Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ παλιά, κάπου στα τέλη των ‘80s και περίπου μέχρι τα μέσα των ‘00s, τα μπλοκμπάστερ δράσης στηρίζονταν στα ονόματα στη μαρκίζα για να φέρουν τον κόσμο στην αίθουσα. Τα στούντιο έπαιρναν έναν σταρ και έστηναν γύρω του ένα κοκτέιλ ανθρωποκυνηγητού, πυροβολισμών και εκρήξεων, συνήθως με προσχηματική πλοκή, περιμένοντας από εκείνον (ή, πιο σωστά, από την περσόνα του) να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, αν και συχνά βρισκόταν κι ένα σενάριο της προκοπής ή αναλάμβανε κάποιος μερακλής τη σκηνοθεσία και προέκυπτε κάτι αξιόλογο.
Εκείνο που άλλαξε μέσα στα ‘00s είναι ότι ο σταρ έπαψε να είναι o βασικός πόλος έλξης για το κοινό, αντικαταστάθηκε από το όνομα του (υπερ)ήρωα, από το αναγνωρίσιμο franchise και από το concept.
Εγχειρήματα σαν αυτά του παρελθόντος συναντούσαν τις περισσότερες φορές την αδιαφορία του κοινού και αποτύγχαναν εισπρακτικά. Τα τελευταία χρόνια, όμως, με την άνοδο του streaming, πλατφόρμες όπως το Netflix παρατήρησαν ότι αυτές οι εισπρακτικές αποτυχίες αποκτούσαν δεύτερη ζωή στον κατάλογό τους και στοίχειωναν για εβδομάδες το top 10 με τις πιο προβεβλημένες ταινίες του καταλόγου τους.
Κάπως έτσι, οι πλατφόρμες άρχισαν να επενδύουν σε αυτήν τη συνταγή, αφού «αυτά ζητάει ο κόσμος» και γι' αυτό βλέπουμε να δαπανώνται μεγάλα ποσά σε ταινίες δράσης με μοναδικό ατού τα ονόματα των σταρ, όπως το «Red Notice», το «Extraction», το «Gray Man» ή το πρόσφατο «Ghosted» του Apple TV+ –θα επανέλθουμε σε αυτό–, να επενδύονται χρήματα τα οποία δεν θα έδινε κανένας υπεύθυνος παραδοσιακού κινηματογραφικού στούντιο που είναι καλά στα μυαλά του και θα ήθελε να κρατήσει τη δουλειά του.
Για εκείνον τον θεατή που αναζητά ένα κινηματογραφικό θέαμα και δεν συγχέει την κινηματογραφικότητα με το επίπεδο της παραγωγής, η ταινία με την οποία το Netflix εγκαινιάζει τη θερινή σεζόν μάλλον δεν πληροί τις προδιαγραφές – εκτός κι αν αυτές έχουν αλλοιωθεί ολοσχερώς δια του αλγορίθμου
Το «Mother», η πρώτη υψηλού προφίλ original πρεμιέρα του Netflix εδώ και μήνες –από το «Pale Blue Eye» του Ιανουαρίου, συγκεκριμένα– εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.
Η Τζένιφερ Λόπεζ είναι μια sniper, που υπηρέτησε στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια πρόσφερε τις υπηρεσίες της στον ιδιωτικό τομέα, μέχρι που έμεινε έγκυος και διαπίστωσε ότι συνεργαζόταν (και ερωτοτροπούσε) με εμπόρους παιδιών – ένας αδιάφορος Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ κι ένας Τζόζεφ Φάινς που ζήλεψε την απειλητικότητα της ασθενικής φωνής του αδερφού του ως Βόλντεμορτ. Για τον λόγο αυτό, η (αντι)ηρωίδα αποφάσισε να δώσει πληροφορίες για το κύκλωμα trafficking, μπήκε σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και έδωσε το παιδί της σε άλλη οικογένεια για να το προφυλάξει, μέχρι που οι παλιοί της συνεργάτες –και πιθανοί πατέρες του– το βάζουν στο στόχαστρο και ξυπνούν το ένστικτο της μητρικής προστασίας.
