ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ συμπληρώνονται στις 10 Ιανουαρίου από την πρεμιέρα της σειράς που εδραίωσε την κληρονομιά του και ο Ντέιβιντ Τσέις, ο δημιουργός των Sopranos, είναι γεμάτος ευγνωμοσύνη που κατάφερε να συνεργαστεί με ηθοποιούς όπως ο αείμνηστος Τζέιμς Γκαντλφίνι, η Ίντι Φάλκο και η Λορέιν Μπράκο και με ένα εκλεκτό επιτελείο σεναριογράφων που περιλάμβανε τον μελλοντικό δημιουργό του Mad Men, Μάθιου Γουίνερ και τον Τέρενς Γουίντερ (Boardwalk Empire).
Ευγνωμοσύνη για την ελευθερία που του παρείχε το HBO. Και τώρα που η σειρά ανήκει κατά κοινή ομολογία στο κλασικό πάνθεο, λέει: «Νιώθω μεγάλη ικανοποίηση που ο κόσμος εξακολουθεί να τη βλέπει, που οι άνθρωποι την αναζητούν».
Όταν ωστόσο τον ρωτάμε αν πιστεύει ότι θα ήταν δυνατό να γυριστεί το The Sopranos σήμερα, η απάντησή του είναι ξεκάθαρη: «Όχι, δεν το πιστεύω». Όπως του υπενθυμίζουν οι φίλοι του που ασχολούνται με την παραγωγή σειρών σε πλατφόρμες streaming, η ανάπτυξη τηλεοπτικών σειρών είναι πλέον «αποκλειστικά ζήτημα χρημάτων»: «Όλες αυτές οι εταιρείες ξόδεψαν δισεκατομμύρια δολάρια κυνηγώντας το Netflix. Και τώρα έχουν χρεοκοπήσει. Οπότε ό,τι παράγουν, θέλουν να το κάνουν φτηνά».
Αν έκανε πρεμιέρα εν μέσω της σημερινής, ολοένα και πιο εμπρηστικής δημόσια συζήτηση γύρω από την ταυτότητα και την εκπροσώπηση, το The Sopranos θα αντιμετώπιζε πολύ περισσότερες αντιδράσεις από αυτές που αντιμετώπισε όταν εμφανίστηκε στις οθόνες.
Αυτό είναι το τρέχον τηλεοπτικό κλίμα καθώς γιορτάζουμε την 25η επέτειο μιας σειράς που αναδιαμόρφωσε τη μικρή οθόνη με το ιδιοφυές και πλούσιο ψυχολογικά περιεχόμενό της – και της οποίας η προφητεία για την επισφαλή φύση της αμερικανικής ζωής στον 21ο αιώνα την έχει κάνει ακόμα πιο επίκαιρη από ό,τι ήταν όταν πρωτοπαρουσιάστηκε.
Λειτουργεί επίσης πλέον ως ένα κατηγορώ για μια βιομηχανία που σπατάλησε μια από τις πιο γόνιμες δημιουργικές περιόδους της θυσιάζοντας την ποιότητα για την ποσότητα, αγκαλιάζοντας τα franchises, τη μανιέρα και τα ριάλιτι. Αν έκανε πρεμιέρα εν μέσω της σημερινής, ολοένα και πιο εμπρηστικής δημόσια συζήτηση γύρω από την ταυτότητα και την εκπροσώπηση, το The Sopranos θα αντιμετώπιζε πολύ περισσότερες αντιδράσεις από αυτές που αντιμετώπισε όταν εμφανίστηκε στις οθόνες.
Αποφασισμένο να αποφύγει τον διδακτικό τόνο που ήταν τότε και είναι τώρα, ξανά, τόσο συνηθισμένος στην τηλεόραση, το The Sopranos δεν ευαγγελίστηκε ένα σύνολο αξιών. Ανέπτυξε πολυεπίπεδους, συγκρουσιακούς χαρακτήρες και τους άφησε να διαφωνούν. Ακόμη και όταν οι προϋπολογισμοί διογκώνονταν, το HBO υπέγραφε επιταγές χωρίς φορτώνει τους δημιουργούς της σειράς με ατέλειωτες υποδείξεις και υπομνήματα.
«Κανείς δεν μας είπε ποτέ να κάνουμε αυτό ή το άλλο», θυμάται ο Τσέις. «Είχαμε πλήρη δημιουργική ελευθερία. Αυτό είναι ανήκουστο». Απελευθερωμένοι από την υποχρέωση να παρέχουν τις ευχάριστες και εύπεπτες ιστορίες που απαιτούσαν οι διαφημιστές από τα τηλεοπτικά προγράμματα, οι Sopranos μπορούσαν να είναι σκοτεινοί, αινιγματικοί, απαισιόδοξοι.
Αυτή η αίσθηση κινδύνου (υπαρξιακού ή πραγματικού) και επισφάλειας που ανέδυε η σειρά έχει αποκτήσει μεγαλύτερη επικαιρότητα – μεταξύ της 11ης Σεπτεμβρίου και του πολέμου στο Ιράκ, της ανόδου του Ντόναλντ Τραμπ, μιας πανδημίας και της αυξανόμενης υπαρξιακής απειλής που θέτει η κλιματική αλλαγή. Το φινάλε των Sopranos, το οποίο κλείνει με τη συγκέντρωση της οικογένειας σ’ ένα εστιατόριο, όταν μπαίνει μέσα ένας άνδρας που ίσως σκοπεύει να δολοφονήσει τον Τόνι (δεν θα μάθουμε ποτέ), εξακολουθεί διχάζει.
Εκ των υστέρων, όμως, ήταν μια γέφυρα προς μια σύγχρονη πραγματικότητα που διαπνέεται από ανησυχητικά προαισθήματα. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε τι θα συνέβαινε όταν η οθόνη μαύρισε για οκτώ βασανιστικά δευτερόλεπτα πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, όπως δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον.
Αυτήν την ανησυχία προσπαθούν να ξορκίσουν οι σειρές όπως το Ted Lasso που αποτελούν αυτό που αποκαλείται «comfort TV». Ο Τσέις έχει πλήρη επίγνωση αυτής της αλλαγής: «Υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος μεταξύ εκείνων που κρατούν τα κουμάντα στο Χόλιγουντ, για την ψυχολογία, τις αμφιλεγόμενες διαστάσεις, την πνευματικότητα».
Με άλλα λόγια: όλες εκείνες οι ιδιότητες που έκαναν το The Sopranos αυτό που ήταν. Καθώς όμως νέες γενιές το ανακαλύπτουν, είναι σαφές ότι το κοινό θα διψάει πάντα για ιστορίες που ανιχνεύουν τα πιο σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνικής δυσλειτουργίας. Το ερώτημα είναι: Έχει υποβαθμιστεί η τηλεόραση ως μορφή τέχνης τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να ικανοποιήσει ξανά αυτή τη δίψα;
Με στοιχεία από το Time.