Λίγο μετά τη Ρώσικη Επανάσταση και την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, στην Ελλάδα δημιουργείται και σταδιακά αναπτύσσεται ένα από τα ιστορικά κόμματά της, το ΚΚΕ. Στο νέο του βιβλίο ο Νίκος Μαραντζίδης πιάνει το νήμα της πορείας του από την αρχή: η δημιουργία του ως ΣΕΚΕ το 1918, η σταδιακή και δύσκολη μπολσεβικοποίηση, η μετέπειτα σταλινοποίησή του, η συμμετοχή του στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο και η ολοκλήρωση της αφήγησής του ουσιαστικά με τη δραματική αυτοκτονία του Νίκου Ζαχαριάδη, του μακροβιότερου γενικού γραμματέα του, το 1973.
Τίτλος «Στη σκιά του Στάλιν» και υπότιτλος το περιεχόμενο του βιβλίου: «Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού». Ο συγγραφέας ακολουθεί τους ήρωες του βιβλίου του ως μέλη μιας παγκόσμιας κοινότητας που υπερβαίνει τα έθνη, με φαντασιακό (και όχι μόνο) επίκεντρο της πολιτικής τους δραστηριότητας τη Μόσχα.
Συμπάσχει μαζί τους. Δεν τους αντιμετωπίζει ούτε ως αγίους ούτε ως δαίμονες. Άλλωστε πρόκειται για ανθρώπους σπάνιους, που ζουν την ανθρώπινη τραγωδία μέχρι τα όριά της, μη γνωρίζοντας πότε πρόκειται να διαπράξουν ύβρη και πότε να βαδίσουν καλά. «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε», έλεγε ο ποιητής.
Ο κομμουνισμός κατά μία έννοια είναι η εθελοντική συμμετοχή στην τραγωδία ανθρώπων που στο μυαλό τους αυτό είναι κάτι σαν το πέρασμα. Πρέπει να τη ζήσει κανείς για να φτάσει σε έναν επίγειο παράδεισο, σε μια κοινωνία ίσων, στον σοσιαλισμό ή στον κομμουνισμό.
Το βιβλίο καταφέρνει, ενώ είναι ένα αμιγώς επιστημονικό έργο, να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο Μαραντζίδης μπλέκει τη μικρή με τη μεγάλη Ιστορία, αλλάζει διαρκώς κλίμακες στην αφήγησή του, αξιοποιεί τις μαρτυρίες των συμμετεχόντων, αντλεί από αρχεία πολλών χωρών με τη βοήθεια συναδέλφων του, μαθαίνει μέχρι και ρουμάνικα. Προπαντός συνεχίζει μια ιστορική συζήτηση, καταθέτοντας τη δική του οπτική πάνω στα γεγονότα.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά και στη συνέχεια μεταφράστηκε και συμπληρώθηκε σε κάποια σημεία στα ελληνικά. Είχα τη χαρά να μιλήσω με τον ίδιο. Ενθουσιώδης, με κάνει να νιώθω ότι εννοεί όσα γράφει, όταν από την αρχή του βιβλίου του επισημαίνει πως ακόμα ριγεί «όταν σιγοτραγουδά τον ύμνο της Διεθνούς με τους γαλλικούς στίχους», οι οποίοι είναι και οι πιο ριζοσπαστικοί.
— Συμπυκνώσατε σε ένα βιβλίο πολλές και δύσκολες δεκαετίες για την Ελλάδα. Είδα ότι στο βιβλίο αυτό αφιερώσατε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Πράγματι, η συνολική έρευνα κράτησε περίπου δεκαπέντε χρόνια. Η συγγραφή του, με όρους εντατικούς, ξεκίνησε περίπου το 2018 και ολοκληρώθηκε ουσιαστικά πριν από λίγους μήνες. Δηλαδή μου πήρε τέσσερα χρόνια η συγγραφή.
Όπως αναφέρω και στον πρόλογο του βιβλίου, κάποια κομμάτια αυτής της έρευνας είτε είχαν δημοσιευτεί σε papers του εξωτερικού είτε υπήρχαν σε έναν τόμο με έγγραφα από τα τσεχοσλοβάκικα αρχεία που είχαμε βγάλει με τον κύριο Κώστα Τσίβο, συνάδελφό μου στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, το 2012, στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια πάλι. Όλο αυτό το υλικό ξαναχρησιμοποιήθηκε.
