ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ποινικολόγος, σύζυγος και μητέρα ενός αγοριού. Έπειτα, «δουλειά» της έγινε να κάνει σεξ με κορίτσια, να κολυμπάει και να περιμένει να προχωρήσει η δικαστική διαδικασία ώστε να βλέπει τον μικρό της γιό. Κάποτε είχε μακριά μαλλιά, ζούσε άνετα στο 6ο διαμέρισμα του Παρισιού, σύχναζε στο καφέ Φλορ.
Έπειτα, ξύρισε το κεφάλι, χτύπησε τατουάζ στα χέρια, την κοιλιά, το λαιμό, περιφερόταν μ’ ένα τζιν κι ένα φούτερ, άρχισε να γράφει, κι ώσπου να βγει το πρώτο της βιβλίο χρωστούσε παντού -είχε φτάσει να κοιμάται σε ξένα σπίτια, να μπανιάρεται στις πισίνες και να κλέβει φαγητό. Έπειτα από είκοσι χρόνια συμβίωσης με τον πρώτο και μάλλον τελευταίο της άντρα, η Κονστάνς Ντεμπρέ -κόρη διάσημου δημοσιογράφου κι εγγονή πρώην πρωθυπουργού του Ντε Γκολ- αποφάσισε ν’ αλλάξει δέρμα, να ζήσει αλλιώς. Το τίμημα, όμως, ήταν πολύ ακριβό.
Με μια πρόζα κοφτή και αγέρωχη, η Κονστάνς Ντεμπρέ αφηγείται την ιστορία της χωρίς να θυματοποιεί τον εαυτό της. Δεν υπάρχουν κραυγές στο βιβλίο της, ούτε αναλύσεις περί μισογυνισμού, ομοφοβίας και πατριαρχίας.
Γι’ αυτό το τίμημα γράφει η ίδια στο «Love me tender» (μετ. Χ. Σκιαδέλλη, Πόλις), μεταπλάθοντας το βίωμά της σε λογοτεχνία. «Αν είχα αρκεστεί στο να μου αρέσουν οι γυναίκες, θα είχε γίνει, πιστεύω, αποδεκτό. Λεσβία, αλλά δικηγόρος, με την ίδια ζωή, με τα ίδια φράγκα, με την ίδια εμφάνιση, με τις ίδιες απόψεις, την ίδια σχέση με τη δουλειά, το χρήμα, τον έρωτα, την οικογένεια, την κοινωνία, την ύλη, το σώμα, το ιδανικό. Αν είχα κρατήσει την ίδια σχέση με τον κόσμο, θα είχα λιγότερους μπελάδες. Όμως είναι αδύνατον, δεν πάει έτσι, κι έπειτα δεν έκανα όλα όσα έκανα γι’ αυτό. Τα έκανα για την νέα ζωή, για την περιπέτεια. Νομίζω πως αυτό τους τρελαίνει, τον Λωράν (σ.σ τον πρώην σύζυγό της, επίσης δικηγόρο), τους δικαστές, όλους εκείνους που δεν μου μιλούν πια. Λες και δεν τους πέρασε ποτέ από το μυαλό, ο πειρασμός να τα παρατήσουν όλα. Λες και είναι τόσο κακό, λες και είναι εκείνοι που βουτάνε το φαΐ τους από το σούπερ μάρκετ, λες και είναι εκείνοι που περπατούν πάνω σε ένα σκοινί»…
Η Ντεμπρέ εγκατέλειψε τη συζυγική εστία όταν ο γιος της ήταν πέντε χρονών. Την επόμενη τριετία, το παιδί ζούσε μια βδομάδα με τον ένα γονιό, μια βδομάδα με τον άλλο. Από τη στιγμή όμως που ανακοινώνει στον άντρα της ότι έχει σχέσεις με γυναίκες και ζητάει διαζύγιο, ο φιλικός τους διακανονισμός πάει περίπατο. Στο «Love me tender» αποτυπώνεται ανάγλυφα ο πόλεμος που κηρύσσεται εναντίον της. Τι κι αν η διατήρηση ομοφυλοφιλικών σχέσεων -πόσο μάλλον η συγγραφή βιβλίων- δεν μπορεί να θεωρηθεί σημάδι ψυχικής αστάθειας στην εποχή μας; Τι κι αν στη Γαλλία έχει θεσπιστεί ο γάμος ομοφυλόφιλων από το 2013; Ο πρώην σύντροφος της Ντεμπρέ διεκδικεί την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού κι εκείνη μπορεί να το συναντάει μόνο παρουσία ψυχολόγου. Τα λιγοστά δε ελεύθερα ραντεβού που τους επιτρέπονται αργότερα με -υπερβολικά καθυστερημένη- δικαστική απόφαση, ακυρώνονται από την πατρική πλευρά συστηματικά την τελευταία στιγμή, ματαιώνοντας κάθε δικό της σχέδιο, κάθε της προσδοκία.`
Με μια πρόζα κοφτή και αγέρωχη, η Κονστάνς Ντεμπρέ αφηγείται την ιστορία της χωρίς να θυματοποιεί τον εαυτό της. Δεν υπάρχουν κραυγές στο βιβλίο της, ούτε αναλύσεις περί μισογυνισμού, ομοφοβίας και πατριαρχίας. Αυτό που υπάρχει είναι πόνος, υπόκωφη τρυφερότητα και πείσμα.
Γαντζωμένη στην απόφασή της να γυρίσει την πλάτη στην προηγούμενη, τακτοποιημένη ζωή της, η Ντεμπρέ δεν αναζητά παρηγοριά από κανέναν. Αντίθετα, όσο περισσότερο τραυματίζεται η σχέση με το παιδί της, τόσο πιο άψυχες γίνονται και οι σεξουαλικές επαφές της.
Τι είδους αγάπη είναι η μητρική αγάπη; Μήπως πρόκειται για μόδα, για νεύρωση, για ψυχαναγκασμό; «Δεν είμαι μητέρα» γράφει σ’ ένα σημείο η Ντεμπρέ. «Αν κάποιοι θέλουν να πιστεύουν αυτή την ιστορία ότι οι γυναίκες συνδέονται με τη Σελήνη, με τη φύση, με το ένστικτο, που τις προστάζει να αρκεστούν στην ύλη και να απαρνηθούν το είναι, είναι δική τους απόφαση. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει. Μητέρα δεν υπάρχει. Μητέρα ως ιδιότητα, ως ταυτότητα, ως εξουσία ή μη-εξουσία, ως θέση, κυριαρχούμενου και κυρίαρχου, ως θύμα και ως θύτης, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν ποτέ αυτά τα πράγματα. Υπάρχει η αγάπη και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αγάπη που δεν χρειάζεται καν αγάπη ως αντάλλαγμα, η αγάπη που δεν ζητάει τίποτα, η αγάπη που ξέρει τι είναι και δεν αμφιβάλλει ποτέ…».
Με το πέρασμα του χρόνου, τα διαστήματα που μάνα και γιος δεν βλέπονται, γιγαντώνονται. Το μεταξύ τους δέσιμο εξαερώνεται. Αναπόφευκτα, η σχέση τους ατροφεί. Κάποια στιγμή η Ντεμπρέ παύει να ελπίζει, το παίρνει απόφαση. Και τότε, μόνο τότε, αφήνεται να δεθεί με μια γυναίκα όχι μόνο σεξουαλικά αλλά και συναισθηματικά. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε ο γιός της θελήσει να ξαναπιάσει το νήμα μαζί της –«ποτέ δεν ξέρεις με την εφηβεία». Για την ίδια, πάντως, «δεν υπάρχει επιστροφή».