TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Το κόλπο με το μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι

Το κόλπο με το μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι


Το διάσημο κομμένο μουστάκι του Σαρλό ως έμβλημα της ακρωτηριασμένης ζωής της μάζας των ζωντανών νεκρών που γύρισαν από τον πόλεμο


"Ο μύθος του Σαρλό είναι ζωντανός, επειδή οι πολλαπλές και ετερογενείς δυνάμεις του συνεχίζουν να μας επηρεάζουν, να μας μετακινούν. Ο μύθος είναι ζωντανός επειδή συνεχίζει να μας τυλίγει και να μας κρατά συντροφιά στις πιο οικείες εμπειρίες και χειρονομίες μας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα παραμείνει έτσι για όσο καιρό υπάρχουν παρίες, απόκληροι, ταπεινωμένοι άνθρωποι και αλήτες - με άλλα λόγια, είναι καταδικασμένος στην αιωνιότητα. Αλλά φαίνεται ότι συνεχίζει να μιλάει στην εποχή μας με μια πιο συγκεκριμένη, πιο οβελιαία έννοια: κι αυτό επειδή η εποχή μας διακρίνεται (ιδίως στον συνολικό Βορρά μας) ως μία φάμπρικα παριών και ανεπιθύμητων, ως ένας τόπος αφιλοξενίας. Αλλά ο Σαρλό είναι ο χαρακτήρας που θέτει τη φιλοξενία σε δοκιμασία και αποκαλύπτει το αντίθετό της - την απόρριψη, τις διακρίσεις, την εγκατάλειψη, την περιφρόνηση... Έτσι, με αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μύθος του Σαρλό όχι μόνο είναι πάντα ζωντανός, αλλά και πιο ζωντανός από ποτέ, στο βαθμό που στέκεται στα στραβά της εποχής και την εκθέτει στις διαγνώσεις και τις κρίσεις μας. Αυτός είναι αναμφίβολα ο λόγος που δεν συνεχίζουμε απλώς να βλέπουμε τις ταινίες του Τσάρλι, αλλά τις βλέπουμε ξανά και ξανά, σαν να βρίσκουμε σε αυτές κάθε φορά έναν νέο χυμό και ισχυρά αντίδοτα απέναντι σε αυτό που μας συντρίβουν σήμερα".

Alain Brossat



 

Το κόλπο με το κουτσουρεμένο μουστάκι Facebook Twitter
Ο Τσάρλι Τσάπλιν στην ταινία "Ο Μεγάλος Δικτάτωρ" (1940) σε σκηνοθεσία, σενάριο και παραγωγή του ίδιου.


 

Alain Brossat
K. Revue trans-européenne de philosophie et arts, 10 – 1 / 2023, σελ. 62-74

 

[...].  Στο μνημειώδες έργο τους Ιστορία του κινηματογράφου, οι Maurice Bardèche και Robert Brasillach, διαβόητοι φασίστες και άριστοι γνώστες του βωβού κινηματογράφου, γράφουν: "Πρέπει να σκεφτούμε ότι, χωρίς αυτόν (τον Τσάπλιν ή τον Σαρλό -ΑΒ), το μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι που έφερε στη μόδα δεν θα είχε μάλλον υιοθετηθεί από εκατομμύρια άνδρες. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει μια εξαιρετική δύναμη υποβολής". Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, μου ήρθε ξανά στο νου, σαν έκλαμψη, ότι οι δύο παππούδες μου, που ήταν εντελώς σύγχρονοι του Τσάπλιν με διαφορά λίγων ετών, φορούσαν πράγματι το "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι" χωρίς ποτέ να έχω σκεφτεί, όσο ζούσαν αλλά και μετά, να κάνω τη σύνδεση με τον Σαρλό - κανένας από τους δύο, έχοντας βιώσει μία παρατεταμένη ενηλικίωση μέσα στη λάσπη των χαρακωμάτων, και επιδωθεί, με την επιστροφή της ειρήνης, στη λατρεία της εργασίας, δεν ήταν πραγματικά γεννημένος κωμικός.

