ΕΝΑ ΗΡΕΜΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, περπατώντας στη λεωφόρο Κηφισίας, σκέφτηκα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες από τη «γέφυρα του Κολλεγίου».¹ Κάτω κυλούσε με θόρυβο –τον συνηθίσαμε και δεν τον ακούμε καν– το ποτάμι των τροχοφόρων. Στη σκούρα του κοίτη, χωρισμένη σε δύο αντίρροπα ρεύματα, έπλεαν λευκά και κόκκινα φώτα. Η παλίρροια της πόλης, ολότελα ασυντόνιστη με τα φεγγάρια.
Τα διάφανα στηθαία έδιναν την αίσθηση πως η κίνηση περνούσε κάπως ανάμεσά μας, μαζί μ’ ένα αεράκι αμφίθυμο: μισό φρέσκο - μισό ποτισμένο υδρογονάνθρακες. Δυο έφηβα κορίτσια εκτελούσαν ασκήσεις μπαλέτου καταμεσής της γέφυρας. Προετοιμασία ενός μαθήματος που θα άρχιζε σε λίγο, επανάληψη όσων ήδη είχαν διδαχθεί, απλή έκφραση της στιγμής; Σκέφτηκα πως ήταν από τα πιο ωραία πράγματα που έχω δει να συμβαίνουν πάνω σε μια γέφυρα – αυτό, και τα εφηβάκια που ανεβαίνουν εκεί και φιλιούνται. Αλήθεια όμως, πόσες γέφυρες έχει άραγε η Αθήνα, η πόλη που κατάπιε τα ποτάμια της;
Είναι τόσο περίεργο να ακούς τους ανθρώπους στην πόλη να λένε «πήγαινε απ’ το ποτάμι καλύτερα» ή «μην πας απ’ το ποτάμι, είναι πηγμένο σήμερα» ή «θα ’ρθω απ’ το ποτάμι», και αυτό που εννοούν είναι πως θα οδηγήσουν πάνω στην άσφαλτο μιας χαοτικής λεωφόρου που οδηγεί στη θάλασσα.
«Έχει σίγουρα τρεις», μου λέει ένας φίλος, αστειευόμενος και μιλώντας προφανώς για τις «Τρεις Γέφυρες» στα βορειοδυτικά της πόλης. Τις οποίες, βέβαια, χρειάζεσαι drone για να τις δεις και να τις ξεχωρίσεις. Σε εκείνη την περιοχή το μόνο χαρακτηριστικό που εγώ ξέρω είναι τρεις πανύψηλοι φοίνικες αμέσως μετά το πέρασμα του «ποταμιού».
Τους πρωτοείδα όταν οι βόλτες με το ποδήλατο την περίοδο της πανδημίας με πήγαιναν από την Κυψέλη προς το Πάρκο Τρίτση. Τρεις φοίνικες λιγνοί, κομψοί και τελείως παράταιροι, σε ένα σκηνικό με σομόν πολυκατοικίες, έφηβες πικροδάφνες και αναρχία στην αίσθηση, τα υλικά, τα μεγέθη. Σταματούσα για λίγο, τους φωτογράφιζα κι έλεγα στον εαυτό μου ότι ορίζουν μια πύλη προς ένα κομμάτι αττικού εξωτισμού που πια δεν είναι ορατό, αλλά κάποτε υπήρξε. «Η στενόμακρη Αθήνα. Ένα τέταρτο και βγαίνεις στα χωράφια».²
Είναι τόσο περίεργο να ακούς τους ανθρώπους στην πόλη να λένε «πήγαινε απ’ το ποτάμι καλύτερα» ή «μην πας απ’ το ποτάμι, είναι πηγμένο σήμερα» ή «θα 'ρθω απ’ το ποτάμι». Και αυτό που εννοούν είναι πως θα οδηγήσουν πάνω στην άσφαλτο μιας χαοτικής λεωφόρου που οδηγεί στη θάλασσα. Γιατί ο Κηφισός δεν είναι πια παρά ένα ποτάμι μεταμορφωμένο ολόκληρο σε γέφυρα, σαν τους μύθους όπου οι θεοί θύμωναν συχνά με τους θνητούς και για τιμωρία τούς μεταμόρφωναν σε φυτά ή ζώα.
Άλλο τόσο περίεργο είναι να βρίσκεσαι σε γέφυρα πάνω στην κοίτη ενός άλλου κρυμμένου ποταμού που προβάλλει ξαφνικά σαν «απ’ το πουθενά», τσιμεντωμένη, με λίγα λιμνάζοντα νερά εδώ κι εκεί, μερικές εκατοντάδες μέτρα απ’ την ακτή στο Φάληρο. Μια γέφυρα χωρίς ποτάμι, κάθετα σε μια οδό που φέρει παρά ταύτα το όνομά του: «Οδός Ιλισσού».
