Στα 18 του άφησε τους δρόμους, όπου είχε ψηθεί, για να μπει στις μεγάλες τηλεοπτικές παραγωγές. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει, αλλά προτίμησε να δοκιμαστεί σε ένα μέσο που ήξερε από τον πατέρα του, τον διάσημο συγγραφέα και σεναριογράφο ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Πελεκάνος, αντί να πάει σε ένα από τα διάσημα πανεπιστήμια που προσφέρουν κινηματογραφικές σπουδές. Δούλεψε ως βοηθός παραγωγής και σκηνοθέτη σε μερικές από τις διασημότερες σειρές των τελευταίων ετών όπως το «Treme» και το «House of Cards» και όταν ένιωσε έτοιμος άρχισε να γυρίζει τις δικές του ταινίες. Βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο 46ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας με το «Mailman», εμπνευσμένο από προσωπική του εμπειρία εν μέσω καραντίνας στη γειτονιά του στην Ουάσινγκτον. Μια ταινία που περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τον ρατσισμό της καθημερινότητας και την παραφροσύνη μιας κοινωνίας με ατέρμονα αδιέξοδα.
— Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια στην Ουάσινγκτον;
Όλοι συνδέουν την Ουάσινγκτον με την πολιτική. Και μπορεί να είναι μια πολύ καθαρή πόλη λευκών τεχνοκρατών, αλλά στην πραγματικότητα είναι και μια πόλη εργατών, ένας ολόκληρος κόσμος μακριά από τους πολιτικούς. Γι’ αυτό και λέμε τις ιστορίες που λέμε, γιατί οι εμπειρίες μας δεν έχουν να κάνουν με την πόλη των γραφειοκρατών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αμερικής είναι η σύγκρουση των τάξεων που συχνά μασκαρεύεται ως διαφυλετική σύγκρουση, που δεν είναι. Όλο και περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για τη σύγκρουση μεταξύ της ανώτερης τάξης και της χαμηλότερης και για την εξαφάνιση της μεσαίας τάξης. Αυτό νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο θέμα αυτήν τη στιγμή στην Αμερική, όπως και η έλλειψη σεβασμού.
— Πώς προέκυψε το «Mailman»;
Πέρασα την πρώτη καραντίνα με τον πατέρα μου στο σπίτι μας και είπαμε να εκμεταλλευτούμε τον χρόνο μας σωστά. Εκείνος, βέβαια, πάντα γράφει, οπότε ξέρει να χρησιμοποιεί τον χρόνο του αποτελεσματικά. Εγώ μόλις πρόσφατα έμαθα να το κάνω. Συνέβη το εξής μια μέρα: έφτασε κατά λάθος στα χέρια μας ένας φάκελος που προοριζόταν για έναν γείτονα, ο οποίος ζει στη γωνία δίπλα μας. Όταν πετάχτηκα μέχρι εκεί να του τον δώσω, τον είδα να σηκώνεται από το τραπέζι που καθόταν με την οικογένειά του και να βαδίζει απειλητικά προς το μέρος μου. Άφησα το γράμμα κι έφυγα, αλλά περιέγραψα το συμβάν στον πατέρα μου. Αυτό αμέσως έδωσε την ιδέα και στους δυο μας να κάνουμε κάτι. Έτσι αρχίσαμε να το γράφουμε και ο ένας συμπλήρωσε τον άλλον.
— Πάντως, τα γεγονότα δεν είναι μονοδιάστατα στην ταινία σου, δείχνεις και την οπτική της άλλης πλευράς.
Το βασικό θέμα της ταινίας είναι η οπτική ενός νεαρού μαύρου, ενός λευκού μεσήλικα άντρα, η οπτική του καθένα. Συχνά νομίζουμε ότι ξέρουμε γιατί οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν, ενώ στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει, όλοι έχουμε τα δικά μας προβλήματα. Συχνά υποθέτουμε τι συμβαίνει σε κάποιον, αλλά δεν ξέρουμε την τύφλα μας.
