Ο Γκούσταφ Άσενμπαχ πηγαίνει στη Βενετία για να πεθάνει. Ή για να ζήσει, λίγο προτού πεθάνει. Η επιθυμία αυτή τον χτυπά ξαφνικά, σαν τίγρη «που ελλοχεύει με τα πυρωμένα μάτια της», τον κυριεύει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η καρδιά του φτάνει να «σπαρταράει από δέος κι ακαθόριστη προσδοκία», κάποιο απόγευμα στο Μόναχο, την ώρα που περνάει έξω από τα μαρμαράδικα ενός νεκροταφείου, με τους σταυρούς, τις επιτύμβιες πλάκες και τα μνημεία παραταγμένα προς πώληση.
Η κάθοδός του –από τον Βορρά στον Νότο, από τη στεριά στη θάλασσα, από την υγεία στην ασθένεια– θα σημάνει την αφύπνιση των ευνουχισμένων συναισθημάτων, τη λυτρωτική καταβύθιση στον κόσμο του ασυνειδήτου, την εκπρόθεσμη εκ/πλήρωση μιας από πάντοτε οφειλούμενης ερωτικής έκστασης που τον κατακλύζει μέσω μιας ύστατης, εικονικής, ένωσης με το αντικείμενο του πόθου του.
Έχοντας απαρνηθεί ξανά και ξανά τη χαρά της θορυβώδους ζωής προς χάριν της φανταστικής εντός του, ο υπερευαίσθητος Άσενμπαχ με το λεπτοκαμωμένο σώμα, ο διάσημος συγγραφέας με το αλύγιστο ηθικό σφρίγος και το υπερχειλίζον πνευματικό θάμβος, πρόωρα εξαντλημένος, καίτοι αγέρωχα ενδεδυμένος, θα διασχίσει τα ρυπαρά κανάλια της Βενετίας μέσα στη γυαλιστερή μαύρη γόνδολα-φέρετρο που θα τον οδηγήσει στον τελευταίο προορισμό του.
Παραπατώντας από τις ριπές του σορόκου και την αηδιαστική κουφόβραση, παραμερίζοντας γερόντια με ξεκολημμένες μασέλες, δύσοσμους τουρίστες και αγενείς υπαλλήλους, ο Ασενμπαχ θα φτάσει τελικά στην άκρη της παραλίας, θα κοιτάξει προς το βάθος του ορίζοντα και θα αντικρίσει για πρώτη φορά το «πρόσωπο του έρωτα»: τα παράξενα, γκρίζα μάτια του Τάτζιο, το απέριττο εφηβικό κάλλος που εμφανίζεται ξαφνικά από τα βάθη του ουρανού και της θάλασσας για να τον συγκλονίσει.
Όσο η ώρα περνά, τόσο περισσότερο διψάμε για συγκινησιακές ποιότητες που παραμένουν άφαντες ή εμφανίζονται τόσο φευγαλέα, ώστε δεν αποτυπώνονται επαρκώς στον ψυχισμό μας.
Πράγματι, η διαδρομή αυτή θα επιφέρει την ολοκληρωτική, καταλυτική, θριαμβευτική και τραγική ανατροπή του είναι του. «Δεν υπάρχει βαθύτερη γνώση χωρίς την εμπειρία της ασθένειας», έγραφε ο Τόμας Μαν για τον Νίτσε. Μέσα στην ατμόσφαιρα της αποσύνθεσης που πνίγει με τις μολυσματικές αναθυμιάσεις της την ποιητικότερη πόλη της Ευρώπης, με τον αριθμό των νοσούντων και των νεκρών να αυξάνεται καθημερινά, ο Άσενμπαχ, κατειλημμένος κι εκείνος από την ίδια χολερική έξαψη που μαστίζει τη Βενετία, θα εγκαταλείψει πλήρως την πρότερη, πειθαρχημένη και περιχαρακωμένη ύπαρξή του για να παραδοθεί αναψοκοκκινισμένος στο πάθος του (ανεκπλήρωτου) έρωτα.
Ο διονυσιακός σπασμός του θα γεννήσει τώρα ένα δράμα απροσμέτρητης έντασης και ασυγκράτητης επιθυμίας. Με την προαίσθηση του τέλους να τυλίγει το σώμα και το πνεύμα του, ο Ασενμπαχ θα κολυμπήσει παράφορα μέσα στο βλέμμα του Τάτζιο: μέσα σε αυτό θα γονατίσει, μέσα σε αυτό θα ονειρευτεί, θα παρανοήσει, και τελικά θα σβήσει, ατενίζοντας από μακριά την ομορφιά που ήρθε να του χαρίσει τη σημαντικότερη εμπειρία της ζωής του.
Πώς να αποδώσει κανείς μια τέτοια πορεία επί σκηνής; Πώς να δείξει, με θεατρικούς όρους, την ενόρμηση θανάτου; Πώς να δώσει ύλη, ρυθμό και ήχο σε αυτό το ασίγαστο ρεύμα που κυκλώνει υπογείως την ύπαρξη, ρουφώντας την ανελέητα σε μια τρομακτική και ακαταμάχητη δίνη ιλίγγου;
Σίγουρα δεν αρκεί ένας χαριτωμένος συνδυασμός αφήγησης και δραματοποίησης των γεγονότων της πλοκής προκειμένου να ηχήσει το κύκνειο άσμα του Άσενμπαχ. Ουδόλως μας ενδιαφέρει η, έστω αφαιρετική, αναπαράσταση της ιστορίας: ο Άσενμπαχ να τραντάζεται στο τρένο για την Τεργέστη, ή στη γόνδολα να διαπληκτίζεται με τον γονδολιέρη, ή στο ξενοδοχείο να συνομιλεί με τον ρεσεψιονίστ, ή στην τραπεζαρία με τους σερβιτόρους κ.ο.κ.
