ΣΤΟΥΣ «ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ» («The Barkskins»), η Αμερικανίδα συγγραφέας Άνι Πρου αφηγείται τις ιστορίες πολλών γενεών, από την πρώιμη εποχή των Γαλλοκαναδών και Άγγλων εποίκων μέχρι τον εικοστό αιώνα. Στο κέντρο της αφήγησης η μεγάλη μεταμόρφωση των τοπίων μαζί με τις κοινωνικές αλλαγές και τις οικογενειακές περιπλοκές που σημάδεψαν την επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στην απεραντοσύνη των δασών της ανατολικής Βόρειας Αμερικής.
Η συγγραφέας, έχοντας μελετήσει καλά τις πηγές και την Ιστορία, αναφέρεται συχνά στη συνείδηση που είχαν οι πρώτοι μεγάλοι υλοτόμοι και αργότερα οι επιχειρηματίες της ξυλείας και των παραγώγων της: πίστευαν ακράδαντα πως το δάσος είναι άπειρο και δεν μπορεί να χαθεί, αφού η ίδια η χώρα είναι αχανής.
Οι τεράστιες αποστάσεις και τα θηριώδη μεγέθη της βορειοαμερικανικής υπαίθρου ενστάλαζαν στους ανθρώπους αυτούς (και για πολλές γενιές) την αίσθηση ότι το δάσος είναι απεριόριστο όπως ο ωκεανός. Η γεωγραφία της πρώιμης φαντασίας, πριν από τη χάραξη δικτύων και την ακριβή καταμέτρηση των χιλιομετρικών αποστάσεων, ακουμπούσε στην ιδέα του άπειρου. «Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» έγραφε ο Σεφέρης τη δεκαετία του '30, κι ο στίχος αυτός θα μπορούσε να ισχύει και για τα δάση ή, έστω, για τα μεγάλα δάση, τους δρυμούς και τα βουνά τους.
Κάποτε, η ιδέα περί του ανεξάντλητου της «αγριάδας» είχε γονιμοποιήσει τη ρομαντική εικόνα μιας φύσης η οποία, ό,τι κι αν συμβεί, θα παραμένει εσαεί το σκοτεινό και σαγηνευτικό θεμέλιο της ανθρωπότητας. Συχνά όμως η ιδέα μιας ανεξάντλητης φύσης βόλεψε πολλούς που ήθελαν, και ακόμα επιδιώκουν, να απωθήσουν τις ανησυχίες για την έκταση και το βάθος των καταστροφών.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, μια τέτοια αντίληψη περί του ανεξάντλητου της «αγριάδας» εξακολουθεί να υπάρχει. Κάποτε, είχε γονιμοποιήσει τη ρομαντική εικόνα μιας φύσης η οποία, ό,τι κι αν συμβεί, θα παραμένει εσαεί το σκοτεινό και σαγηνευτικό θεμέλιο της ανθρωπότητας. Συχνά όμως η ιδέα μιας ανεξάντλητης φύσης βόλεψε πολλούς που ήθελαν, και ακόμα επιδιώκουν, να απωθήσουν τις ανησυχίες για την έκταση και το βάθος των καταστροφών. Λέγεται: υπάρχει ακόμα τόσο πολύ δάσος, ας μην υπερβάλλουμε για όσα καίγονται, ο κύκλος δημιουργίας και καταστροφής ξεπερνά τις γενιές μας και τα μέτρα τους.
Υπάρχει (πολύ) ακόμα: σαν να έχουμε να κάνουμε με ένα στοκ ή ένα απόθεμα που χρησιμεύει μεν για να «παίρνουμε ανάσες» ή για να έχουμε τουριστικά και αγρο-κτηνοτροφικά πλεονεκτήματα να πουλήσουμε, στην ουσία όμως πρόκειται για κάτι εκτός κοινωνίας. Τα δημόσια προβλήματα, οι κοινωνικές αγωνίες, οι πολιτικές απορίες δεν αφορούν τη «φύση, πέρα από την καθημερινή κομματική διαμάχη για τις πυρκαγιές και την πυρόσβεση. Το ουσιαστικό ερώτημα «τι κάνουμε για να μην ερημώσουμε ως τόπος, πώς αντιμετωπίζουμε την ερημοποίηση» δεν απασχολεί παρά τους λίγους.
Εδώ βρίσκεται ο μηχανισμός της αυταπάτης. Η Άνι Πρου ανασυνθέτει την αφελή πίστη των εποίκων στο απέραντο των δασών. Μιλάμε όμως για τον Καναδά ή τις ΗΠΑ. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει η ίδια αυταπάτη σε πολίτες ή πολιτικούς μιας μικρής χώρας των 132.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων;
Η συμβατική σκέψη δεν αντιλαμβάνεται τα δεδομένα. Ένα σημαντικό μέρος του λαού και των κυρίαρχων ελίτ της χώρας θεωρεί πως ένα θέμα όπως η καταστροφή ενός μεγάλου δάσους σαν της Δαδιάς είναι χαμηλής πολιτικής. Είναι δηλαδή κάτι που μπορεί να γίνει πολιτικό μόνο αν πεθαίνουν άνθρωποι, και μάλιστα Έλληνες την καταγωγή. Ο θάνατος αλλοδαπών-μεταναστών ή και ο αφανισμός εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων δάσους λογαριάζεται περισσότερο ως στοιχείο μιας φυσικής καταστροφής για την οποία δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά. Σαν κάτι αντίστοιχο με τον θάνατο ανθρώπων κάτω από μια γιγαντιαία χιονοστιβάδα ή με τον πνιγμό λουόμενων στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Η ζωή στο δάσος παραπέμπει στις φτωχές, χειρωνακτικές εποχές, στους καιρούς των ξωμάχων και των προλετάριων για τους οποίους έγραφε ο Ρίτσος. Και αυτοί ήταν ανεξάντλητοι στη φαντασία του αριστερού ανθρώπου, όπως η θάλασσα στον στίχο του Σεφέρη.
Τώρα έχουμε βρεθεί στον καιρό του εξαντλήσιμου. Το απεριόριστο, το άπειρο και το γενναιόδωρα παρόν της φύσης και της Ιστορίας ανήκει σε έναν παλαιότερο ιστορικό χρόνο. Εμείς πρέπει πια να κατοικήσουμε την ξεραΐλα και να τη μετατρέψουμε, αν μπορούμε, σε βραχυχρόνια μίσθωση. Άχαρη η θέση μας, καθώς καλούμαστε από δημάρχους και άλλες δημόσιες φωνές να αποδεχτούμε το γεγονός πως και τα πάρκα τσέπης είναι δάσος. Τι περισσότερο να θέλει κανείς από ένα τσιμεντένιο παγκάκι, δυο πεύκα και μια καντίνα για τον καφέ και το σουβλάκι του;
Αυτή είναι η μετα-φύση που προσφέρεται ως πρόταση ζωής –αφήνοντας το μεγάλο δάσος να συρρικνωθεί και να γίνει είδηση χαμηλής ζήτησης–, αφού δεν μπορούμε να αποτρέψουμε ή να σβήσουμε τις μεγα-πυρκαγιές (Megafires). Όσο περισσότερο οι πυρκαγιές θα μεγαλώνουν σε έκταση και διάρκεια τόσο εντονότερα θα μας προτείνονται τα pocket size αλσύλλια και τα ψευδοπάρκα των μικροαναπλάσεων ως εναλλακτικοί ορίζοντες αναψυχής, θερμοκήπια για φτωχότερους δημότες και για όσους δεν μπορούν να αγοράσουν αληθινή φύση.