— Οπότε οι αντιπαραθέσεις και οι παρεξηγήσεις μπορούν να ερμηνευθούν κι αλλιώς;
Αυτό λέει και ο μικρότερος αδελφός στον μεγαλύτερο μέσα στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς το σπίτι του λευκού άντρα, πως πρέπει καμιά φορά να λύνεις διπλωματικά τα θέματά σου. Αν μπαίναμε στη διαδικασία να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα του άλλου, θα κατανοούσαμε ότι τα δικά μας προβλήματα είναι πολύ πιο κοντά με των άλλων. Όλοι προσπαθούμε, όλοι έχουμε τα δικά μας θέματα και όλοι αγωνιζόμαστε γι’ αυτά. Πολλοί εκπλήσσονται που γυρίσαμε την ταινία σε εποχή που τραγικά συμβάντα όπως η δολοφονία ενός νεαρού μαύρου στο Μιζούρι, ο πυροβολισμός μιας μάνας επειδή μπήκε με τα παιδιά της στο λάθος σπίτι ή τριών νέων γυναικών στη Νέα Υόρκη επειδή βρέθηκαν σε λάθος δρόμο δεν ήταν τόσο συχνά όσο σήμερα, το 2023.
— Πού ακριβώς τοποθετείς την πλοκή της ταινίας;
Στα βορειοδυτικά της Ουάσινγκτον, ανατολικά του Ratcliffe Park, μακριά από τον Λευκό Οίκο και το μνημείο του Ουάσινγκτον, σε μια άλλη, παράλληλη πόλη, σαν να είναι η πίσω πλευρά οποιασδήποτε πόλης.
— Είναι αναγνωρίσιμη αυτή η πλευρά της Ουάσινγκτον από έναν Αμερικανό;
Δεν νομίζω, και δεν είναι αυτή η πρόθεση της ταινίας. Θέλαμε να μπορεί κανείς να φανταστεί την ιστορία να εκτυλίσσεται οπουδήποτε στον κόσμο. Άλλωστε, ανάλογα προβλήματα υπάρχουν στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Αγγλία, παντού.
— Θα περίμενα να έχεις μεγαλώσει ως προνομιούχο παιδί της μεσαίας τάξης. Δεν ισχύει;
Θα έλεγα ότι ήμουν ένα πάρα πολύ ευνοημένο και προστατευμένο παιδί, γιατί, πάνω απ’ όλα, μεγάλωσα έχοντας παρόντες στο σπίτι τη μητέρα και τον πατέρα μου, κάτι που δεν είναι δεδομένο.
— Εννοείς ότι οι περισσότεροι μεγαλώνουν σε διαλυμένες οικογένειες;
Ναι, και μόνο γι’ αυτό με θεωρώ ευνοημένο, όπως επίσης και επειδή, καθώς μεγάλωνα, είδα την καριέρα του πατέρα μου να εξελίσσεται με τρόπο τέτοιο που να μπορεί να μας προσφέρει κάποια πράγματα και να διατηρούμε και ένα πνευματικό επίπεδο.
— Είσαι ο πρώτος που διαβάζει τις ιστορίες του;
Είμαι ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια μου, οπότε, ναι, είμαι ο πρώτος που τις διαβάζει. Μεγάλωσα σε ένα προάστιο όπου έρχεσαι σε επαφή με καθετί. Εκεί επιστρέφω μετά από οτιδήποτε κάνω, αφού η οικογένειά μου εξακολουθεί να ζει εκεί. Η επιστροφή στις ρίζες, το γεγονός ότι η βάση μου είναι στην Ουάσινγκτον, έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα, με κρατάει προσγειωμένο.
— Δεν βλέπουμε συχνά καλλιτέχνες να είναι τόσο δεμένοι με το σπίτι τους.
Αυτό είναι βέβαιο ότι έχει να κάνει με την παράδοση, την περηφάνια και την αγάπη για την οικογένεια και την οικογενειακή εστία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κάνουμε τέχνη άλλωστε. Δεν έχει να κάνει με τη φήμη και τα τρόπαια αλλά με το να μπορούμε να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας με τους ανθρώπους και να έχουμε νέες εμπειρίες που επίσης θα μπορέσουμε να μοιραστούμε. Η εστία έχει μεγάλη σημασία για μένα.
— Έχεις ελληνικό background;
Μεγάλωσα με την προγιαγιά μου, την Κική, που δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά κι έτσι έμαθα όσα ελληνικά ξέρω. Κανένας δεν με ανάγκασε να πάω σε ελληνικό σχολείο, το ήθελα ο ίδιος, όπως ήθελα να πηγαίνω και τις Κυριακές στον ορθόδοξο Ναό της Αγίας Σοφίας. Όσο Αμερικανοί κι αν είμαστε, κρατάμε την ελληνική παράδοση.