Κι επομένως εδώ, δεν πρόκειται τόσο για "υποβολή", λες και τα εκατομμύρια των ανδρών που επέστρεφαν από το μέτωπο αδημονούσαν να μιμηθούν τον Σαρλό στρατιώτη, και θα τείναμε να θεωρήσουμε πιο σωστά ότι ο μύθος, καθώς παίρνει μορφή και αποκτά συνοχή, υλοποιείται και βρίσκει την εικονική του δύναμη μέσα σε παγιωμένες λεπτομέρειες. 'Ενα διακριτικό στοιχείο του ύφους, μια εικόνα της εποχής, ένας κάποιος αέρας, είναι αυτά που συμπυκνώνονται στο "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι" όπως και σε άλλες ιδιαιτερότητες. 'Ετσι δημιουργείται μία σήμανση της οποίας ο tramp μπορεί να γίνει το αιωρούμενο έμβλημα. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σκέφτηκαν οι δύο παππούδες μου, υιοθετώντας πολύ φυσικά το "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι", να κυκλοφορούν με look αλά Σαρλό, αντίθετα με τους επαναστατημένους εφήβους που, στη δεκαετία του 1960, χτενίζονταν σαν τον Έλβις ή τον Τζόνι, υιοθετούσαν το Perfecto και τις καουμπόικες μπότες.

Με τρόπο πιο εκλεπτυσμένο, προικίζοντας τον χαρακτήρα του με το μικρό μουστάκι που έμελλε να γίνει εμβληματικό, ο Τσάπλιν αισθάνθηκε, ή και προαισθάνθηκε κάτι από την εποχή. Αλλά τι; Παραμένει πολύ δύσκολο να το εντοπίσουμε, γιατί θα έπρεπε να εξερευνήσουμε τα βάθη του συλλογικού υποσυνείδητου της εποχής (αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει) για να ελπίσουμε σε μία καλύτερη κατανόηση. Εφόσον απουσιάζει η λύση του αινίγματος, ίσως μία πίστα να μας οδηγεί προς τη μεριά του Χίνκελ, του σατανικού σωσία του μικρού Εβραίου ράφτη στον Μεγάλο Δικτάτορα. Κι αυτό επειδή το χαρακτηριστικό του Χίνκελ είναι ότι δανείζεται από τη φιγούρα του Σαρλό μόνο ένα από τα συστατικά αξεσουάρ που τον κάνουν να ξεχωρίζει - όχι τα big flat feet, το τριμμένο καπέλο bowler ή το εύκαμπτο μπαστούνι - αλλά το "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι".

Στην περίπτωση του Χίνκελ και του εύλογου μοντέλου του, του Χίτλερ, αυτό το εξάρτημα τείνει να εικονοποιεί με την πιο έντονη μορφή που υπάρχει αυτό που προσδιορίζει τον εν λόγω χαρακτήρα - τη μνησικακία, το πνεύμα εκδικητικότητας, τη δίψα για αντεκδίκηση, την παράνοια, τη μεγαλομανία, τη φυγή στο φανταστικό κόσμο - όλα αυτά εμποτισμένα στο χωνευτήρι της ήττας, της αποκάλυψης - ο κόσμος των χαρακωμάτων ως τέλος του κόσμου. Το "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι" γίνεται εδώ το έμβλημα της ακρωτηριασμένης ζωής μιας ολόκληρης γενιάς που χάθηκε, κάηκε, έπαθε ασφυξία όταν τη σάρωσε η πνοή του Μεγάλου Πολέμου· όσοι επέζησαν επέστρεψαν σε έναν κόσμο ακρωτηριασμένων ανθρώπων και σε μια "κουτσουρεμένη" ζωή. Κάποιοι, όπως ο Χίνκελ και το πρότυπό του, επιδιδόμενοι σε ένα κανονικό παραλήρημα, διψούν για εκδίκηση και επιστρέφουν σε μία άγρια κατάσταση, ενώ άλλοι, η συντριπτική πλειοψηφία, εμφανίζονται "απλώς" ταπεινωμένοι, σαστισμένοι, μουγκοί (Μπένγιαμιν) και παραδωμένοι στη ρουτίνα των ημερών τους για το υπόλοιπο της ζωής τους - όπως οι δύο παππούδες μου.