Για να μπορέσω να δω αυτόν τον όγκο αρχείων από όλες τις γλώσσες είχα ερευνητικούς βοηθούς και έναν τεράστιο αριθμό μεταφράσεων από ερευνητές ιστορικούς. Χωρίς αυτούς δεν υπήρχε περίπτωση να βγει ένα τέτοιο βιβλίο. Δεν ξέρω αν στο μέλλον θα έχω ξανά τη δυνατότητα να κάνω κάτι παρόμοιου μεγέθους.
— Στο βιβλίο ασχολείστε με περιόδους έντονης πολιτικής διαμάχης, οπότε και οι ιστορίες γύρω από αυτές μπορεί να αποσιωπούν κομμάτια, να συμπληρώνουν άλλα, να αγιοποιούν ανθρώπους ή να δαιμονοποιούν άλλους. Εσείς προσπαθήσατε να μην μπείτε σε αυτό, παρότι φαίνεται να ζείτε με τους ήρωές σας μια διανοητική περιπέτεια.
Έχετε απόλυτο δίκιο. Την έζησα όσο πιο έντονα μπορούσα και καμιά φορά λέω ότι αυτή η περιπέτεια για μεγάλα χρονικά διαστήματα μου έδινε την αίσθηση ότι δεν ζούσα στο παρόν αλλά σε μια άλλη εποχή. Αυτό, βέβαια, για τους ανθρώπους που είχα δίπλα μου δεν ήταν πάντα το πιο ευχάριστο πράγμα. (γέλια)
Η λέξη που θέλω να χρησιμοποιήσω είναι «συμπάσχω». Συμπάσχω σημαίνει εδώ ότι προσπαθώ να κατανοήσω την ψυχολογία, την προσωπικότητα, τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και δρουν άνθρωποι, αρκετοί από τους οποίους, για να μην πω όλοι, είναι εξαιρετικές περιπτώσεις με την έννοια ότι ζουν μια ζωή εκτός ορίων ή στα όρια. Ζουν πολλά χρόνια σε φυλακές, στην παρανομία, ταξιδεύουν διαρκώς και βρίσκονται σε μυστικές συναντήσεις.
Ο όρος του Βικτόρ Σερζ, που τον αναπαράγω δυο-τρεις φορές, είναι «κόκκινοι ιησουίτες». Αρχικά είχα σκεφτεί να χρησιμοποιήσω αυτό για τίτλο. Μετά φοβήθηκα ότι ίσως να μη γίνει κατανοητός, οπότε το απέφυγα. Αλλά ήθελα να πω ότι είμαστε σε έναν κόσμο ο οποίος έχει πολύ ισχυρές συναισθηματικές και πνευματικές δεσμεύσεις, κάνει αυτούς τους ανθρώπους να ζουν στιγμές ηρωικές, πάθους και τραγικές. Είναι η ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος στο τέλος αυτοκτονεί στο Σουργκούτ στη Σιβηρία, εκτοπισμένος από τους Σοβιετικούς συντρόφους του, είναι η ιστορία του Ανδρόνικου Χαϊτά, του γραμματέα που προηγήθηκε του Ζαχαριάδη, που εκτελείται στη Μόσχα κατά τη διάρκεια των σταλινικών διώξεων, κ.ά.
Ο κομμουνισμός κατά μία έννοια είναι η εθελοντική συμμετοχή στην τραγωδία ανθρώπων που στο μυαλό τους αυτό είναι κάτι σαν πέρασμα. Πρέπει να ζήσει κανείς την τραγωδία για να φτάσει σε έναν επίγειο παράδεισο, σε μια κοινωνία ίσων, στον σοσιαλισμό ή στον κομμουνισμό.
