Και ναι, είναι οι ηθοποιοί άνθρωποι ματαιόδοξοι και ανασφαλείς, που διψούν για επαίνους, που προσδοκούν ωκεανούς δακρύων να ξεχυθούν από τα μάτια μας, που ονειρεύονται την αποθέωση, χιλιάδες μαγεμένους θεατές να πάλλονται εκστατικά ενώπιόν τους, χιλιάδες χέρια να τους αρπάζουν, να τους αγκαλιάζουν, να τους σηκώνουν στα ουράνια και να τους αφήνουν εκεί, δίπλα στους θεούς, για λίγο, για όσο κρατάει ένα χειροκρότημα, μία βραδιά ή δύο, προτού βυθιστούν ξανά σε νέες αγωνίες, σε νέες μάχες, σε νέες περιπέτειες, και δώσ' του από την αρχή, ο κύκλος ποτέ δεν κλείνει κι εκείνοι ποτέ δεν φτάνουν, ποτέ δεν χαλαρώνουν, ποτέ δεν επαναπαύονται, γιατί πάντα καιροφυλακτεί ο «επόμενος», το νέο, το πιο δροσερό «φιντάνι», αυτό που τα μίντια περίμεναν από πάντα να το λατρέψουν, έτσι πάει, κάθε σεζόν μια νέα απειλή, ένας νέος ανταγωνιστής, και τώρα πάλι πώς να επιβληθεί κανείς, πώς να ξεχωρίσει, πόσα σεμινάρια να κάνει με τον Τερζόπουλο, πόσες πολεμικές τέχνες να κατακτήσει, πόσους κοιλιακούς να ξαναχτίσει, δεν έχει τέλος η αγωνία, «τι θα κάνεις του χρόνου;», «τι θα γράψουν οι κριτικές;», πόσες φορές ν’ αποδείξει κανείς την αξία του, πόσους σημαντικούς ρόλους να ερμηνεύσει μέχρι να καθιερωθεί (γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν θα καθιερωθεί), πώς να ελέγξει το αχόρταγο κοινό, τον θεατή που χασμουριέται, τον θεατή που έχει άποψη κι επιμένει πως έπρεπε «έτσι» να έχει ανέβει το έργο, ενώ εκείνοι δεν φταίνε, έκαναν αυτό που ζήτησε ο σκηνοθέτης, τις οδηγίες ακολούθησαν και να που τους πήρε στον λαιμό του, να που τους εξέθεσε, κι έμειναν απροστάτευτοι, εγκλωβισμένοι στην αρένα με τα λιοντάρια, οι κοιλιακοί δεν βοήθησαν, δεν υπήρχε ούτως ή άλλως διαφυγή, τόσος κόπος χαμένος, η καταστροφή μοιάζει βέβαιη, τώρα θα τους ξεχάσουν άπαντες, τώρα θ’ ανοίξει η γη και θα τους καταπιεί, τώρα είναι πλέον ξοφλημένοι και το τηλέφωνο δεν θα χτυπήσει ποτέ ξανά, αχ, γιατί δεν πήγαν στην Αμερική όταν ήταν νέοι, τότε που ήταν όμορφοι και λαμπεροί κι όλος ο κόσμος χώραγε μέσα στη χούφτα τους;
Το πιο σπαρακτικό κομμάτι της βραδιάς, η συγκινητική κορύφωσή της, είναι εκείνο που ξεφεύγει από το στενό «ενδοοικογενειακό» πλαίσιο και διαπραγματεύεται την απόλυτη αδυναμία όλων μας να συγχρονιστούμε με το παρόν, να κατοικήσουμε τη γλύκα του, να βιώσουμε τη ζωή ενόσω συμβαίνει, στο τώρα, και όχι όταν θα συμβεί, σε λίγο, σε χρόνο μελλοντικό, αβέβαιο, αιωνίως μετακυλιόμενο.
Ναι, τα ξέρουμε όλα αυτά, δεν είναι ότι δεν τα ξέρουμε: το ένα νούμερο μετά το άλλο, σε αυτή την κατεξοχήν μετα-θεατρική επιθεώρηση που υπογράφουν η Λένα Κιτσοπούλου και ο Γιάννης Αστερής, παρουσιάζουν τον αθέατο κόσμο του θεάτρου, αυτόν που δεν βλέπουμε ποτέ επί σκηνής αλλά τον ζούμε ή τον μαθαίνουμε εκ των υστέρων, τον υποψιαζόμαστε εκ των προτέρων, κάπου εκεί στο ενδιάμεσο, σε αυτή την γκρίζα ζώνη που απλώνεται ανάμεσα στο μεγαλείο της τέχνης και στο καθημερινό, ενίοτε ποταπό, αλλά σαφώς ανθρώπινο πάρε-δώσε των ηθοποιών με τους συναδέλφους, τους θαυμαστές και τους εαυτούς τους, εκεί όπου ανταλλάσσονται οι υπέρμετρες κολακείες και οι εκθαμβωτικές κακίες, εκεί όπου διασταυρώνονται τα πυρά των κριτικών, εκεί όπου φυτεύονται οι σπόροι της ελπίδας ή των αμφιβολιών, όχι μόνο στις σελίδες των εντύπων ή στους τέσσερις τοίχους ενός καμαρινιού αλλά και στις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς, όταν το μόνο που χωρίζει την αθωράκιστη ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη από την άβυσσο ή την καταβαράθρωση είναι μια ανάσα, μια λέξη, ένα φευγαλέο «τίποτα».