Αυτό που «συμβαίνει» σε μια τόσο πυκνή και πολυκύμαντη ιστορία βρίσκεται πίσω και πέρα από τα φασαριόζικα, διεκπεραιωτικά πάρε δώσε: αφορά τις δονήσεις και τις εντάσεις που εκπέμπονται από τον αφανή πυρήνα – εν προκειμένω, μάλιστα, έναν πυρήνα σε παροξυσμό, σε απόγνωση, σε πυρετώδη αναζήτηση διεξόδου από το απειλητικό πλησίασμα του θανάτου.
Όμως εδώ ουδέποτε συνδεόμαστε με αυτήν τη διάσταση, παρά μόνο με την εξωτερική έκφανσή της. Για ποιον λόγο επέλεξε ο σκηνοθέτης τη νουβέλα του Τόμας Μαν; Ποια πτυχή του έργου θέλησε να αναδείξει θεατρικά;
Όλη η σκηνοθετική αγωνία μοιάζει να εξαντλείται στο πώς θα μοιραστεί το κείμενο ισότιμα σε πέντε αφηγητές (Γιάννης Λεάκος, Ορέστης Χαλκιάς, Γρηγορία Μεθενίτη, Γιάννης Μαστρογιάννης, Νίκος Χατζόπουλος) και στο πώς θα παρουσιαστούν τα περιστατικά της νουβέλας με ευσύνοπτο, λιτό τρόπο, χρησιμοποιώντας τον ίδιο σκηνικό χώρο –έναν κύκλο μέσα σε ένα τετράγωνο– και ελάχιστα αντικείμενα (λίγες μάσκες, ένα φουλάρι, μια βαλίτσα κ.ά.).
Όσο για το αργοπορημένο ερωτικό ξύπνημα του ήρωα, ας βάλουμε τον «γέρο» στη μέση και τρεις-τέσσερις ημίγυμνους νέους να χαϊδολογιούνται μπροστά του, σχηματίζοντας ποιητικίζοντα σωματικά συμπλέγματα για να τον αναστατώσουν... (Ασχολίαστο αφήνω το κόκκινο φουλάρι και το περουκίνι που του φορούν λίγο πριν από το τέλος, αξεσουάρ που τον μετατρέπουν σε κακέκτυπο γνωστού τηλεοπτικού κωμικού ηθοποιού.)
Μα και η ερμηνεία του Νίκου Χατζόπουλου, από τον οποίον τόσα περιμέναμε, δεν καθίσταται ικανή να σπάσει την επιφανειακότητα και τη μονοσήμαντη ανάπτυξη του εγχειρήματος. Ο έμπειρος και γοητευτικός ηθοποιός επιλέγει περιέργως εδώ να τονίσει τη στρυφνή, άτεγκτη πλευρά του Άσενμπαχ, παραμελώντας εκκωφαντικά τις υπόλοιπες όψεις του και αφήνοντάς μας με την εντύπωση ενός σνομπ γεροπαράξενου.
Όσο η ώρα περνά, τόσο περισσότερο διψάμε για συγκινησιακές ποιότητες που παραμένουν άφαντες ή εμφανίζονται τόσο φευγαλέα, ώστε δεν αποτυπώνονται επαρκώς στον ψυχισμό μας: στιγμές λυρικής παλίρροιας (Άγγελος Τριανταφύλλου), υποβλητικού φωτισμού (Αλέκος Αναστασίου) ή σκηνογραφικής ευρηματικότητας (Πάρις Μέξης) που ανασηκώνουν το «ξύλινο» δάπεδο και χαράσσουν μικρές γραμμές φυγής προς ένα ψυχικό τοπίο εντελώς διαφορετικό από την πεζή εκδοχή του δράματος που εκτυλίσσεται μπροστά μας.
Η μοναδική σκηνή κατά την οποία θρυμματίζεται το κέλυφος της απλουστευτικής μονομέρειας είναι η τελευταία: όταν ο Άσενμπαχ-Χατζόπουλος παρακολουθεί στην οθόνη ένα (κινηματογραφημένο) έφηβο αγόρι (ευτυχώς, ως τώρα δεν είχαμε δει ποτέ τον Τάτζιο) που μπαίνει αργά στη θάλασσα, καθώς το εκθαμβωτικό φως του ήλιου σβήνει σταδιακά το περίγραμμά του, το φύλο του, την ηλικία του και τον μετατρέπει στην ασημένια αντανάκλαση ενός ονείρου πάνω στους παφλασμούς των κυμάτων.
Εδώ για πρώτη φορά «μπαίνουμε» στο βλέμμα του Άσενμπαχ. Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτήν τη σκηνή –όπου ένας μεσήλικας άνδρας κάθεται με την πλάτη προς το μέρος μας μαγνητισμένος από μια απρόσιτη, εξαϋλωμένη νεανική μορφή‒ δεν υπάρχει καθόλου λόγος, καθόλου κίνηση, καθόλου «δράση». Θα έλεγε κανείς ότι τίποτε δεν «συμβαίνει» σε αυτήν τη σκηνή: και όμως, χάρη στην ένταση ετούτου του βωβού, μαγεμένου βλέμματος, συμβαίνουν τα πάντα...
Ας ήταν, λοιπόν, ολόκληρη η παράσταση μονάχα αυτή η σκηνή: θα είχε, θαρρώ, απείρως περισσότερο ενδιαφέρον.
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Θάνατος στη Βενετία»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.