To «Quelle Catastrophe!» είναι μια ερευνητική ανάγνωση πάνω στο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, μία «αυτοσχεδιαστική περφόρμανς», όπως τη χαρακτηρίζουν οι συντελεστές της, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ανδρέας Μαντάς που θα συμπράττει επί σκηνής με τον μουσικό Τηλέμαχο Μούσα, ενώ σε μια παράλληλη αφήγηση θα εμφανίζεται και ο γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης.
Ο Μαντάς, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα, ισχυρίζεται ότι ο σπουδαίος συγγραφέας του 20ού αι. δεν μας διηγήθηκε αυτό που μας συνέβη αλλά μας ανάγκασε να στραφούμε στο υπέδαφος για να ανακαλύψουμε τι πραγματικά συνέβη και τι πρόκειται να μας συμβεί. Ότι με αυτόν τον τρόπο μας ανάγκασε να αντικρίσουμε τον εαυτό μας. Στην παράσταση «Quelle Catastrophe!» περιγράφεται αυτή η αέναη επιστροφή στον αληθινό εαυτό, μπλεγμένη μέσα στη συλλογική ματαιότητα. Γι' αυτό κι οι ήρωές του είναι φαντάσματα ταπεινά, με τις μνήμες τους να αναδύονται στο φως και κατόπιν να εξαφανίζονται.
Θέσαμε μερικά ερωτήματα στον κάθε έναν ξεχωριστά και μας απάντησαν. Ο Ανδρεάς Μαντάς, που έχει αναλάβει και τη σκηνοθεσία, είπε:
— Ποια ανάγκη προέκυψε ώστε να δημιουργήσετε αυτή την «ερευνητική ανάγνωση» πάνω στο έργο του Μπέκετ; Πρόκειται για μια εκ νέου ανάγνωση του Μπέκετ, μια επαναπροσέγγιση μέσα στον χρόνο;
Λέει κάπου ο Γκίνσμπεργκ: «Ψάχνω για τη γλώσσα που είναι και δική σας». Αυτός ο στίχος φώλιασε στο μυαλό μου την περίοδο που ετοίμαζα το κείμενο. Η ιστορική περίοδος που διανύουμε είναι «ζεστή». Τη συνέπεια της αύξησης αυτής της «εντροπίας» την περιέγραψε με ιδιοφυή τρόπο και για τα επόμενα εκατό χρόνια ο Μπέκετ. Αλλά για άλλη μια φορά Μπέκετ; Ναι. Εκατό φορές, ναι. Μόνο που εμείς αποφασίσαμε να τον μεταφέρουμε στη σκηνή λίγο διαφορετικά απ' ό,τι γίνεται συνήθως.
Μια μπορχική post punk λειτουργία θα τη χαρακτήριζα αυτή την απόπειρα. Εξάλλου, για τον Μπέκετ η συνείδηση μαζί με το υποσυνείδητο είναι μια εκτός χώρου σκηνή, όπου οι άγγελοι πιάνουν απ’ το χέρι τους διαβόλους και στήνουν χορό. Αυτές τις μαζούρκες του προσπάθησα να φωτίσω. Όπως και να 'χει, ο Θεός του Μπέκετ ας μας σπλαχνιστεί σ' αυτή την κατάπτωσή μας.
Αλήθεια, δεν ξέρω αν έχει νόημα να αντιμετωπίζει πια κανείς τους χαρακτήρες του Μπέκετ ως dramatis personae. Μια μπορχική post punk λειτουργία θα τη χαρακτήριζα αυτή την απόπειρα. Εξάλλου, για τον Μπέκετ η συνείδηση μαζί με το υποσυνείδητο είναι μια εκτός χώρου σκηνή, όπου οι άγγελοι πιάνουν απ’ το χέρι τους διαβόλους και στήνουν χορό. Αυτές τις μαζούρκες του προσπάθησα να φωτίσω. Όπως και να 'χει, ο Θεός του Μπέκετ ας μας σπλαχνιστεί σ' αυτή την κατάπτωσή μας.