Δεν είναι απλώς ότι δεν δικάζω τους ήρωες, τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Είναι ότι πράγματι προσπαθώ, όσο μπορώ περισσότερο, αυτήν την περιπέτεια που περιγράφω να την περιγράψω κατά κάποιον τρόπο μέσα από το δικό τους βίωμα, όχι αυτό ενός ανεξάρτητου εξωτερικού κριτή που βλέπει εκ των υστέρων τα πράγματα και κρίνει έχοντας το πλεονέκτημα της ψυχρής ματιάς και της απόστασης του χρόνου. Κυρίως μέσω του αισθήματος ότι ξέρει τι έγινε.
Αντίθετα, εγώ προσπαθούσα να δω να δω μέρα τη μέρα, σαν να μην ξέρουμε τι θα συμβεί μετά από κάποια απόφαση, μετά από κάποιο γεγονός. Δεν έχει καμιά μυθιστορηματική διάσταση το βιβλίο, φυσικά, είναι απολύτως επιστημονικό και εντοπισμένο στα πραγματικά γεγονότα και στην ανάλυσή τους. Με ενδιέφερε το πώς σκεφτόντουσαν αυτοί τότε, τι είδους άνθρωποι ήταν.
— Αυτό ήταν μια αλλαγή που βιώσατε κι εσείς ερευνώντας ή κάτι που θέλατε να κάνετε εξαρχής;
Τώρα αυτά είναι δύσκολα, ψυχαναλυτικά ερωτήματα. Νομίζω ότι ο Ουμπέρτο Έκο, αφού είχε γράψει το «Όνομα του Ρόδου» για τους Ναΐτες Ιππότες, συζητώντας μετά, είχε πει ότι είχε αγαπήσει τους Ναΐτες, παρότι ήταν καθάρματα. Είχε πει και ότι «κι αν έκανα διδακτορικό για τη σύφιλη, θα είχα αγαπήσει την ωχρά σπειροχαίτη».
Θέλω να πω ότι εγώ πέρασα τη ζωή μου επιστημονικά ασχολούμενος με τον κομμουνισμό. Η διατριβή μου ήταν αυτό που βγήκε μετά ως «Μικρές Μόσχες», έχω γράψει πολλά γι' αυτά, παρότι είμαι περισσότερο γνωστός για τα εκλογικά. Για περίπου 33 χρόνια δουλεύω ερευνητικά στον κομμουνισμό.
Έχοντας διαβάσει εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες γι’ αυτούς τους ανθρώπους, η φαντασιακή σχέση μου μαζί τους δεν είναι ουδέτερη, αλλά δεν είναι και σχέση δικαστή. Πολλές φορές θαυμάζω, εντυπωσιάζομαι, άλλες φορές υπάρχουν τεράστιες μαύρες κηλίδες. Και καθώς παρακολουθώ αυτές τις πορείες, χωρίς να το θέλω κιόλας, γίνονται φαντασιακά μέρος της διανοητικής μου οικογένειας. Δεν είναι απαραίτητο ότι συμφωνείς μαζί τους, δεν είναι απαραίτητο ότι εγκρίνεις αυτά που κάνουν, αλλά ταυτόχρονα δεν σου είναι και κάτι ξένο.
Όσοι έχουν μπει έστω και για έξι μήνες σε ένα κομμουνιστικό κόμμα, ξέρουν ότι γίνεσαι μέρος μιας παγκόσμιας κοινότητας. Μπορείς να μιλήσεις ταυτόχρονα για τον ισπανικό εμφύλιο, τον Δημητρόφ, τους Κινέζους, τους μπολσεβίκους ή την Κροστάνδη. Το σημαντικό όμως δεν είναι ότι μιλάς αλλά ότι νιώθεις μέρος αυτής της παγκόσμιας κοινότητας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το στοιχείο συγκροτεί και τη δική μου προσέγγιση. Δεν ήθελα να το δείξω ανθρωπολογικά αλλά κατασκευαστικά. Πώς έγινε; Πώς γίνεται αυτοί οι άνθρωποι να εντάσσονται μέσα σε αυτό το παγκόσμιο κίνημα;
— Θα μπορούσαμε να το δούμε ως έναν μικρόκοσμο που δεν ξέρει τι συμβαίνει έξω από αυτόν;
Κοιτάξτε, θα είχατε δίκιο αν επρόκειτο για ομαδώσεις, δηλαδή μικρές, ασήμαντες οργανώσεις περιορισμένης επιρροής που απλώς έχουν ένα έντονο, ισχυρό βίωμα στο εσωτερικό τους με μικρά αποτυπώματα έξω από αυτές. Στην περίπτωση των κομμουνιστών δεν ίσχυε αυτό, ακόμα κι όταν ήταν ασήμαντες αριθμητικά οργανώσεις στον Μεσοπόλεμο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σέχτα που έχει απόσταση ψυχολογική από τον έξω κόσμο.
