ΜΙΛΑΩ Μ' ΕΝΑΝ ΦΙΛΟ που δουλεύει σε εργαστήριο με χημικά. Τελειώνει πέντε κανονικά, αλλά το αφεντικό συνηθίζει να τον κρατάει αργά κι η ώρα πάει επτά, οκτώ, εννιά, χωρίς υπερωρίες κι επιπλέον λεφτά. Ο φίλος παραπονιέται, όμως καμία του ένσταση δεν έχει εισακουστεί∙ το αφεντικό είναι βλοσυρό, αγύριστο κεφάλι.
Έτσι, προτείνω κάτι απλό: Να πει στο αφεντικό ότι έχει βρει μια δεύτερη δουλειά, μαθήματα σε φροντιστήριο που αρχίζουνε στις έξι. Μπροστά σ' αυτό το θλιβερά αληθοφανές ψέμα, το αφεντικό σηκώνει τα χέρια ψηλά. Το ωράριο του φίλου μου γίνεται πάλι οκτάωρο και τ’ απογεύματα είναι ξανά δικά του.
Η υπόθεση κάνει εντύπωση στον φίλο: Όλες οι πιθανές αιτιολογήσεις για την τήρηση του οκταώρου (ότι αυτό είναι το σωστό, ότι είναι κουρασμένος, ότι θα περάσει το απόγευμα με φίλους ή με οικογένεια ή μόνος του τέλος πάντων) είχαν κριθεί ως ανεπαρκείς απ’ τον σφετεριστή της μέρας∙ όλες οι πτυχές μιας ζωής είχαν επισκιασθεί από τη μόνη αποδεκτή γραμμή υπεράσπισης: «Έχω άλλο αφεντικό». Ο ιδιοκτήτης υποχωρεί μόνο όταν βλέπει τη μορφή ενός άλλου ιδιοκτήτη (τον οποίο θα σεβαστεί, μπορεί ν’ αναγνωρίσει).
Όπως ο καπιταλιστής κρίνεται από το εύρος των επενδύσεων και των αποκτημάτων, έτσι κι ο straight άντρας αξιολογείται με βάση τον αριθμό των γυναικείων σωμάτων που έχει «κάνει δικά του».
Όταν αναφέρω το περιστατικό σε μια φίλη, εκείνη μου λέει ότι της θυμίζει τις προσπάθειές της ν’ αποκρούσει τα επίμονα πεσίματα των αντρών. Ακριβώς όπως το αφεντικό του χημικού, μου εξηγεί, οι πέφτουλες απαξιούν κάθε αιτιολόγηση για την απόρριψή τους: «Δεν ενδιαφέρομαι», «δεν μου αρέσεις», σιωπή (από πότε πρέπει η διάθεση ν’ απολιθώνεται σε λέξεις;), όλα αυτά θεωρούνται αλαζονικά από τους γύπες. Ενδέχεται, μάλιστα, να προκαλέσουν τον θυμό τους, ψυχρότητα ή ακόμα και βρισιές, παραληρήματα στο chat.
Υπάρχει, όμως, ένας λόγος τον οποίον θα σεβαστούν, μια απόφανση που θα τους κάνει να υποχωρήσουν: «Έχω γκόμενο». Τότε θ' απομακρυνθούν, θα την αφήσουν ήσυχη, μπορεί να της μιλήσουν ακόμα κι ευγενικά. Και στις δύο περιπτώσεις, κατέληξε η φίλη, είτε μιλάμε για σεξιστές είτε γι’ αφεντικά, ο μηχανισμός είναι ίδιος: Η μόνη αιτιολόγηση που αποδέχονται οι (εν ενεργεία ή κατά φαντασίαν) ιδιοκτήτες είναι ότι το ποθητό-αντικειμενοποιημένο σώμα ανήκει ήδη σε άλλον.