— Έχετε πει ότι είναι μια «αυτοσχεδιαστική περφόρμανς». Αυτό σημαίνει ότι διαπερνάτε το σύνολο του έργου του Μπέκετ μέσα από μια επιλογή αποσπασμάτων του, πρόκειται για μια παράσταση-κολάζ;
Είναι μια παράσταση με πολλές επιρροές και το κείμενο έχει ως αφετηρία τον Μπέκετ – κυρίως όμως τον μη θεατρικό. Τα αποσπάσματα που ακούγονται είναι πειραγμένα και μπολιασμένα με δικά μου μεταιχμιακά θραύσματα λόγου και στίχους. Όλο αυτό το υλικό το φιλτράρω μέσα από όλες αυτές τις επιρροές.
Η λίστα είναι μεγάλη. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Η «Νύχτα» του Πάνου Σαμαρά ήταν πάντα εκεί, δίπλα μου, ο Paul Butterfield, ο Mika Vainio, οι Birthday Party, οι Suicide, ο Will Self, ο Howard Devoto, ο Egon Schiele, η δύναμη του dybbuk, ο Elmore Leonard, το AIDS, η πόλη του Ρότερνταμ, οι ιταλικές Poliziotteschi ταινίες, ο Jean-Claude Van Damme, ο Evan Parker, o Claude Levi Strauss, ο Ken Russell, οι γάτες, η Αθήνα, η πόλη που δεν σταματά να μπαλώνει τις πληγές της.
Δεν είναι τυχαίο που βρήκα και έπεισα κάποιους από τους ηρωές μου, όπως η πρόσφατα χαμένη, η οποία μου χάρισε την τελευταία απαγγελία της, Julee Cruise, ο George Pelecanos, ο Barry Adamson, μεταξύ άλλων, και τους ζήτησα να βιντεοσκοπήσουν τον εαυτό τους να απαγγέλλει Μπέκετ, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση ενός diy εικαστικού δρώμενου. Ένα νήμα τα συνδέει όλα και αυτό το νήμα στην περίπτωσή μας είναι το πνεύμα του συγγραφέα. Πιστεύω στον συνδυασμό-σύνδεσμο των πραγμάτων. Είναι μια περφόρμανς πιστή στον λόγο, στη διαλεκτική αλλά κυρίως στο πνεύμα του μεγάλου Ιρλανδού.
— Σε τι παραπέμπει ο τίτλος «Quelle Catastrophe!»; Θα διακρίνεται από παιχνιδιάρικη διάθεση;
Το «Quelle Catastrophe!» είναι αυτός ο αιώνιος γυρισμός, η εξάτμιση της αίσθησης, η παγκόσμια ασημαντότητα. Ένα πρόσχημα για να δούμε τον κόσμο χωρίς φίλτρα, κατευθείαν μέσα από τη «λογική του ενστίκτου», φτιαγμένο απ' την ψυχή των ηρώων του Μπέκετ. Οι ήρωές του είναι φαντάσματα ταπεινά. Μνήμες βγαίνουν στο φως και εξαφανίζονται και αντιστρόφως.
Η διαλεκτική εικόνα που μας ζωγράφισε ο Μπέκετ είναι σαν την αστραπή μιας σφαίρας, που διασχίζει ολόκληρο τον ορίζοντα του παρελθόντος και εμείς δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να στεκόμαστε μπροστά σε όλο αυτό σαν μαγεμένοι και τρομαγμένοι από τις στατιστικές αλήθειες και τα μακροσκελή νούμερα, ενώ βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από τη μηδαμινότητα και ματαιότητα της ατομικής ύπαρξης. Μόνο η επιστροφή της σκέψης στην αρχή της θα ολοκληρώσει τη σκέψη. Μόνο η επιστροφή της δράσης στην πηγή της θα ολοκληρώσει τη δράση... τότε ναι, δεν υπάρχει κάτι πιο παιχνιδιάρικο από αυτό.
