα του ιδιωτικού βίου, άλλοτε συνδέεται με τον συλλογικό βίο, όπου μπορούμε να διαπιστώσουμε επιρροές είτε από τα ιστορικά συμφραζόμενα είτε από τα ιδεολογικά και κοινωνικά αιτήματα της εποχής του Μεσοπολέμου.
Domenica - Μέσα στη βουή του δρόμου
— Πώς συνδέουμε την εποχή μας με όσα συνέβησαν πριν από εκατό χρόνια;
Οι αναλογίες των εποχών δεν έχουν τελειωμό. Και το χειρότερο, για μένα, είναι το εξής: τότε, στον Μεσοπόλεμο, αχνοφαινόταν μια κάποια αισιόδοξη προοπτική, παρά τους διωγμούς και τις μεθόδους πρόληψης του συστήματος, μέσα από το εργατικό και το γυναικείο κίνημα, τον αντιαποικιακό αγώνα, τους κοινωνικούς αγώνες μιας αριστεράς που ακόμη δεν είχε προλάβει να συστηματοποιηθεί και να αφομοιωθεί από τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Σήμερα, όμως, που η ανθρωπότητα, καθώς φαίνεται, ξέχασε τον πόνο που έφερε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα, σήμερα που υποτίθεται ότι ζούμε σε ένα «παγκόσμιο χωριό», ποια αισιόδοξη προοπτική μπορεί να αποτυπωθεί;
Προσωπικά, πιστεύω μόνον στον αστάθμητο παράγοντα της Ιστορίας και στις συλλογικότητες. Αρκεί οι τελευταίες να μην επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος, να μην πατροναριστούν από επιτήδειους, να μην αφομοιωθούν. Και μέχρι τότε, τι μπορεί να μας κρατήσει όρθιους ή, έστω, κάπως ζωντανούς; Το ερώτημα είναι υπαρξιακό και ο καθένας τραβά τον δρόμο του μονάχος…
— Ας μιλήσουμε για το έργο του. Θα μπορούσατε να μου παραθέσετε κάποια παραδείγματα;
Η πρώτη απόπειρα γραφής σε πεζό λόγο από τον Παπανικολάου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μπουκέτο» το 1927 και παρέμεινε άγνωστη μέχρι σήμερα, όπως και τα υπόλοιπα πεζά του, για τα οποία δεν εντόπισα καμία αναφορά στη βιβλιογραφία, ούτε κάποια μαρτυρία. Η θεματολογία τους αντιστοιχεί με αυτήν των ποιημάτων του και, παρά τις κάποιες άστοχες, ίσως, επιλογές, παρουσιάζουν αρκετές αφηγηματικές αρετές και, κυρίως, μεγάλο γραμματολογικό ενδιαφέρον, επειδή, ενώ γράφτηκαν από έναν κατεξοχήν νεοσυμβολιστή ποιητή, αποπνέουν έναν έντονο ρεαλισμό, άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό. Κάποια έχουν περιεχόμενο κοινωνικό και σε μεγάλο βαθμό ψυχολογικό και είναι γραμμένα με λόγο άμεσο, γοργό και απλό, με ύφος οικείο και καθημερινό, χωρίς όμως να λείπουν και κάποιες νεορομαντικές εξάρσεις.
Το 1930 δημοσιεύει στο «Μπουκέτο» ένα ακόμη διήγημα και την περίοδο της Κατοχής δημοσιεύει άλλα εννιά διηγήματα, μάλιστα το τελευταίο αποτελεί μεταθανάτια δημοσίευση μαζί με τη νεκρολογία του. Τα διηγήματα αυτά αξίζει να μελετηθούν περαιτέρω, πρώτα απ' όλα για το γραμματολογικό ενδιαφέρον τους αλλά και γιατί μπορεί να φωτίζουν πτυχές της αγωνίας που βίωνε ο άνθρωπος και ο λογοτέχνης Παπανικολάου λίγο πριν από τον θάνατό του.
