Έχει ψιλόβροχο στην Αίγινα και λίγη συννεφιά, αλλά η άνοιξη έχει αρχίσει να θριαμβεύει στα μπουμπουκιασμένα δέντρα όταν φτάνω στο σπίτι και ατελιέ του Νίκου Νικολάου, που είναι γεμάτο κόσμο, νεαρό κόσμο, και εντυπωσιάζομαι.
Το ατελιέ του Νικολάου άνοιξε στο κοινό για μία ημέρα, ωστόσο όσοι είναι στην Αίγινα για Σαββατοκύριακο και το έμαθαν έχουν έρθει στον όμορφα φτιαγμένο χώρο όπου δούλευε κάθε μέρα. Γύρω μας υπάρχουν πολλά από τα έργα του, λάδια, σχέδια, μελάνια, τα βιβλία του.
Το ατελιέ του είναι καθαρό, περιποιημένο και φωτεινό, όπως τα έργα του. Από τα παράθυρα που βλέπουν προς τη δύση περνάει ένα γλυκό φως και στα πεζούλια έξω από το εργαστήριο μπορεί να φανταστεί κανείς τον Νικολάου να κάθεται τα απογεύματα, με το φως της μέρας να πέφτει, και να μιλά με τον στενό φίλο και συνομιλητή του Γιάννη Μόραλη. Μπροστά μας, στην άλλη μεριά της παραλιακής λεωφόρου Καζαντζάκη, έχει τοποθετηθεί και ένα υπαίθριο γλυπτό του Γιάννη Μόραλη, ως υπόμνηση της σχέσης των δυο ζωγράφων.
Το 1964 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα μαζί με τη σύζυγό του Αγγέλα Ζουμπουλάκη και το σπίτι του εκεί έγινε τακτικός τόπος συνάντησης φιλότεχνων και διανοούμενων.
«Στην Αίγινα ήταν γνωστός σε όλους τους κατοίκους του νησιού. Το σπίτι του ήταν ένα πνευματικό κέντρο. Η φιλοξενία του και η φιλία του ήταν κάτι αμέτρητο» γράφει ο ομότεχνός του Κώστας Ανδρέου. «Μεσημέρι και βράδυ είχε κόσμο για φαΐ, παρέα και συζήτηση. Ήταν γενικά ολιγόλογος, άκουγε περισσότερο απ' ό,τι μιλούσε, αλλά με το "ναι" ή με το "έτσι είναι" και με το μεγάλο χιούμορ του τα έλεγε όλα».
«Στην Αίγινα ήταν γνωστός σε όλους τους κατοίκους του νησιού. Το σπίτι του ήταν ένα πνευματικό κέντρο. Η φιλοξενία του και η φιλία του ήταν κάτι αμέτρητο» γράφει ο ομότεχνός του Κώστας Ανδρέου. «Μεσημέρι και βράδυ είχε κόσμο για φαΐ, παρέα και συζήτηση. Ήταν γενικά ολιγόλογος, άκουγε περισσότερο απ' ό,τι μιλούσε, αλλά με το "ναι" ή με το "έτσι είναι" και με το μεγάλο χιούμορ του τα έλεγε όλα».
Στο κτήμα που περιβάλλει το σπίτι κυριαρχεί η ιδέα της ήρεμης φύσης, η συνέχεια του φυσικού τοπίου της Αίγινας. Το 2019 ξεκίνησε η ανακαίνιση του σπιτιού και του περιβάλλοντος χώρου και δημιουργήθηκαν πέντε ξενώνες. Πρόσφατα οι ξενώνες συμπεριλήφθηκαν στη λίστα με τα 10 καλύτερα ξενοδοχεία της Ελλάδας για το 2020, σύμφωνα με το περιοδικό «Conde Nast Traveler». Επικρατεί η αίσθηση της ηρεμίας, η ανακαίνιση έχει γίνει με σεβασμό στην ιστορία του ζωγράφου και της συζύγου του Αγγέλας, διατηρώντας το πάντα ζεστό κλίμα φιλοξενίας για το οποίο φημίζονταν.