— Η μητέρα σου έχει αφροαμερικάνικες ρίζες;
Όχι, καθόλου, είναι λευκή Αμερικανίδα. Κι εγώ και ο αδελφός μου ο Παναγιώτης είμαστε υιοθετημένοι από τη Βραζιλία, η αδελφή μου από τη Γουατεμάλα.
— Τι σε έκανε να γυρίσεις την ταινία αυτή για τον ρατσισμό;
Καταρχάς, να πω ότι η Βραζιλία είναι δεύτερη, μετά την Αφρική, σε μαύρο πληθυσμό. Στη γειτονιά μου είχα κυρίως Αφροαμερικανούς φίλους, όπως και ισπανόφωνους. Γυμνάσιο πήγα σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά οι φίλοι μου παρέμειναν κυρίως αυτοί που έκανα στο δημόσιο, απ’ όπου ξεκίνησα. Η Ουάσινγκτον είναι ιδιαίτερη σε αυτό, γιατί ακόμα και στις πόλεις με πολυπολιτισμικότητα, κάθε μειονότητα έχει τη δική της περιοχή. Εμείς κυκλοφορούμε όλοι μαζί και πηγαίνουμε στα ίδια σχολεία.
— Και ο ρατσισμός που εκδηλώνεται;
Στην Αμερική γενικότερα παντού, ωστόσο εξαρτάται πού βρίσκεσαι δημογραφικά. Σε μια αγροτική περιοχή θα δεις τον ρατσισμό να εκδηλώνεται με συγκεκριμένο τρόπο, ενώ σε αστικό περιβάλλον διαφορετικά. Ανάλογα με την αστυνομική βία.
— Πιστεύεις ότι έχει ενταθεί η αστυνομική βία τα τελευταία χρόνια;
Όλα ξεκίνησαν προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, με την επιδημία του κρακ. Όταν εμφανίστηκαν τα σκληρά ναρκωτικά στις πόλεις ήταν η αφορμή να αλλάξουν όλα. Υπήρξε έντονη αντίδραση και όλο αυτό πιστώνεται στον Ρούντι Τζουλιάνι, αυτός το προκάλεσε. Λέγεται ότι το οργάνωσε ώστε να πολεμήσει το οργανωμένο έγκλημα και τη μαφία, αλλά έγινε για να αντιμετωπίσει και τους ντίλερς στις αστικές περιοχές και να τους ξαποστείλει όσο περισσότερο μπορούσε. Οπότε η βία της αστυνομίας που βλέπουμε δεν είναι μόνο σωματική αλλά ενσωματωμένη και στους νόμους από τους πολιτικούς. Ο θεσμοθετημένος ρατσισμός που υποτίθεται δεν υπάρχει βρίσκεται εκεί σχεδόν υποσυνείδητα.
— Ο ρατσισμός, λοιπόν, σε απασχολεί προσωπικά;
Προσπαθώ πάντα να έχω στο μυαλό μου τους νέους, να λέω ιστορίες που σχετίζονται με αυτούς, αν και θέλω να απευθύνομαι σε όλες τις ηλικίες και σε όλο τον κόσμο. Απλώς θέλω να πω στους νέους να ελέγχουν την επιθετικότητα που έχουν αναπτύξει λόγω της καταπίεσης. Κάποιες φορές είναι ανάγκη να είσαι επιθετικός, κάποιες άλλες είναι ανάγκη να είσαι διπλωματικός.
— Αυτό θα έλεγες ότι είναι το μάθημα που πήρες στο πανεπιστήμιο της ζωής;
Ναι, από το πανεπιστήμιο της αντιξοότητας, όπως λέει ένας σοφός ρασταφάρι. Ανήκω σε αυτή την κοινότητα και με διέπουν οι αξίες της.
— Υπήρξες ποτέ ο ίδιος θύμα ρατσισμού;
Βέβαια! Πρώτη φορά στα 10 μου, περπατώντας στην παραλία έξω από ένα μαγαζί, του οποίου ο ιδιοκτήτης ισχυρίστηκε ότι τον έκλεψα και ένας αστυνομικός έβγαλε όπλο και με σημάδεψε. Σημάδεψε ένα δεκάχρονο παιδί με όπλο. Ωστόσο, δεν θέλω να θυματοποιώ τον εαυτό μου.