Υπάρχει όμως μια διαφορά. Ότι εδώ, ακριβώς αυτές οι οργανώσεις, αυτοί οι κόσμοι, έχουν έναν διεθνή χαρακτήρα. Κι αυτός ο διεθνής χαρακτήρας έχει ένα κέντρο, το οποίο είναι η Μέκκα του, το Βατικανό του. Είναι η Σοβιετική Ένωση και αποτελεί τον επί της γης παράδεισο γι’ αυτούς τους κομμουνιστές, το σημείο αναφοράς τους. Για τους αντιπάλους είναι η απειλή, για τους ενδιάμεσους κάτι που το παρακολουθούν με ενδιαφέρον. Κάτι, επίσης, που προκαλεί δέος και λόγω μεγέθους. Αν ο κομμουνισμός είχε επικρατήσει στη Φινλανδία, δεν θα είχε την ίδια σημασία. Και μόνο κοιτάζοντας τον χάρτη τρομάζεις από το μέγεθος αυτής της αυτοκρατορίας.
Άρα δεν επρόκειτο απλώς για μια σέχτα επαναστατών που περιφέρονταν, παίζοντας τη ζωή τους κορόνα-γράμματα, ζώντας τραγικές στιγμές, που επιχειρούσαν να ανατρέψουν το καθεστώς ζητώντας ισότητα ή θέτοντας συνδικαλιστικά ζητήματα. Ήταν ένας κόσμος που όλοι αντιλαμβάνονταν ότι είχε ένα κέντρο αναφοράς και αυτό δεν ήταν απλώς συμβολικό, ήταν και πολύ υλικό. Ήταν υποστήριξη, ήταν χρηματοδότηση, ήταν πολιτικοί δεσμοί και, πάνω απ’ όλα, η δημιουργία μιας φαντασιακής κοινότητας, όπως χαρακτηρίζει ο Άντερσον τα έθνη.
Για τους κομμουνιστές αυτή η φαντασιακή κοινότητα ήταν ο παγκόσμιος κομμουνισμός, κάτι πάρα πολύ ισχυρό που δημιουργεί μια διανοητική και συναισθηματική ισχύ. Γιατί ο κομμουνισμός σπάει τα εθνικά όρια. Το ότι μπορούσε να συνιστά μια εναλλακτική αφήγηση του κόσμου, αυτό ήταν η δύναμή του και ταυτόχρονα η αδυναμία του. Αδυναμία γιατί ο πολιτικός αγώνας διεξάγεται σε εθνικά πλαίσια, άρα αυτό έκανε εξαιρετικά τρωτούς τους κομμουνιστές πολλές φορές, οι οποίοι έπρεπε να απολογούνται για θέσεις που έμοιαζαν ασύμβατες με τα εθνικά συμφέροντα και τις εθνικές ταυτότητες, όπως στην περίπτωση του Μακεδονικού στην Ελλάδα.
Αυτό όμως που μετατρέπεται σε δύναμη είναι ότι υπάρχει ένα κέντρο και η παγκόσμια διάσταση. Άρα οι κομμουνιστές αισθάνονται ή και ξέρουν ότι το παιχνίδι μέσα στο εθνικό πλαίσιο δεν είναι το μόνο. Υπάρχει και ένα διεθνές πεδίο σύγκρουσης όπου αυτοί αισθάνονται ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά, είναι πιο ισχυροί και βεβαίως αυτή την ισχύ την αντιλαμβάνονται συμβολικά, πολιτικά και υλικά από την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης.