Είναι, κατά τη γνώμη μου, κείμενα που δείχνουν ικανότητα και στον πεζό λόγο, τόσο αναφορικά με τις αφηγηματικές τεχνικές, τις αυτοβιογραφικές αναφορές και την κινητοποίηση της μυθοπλασίας όσο και με τη γλώσσα, το ύφος και το περιεχόμενο. Διαβάζουμε, λ.χ., στο πρώτο του διήγημα «Φθινοπωρινή βραδιά», του 1927:
«Μ’ απόψε, απότομα, μέσα στο βράδυ του Νοέμβρη ένιωθε να ζωντανεύουν μέσα της αναμνήσεις πεθαμένες από χρόνια κι ένα πρόσωπο που το είχε σκεπάσει η ομίχλη του καιρού ορθωνόταν μπροστά της με την ομορφιά του εφήβου. Ο Παναγιώτης τής ερχόταν στο μυαλό της όπως ήτανε τότε που τον είχε πρωτοαγαπήσει. Παραπάνω από είκοσι χρόνια είχανε περάσει από τότε. Μα ήταν τόσο ζωντανή η εικόνα του που και να μην είχαν περάσει αυτή θα ήταν η ίδια. Τόσες μεταβολές, τόσες αλλαγές, κι ακόμη τόσοι θάνατοι που είχαν σημειωθεί, στο διάστημα των είκοσι αυτών χρόνων, δεν ήταν τόσο πραγματικοί όσο ήταν τώρα η ανάμνησή της».
Αντίστοιχα, δύο χαρακτηριστικά ποιήματα του Παπανικολάου, ένα αυστηρής μετρικής μορφής, που το δημοσίευσε το 1930, και ένα της προσπάθειάς του να υιοθετήσει την ανανεωτική φόρμα του ελεύθερου στίχου και της μοντέρνας ποίησης, που το δημοσίευσε το 1938, είναι τα εξής:
ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Πρόσμενα, πρόσμενα να ’ρθείς, κι εσύ δεν ήρθες όμως...
Μα στην απελπισία μου, δε μού ’λειψε η ελπίδα,
περίμενα αναπάντεχα για να σε φέρει ο δρόμος
κι όλους τους είδα νά ’ρχονται και μόνο εσέ δεν είδα.
Κι έμεινα τέλος μόνος μου μες στ’ άδειο καφενείο,
έμεινα, όπως δεν έμεινε ποτέ κανένας, μόνος,
κρατώντας το κεφάλι μου στα χέρια σαν κρανίο
που το σφραγίζει της ζωής και του θανάτου ο πόνος.
Τα μάτια μου είχαν κουραστεί στην προσμονή την τόση
και τά ’κλεισα και σ’ είδα πια στα βλέφαρά μου πίσω –
είχες ερθεί στο ραντεβού που δε μου είχες δώσει
για να με κάνεις πιο πολύ μ’ αυτό να σ’ αγαπήσω.
Και την καρδιά μου σ’ άνοιξα, πόρτα που απάνω ως κάτου
τα μαύρα τη στολίζανε τα κρέπια του θανάτου!
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Δώσε μου την ανάμνηση του πράσινου δρόμου,
το σπίτι με το κόκκινο φως,
τα παλικάρια που χόρευαν.
Οι αράχνες έφραξαν τα παράθυρα,
γέμισαν σκόνη τα βιβλία.
Τη θύμησή σου δώσε μου
γιατί έμεινε γυμνό το χαίρε.
Τέλος, μία από τις χαρακτηριστικότερες μεταφράσεις του, που έχει χαρακτηριστεί πλέον κλασική, είναι το ποίημα του Πολ Βαλερί «Τα βήματα», δημοσιευμένη στο πρώτο τεύχος της «Νέας Εστίας» το 1927:
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Τα βήματά σου, τέκνα της σιωπής μου,
σαν από θεία χάρη, αργά βαλμένα,
προς το κρεβάτι της αγρύπνιας της δικής μου,
άφωνα προχωρούν και παγωμένα.
Πρόσωπο αγνό, ίσκιε θείε, τι θαυμαστά
τα βήματά σου τα συγκρατημένα!
Θεοί, όλα τα δώρα που μαντεύω, αυτά
τα γυμνά πόδια φέρνουνε σε μένα!
Αν, με τα χείλη σου που τα προτείνεις,
προετοιμάζεις για να γαληνέψεις
τον κάτοικο της ιδικής μου σκέψης
με την τροφήν ενός φιλιού που δίνεις,
μη βιάζεις το έργο αυτό το τρυφερό,
γλυκά του αν είσαι ή όχι εσύ κοντά μου,
γιατί έζησα για να σε καρτερώ
κι ήταν τα βήματά σου η καρδιά μου.