ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΘΕΜΑ ΣΤΙΣ ειδήσεις είναι αυτές τις μέρες, όπως βέβαια αναμενόταν, οι φωτιές που κατακαίνε την Ελλάδα από την Κέρκυρα μέχρι τη Ρόδο, όμως εγώ ξεχώρισα μία που πέρασε σε δευτερότριτη μοίρα και που κι εγώ ομολογώ ότι, μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό, την «ανακάλυψα» με κάποια καθυστέρηση. Αφορούσε την άγρια δολοφονία ενός 64χρονου άνδρα μέσα στο διαμέρισμά του στη Μενεμένη της Θεσσαλονίκης από έναν 29χρονο με τον οποίο είχαν γνωριστεί αξημέρωτα στην περιοχή του Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού.
Μια δολοφονία που θυμίζει εκείνες των επώνυμων Νίκου Σεργιανόπουλου και Μένη Κουμανταρέα αλλά και δεκάδων άλλων «ανώνυμων» ομοφυλόφιλων ανδρών από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μια δολοφονία που μοιάζει αρκετά με εκείνη της Κουβανής τρανς Άννας Ιβάνκοβα στον Άγιο Παντελεήμονα έναν μήνα πριν. Αντίθετα όμως με τις δημόσιες καταγγελίες, τις συγκεντρώσεις και τις πορείες διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκαν στη μνήμη εκείνης –και πολύ σωστά–, ο εν λόγω γκέι άνδρας, που ούτε το ονοματεπώνυμό του δεν μάθαμε ακόμα (η ΕΛΑΣ δημοσιεύει ονόματα δραστών και θυμάτων μόνο εφόσον υπάρξει άδεια από την εισαγγελία), πήγε εντελώς «άκλαφτος».
Έχουν, μαθαίνω, συμβεί κι άλλες ομοφοβικές επιθέσεις τελευταία στη Θεσσαλονίκη, πιθανότατα και στην Αθήνα και αλλού –όχι μοιραίες, ευτυχώς–, για τις οποίες επίσης δεν μάθαμε τίποτα ή «χάθηκαν» σε κάποιο ανυποψίαστο μονόστηλο, με εξαίρεση ίσως κάποια κοινοτικά μέσα. Ίσως γιατί τα θύματα ήταν «ανώνυμα», ίσως επειδή τα ίδια δεν επιθυμούσαν τη δημοσιότητα, ίσως γιατί κρίθηκε ότι οι εν λόγω ειδήσεις δεν θα μάζευαν πολλά «κλικ».
Δεν ήταν, βλέπεις, κάποιο γνωστό και αγαπητό μέλος της κοινότητας, δεν ήταν καν «out and proud» από ό,τι πληροφορούμαι –επρόκειτο για έναν μοναχικό συνταξιούχο χωρίς κάποια ιδιαίτερη οικονομική άνεση–, αυτό όμως δεν καθιστά τη δολοφονία του λιγότερο καταδικαστέα, λιγότερο αποτρόπαια, και υπάρχει ένας επιπλέον λόγος γι’ αυτό, όπως θα δούμε.
Σύμφωνα με τον δράστη, ο οποίος μετά το φονικό πήρε το μηχανάκι του θύματος και παραδόθηκε αυτοβούλως στην αστυνομία, ο 64χρονος τον προσκάλεσε σπίτι του για υδραυλικές εργασίες(!) κι εκεί του επιτέθηκε με σκοπό να τον βιάσει. Κατελήφθη τότε καθώς είπε από αμόκ –δήθεν δεν γνώριζε τίποτα για την «ταμπακέρα»– και αφού του κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι, τον έπνιξε με ένα κορδόνι. Ο 29χρονος, άτομο με ψυχολογικά προβλήματα (ο πολιτικά ορθός όρος είναι «νευροδιαφορετικός», αλλά δεν ξέρω πόσο καλύπτει όλες αυτές τις περιπτώσεις), ήταν γνωστός στις αρχές καθώς είχε κάνει φυλακή για κλοπές και είχε επίσης μπλεξίματα με ουσίες.
Αποφυλακισμένος πρόσφατα, λίγες μέρες πριν το φονικό είχε παρουσιαστεί ξανά στις αρχές ισχυριζόμενος ότι δολοφόνησε δύο αλλοδαπούς κι έριξε τα πτώματά τους στον Γαλλικό Ποταμό, κάτι που ευτυχώς αποδείχθηκε ότι συνέβη μόνο στη φαντασία του. Στην περίπτωση ωστόσο του 64χρονου έλεγε δυστυχώς την αλήθεια, έστω και σε εκείνη την εκδοχή που του φαινόταν ότι θα «δικαίωνε» ως έναν βαθμό την πράξη του.