Αυτό, εξάλλου, στην πράξη το καταλαβαίνουμε μετά το ’91, δηλαδή μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, ως το μεγάλο κέντρο του κομμουνισμού. Πέρασαν τριάντα χρόνια και παρά το ότι ζήσαμε συγκυρίες με τεράστια οικονομικά προβλήματα –θυμίζω τη χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση του 2008 στην Ευρώπη συνολικά– και είδαμε τεράστια πολιτικά κινήματα, δεν είδαμε πουθενά την άνοδο ενός κομμουνιστικού κόμματος.
Είδαμε να ανθούν 100.000 διαφορετικά κινήματα, τα Πέντε Αστέρια, τους Ποδέμος, τον ΣΥΡΙΖΑ, όλων των ειδών τις οργανώσεις και τα κινήματα δεξιά και αριστερά. Αυτό που δεν είδαμε μετά το ’91 πουθενά και σε συνθήκες κρίσης είναι την άνοδο ενός κινήματος που να προσδιορίζεται από ένα κόμμα κομμουνιστικό. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί αυτός ο κόσμος ήταν ένας κόσμος με αναφορά σε ένα συγκεκριμένο κέντρο, με μια πολύ συγκεκριμένη παγκόσμια ταυτότητα.
— Είδαμε τη στάση του ΚΚΕ στη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά τη βλέπουμε διαρκώς και στη σχέση μας με την Τουρκία, όπου υποστηρίζει ότι θα μας αναγκάσουν σε συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Υπάρχει ενοχή ως προς τα εθνικά ζητήματα εκ μέρους του ΚΚΕ;
Υπάρχει ένας συνδυασμός. Το ένα κομμάτι είναι ενοχικό, ιδιαίτερα στη στάση του απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Μάλιστα, από ένα σημείο και μετά θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει απολύτως εξωφρενική και ακατανόητη. Πώς γίνεται για μεγάλα κομμάτια της ιστορίας σου να υποστηρίζεις την ιδέα της ανεξάρτητης Μακεδονίας και μετά, όταν η ίδια συμφωνεί με την Ελλάδα, μέσα σε ένα πλαίσιο διακρατικό, εσύ να λες «όχι, δεν συμφωνώ»;
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση. Δεν χωρά αμφιβολία ότι για το ΚΚΕ, όπως και για τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη, ειδικά εκείνα που είχαν μεγάλη αντιστασιακή δράση, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Αντίσταση αποτέλεσαν μια ευκαιρία «rebranding» τρόπον τινά. Από κει που τα κόμματα αυτά μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν απάτριδες, συμμετέχοντας σε αυτό το παγκόσμιο κλαμπ επαναστατών, η Αντίσταση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμμετοχή τους σε εθνικά σχήματα, αντιστασιακά, με διευρυμένες από πλευράς πολιτικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων ομαδοποιήσεις-συμμαχίες, τα μετατρέπει σε πρωταθλητές του εθνικού ζητήματος.
Οι κομμουνιστές είναι στην πρωτοπορία της Αντίστασης, θυσιάζουν τη ζωή τους, έχουν ένα καινούργιο, τεράστιο μαρτυρολόγιο. Την περίοδο της Αντίστασης οι κομμουνιστές σε ολόκληρη την Ευρώπη και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα σηκώνουν το λάβαρο του έθνους, μαζί με το κοινωνικό ζήτημα. Όμως το εθνικό είναι κυρίαρχο.
Η στάση αυτή αποτυπώνεται στο περίφημο πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη, που είναι όμως το μόνο γράμμα που ο κόσμος ξέρει, γιατί τα άλλα δύο αποσιωπήθηκαν από το καθεστώς. Ήταν το γράμμα υποστήριξης στον Μεταξά, όταν εισέβαλαν οι Ιταλοί την 28η Οκτωβρίου του 1940, και λίγο-πολύ λέει ότι «εμείς, οι κομμουνιστές, υποστηρίζουμε χωρίς όρους τον Μεταξά στον πατριωτικό αγώνα απέναντι στους Ιταλούς» – φυσικά, πρόκειται για πράξη ενός εθνικού ηγέτη!