Η φίλη μ’ επηρέασε. Ένιωσα πως είχε ανιχνεύσει κάτι πολύ ενδιαφέρον, κάτι σημαντικό. Θυμήθηκα ότι η Λις Ιριγκαρέ, αυτή η πρωτοπόρα φιγούρα της φεμινιστικής θεωρίας, είχε χρησιμοποιήσει κοινά εννοιολογικά εργαλεία (ανταλλαγή, συσσώρευση, ιδιοκτησία) για να μελετήσει τους μηχανισμούς του καπιταλισμού και της πατριαρχίας.¹
Στο πλαίσιο της πατριαρχίας, υποστηρίζει η Ιριγκαρέ, τα θηλυκά σώματα ορίζονται ως προϊόντα, ενώ τα ανδρικά ως επενδυτές∙ η αξία, συνεπώς, του κάθε ανδρός εκτιμάται με βάση τη δυνατότητά του να συσσωρεύει γυναικεία σώματα. Όπως ο καπιταλιστής κρίνεται από το εύρος των επενδύσεων και των αποκτημάτων, έτσι κι ο straight άντρας αξιολογείται με βάση τον αριθμό των γυναικείων σωμάτων που έχει «κάνει δικά του». Αντιστρόφως, τα γυναίκεια σώματα αξιολογούνται με –επίσης οικονομικούς– όρους «χρηστικής» και «ανταλλακτικής» αξίας, με το πόση απόλαυση ή status (φαίνεται να) προσφέρουν και με το πόση ευκολία ή δυσκολία «κατακτώνται». Αν, δε, αποδειχθούν μη κατακτήσιμα, εξοβελίζονται στη σφαίρα του άχρηστου, του προβληματικού ή ακόμα και του μιασματικού.
Μέσα σε αυτό το πλέγμα, εξηγεί η Ιριγκαρέ, τα χαρακτηριστικά μιας γυναίκας, η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητά της αντικαθίστανται από την αριθμητική της αξία, την υπόστασή της ως ένα ακόμα σώμα στη στοίβα. Η γυναίκα, συνεπώς, γίνεται μια «αφαίρεση», ένα καθαρό ποσό, ίδια με κάθε άλλο θηλυκό και προσδιοριζόμενη μόνο από τα όσα προτίθενται να «επενδύσουν» οι άντρες για να την αποκτήσουν. Ακριβώς σαν εμπόρευμα, ή, για να επιστρέψουμε στην αρχική ιστορία, σαν υπάλληλος, μια θηλυκότητα δικαιούται να μην υπακούσει έναν ιδιοκτήτη μόνο εάν αποδειχτεί ότι ανήκει σε κάποιον άλλον. Εξυπακούεται δε ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα στην ίδια της την απόλαυση.
Το βάθος της σκέψης της Ιριγκαρέ αποκαλύπτεται τη στιγμή που στρέφει το βλέμμα της στα ανδρικά υποκείμενα που επιτελούν τον ρόλο του ιδιοκτήτη/συσσωρευτή, εξετάζοντάς τα με κάτι παραπάνω από εχθρικότητα ή οργή. Με την κατανόηση που συνοδεύει ενίοτε την έλλειψη μνησικακίας, αναγνωρίζει ότι η πατριαρχική επιταγή της ασταμάτητης συσσώρευσης –η οποία ορίζει την αξία του καθενός με βάση τις κατακτήσεις του– είναι εξαιρετικά επιβλαβής και για όσους την αναλαμβάνουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι άντρες επιβαρύνονται με μια ακατάπαυστη πίεση κατάκτησης, ένα ατέρμονο performance anxiety που τους καθιστά ανικανοποίητους όταν επιτελούν επιτυχώς τον ρόλο τους και μίζερους όταν αποτυγχάνουν. Η ετεροκανονική ανδρική ηδονή είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια αμιγώς «οικονομική» μορφή απόλαυσης, εξ ορισμού αντι-ηδονική και συστηματικά περιχαρακωμένη.
Μέσα απ’ αυτήν τη σύλληψη, και χωρίς ποτέ να συγχέει τα θύματα με τους θύτες, η Ιριγκαρέ υπονοεί ότι, και για τους άντρες, υπάρχει μια άλλη, διαφορετική ηδονή, μια ισχύς και μια ελαφρότητα στη μάχη για την υπέρβαση των πατριαρχικών επιταγών. Θέτει έτσι τις βάσεις για ένα νέο εγχείρημα καθολικότητας –μια καθολικότητα που είναι πάντα μερική, που πρέπει να κατασκευαστεί, που εμπεριέχει πλήθη– και τις προϋποθέσεις για μια συμμαχία ενάντια σε κάθε μορφή ιδιοκτησίας.
[1] Luce Irigaray, “Women on the Market”, στο This Sex Which is Not One, 1985 [1977].