ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1983 ο Βιμ Βέντερς ξεκίνησε τα γυρίσματα μιας ταινίας στο νοτιοδυτικό Τέξας, η οποία έναν χρόνο αργότερα θα κέρδιζε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και ακολούθως θα συγκινούσε το παγκόσμιο κοινό. Σαράντα χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης ανακαλεί εκείνη τη μοναδική εμπειρία.
«Είναι ένα παράξενο φαινόμενο», λέει ο Βέντερς σήμερα. «Υπάρχουν κάποιες ταινίες που κυκλοφορούν ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, και αυτό συνέβη με το Παρίσι, Τέξας. Δεν ξέρω αν είναι τύχη ή μοίρα ή ο συνδυασμός αυτών των δύο. Στην περίπτωσή μου, ο Χάρι Ντιν Στάντον ήταν [εκεί] την ιδανική στιγμή, η Ναστάζια Κίνσκι βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της, ήταν το πρώτο σενάριο του Σαμ Σέπαρντ και ο Ry Cooder που έγραψε τη μουσική ήθελε να αποδείξει την αξία του. Αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ ήταν να μην τα κάνω μαντάρα».
Το αρχικό σχέδιο του Βέντερς ήταν γεωγραφικά πιο φιλόδοξο: ήθελε να ξεκινήσει από την Καλιφόρνια και να φτάσει μέχρι την Αλάσκα. Ο Σέπαρντ όμως είχε αντίρρηση. «Μου είπε "μην ασχολείσαι μ’ αυτό το ζιγκ-ζαγκ. Μπορείς να βρεις όλη την Αμερική σε μία μόνο πολιτεία: το Τέξας"».
«Ήθελα να κάνω μια ταινία στην αμερικανική Δύση, σ’ αυτά τα απέραντα τοπία. Ήταν και παραμένει ακόμα ξεκάθαρο για μένα ότι δεν μπορείς να κάνεις ταινίες με θέματα, ότι αυτά μπορούν να προκύψουν μόνο από τους χαρακτήρες. Και αν κάποιος ήξερε αυτά τα τοπία και αυτούς τους χαρακτήρες, αυτός ήταν ο Σαμ Σέπαρντ. Ο Σαμ πάντα έγραφε για τη Δύση. Το βιβλίο του Motel Chronicles ήταν η ουσία του Παρίσι, Τέξας. Ένας δρόμος, μια πρόσοψη, ένα βουνό, μια γέφυρα ή ένα ποτάμι δεν είναι απλώς το φόντο της αφήγησης. Έχουν τη δική τους ιστορία, τη δική τους προσωπικότητα, μια ταυτότητα που αξίζει να ληφθεί υπόψη και να αποτυπωθεί… Ίσως [αυτό] να οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για την ιστορία του κινηματογράφου, αλλά [μάλλον] για την ιστορία των ανθρώπων που έκαναν ταινίες», λέει ο Βέντερς.
Το αρχικό σχέδιο του Βέντερς ήταν γεωγραφικά πιο φιλόδοξο: ήθελε να ξεκινήσει από την Καλιφόρνια και να φτάσει μέχρι την Αλάσκα. Ο Σέπαρντ όμως είχε αντίρρηση. «Μου είπε "μην ασχολείσαι μ’ αυτό το ζιγκ-ζαγκ. Μπορείς να βρεις όλη την Αμερική σε μία μόνο πολιτεία: το Τέξας"… Το να έχεις τις απαντήσεις είναι πολύ διαφορετικό από το να αναζητάς τις απαντήσεις στη διάρκεια του γυρίσματος – είμαι υπέρ αυτού. Όπως ο Τριφό, ο οποίος δεν έκανε διάκριση μεταξύ της ζωής του και των ταινιών του».
Αλλά στο Παρίσι, Τέξας το τέλος ήταν ξεκάθαρο περίπου εξ αρχής. Υποσυνείδητα, ο Σέπαρντ κι ο Βέντερς βρίσκονταν στην ίδια σελίδα – ήξεραν πώς θα φτάσουν στον δραματικό μονόλογο του Τράβις (Χάρι Ντιν Στάντον) προς τη γυναίκα του, Τζέιν (Ναστάζια Κίνσκι), η οποία εργάζεται σε ένα peep show.
Ο Βέντερς απολαμβάνει πάντα τη διαδικασία των γυρισμάτων –ανακαλύπτει την ψυχή των τοποθεσιών όταν φτάνει εκεί–, πιστεύει όμως ότι οι ταινίες φτιάχνονται στο μοντάζ. «Το μοντάζ είναι εκεί που σιγοβράζει η όλη διαδικασία – είναι το αγαπημένο μου μέρος της παραγωγής».
Από τα γυρίσματα του Παρίσι, Τέξας, θυμάται πρώτα και κύρια την έντονη ανασφάλεια του Χάρι Ντιν Στάντον: «Για πολλούς μήνες ήμουν ο ψυχοθεραπευτής του. Ένιωθε άσχημος και γέρος. Ήταν 35 χρόνια μεγαλύτερος από τη Ναστάζια. Περιφερόταν νευρικά, υποτιμώντας τον εαυτό του κάθε μέρα. Όταν τελικά πήγαμε στο φεστιβάλ των Καννών, του είπα ότι δεν μπορούσα πια να είμαι διαρκώς στη διάθεσή του και ότι θα έπρεπε να βρει κάποιον άλλον να τον συνοδεύει. Ο Χάρι πλήρωσε για να πάει μαζί του στο ταξίδι ένας νεαρός ηθοποιός που στεκόταν δίπλα του ώρα με την ώρα, υποστηρίζοντάς τον αδιάκοπα. Αυτός ο νεαρός ήταν ο Σον Πεν».
Το «Παρίσι, Τέξας» δεν κατάφερε να φτάσει στα Όσκαρ. Ο Βέντερς είναι ξεκάθαρος για τον λόγο που συνέβη αυτό: «Η Twentieth Century Fox το αγόρασε [για τη διανομή] στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ετοίμασαν μια έξυπνη καμπάνια, σκέφτηκαν ακόμη και την προοπτική των Όσκαρ. Ξαφνικά όμως, η διοίκηση στην κορυφή αντικαταστάθηκε και μέσα σε τρεις εβδομάδες ακόμη και οι ρεσεψιονίστ ήταν διαφορετικοί. Τα νέα στελέχη δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τις ιδέες των προηγούμενων και δεν προετοίμασαν καν προβολή για τα μέλη της Ακαδημίας ούτε έκαναν κάποια σχετική προώθηση. Ο Χάρι ήταν συντετριμμένος».
Μερικούς μήνες νωρίτερα όμως, τον Μάιο του 1984, είχε κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. «Είχα ήδη βρεθεί εκεί το 1975 για το Kings of the Road, [όταν ήμουν] πολύ νέος για να το απολαύσω. Το 1984 το βίωσα διαφορετικά. Στο τέλος του φεστιβάλ μάς ζήτησαν να μείνουμε γιατί είχαμε κερδίσει κάτι. Η τελετή της απονομής προχωρούσε κι εμείς εξακολουθούσαμε να μην έχουμε κερδίσει κάποιο βραβείο, και στο τέλος είχαμε μείνει μόνο ο Τζον Χιούστον [για το Κάτω από το ηφαίστειο] κι εγώ. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και χαμογελάσαμε, παρόλο που δεν γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον. Όταν τελικά ανακοίνωσαν το όνομά μου, του είπα: "Συγγνώμη, Τζον". Γελάσαμε πολύ μετά».
Με στοιχεία από El País