Αδικημένη και άδικη με τα ποτάμια της η Αθήνα, καταφέρνει για χρόνια να αναπληρώνει μερικώς την έλλειψή τους, δημιουργώντας ένα σιδερένιο: ο Ηλεκτρικός κυλά από βορρά προς νότο και εκβάλλει στη θάλασσα, όπως τα αληθινά ποτάμια. Οι γέφυρές του είναι σημεία συνάντησης, τόποι ρεμβασμού, επιμήκεις επιφάνειες - καμβάδες γκραφιτάδων. Θυμάμαι μια νεανική μου παρέα στα Πετράλωνα, που έδινε ραντεβού στην «Πέτρινη» ή στη «Σιδερένια», ανάλογα με το πού θα κατευθυνόταν μετά: κέντρο ή Φάληρο.
Νοσταλγώ επίσης πολύ τη γοητεία της γέφυρας πάνω απ’ τον σταθμό του Θησείου, τότε που περπατούσαμε πολύ και χανόμασταν γιατί ρεμβάζαμε στην περιοχή, προτού τη σαρώσει η τουριστικοποίηση. Και κρατώ την ασπρόμαυρη κινηματογράφηση αυτής της γέφυρας από τον Αντώνη Κόκκινο στο «Τέλος εποχής» (1994), μια ταινία που έστρεφε το βλέμμα στο πρόσφατο τότε παρελθόν, με τρόπο ιδανικό, ώστε να αποτελεί τώρα πρόσφατο παρελθόν και η ίδια.
Ναι, λοιπόν, δεν έχουν την αισθαντικότητα των γεφυριών πάνω από ποτάμια οι γέφυρες της πόλης μας. Δεν έχουν τη μαγεία των παράξενων νυχτερινών συναντήσεων πάνω απ’ τα νερά που περιγράφει στις «Λευκές Νύχτες» ο Ντοστογιέφσκι: «Πιο πέρα, ακουμπισμένη στα κάγκελα, στεκόταν μια γυναίκα. Φαινόταν να κοιτάζει πολύ προσεχτικά τα θολά νερά του καναλιού. Φορούσε ένα χαριτωμένο κίτρινο καπελάκι και κομψή μαύρη μπέρτα. Είναι κοπέλα και οπωσδήποτε είναι μελαχρινή, σκέφτηκα. Όπως φαίνεται, δεν άκουσε τα βήματά μου ούτε και κουνήθηκε όταν πέρασα δίπλα της χωρίς ν’ ανασαίνω, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά».³
Και φαίνονται αδύναμες να εμπνεύσουν τη μαγεία μιας εικόνας σαν το πρώτο πλάνο του «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου, όπου το βαθύ μπλε στο φόρεμα της αυτόχειρος χαϊδεύει την κουπαστή μιας γέφυρας πάνω σ’ ένα ποτάμι.
Ας είμαστε δίκαιοι, πάντως: τις γέφυρες χωρίς ποτάμια, τις άσχημες, τις σκληρές, τις φθαρμένες και πεζές, στην πόλη μας φαίνεται να τις αγαπάμε πολύ περισσότερο από ό,τι π.χ. αγαπιέται στις μέρες μας η πιο όμορφη αστική γέφυρα του κόσμου (#gnomimou), η παρισινή «Pont des Arts». Εκείνη ζει κλειδωμένη σε κιτς λουκέτα ελαφρών και κατ’ όνομα ερώτων, οι «δικές μας» αναπνέουν αισθήματα στο φως και στο σκοτάδι. Οι ιστορίες τους μένουν ξεκλείδωτες, ανοιχτές στο βλέμμα, τις διαφορετικές αναγνώσεις και τις πιο περίεργες εκβάσεις.
¹Η εν λόγω πεζογέφυρα κατασκευάστηκε στη μνήμη του μαθητή Σόλωνα Καρυδάκη, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα στη λεωφόρο Κηφισίας το 2009.
²Γιώργος Σεφέρης, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», Ερμής, Αθήνα, 1989 (Ε’ ανατύπωση)
³Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, «Λευκές νύχτες και άλλες νουβέλες», μτφρ. Κίρα Σίνου, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1991
Η Έφη Κασούρα σπούδασε Κοινωνική Ψυχολογία στο EΚΠΑ και στο Paris X-Nanterre. Eίναι διευθύντρια δημιουργικού σε εταιρεία επικοινωνίας.