Ο χαρακτήρας της J. Lo δεν έχει όνομα στο έργο, αποκαλείται απλά Μητέρα, υπογραμμίζοντας ότι, αν υπάρχει θέμα στην ταινία, αυτό είναι η μητρική αγάπη, την οποία η σκηνοθέτρια Νίκι Κάρο προσεγγίζει ως την πιο επίμονη δύναμη στη φύση – εμφανής ο παραλληλισμός με τη λύκαινα και τα μικρά λυκάκια της, που επανεμφανίζονται στο χιονισμένο τοπίο σε καίρια σημεία του έργου.
Σε μια διόλου τυχαία επιλογή των προγραμματιστών του Netflix, η ταινία προστέθηκε στον κατάλογο δυο μέρες πριν από τη Γιορτή της Μητέρας.
Φυσικά, η μητρότητα είναι απλά ένα πρόσχημα για ένα πρότζεκτ σαν εκείνα που αναφέραμε στην αρχή, η σύλληψη των οποίων είχε σίγουρα και μια δόση επιχειρηματικού κυνισμού. Μια και το θέαμα της ταινίας είναι τετριμμένο, εκτιμούμε ότι, στο πλαίσιο της κριτικής μας αποτίμησης, θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς μεταφράζεται αυτός ο κυνισμός στην εποχή του streaming.
«Δεν μπορείς να γυρίσεις μια ταινία για μια πλατφόρμα με τον ίδιο τρόπο που την κάνεις για το σινεμά. Υπάρχουν διαφορετικοί αριθμοί και παράγοντες που εξετάζονται και άλλες προδιαγραφές. Στο αρχικό cut η ταινία μου ξεκινούσε με μια τρίλεπτη σεκάνς, όπου η Άνα ντε Άρμας απλά οδηγούσε στο βουνό και οι υπεύθυνοι της Apple μου είπαν ότι δεν μπορώ να τα κάνω αυτό, γιατί τα στατιστικά τους στοιχεία λένε ότι αν δεν συμβεί κάτι μέσα στα πρώτα λεπτά, οι συνδρομητές τους κλείνουν την ταινία. Συνεπώς, αν και στα μάτια μου η σεκάνς ήταν εξαιρετική και έχω διαφορετική άποψη για το τι σημαίνει κινηματογραφική εμπειρία, συμφώνησα να την αφαιρέσω για να ικανοποιήσω το κοινό μου».
Αυτό δήλωσε πρόσφατα ο σκηνοθέτης του «Ghosted» Ντέξτερ Φλέτσερ σε μια συνέντευξή του, η οποία πέρασε στα ψιλά. Ε, παρακολουθώντας το «Mother», ήδη από την εισαγωγή μπορείς να διαπιστώσεις την εφαρμογή αυτής της αρχής – σκέψου ότι η πρώτη έκρηξη έρχεται μέσα στο πεντάλεπτο.
Ακόμα και η αισθητική της ταινίας είναι διαφορετική κατά τα πρώτα σαράντα λεπτά, το μοντάζ είναι πιο γρήγορο και πιο αποσπασματικό. Μια απλή συζήτηση τριάντα δευτερολέπτων ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες που κάθονται σε ένα τραπέζι τεμαχίζεται αδικαιολόγητα σε αναρίθμητα πλάνα, λες και παρακολουθείς αυτοκινητιστική καταδίωξη σε ταινία του Πολ Γκρίνγκρας.