— Αυτές οι εμπειρίες και η καταγωγή σου ήταν οι λόγοι που εν τέλει ανέπτυξες κοινωνική και πολιτική συνείδηση;
Δεν θα έλεγα τόσο πολιτική όσο κοινωνική. Πήγα σε ιδιωτικό γυμνάσιο, αλλά όλοι μου οι φίλοι ήταν από το δημόσιο δημοτικό όπου πήγα αρχικά. Ο πατέρας μου ποτέ δεν μετακόμισε σε πιο εύπορες περιοχές στα προάστια και ουσιαστικά εξακολουθούμε να ζούμε εκεί όπου μεγάλωσα, σε μια εργατική συνοικία με μεγάλη ποικιλομορφία. Εκεί κοντά μεγάλωσε και ο ίδιος, σε μια εβραϊκή γειτονιά. Ο τρόπος που μεγαλώσαμε επηρέασε και τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και τον κόσμο, ακόμα και αν στην εφηβεία μου σχετίστηκα με συνομήλικους πιο προστατευμένους από το σπίτι τους. Οφείλεις να βλέπεις τους ανθρώπους και τις διαφορετικές ζωές τους και τις ευκαιρίες που τους δίνονται, πώς επηρεάζονται, το ποιόν τους σήμερα. Νομίζω ότι το σημαντικότερο, ασχέτως του πόσο εύπορο είναι το περιβάλλον σου, είναι τι ηθική διδάχθηκες ως παιδί. Έχω γνωρίσει ανθρώπους κάθε λογής κι αν είχαν κάτι κοινό όλοι τους ήταν ότι κάποιος ή κάποια, ίσως όχι γονέας αλλά ένας θείος, μια γιαγιά, μια θεία, τους εμφύσησε κάποιες αξίες. Αυτό είναι οικουμενικό, δεν έχει καμία σημασία το πού μεγάλωσες. Όλοι ξέρουμε τι είναι καλό και τι κακό.
— Πού βρίσκεται η Αμερική σήμερα;
Σε επαναπροσδιορισμό. Μιλώντας με κόσμο εδώ, μου φαίνεται ότι όλοι έχουμε ανάγκη τον επαναπροσδιορισμό. Να βγάλουμε την πρίζα για 10 δευτερόλεπτα και να την ξαναβάλουμε. Πιστεύω ότι είναι υπέροχη περίοδος να είναι κάποιος καλλιτεχνικά δημιουργικός. Μας περικυκλώνουν τόσα αρνητικά και τόση καταπίεση, είτε οικονομικής φύσεως είτε οτιδήποτε άλλο. Όση είναι η αρνητικότητα στα ΜΜΕ άλλη τόση δημιουργικότητα βλέπουμε, που εξυψώνει τη συνείδηση και τη γνώση που αντιπαλεύουν την ανοησία και τον ζόφο. Οι περισσότεροι ξέρουμε προς τα πού θέλουμε να στρέψουμε τη δημιουργικότητά μας: να γεφυρώσουμε το κενό και να δείξουμε στον κόσμο πώς να το κάνει. Εκεί νομίζω ότι βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή.
— Ποιο νομίζεις ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Αμερική σήμερα;
Η σύγκρουση των τάξεων που συχνά μασκαρεύεται ως διαφυλετική σύγκρουση, που δεν είναι. Όλο και περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για τη σύγκρουση μεταξύ της ανώτερης τάξης και της χαμηλότερης και για την εξαφάνιση της μεσαίας τάξης. Αυτό νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο θέμα αυτήν τη στιγμή στην Αμερική, όπως και η έλλειψη σεβασμού. Δεν υπάρχει σεβασμός προς τους ηλικιωμένους ή προς τον πολιτισμό, οι άντρες δεν σέβονται τις γυναίκες, οι άνθρωποι γενικά δεν έχουν σεβασμό προς την οικογένεια. Αυτό θέλω πολύ να αλλάξει.
— Αλήθεια, πώς βρήκες το Φεστιβάλ της Δράμας;
Κοιτούσα τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και όταν είδα ότι ανάμεσα στα σημαντικότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ της Ελλάδας ήταν αυτό της Δράμας, είπα ότι όταν κάνω ταινία θα τη φέρω εδώ. Και την έφερα.
Η ταινία «Μailman» θα προβληθεί στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, όπου θα παρουσιαστεί το σύνολο του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος του Φεστιβάλ Δράμας, 26 - 29 Οκτωβρίου.