Φιστικιές, συκιές, ελιές και δενδρολίβανα περιβάλλουν με αρώματα και χρώμα την κύρια κατοικία και τα επιμέρους κτίσματα.
Στο εργαστήριο υπάρχουν τα αντικείμενα που μάζευε, ζωγραφισμένες κολοκύθες και μια πελώρια φιγούρα του Σπαθάρη, ενώ οι φιγούρες των έργων του γύρω μας είναι δεμένες με το τοπίο, τη γη και τα χρώματά της. Έργα στους τοίχους και τα τελάρα, ζωγραφισμένες πέτρες, η βιβλιοθήκη του.
Η Δάφνη και ο Θοδωρής Ζουμπουλάκης, ξεκινώντας από το μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού –πρώτο ατελιέ του ζωγράφου, που αργότερα χρησιμοποιούσε ως καθιστικό– και με οδηγό το φωτογραφικό αρχείο και τα προσωπικά βιώματα της οικογένειας, τοποθέτησαν στην αρχική τους θέση τα έργα και τα αντικείμενα που υπήρχαν στον χώρο, ανασυστήνοντας την ατμόσφαιρα στην οποία έζησε ο Νικολάου.
«Οι φιγούρες του Νικολάου είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστούν ως πορτρέτα», γράφει ο Δημήτρης Παπαστάμος. «Είναι γενικευμένες φασματικές παρουσίες με μονόχρωμες καλοδουλεμένες επιφάνειες, προϊόντα μιας εξαιρετικής τεχνικής. Ο Νικολάου με τον νέο, μετά το 1950, προσανατολισμό του δεν βλέπει την τεχνοτροπία μόνο ως συγκεκριμένη εξέλιξη μορφών και χρωμάτων που υπόκεινται σε εξελίξεις αλλά και ως κινητήριο δύναμη. Θα στηριχθεί στο στατικό στοιχείο που στηρίζεται στον άνθρωπο –συνήθως γυναίκα– το οποίο χρησιμοποιεί σαν λιτή ανάπτυξη της εικόνας του.
Η ανθρωποκεντρική ζωγραφική του ακολουθεί μάλλον μια κληρονομιά της μεταφοράς της ανθρώπινης μορφής στην τέχνη που μεταβάλλεται αργά αλλά πάντως μεταβάλλεται. Η κληρονομιά αυτή, η παράδοση, δεν αποτελεί κάτι το άκαμπτο και αμετάβλητο, μεταδίδεται μεν με τη δύναμη της αδράνειας αλλά κατά τη μετάδοσή της, μέσω της σύνδεσης με τους ανθρώπους, μεταβάλλεται, μεταμορφώνεται σε διαρκώς εμπλουτιζόμενη εμπειρία».
Από τότε που εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στην Αίγινα το σπίτι τους έγινε τακτικός τόπος συνάντησης φιλότεχνων και διανοούμενων. Εκεί συναντώ τη Δάφνη Ζουμπουλάκη, που με ξεναγεί και μου δείχνει τις γωνιές του σπιτιού, τις σκεπαστές βεράντες και τις προσθήκες που έκανε ο Νικολάου μέσα στα χρόνια.
Καθόμαστε σε ένα μακρόστενο τραπέζι σε μια σκεπαστή αυλή και δεν μπορώ να μη θαυμάσω την αίσθηση της κλίμακας, του χειροποίητου, της αγάπης στη λαϊκή τέχνη και τα απλά χρώματα που υπάρχει γύρω μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νικολάου έφτιαχνε, όπως μου αφηγείται η Δάφνη Ζουμπουλάκη, μόνος του τα χρώματα, μάζευε σε στοίβες το πουρί από τον πετρά της Αίγινας για να χτίσει τις προεκτάσεις του σπιτιού και τους ξενώνες. «Θυμάμαι τα χέρια του να πιάνουν τα αντικείμενα και να τα χαϊδεύουν» λέει. Στον κήπο του κτήματος τα υπέροχα πιθάρια είναι μαζεμένα ένα- ένα από τους πλανόδιους παλαιοπώλες του νησιού, που ήξεραν την αγάπη του για αυτά και σταματούσαν έξω από το σπίτι του.