Το σινεμά του τελευταίου ήταν εμφανώς το πρότυπο που ακολούθησε ο μοντέρ της ταινίας Ντείβιντ Κούλσον στις αρχικές σκηνές δράσης, αλλά εκεί, παρά την κουνημένη κάμερα και τη λιλιπούτεια διάρκεια κάθε πλάνου, υπάρχει μια χορογραφία, υπάρχει αιτιοκρατία στην εναλλαγή των πλάνων, το ένα οδηγεί στο άλλο, αντιλαμβάνεσαι τη γεωγραφία της δράσης, κάτι που απαιτεί άπειρες εργατοώρες στην (ψηφιακή) μονταζιέρα και ξεχωρίζει τις ταινίες του από εκείνες άλλων εραστών του «νευρωσικού» μοντάζ, οι οποίοι καλύπτουν την απουσία λεπτοδουλεμένης ενορχήστρωσης της δράσης, παραθέτοντας ασύνδετα πλάνα ατάκτως ερριμμένα – αισθητική που υποτίθεται πως μεταδίδει το «χάος» του πεδίου μάχης, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί φτηνή δικαιολογία για την οκνηρία (ή την ανεπάρκεια) των δημιουργών.
Ο Κούλσον μάλλον δεν είχε τον χρόνο (ή και το μεράκι) για να πετύχει αποτέλεσμα αντίστοιχο εκείνου των μοντέρ του Γκρίνγκρας. Η δουλειά του δεν έχει την αταξία των οπαδών του «χάους» μεν, αλλά τα κοψίματά του κάποιες φορές φλερτάρουν περισσότερο με… jump cuts.
Για να μη σας κουράζουμε με τα τεχν(οκρατ)ικά, αν θέλετε ένα σαφέστερο παράδειγμα της αλγοριθμικής αντίληψης της φιλμοκατασκευής, προσέξτε πώς, στη δεύτερη πράξη, όταν μάνα και κόρη μοιράζονται κάποιο διάστημα μαζί, συσφίγγουν τις σχέσεις τους και αναγκαστικά η δράση υποχωρεί, για να μη χαθεί το ενδιαφέρον θα τοποθετηθεί π.χ. ένα αχρείαστο τραγούδι –κι ας εγκρίνεται μουσικολογικά– γιατί έτσι έχουν συνηθίσει οι συνδρομητές από τις σειρές που παρακολουθούν στην πλατφόρμα ή θα επιταχυνθεί άτσαλα η αφήγηση στο επόμενο «αξιοσημείωτο» περιστατικό, το οποίο θα προκαλέσει άμεση άνοδο της «καμπύλης ενδιαφέροντος».
Ο κινηματογραφικός εννοούμενος εξωτερικός ρυθμός, το momentum της αφήγησης, οι απαιτούμενες ανάσες, η εσωτερικότητα του έργου, ακόμα και η φύση του χαρακτήρα –είναι sniper η «Μητέρα», όχι πράκτορας του πεδίου, είναι πιο αργός ο ρυθμός που δρα και άλλος ο κώδικάς της– καταστρατηγούνται από τις επιταγές του αλγορίθμου. Αυτό μάλλον δεν απασχολεί εκείνον τον συνδρομητή που θέλει απλά να χαζέψει (#diplhs) στην οθόνη του κάτι αβαρές και μάλλον διαβάζει αυτές τις γραμμές και αναρωτιέται τι καθόμαστε και γράφουμε εμείς οι μυστήριοι.
Για εκείνον τον θεατή, όμως, που αναζητά ένα κινηματογραφικό θέαμα και δεν συγχέει την κινηματογραφικότητα με το επίπεδο της παραγωγής, η ταινία με την οποία το Netflix εγκαινιάζει τη θερινή σεζόν μάλλον δεν πληροί τις προδιαγραφές – εκτός κι αν αυτές έχουν αλλοιωθεί ολοσχερώς δια του αλγορίθμου.
Κρίμα, πάντως, για την Τζένιφερ Λόπεζ, η οποία έχει εξελιχθεί ερμηνευτικά και αποδίδει με άνεση πεπειραμένης action σταρ τη σωματικότητα του ρόλου. Θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτύξει μια τέτοια περσόνα στο μέλλον, αρκεί να κάνει και καλύτερες επιλογές.