Πρέπει να σας πω ότι πολλές φορές έχω διαβάσει το γράμμα και μπαίνοντας στο μυαλό του Ζαχαριάδη εντυπωσιάζομαι. Σκεφτείτε το λίγο. Είναι στη φυλακή, που δεν είναι από τις ήπιες. Οι φυλακές της Κέρκυρας δεν είναι καλαμπούρι. Όλο το Κόμμα βρίσκεται είτε στη φυλακή είτε στην παρανομία. Τέσσερα χρόνια αυτοί οι άνθρωποι ζούνε ένα σκληρό, καταπιεστικό καθεστώς, μια δικτατορία η οποία τους έχει διαλύσει και ο Ζαχαριάδης ανεβαίνει, ξεφεύγει από τη θέση στην οποία βρίσκεται και λέει «τώρα εδώ έχουμε μια εισβολή, ο Μεταξάς κάνει πόλεμο κι εμείς είμαστε μαζί του».
Σκεφτείτε το λίγο. Είναι στη φυλακή, που δεν είναι από τις ήπιες. Οι φυλακές της Κέρκυρας δεν είναι καλαμπούρι. Όλο το Κόμμα βρίσκεται είτε στη φυλακή είτε στην παρανομία. Τέσσερα χρόνια αυτοί οι άνθρωποι ζούνε ένα σκληρό, καταπιεστικό καθεστώς, μια δικτατορία η οποία τους έχει διαλύσει και ο Ζαχαριάδης ανεβαίνει, ξεφεύγει από τη θέση στην οποία βρίσκεται και λέει «τώρα εδώ έχουμε μια εισβολή, ο Μεταξάς κάνει πόλεμο κι εμείς είμαστε μαζί του».
Είναι συγκλονιστικό! Όσες φορές και να 'χω διαβάσει αυτό το κείμενο, δεν σας το κρύβω ότι με συγκλονίζει, ακριβώς για την ικανότητα ενός ανθρώπου να ξεπεράσει τη θέση στην οποία βρίσκεται εξαιτίας του καθεστώτος και να σκεφτεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο εκείνη τη στιγμή. Να σας πω κάτι; Παρακολουθώντας σήμερα τους Έλληνες πολιτικούς, που είναι τόσο ιδιοτελείς, αν ήταν όχι φυλακή αλλά στο ένα δέκατο της κατάστασης του Ζαχαριάδη, αμφιβάλλω πολύ αν θα λέγανε αυτό το πράγμα.
Τότε το ΚΚΕ μετατρέπει το εθνικό ζήτημα από μειονέκτημά του, που ήταν την προηγούμενη περίοδο, σε πλεονέκτημα. Έρχεται μετά από λίγο καιρό το Κυπριακό, στο οποίο και η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε εξαιρετικά βοηθητική για προφανείς λόγους. Γιατί το αίτημα για ένωση ουσιαστικά επιτίθεται στη βρετανική αποικιοκρατία. Στο Κυπριακό, το ΚΚΕ και η ΕΔΑ στην Ελλάδα είναι υπέρμαχοι, ταυτίζονται με την πλέον εθνική θέση, που είναι η ένωση, τουλάχιστον μέχρι τη Ζυρίχη-Λονδίνο τη δεκαετία το '60.
Εδώ έχουμε μια συνέχεια τουλάχιστον δύο δεκαετιών, που από εκεί που το εθνικό ήταν η αχίλλειος πτέρνα των κομμουνιστών όταν ασκούσαν πολιτική εντός των εθνικών συνόρων μετατρέπεται στο ισχυρό τους χαρτί. Σήμερα το ΚΚΕ έχει γίνει ένα κόμμα «δύσκαμπτου πατριωτισμού». Σε όλα τα ζητήματα πια έχει πάντα την πιο πατριωτική γραμμή – δεν θα την ονόμαζα εθνικιστική με κανένα τρόπο. Δεν θέλει να μετακινείται από καθιερωμένες αξίες ή στάσεις γύρω από τέτοια ζητήματα. Και το βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά στα ελληνοτουρκικά, στα οποία το ΚΚΕ έχει και την οπτική της αντινατοϊκής στάσης.