Την πρωτότυπη μουσική και τον σχεδιασμό ήχου θα υπογράφει ο Τηλέμαχος Μούσας, ο οποίος εξηγεί:
— Σε μια αυτοσχεδιαστική περφόρμανς, όπου η παρουσία μουσικού αποτελεί σύμπραξη επί σκηνής ως «σχεδιασμός ήχου», πως ο ήχος θα συνοδεύσει/συμπληρώσει δραματουργικά την παράσταση;
Η παράστασή μας κατευθύνεται από τη μουσική, είναι δηλαδή συνδεδεμένη καθοριστικά με την παράμετρο του χρόνου και τον μουσικό ρυθμό. Η μουσική, ο λόγος, τα ηχητικά παράγωγα και η φυσική κίνηση συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν ή παρατίθενται μαζί, κατά κάποιον τρόπο ισότιμα, αλλά εκτελούνται και από τους τρεις ερμηνευτές και σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα. O ήχος δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ του μουσικού θεάτρου και του μεταδραματικού θεάτρου σε ένα κοινό πεδίο, την αφετηρία του οποίου είχε θέσει ο Βάγκνερ, χαρακτηρίζοντας την όπερα παρακλάδι της λογοτεχνίας. Ο ήχος και κατ’ επέκταση η φωνή αποτελούν αισθητικά χαρακτηριστικά, ικανά να καταστήσουν απτή και σχετική μια αόρατη και περίπλοκη δύναμη.
Η παράστασή μας επίσης εξετάζει την αναγνώριση της αισθητικής του ήχου και τη χρήση της φωνής ως υλικού θεάτρου, με μια ευαίσθητη επίγνωση του παιχνιδιού. Η χρήση διαδραστικών εργαλείων όπως το Kinesthesis είναι ένας τρόπος για να προσεγγίσω τους πλούσιους και περίπλοκους τρόπους που η φωνή ενεργεί μέσα από το σώμα αλλά και έξω από το σώμα του ομιλητή, όταν βρίσκεται ενισχυμένη στον χώρο κατά την ώρα της παράστασης. Ελέγχω και επαυξάνω σε πραγματικό χρόνο τη φωνητική έκφραση των ερμηνευτών, τον δομημένο προσωδιακό λόγο, το τραγούδι και τη φωνή των παθών. Επίσης η χρήση αυτοσχεδιαστικών εργαλείων που χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη συμβάλλει στην αποδόμηση του λόγου, με στόχο την έκφραση των ενστίκτων μέσω του παραγλωσσικού κώδικα.
— Καθώς η δουλειά σας χαρακτηρίζεται κυρίως από ηλεκτρονικό ήχο και μουσική και ως εκ τούτου με τη δυνατότητα αυτοσχεδιασμού εν ώρα παράστασης, θα μπορούσατε να δώσετε ένα στίγμα για το πώς η διάδραση των νέων μέσων θα λειτουργήσει ώστε να υπηρετήσει τον εμπνευσμένο από τον Μπέκετ λόγο;
Η εισαγωγή ψηφιακών μέσων στις παραστατικές τέχνες μπορεί να συγκριθεί με την εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη θεατρική σκηνή στα τέλη του 19ου αιώνα. Ως συνθέτης οδηγώ και ελέγχω τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ερμηνευτών και των ψηφιακών μέσων και δημιουργώ νέα ηχοτοπία.
Τα έργα του Μπέκετ, και κατά συνέπεια και το «Quelle Catastrophe!», που είναι εμπνευσμένο από αυτά, συχνά παρουσιάζουν επαναλαμβανόμενους και ρυθμικούς διαλόγους ή δράσεις. Η μουσική μου συγχρονίζεται με αυτούς τους ρυθμούς, προσθέτοντας ένα στρώμα ηχητικής επανάληψης που εντείνει τη θεατρική εμπειρία. Άλλοτε εισάγοντας διάφωνα ή και αταίριαστα μουσικά στοιχεία τονίζω τις εγγενείς συγκρούσεις και αντιφάσεις στην αφήγηση και τους αγώνες των χαρακτήρων ή τον παραλογισμό των καταστάσεών τους.