Από τότε που έχτισαν το σπίτι δημιούργησαν έναν πνευματικό κύκλο, την παρέα της Αίγινας, με τον Μόραλη, τον Καπράλο, τον Ελύτη. Στις φωτογραφίες υπάρχουν ακόμα τα αχνάρια όσων έχουν φτάσει, από τον Αραγκόν και τη Χρύσα Ρωμανού, τη Μαρίνα Καρέλα, τον Ρεστανί, τον Σεζάρ, τον Κεσσανλή, όλοι πέρασαν από εδώ. Άνθρωποι φιλόξενοι και ανοιχτοί, οι οικοδεσπότες έχτισαν σιγά σιγά ξενώνες, μικρά σπιτάκια για να φιλοξενούν τους φίλους τους.
«Το χτίσιμο του σπιτιού ήταν μέρος της δουλειάς του, τον θυμάμαι όταν ήμουν μικρή ότι είχε πρόγραμμα, το πρωί το περνούσε στο ατελιέ του, δεν ήθελε να τον ενοχλούμε, μάζευε από τη φύση πέτρες, έχτιζε τις βεράντες, αγαπούσε τις ελιές, είχε το δικό του λάδι, τα δεντρολίβανα, όταν μάζευαν τα φιστίκια, εδώ μαζευόντουσαν όλοι σε μεγάλο τραπέζι και οι φίλοι και οι εργάτες, σε μια γιορτή της "συγκομιδής". Αγαπούσε τα παλιά πράγματα, οι πλανόδιοι παλαιοπώλες ήξεραν την αγάπη του αυτή και σταματούσε το φορτηγάκι έξω από την πόρτα και εκείνος έβγαινε να δει τα πιθάρια και να αγοράσει αυτά που τον ενδιέφεραν», λέει η Δάφνη Ζουμπουλάκη.
«Η θεία μου ήταν μια γυναίκα με ωραίο παλιό γούστο, λιτή αισθητική, κόρη παλαιοπώλη, και αγαπούσε και εκείνη τα όμορφα και τα παλιά αντικείμενα. Είχε το ίδιο με τον Νικολάου πνεύμα φιλοξενίας. Μαγείρευε καταπληκτικά, ο Νικολάου πήγαινε στην ψαραγορά κάθε μέρα, διάλεγε το ψάρι –πάντα υπήρχε ψάρι στο τραπέζι– και μαγείρευε ο ίδιος για τις γάτες, σε ένα κουζινάκι, κάποια στιγμή υπήρχαν εδώ γύρω μπορεί και τριάντα γάτες» θυμάται η Δάφνη, που διατηρεί στη μνήμη της αυτές τις γιορταστικές συναθροίσεις που εναρμονίζονταν με τη φυσική αγροτική ζωή του τόπου.
Η Δάφνη Ζουμπουλάκη, που θυμάται τον θείο της για την κοινωνικότητα, το χιούμορ και την αγάπη του για την τέχνη, ανέλαβε την καταγραφή της συλλογής Νικολάου, την ταξινόμηση των σχεδίων του, των μακετών του θεάτρου, των διαφημίσεων που έκανε, ώστε να συγκροτηθεί ένα οργανωμένο αρχείο. Ο Θοδωρής Ζουμπουλάκης ανέλαβε την αρχιτεκτονική συντήρηση και διαμόρφωση του χώρου, του σπιτιού και των ξενώνων.