Το "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι" είναι αυτό που θα είχε από κοινού η απλή μάζα των επιζώντων της αποκάλυψης, των μειωμένων ανθρώπων, που δεν επέστρεψαν ποτέ πραγματικά από το μέτωπο και τα χαρακώματα, παραζαλισμένοι για πάντα από τα πυρά του πυροβολικού, με παραισθήσεις που τους δημιούργησε η ανάμνηση των ομαδικών τάφων, τόσο στην επίθεση όσο και στην υποχώρηση, κι έπειτα το τέρας, ο βρυχώμενος βρικόλακας που ξεπροβάλει από αυτό το πεδίο ερήμωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι ο χαρακτήρας του Σαρλό αναδύεται, και μαζί του το περίφημο μικρό μουστάκι, όχι απλώς μικρό, αλλά μειωμένο, εντελώς συρρικνωμένο , στα χρόνια του πολέμου - βέβαια, ο εφευρέτης του είχε βάλει έναν ωκεανό ανάμεσα στον ίδιο και την ήπειρο όπου γινόταν η μαζική σφαγή. Ωστόσο, ως Ευρωπαίος ο ίδιος, υποστηρικτής της αμερικανικής επέμβασης στον πόλεμο και δημιουργός του Σαρλό στρατιώτη, είχε εμπλακεί βαθιά στη σύγκρουση. Το κουτσουρεμένο μουστάκι, στο πλαίσιο αυτό, δημιουργεί μια συνέχεια μεταξύ του μειωμένου ανθρώπου που νοείται ως underdog, πληβείος, άνεργος, άστεγος, tramp - εν ολίγοις, του ανθρώπου χωρίς ιδιότητες που δοκιμάζεται από τη ζωή του πολίτη, στις κοινωνίες που αποτελούν ήδη ένα είδος συνολικού Βορρά, και του στρατιώτη στα πεδία των μαχών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του "α-κοσμικού" και αιωρούμενου μη-υποκειμένου αυτών των κοινωνιών (στους τίτλους τέλους του Σαρλό, αναφέρεται γενικά ως a Tramp και όχι ως the Tramp πράγμα που τον προσδιορίζει σαφώς ως ο κατ' εξοχήν άνθρωπος χωρίς ιδιότητες), με άλλα λόγια, η χαμένη μάζα, το κρέας για τα κανόνια. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου δημιουργείται μια σταθερή συνέχεια, και στο Σαρλό στρατιώτη, το μικρό, κουτσουρεμένο μουστάκι του απλού ανθρώπου που αναγκάζεται να φορέσει μια στολή είναι αυτό που δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη.

Το επίθετο "κουτσουρεμένο" σημαίνει ξεκάθαρα εδώ μια μείωση, μια αφαίρεση - όπως ένας ακρωτηριασμός. Για να το κατανοήσουμε, αρκεί να θυμηθούμε τα περήφανα, μη κουτσουρεμένα μουστάκια που επιδείκνυαν οι προηγούμενες γενιές! Πλούσια φιλοσοφικά μουστάκια, υπερβολικά και πληθωρικά, σαν του Νίτσε, μουστάκια εξουσίας σαν του Μπίσμαρκ, καλλιτεχνικά μουστάκια σαν του Φλομπέρ... Με το "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι", υπάρχει διάχυτος ένας ευνουχισμός - ο μαζικός ευνουχισμός της θυσιασμένης γενιάς, αυτής των χαρακωμάτων. Όσοι επέζησαν δοξάζονται ως ήρωες - αλλά μέσα σε αυτή τη δοκιμασία που τους κατάντησε μια μάζα εντελώς εκτεθειμένη, έχασαν κάτι που δεν θα πάρουν ποτέ πίσω - το κουτσουρεμένο μουστάκι είναι το έμβλημα αυτής της απώλειας, ένα σημάδι απείρως πιο αυθεντικό από όλα τα παράσημα που τους καρφίτσωναν. Το πληθωρικό μουστάκι, στις συνθήκες του ανδρισμού της εποχής, είναι το έμβλημα της επέκτασης της ζωής, σε όλες τις μορφές της, από τη Μεγάλη Γερμανία του Μπίσμαρκ (ή τη Γαλλία της Νίκης του Κλεμανσώ) μέχρι τη Μεγάλη Υγεία του Νίτσε. Το "μικρό κουτσουρεμένο μουστάκι" εκφράζει τη θυσιασμένη γενιά, εκείνη της οποίας η ζωτική δύναμη έγινε κομμάτια από αυτόν τον πόλεμο, που μεγάλος είναι μόνο λόγω της συνάφειάς του με το κενό. Με τον Χίνκελ/Χίτλερ, η θυσία βρίσκει την υπέρβασή της - το λυσσασμένο γίγνεσθαι, το τέρας, το βαμπίρ. Ο Χίνκελ/Χίτλερ είναι ο Νοσφεράτου, με την προσθήκη του "μικρού κουτσουρεμένου μουστακιού" που έκλεψαν από τον Σαρλό (ακριβώς όπως οι Ναζί έκλεψαν τη σημαία της επανάστασης, μολύνοντάς την με την προσθήκη ενός είδους μαύρης, ρουνικής αράχνης που απλώνει τα τριχωτά, γλοιώδη πόδια της στον χάρτη της Ευρώπης).