Η επανάληψη αυτών των μουσικών μοτίβων μπορεί να προσφέρει μια βαθύτερη κατανόηση των υποκείμενων θεμάτων και των ψυχολογικών διαστάσεων των κειμένων. Όπως τα κείμενα του Μπέκετ συχνά παρουσιάζουν μη γραμμικές αφηγήσεις, έτσι και η σύνθεσή μου ακολουθεί ένα μοντέλο αλληλεπίδρασης μη γραμμικό, εμπνευσμένο από τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, ώστε να παρακάμπτω οποιουσδήποτε περιορισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος των νέων μέσων ως Media Actor είναι αυτός ενός «συν-ηθοποιού» που συνεργάζεται με τον ερμηνευτή έτσι ώστε να μικρύνει η απόσταση μεταξύ της σκηνής και των θεατών. Ο σκοπός μου είναι η μουσική μου να μετατρέπει τον χρόνο σε χώρο.
Τέλος, ο αφηγητής της παράστασης Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης:
— Σε ποιο κείμενο βασίζεται ο ρόλος του αφηγητή;
Βασίζεται σε επιλεγμένα αποσπάσματα από πεζογραφήματα, δοκίμια αλλά και ποιήματα του Σάμιουελ Μπέκετ. Προ ετών είχα μεταφράσει την ογκώδη και εξόχως εμπεριστατωμένη βιογραφία του Μπέκετ που εκπόνησε ο James Knowlson, 1.006 σελίδες, ενώ ήδη από την εφηβεία μου, με παρότρυνση του τότε συμμαθητή μου, και νυν πατρός Νικολάου Λουδοβίκου, άρχισα να εξοικειώνομαι συστηματικά με το έργο του Ιρλανδού δημιουργού. Κι έτσι, κλήθηκα από τον φίλο μου Ανδρέα Μαντά να λειτουργήσω ως επιλογέας, συντονιστής και μοντέρ ενός πλούσιου, σχεδόν αχανούς λογοτεχνικού υλικού.
— Δηλαδή θα συμπληρώνει την «αυτοσχεδιαστική» διάσταση του κυρίως ηθοποιού;
Θα αποτελεί, τρόπον τινά, την τεκμηρίωση, μέσω των κειμένων που θα απαγγέλλονται ή και θα ψιθυρίζονται, της δράσης του κυρίως ηθοποιού. Θα είναι ένα σχόλιο, ας πούμε, εκ μέρους του γηραιού φαντάσματος του Μπέκετ, στα όσα εκφέρει και πράττει ο νεαρός Μαντάς. Αλλά και στα ηχητικά τοπία που θα διαμορφώνει επί σκηνής ο Τηλέμαχος Μούσας. Επίσης μέσα από μικρές δράσεις δικές μου και με τη χρήση αντικειμένων –τρανζίστορ, σκακιέρα, φλασκί, γραφομηχανή– θα γίνονται νύξεις στον βίο, την καθημερινότητα και τη νοοτροπία του Μπέκετ.
— Κάπως σαν σκηνοθέτης επί σκηνής που θα κατευθύνει τη σύμπραξη ηθοποιού και μουσικού; Δηλαδή, θα αποτελείτε ένα είδος αγωγού μεταξύ της μπεκετικής ενδοσκόπησης της παράστασης και του κοινού;
Μάλλον θα είμαι, όπως έχουμε κανονίσει με τον Ανδρέα και τον Τηλέμαχο, ένα είδος διαιτητή-συντονιστή ανάμεσα στον ηθοποιό και στον μουσικό. Τα τελευταία δέκα χρόνια διακονώ την επιτακτική, κατά τη γνώμη μου, αλληλεπίδραση ανάμεσα στις τέχνες, αναλαμβάνοντας, συμπληρωματικά προς τη συγγραφική μου εργασία, ρόλους επιμελητή εικαστικών εκθέσεων, οργανωτή ομιλιών και εκδηλώσεων, γεφυροποιού ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιατρική, ενορχηστρωτή δράσεων όπου συνομιλεί η φιλοσοφία με την ποίηση. Τέτοια είναι και η πρόταση του «Quelle Catastrophe!», όπου συμπλέκονται το θέατρο, η μουσική, το βίντεο, η επιτέλεση και η λογοτεχνία.