— Όλη αυτή η αντιπαράθεση για το ποιος είναι πιο πατριώτης τελικά ωφέλησε την Ελλάδα;
Τώρα μπορούμε να ξαναμπούμε στις παλιές πολιτικές «θεολογίες». Προσωπικά αισθάνομαι κληρονόμος μιας αντιεθνικιστικής παράδοσης. Ακόμη και στο πώς προσεγγίζω τα ζητήματα με συγκινεί περισσότερο η ιδέα της παγκόσμιας επανάστασης παρά του σοσιαλισμού σε μια χώρα. Με συγκινεί περισσότερο η ιδέα ενός κόσμου χωρίς σύνορα παρά κρατών που μάχονται μεταξύ τους. Θεωρώ την άποψή μου πλησιέστερη σε αυτό που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη. Και οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη να σκοτώνονται ούτε για σύνορα, ούτε για συνοριογραμμές, ούτε για εθνικές ταυτότητες, που στο τέλος-τέλος ξέρουμε επιστημονικά ότι είναι δυναμικές συχνά κατασκευασμένες, αυθαίρετες, και ειδικά στα πεδία όπου υπάρχουν διαφορετικοί πολιτισμικοί κόσμοι αποτελούν σε μεγάλο βαθμό και προϊόντα επιβολής, καταναγκασμού να υιοθετήσει κάποιος μία από αυτές.
Με αυτή την έννοια πιστεύω ότι έχουμε μεγάλη ανάγκη σήμερα να υπερβούμε τον εθνικισμό, τις εθνικές περιχαρακώσεις, γιατί δημιουργούν εν τέλει αυτό το αίσθημα αυτοαπομονωτισμού που παράγει ο εθνικισμός, δηλαδή την ιδέα του «ανάδελφου έθνους», όπως το έλεγε ο Σαρτζετάκης.
Κατά τη γνώμη μου, αυτά είναι σε πολλά επίπεδα καταστροφικά γιατί ακριβώς δεν επιτρέπουν στη χώρα να διευρύνει τους ορίζοντές της, δεν επιτρέπει στους ανθρώπους της να προοδεύσουν, στο ίδιο το κράτος μας να βελτιωθεί και εν τέλει να παρακολουθήσουμε και κάποιες από τις διεθνείς εξελίξεις που μας είναι ωφέλιμες.
Κι εγώ, ως ένας φανατικός (και το υπογραμμίζω) ευρωπαϊστής, ως ένας φεντεραλιστής, ονειρεύομαι τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, όπου θα συμμετέχουμε σε ένα μεγαλύτερο γίγνεσθαι και αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν σύνορα για να εμποδίζουν τις μετακινήσεις μας, την ολοκλήρωσή μας ως ανθρώπων κ.λπ. Είναι προφανές ότι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης σημαίνει συρρίκνωση των εθνικών ταυτοτήτων και κατ’ επέκταση τη μετατροπή των εθνικών καβγάδων ή, έστω, κάποιων από αυτούς σε δευτερεύουσας σημασίας θέματα.
Το ΚΚΕ δεν είναι μέσα σε αυτά, γιατί δεν αποκήρυξε απλώς από ένα σημείο και μετά τον διεθνισμό. Αυτή η ιδέα του παγκόσμιου που υπάρχει κατά τη σταλινική περίοδο δεν υπάρχει με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι μόνο ότι το εθνικό γίνεται για το ΚΚΕ πολύ ισχυρό ταυτοτικό σημείο, γιατί νομίζω πως από ένα σημείο και μετά, όταν ο κομμουνισμός χάνει την παγκόσμια διάστασή του, μετά το ‘91, το ισχυρότερο καταφύγιο για το ΚΚΕ είναι το εθνικό. Είναι και ο πατριωτισμός, οι αναμνήσεις των μεγάλων εθνικών αγώνων, πρακτικά η αναφορά του σε ένα ακροατήριο που είναι πιο κλειστό, πιο αντιδυτικό, πιο ευρωσκεπτικιστικό. Αυτό το ακροατήριο τροφοδοτεί την πολιτική ατζέντα του ΚΚΕ μετά το ‘91.