[...]  Η αντιστροφή που πραγματοποιεί ο Τσάπλιν σε αυτή την ταινία [Ο Μεγάλος Δικτάτωρ -σ.σ.] είναι ιλιγγιώδης: δεν μπορεί να υπάρξει "αληθινό υποκείμενο" ή ήρωας παρά μόνο ως κοινός άνθρωπος, ως άνθρωπος χωρίς ιδιότητες ή ως αντι-ήρωας - ως "μικρός" - σε αντίθεση με το "μεγαλείο" του δικτάτορα που παρασύρεται από την υπερβολή και χάνεται στη μέθη της εξουσίας. Αυτή η προσέγγιση του Συντάγματος ή του δημοκρατικού ήθους μέσω του απειροελάχιστου και του ασήμαντου, μέσω του αντιηρωικού ηρωισμού του απλού ανθρώπου που εκτίθεται στην τρέλα της εξουσίας και στη βαρβαρότητα του κράτους, είναι απείρως πιο αναζωογονητική από εκείνη που εκφράζεται στο ατελείωτο μήνυμα που κλείνει την ταινία - το χλιαρό νερό από τον κρουνό της ειρηνιστικής, ανθρωπιστικής προτροπής. Αξίζει να σημειωθεί σε σχέση με αυτό ότι όταν ο Τσάπλιν, ο οποίος για πολύ καιρό αντιστεκόταν στον ομιλούντα κινηματογράφο, αποφάσισε να μεταστραφεί σε αυτόν (ή, μάλλον, υπέκυψε στην ακαταμάχητη πίεση της βιομηχανικής και εμπορικής λογικής του κινηματογράφου), οι ταινίες του έγιναν όχι μόνο ομιλούσες αλλά και τρομερά φλύαρες, ενίοτε και με ακατάσχετη λογοδιάρροια, σαν να μην έπρεπε να αφήνονται τα πράγματα μισά: το κήρυγμα του μικρού Εβραίου ράφτη απηχεί η ανελέητη επίθεση του Κυρίου Βερντού στον καπιταλισμό στο τέλος της δίκης του, ή πάλι, στα Φώτα της ράμπας, οι ακατάσχετες προτροπές του γέρου κλόουν προς τη νεαρή χορεύτρια που πάσχει από τα πόδια της να μην απελπίζεται, να αγαπά τη ζωή, να πιστεύει στο μέλλον, μαζί με όλα τα άλλα καλά λόγια που εμπνέονται από τον βολονταρισμό και την ενεργητικότητα του Τσάπλιν - τη θετική, αισθηματική πλευρά του ήρωα, τα ροδοκόκκινα μάγουλά του, εν ολίγοις όλα όσα αποσκοπούν στη συσπείρωση της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης γύρω από τη φιλοσοφία ζωής του μεγάλου άνδρα και την τελετουργική απελευθέρωση των μπαλονιών αισιοδοξίας που τη συνοδεύει.