Η επίσκεψη στη συλλογή των έργων, που ανήκει στην οικογένεια της Αγγέλας Νικολάου, στον Θοδωρή, τη Χριστίνα, τη Δάφνη και τον Φίλιππο Ζουμπουλάκη, θα πραγματοποιείται κάθε Σάββατο κατόπιν συνεννόησης και το σπίτι/ ατελιέ του ζωγράφου θα είναι ανοιχτό στους επισκέπτες που φτάνοντας στην Αίγινα και στο κτήμα γνωρίζουν την ατμόσφαιρα ενός σπιτιού στο οποίο άνθισε όχι μόνο η τέχνη αλλά και η πνευματική συζήτηση.
Λίγα λόγια για τον Νίκο Νικολάου
Το ενδιαφέρον του για την τέχνη εκδηλώθηκε από νεαρή ηλικία και το 1929 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, στα εργαστήρια του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Ουμβέρτου Αργυρού. Αποφοίτησε το 1936 και τον επόμενο χρόνο έφυγε με τον στενό του φίλο Γιάννη Μόραλη για τη Ρώμη. Με υποτροφία του πρίγκιπα Νικόλαου, την οποία κέρδισε το 1939, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, η κήρυξη όμως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Έχοντας ξεκινήσει από το 1936 την εκθεσιακή του δραστηριότητα, συμμετέχοντας σε ομαδική έκθεση στην Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσίασε το 1948 την πρώτη του ατομική, ενώ έλαβε μέρος σε εκθέσεις των ομάδων «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες», «Τέχνη» και «Αρμός», της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, καθώς και σε πανελλήνιες και διεθνείς, όπως οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1964 και του Σάο Πάολο το 1957. Μετά τον θάνατό του το έργο του παρουσιάστηκε σε διάφορες εκθέσεις και το 1991 σε μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη.
Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία, φιλοτεχνώντας σκηνικά και κοστούμια για το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, καθώς και για παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Έναν ακόμη τομέα της δημιουργίας του αποτέλεσε η ενασχόληση με το φορητό φρέσκο και την τοιχογραφία, η οποία ξεκίνησε το 1949 και περιλαμβάνει τη διακόσμηση της αίθουσας τελετών και της αίθουσας φοιτητών της Παντείου, του θεάτρου Μουσούρη και της Λέσχης «Θεοτοκόπουλος» στο Ηράκλειο, του τουριστικού ξενοδοχείου της Σπάρτης και του τουριστικού περιπτέρου των Μυκηνών κ.ά.
Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό «Νέα Εστία» εικονογραφώντας διηγήματα, ενώ, έχοντας μελετήσει βαθιά την αρχαία ελληνική τέχνη, δημοσίευσε άρθρα σχετικά με τις αρμονικές χαράξεις των έργων και τη δημιουργία του Κούρου. Το 1964 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1986, λίγο μετά τον θάνατό του, εκδόθηκε το βιβλίο του «Η περιπέτεια της γραμμής στην τέχνη», με θεωρητικά κείμενα σχετικά με τις εμπειρίες του και τους πειραματισμούς του στην τέχνη.
Στη ζωγραφική του, που χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα του ύφους, κατάλοιπο μιας σύντομης θητείας του στην αφαίρεση, και από την έλλειψη πολλών και έντονων χρωμάτων, κυρίαρχο θέμα από την αρχή αποτέλεσε η σαρκώδης γυμνή γυναικεία μορφή, που απέδωσε χωρίς προοπτική και τη συνδύασε με τα τρία ελληνικά δέντρα, τη συκιά, την ελιά και τη ροδιά. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε επίσης με τη νεκρή φύση και το τοπίο και πειραματίστηκε με τη ζωγραφική πάνω σε πέτρες.
Πηγές: Εθνική Πινακοθήκη, Νικολάου (εκδόσεις ΑDAM).