Αυτό, άλλωστε, το νόημα φαίνεται να είχε η φράση «παιδεραστής -1» που έγραψε με το αίμα του θύματος στον τοίχο της γκαρσονιέρας. Πέρα από το προφανές, ότι δηλαδή ο δράστης κοντεύει να πατήσει τα 30 και άρα η απόδοση αυτού του χαρακτηρισμού στον άτυχο 64χρονο –και μάλιστα με έναν μακάβριο τρόπο που πιθανόν εμπνεύστηκε από κάποιο θρίλερ– είναι τελείως άτοπη, καμία καταγγελία ή άλλη πληροφορία ότι το θύμα προσέγγιζε ανήλικους δεν υπάρχει.
Συμβαίνει, όμως, να έχει τόσο τα τελευταία χρόνια «ξεχειλωθεί» αυτός ο όρος στον δημόσιο λόγο, φτάνοντας να αναφέρεται μέχρι και σε άτομα που έχουν υπερβεί κατά πολύ την ηλικία συναίνεσης, και να έχει τόσο δαιμονοποιηθεί σε αυτή την τραβηγμένη εκδοχή του ακόμα και μέσα στην ίδια την κοινότητα, στην προσπάθεια ενός κομματιού της να υπερθεματίσει σε «κανονικότητα», ώστε αφενός να συσκοτίζεται έτσι η πραγματική –και απόλυτα καταδικαστέα, εννοείται– έννοια της παιδεραστίας και του παιδοβιασμού, να κινδυνεύει να γίνει το ιδανικό άλλοθι για ομοφοβικές επιθέσεις ή και για δολοφονίες αφετέρου.
Αυτό το τελευταίο φοβάμαι ότι θα το ξανασυναντήσουμε με την πρώτη ευκαιρία και είναι σίγουρα ένα πισωγύρισμα, καθώς παραπέμπει σε παλιότερες, πολύ πιο ανελεύθερες εποχές, οπότε οι κατηγορίες της παιδεραστίας και της διαφθοράς ανηλίκων πρωτοστατούσαν στη ρητορική μίσους και στις διώξεις κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων.
Έχουν, μαθαίνω, συμβεί κι άλλες ομοφοβικές επιθέσεις τελευταία στη Θεσσαλονίκη, πιθανότατα και στην Αθήνα και αλλού –όχι μοιραίες, ευτυχώς–, για τις οποίες επίσης δεν μάθαμε τίποτα ή «χάθηκαν» σε κάποιο ανυποψίαστο μονόστηλο, με εξαίρεση ίσως κάποια κοινοτικά μέσα. Ίσως γιατί τα θύματα ήταν «ανώνυμα», ίσως επειδή τα ίδια δεν επιθυμούσαν τη δημοσιότητα, ίσως γιατί κρίθηκε ότι οι εν λόγω ειδήσεις δεν θα μάζευαν πολλά «κλικ». Τέτοια περιστατικά πάντα συνέβαιναν, απλώς σήμερα σοκάρουν περισσότερο γιατί θεωρείται ότι έχουμε προχωρήσει πολύ ως κοινωνία, έχοντας αφήσει πολύ πίσω μας τα «κυνήγια μαγισσών».
Πιθανόν, μάλιστα, να είναι η ίδια η αυξημένη ορατότητα, οι διεκδικήσεις και οι κατακτήσεις που υποδαυλίζουν την ομοτρανσφοβική βία από άτομα και κοινωνικές ομάδες που αισθάνονται ή τους έχουν υποβάλει την ιδέα ότι «απειλούνται» επειδή κάποιοι άλλοι άνθρωποι απλώς αξιώνουν να φανούν και να κάνουν το ίδιο ελεύθερα με εκείνους, για να παραφράσω τον μεγάλο ποιητή που φέτος έχει την τιμητική του. Και άτομα κάποιας ηλικίας χωρίς κάποιο περιβάλλον που να τα νοιάζεται και να τα στηρίζει είναι περισσότερο εκτεθειμένα σε αυτή – πάντα ήταν. Δικό μας στοίχημα και ιδιαίτερα των νεότερων γενιών είναι ακριβώς να πάψει αυτό το «πάντα», ξεριζώνοντας τις αιτίες που το δημιουργούν και το θρέφουν.