[...] Η κριτική τείνει διαρκώς να συγχέει το διαπιστωμένο γεγονός του χαρακτήρα του Σαρλό ως "οικουμενικά διάσημος", σύμφωνα με μία άλλη αναφορά, με την αληθινή οικουμενικότητα του έργου, η οποία θα έπρεπε να επιχειρηματολογηθεί, αν όχι να αποδειχθεί - όπως πάντα, αυτή η οικουμενικότητα διακηρύσσεται με διάταγμα, προέρχεται από έναν αυτοκαθιερωμένο αφηγητή (προκειμένου να αποφανθεί περί της οικουμενικότητας), αλλά δεν επηρεάζεται λιγότερο από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: λευκός, από το συνολικό Βορρά, εμβαπτισμένος με τους κώδικες του δυτικού πολιτισμού κ.λ.π. Εδώ, ο Σαρλό παρακινείται σε ένα κατ' εξοχήν επιτελεστικό εγχείρημα, εκείνο που θέτει σαν αξίωμα την οικουμενικότητα "ξεκινώντας από την αρχή" της οικουμενικότητας μιας φιγούρας, ενός αντικειμένου του οποίου η ίδια η υπόσταση θα μπορούσε να καθιερωθεί και να θεμελιωθεί μόνο υπό την προϋπόθεση ορισμένων δοκιμών και μιας επίδειξης.

[...]. Με τον τρόπο αυτό, ο δυτικός λόγος προσφέρει μία ικανοποίηση στον εαυτό του καθώς η Δύση υπερέχει έναντι άλλων κόσμων, άλλων πολιτισμών, ενώ αποφεύγει την εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα προϊόντα της υφίστανται τη δοκιμασία του ταξιδιού, της διαπολιτισμικής μετανάστευσης, των διαφορετικών επιπέδων, των αλλαγών που παρουσιάζουν οι κώδικες από τον ένα κόσμο στον άλλο. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν ο Σαρλό έκανε ποτέ τα παιδιά να γελάσουν στα βάθη του δάσους του Αμαζονίου, αν μπορεί να το κάνει σήμερα, δεν ξέρω καν αν αυτά τα παιδιά έχουν πρόσβαση στον μηχανισμό του κινηματογράφου και, αν έχουν, σε ποιο βαθμό ο Σαρλό τα διασκεδάζει. Εδώ, το σχήμα του αξιώματος της οικουμενικότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με εκείνο των ικανοποιήσεων και των οφελημάτων που υποτίθεται ότι φέρνει στους λευκούς (στην παγκόσμια λευκή μεσαία τάξη) η χαμηλής έντασης κατακτητική επιχείρηση της πολιτιστικής εξαγωγής. Πάντα θα συγχέεται η "οικουμενικότητα" του Σαρλό με την κατάκτηση του κόσμου από τις δυτικές πολιτιστικές βιομηχανίες. Οπότε ονειρεύομαι ένα ακόμη δοκίμιο, ανάμεσα στα τόσα άλλα, αφιερωμένο στο Σαρλό, το οποίο, αντί να μιμείται τα προηγούμενα, θα υπέβαλλε σε δοκιμασία τις ταινίες του μπροστά σε πολύ διαφορετικές κατηγορίες κοινού, όπως μια κοινότητα ηλικιωμένων σε ένα slum της Καλκούτας, παράνομους χρυσοθήρες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, παιδιά της κόκκινης αστικής τάξης στην Καντόνα, κρατούμενους σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα της Σιβηρίας, ανύπαντρες μητέρες σε ένα ινδιάνικο καταφύγιο στην Ντακότα, παιδιά του δρόμου στο Μπέλο Οριζόντε κ.λ.π.  [...]
 

Ολόκληρη η ανάλυση του Alain Brossat για τον "μύθο" ή την ιδιοφυΐα -λέξη που προτιμά ο ίδιος- του Τσάπλιν βρίσκεται (στα γαλλικά) εδώ.


'Αλλα άρθρα του Γάλλου φιλοσόφου Alain Brossat στο Αλμανάκ:
"Τρομοκρατία", μία λέξη της αστυνομίας
Χορεύοντας στις πύλες της κόλασης
Η μεγάλη πολιτιστική αηδία
Ενας μακρύς δημοκρατικός χειμώνας
Η συμβολική της κρεμάλας
Η γηραιά κυρία (που γυρεύει μπελάδες) και η κρανιοφόρος γαζέλα

Και μία νεκρολογία για την πρώην σύντροφο του Alain Brossat:
Sylvia Klingber, η Ισραηλινή επαναστάτρια

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