Αυτό, όμως, που καθιστά ετούτα τα οικεία ή τα αυτονόητα ενδιαφέροντα είναι ο τρόπος που, κειμενικά και υποκριτικά, ο λόγος ακροβατεί μεταξύ ακραίας αυτοπαρωδίας και υπόκωφης απόγνωσης. Ο τρόπος που το περίβλημα της σάτιρας, το φανταχτερό και προφανές ξεμπρόστιασμα των ναρκισιστικών ροπών, εναλλάσσεται με τη βαθιά αγάπη για την ευθραυστότητα των ψυχικών αντοχών ή την ανασφάλεια των εργασιακών συνθηκών.
Υπάρχουν φράσεις που κόβουν σαν μαχαίρι για όποιον είναι διατεθειμένος να ακούσει το διπλό νόημά τους, όταν μια παρέα ηθοποιών, μετά την πρεμιέρα της Επιδαύρου, κάθεται στην ταβέρνα, παραγγέλνοντας έναν μουσακά που ποτέ δεν έρχεται, μιλώντας γι' «αυτούς που υποσιτίζονται» και για ένα κριτσίνι «που στην τσάντα έχει μείνει», μοναδική ασπίδα ασφαλείας απέναντι στην πείνα που ποτέ δεν ικανοποιείται, την ίδια στιγμή που ο αναιδής θεατής καγχάζει για τα υποβαθμισμένα πτυχία με τη μηδαμινή αξία, που όσο περισσότερο «τρώγονται» (από τους ιθύνοντες) τόσο λιγότερη τροφή εξασφαλίζουν.
Το πιο σπαρακτικό κομμάτι της βραδιάς, η συγκινητική κορύφωσή της, είναι εκείνο που ξεφεύγει από το στενό «ενδοοικογενειακό» πλαίσιο και διαπραγματεύεται την απόλυτη αδυναμία όλων μας να συγχρονιστούμε με το παρόν, να κατοικήσουμε τη γλύκα του, να βιώσουμε τη ζωή ενόσω συμβαίνει, στο τώρα, και όχι όταν θα συμβεί, σε λίγο, σε χρόνο μελλοντικό, αβέβαιο, αιωνίως μετακυλιόμενο:
«Όλα φυγή, όλα φυγή είναι, να φάμε και να φύγουμε, κι εκεί που θα πάμε μετά, πάλι να φύγουμε θα θέλουμε, να τελειώσει η παράσταση και να φύγουμε, να πιούμε ένα ποτό και να φύγουμε... Τι θα κάνεις μετά; Τι θα κάνεις μετά; Τι θα κάνεις του χρόνου; Τι κανόνισες; Ω δύστυχε άνθρωπε, νομίζεις ότι εσύ κανονίζεις το μετά; Ποιο μετά, ρε μαλάκα άνθρωπε; Ποιο μετά προσμένεις; Να το το μετά!» τραγουδούν εν χορώ οι θαμώνες της ταβέρνας λίγο προτού κατευθύνουν το βλέμμα μας με τον προτεταμένο δείκτη τους προς την πιο γλαφυρή ενσάρκωση του «μετά», τον θεατή που κρέμεται απαγχονισμένος πίσω τους, επειδή «πέθανε» από την υπερβολική διάρκεια της παράστασης.
Απολαυστικός ο Θανάσης Αλευράς ως κακομαθημένος ενδυματολόγος-σταρ που δεν βρίσκει πουθενά μια καρέκλα ικανή να χωρέσει το Εγώ του και διαρκώς παραπονιέται για την καχεκτική αναγνώριση του απροσμέτρητου ταλέντου του που τόσο θα είχε λάμψει αν είχε φύγει στο εξωτερικό, αλλά εκείνος γύρισε στην Πάτρα, «στο ελληνικό το τσάτρα-πάτρα», ενώ η Γαλήνη Χατζηπασχάλη αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την ανεξάντλητη κωμική ιδιοφυΐα της, σχεδιάζοντας την αυτοθαυμαζόμενη, λάγνα και οπορτουνίστρια περσόνα «Κατερίνα Ευαγγελάτου» («ρε, τι φεστιβαλάρα έχω εγώ!») ως μια καρικατούρα σαρωτική και ακαταμάχητη. Υπέροχη η Έλλη Πασπαλά, ειδικότερα στο κλείσιμο, όταν ερμηνεύει την τζαζ μπαλάντα του Άγγελου Τριανταφύλλου, ο οποίος υπογράφει τη γοητευτική μουσική του εγχειρήματος.
«Η τέχνη πρέπει να ανανεώνεται. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να πυρποληθεί», σημειώνει ο σκηνοθέτης. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορούμε εν προκειμένω να μιλήσουμε για «πυρπόληση» της τέχνης: γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια επίθεση.
Κοιτώντας την με αυστηρούς θεατρικούς όρους, η παράσταση δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο σκηνοθετικό ή άλλο επίτευγμα. Σίγουρα, όμως, πρόκειται για μια τρυφερή επιστολή αγάπης από τους ανθρώπους που κάνουν θέατρο (που φτιάχνουν «κάτι από το τίποτα») προς όλους τους ομοτέχνους τους αλλά και προς εμάς, τους θεατές τους. Και ως τέτοια την εισπράττουμε και τη θυμόμαστε...
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