ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Οι ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ» του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, φτάνοντας ήδη στην πέμπτη έκδοση μέσα σε ελάχιστο διάστημα, φωτίζει ένα θέμα που παραμένει ταμπού, ακόμα και μετά από 80 χρόνια, αυτό της συνεργασίας Ελλήνων με τις γερμανικές αρχές της Κατοχής. Ο Χαραλαμπίδης, μελετώντας αρχεία που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, εξετάζει όλες τις πτυχές και τα σκέλη αυτής της συνεργασίας, που υπήρξε πολιτική, οικονομική και ένοπλη και η οποία κατέληξε στην ατιμωρησία των εμπλεκομένων, αφήνοντας ανοιχτό ένα τραύμα που δεν έκλεισε ποτέ.
Είναι κοινός τόπος στην ψυχολογία πως το πρώτο βήμα για τη θεραπεία ενός τραύματος είναι η αναγνώριση, η ταυτοποίηση και στη συνέχεια η αποδοχή. Κάτι αντίστοιχο πρέπει να ισχύει και για τα έθνη και τους λαούς.
Για το βαθύ τραύμα του Εμφυλίου, τη συλλογική και ατομική μνήμη, τη λήθη που σκεπάζει τα γεγονότα, αλλά και −ανάμεσα σε άλλα− το ζήτημα της συνεργασίας Ελλήνων με τον Γερμανό κατακτητή και μάλιστα από την οπτική των ίδιων, μιλά ένα άλλο πρόσφατο βιβλίο αλλά από το πεδίο της λογοτεχνίας αυτήν τη φορά: το μυθιστόρημα του Κώστα Καλτσά με τον εύγλωττο τίτλο «Νικήτρια Σκόνη» (εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Γιώργου Μαραγκού) που αναφέρεται στις τρεις γενιές μίας οικογένειας από την περίοδο της Κατοχής και την έναρξη του Εμφυλίου μέχρι και το διχαστικό δημοψήφισμα του 2015. Ο Καλτσάς τολμά κάτι αρκετά παρακινδυνευμένο στο βιβλίο του, να καταπιαστεί με μία εξίσου ταραγμένη αλλά πολύ πιο πρόσφατη περίοδο, αυτή των μνημονίων και της κρίσης, που ξέθαψε πολλούς σκελετούς από την ντουλάπα και έφερε ένα έντονα εμφυλιοπολεμικό κλίμα στην επιφάνεια. Θυμόμαστε πως ο δημόσιος διάλογος εκείνες τις μέρες έβριθε από κατηγορίες που εξαπολύονταν για απογόνους μαυραγοριτών, προδότες, ταγματασφαλίτες, πηγάδες και κονσερβοκούτια.
Η λογοτεχνία είναι σίγουρα ένα προνομιακό πεδίο για να θίξει κανείς αγκάθια και μαύρες σελίδες της ιστορίας και συχνά προπορεύεται συγκριτικά με την επίσημη ιστοριογραφία. Σε συνέντευξή του στη LiFO και στην Αργυρώ Μποζώνη, με αφορμή το βιβλίο του για τους δωσίλογους, ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης θα παραδεχτεί: «Τις δύσκολες πολιτικά εποχές παραδοσιακά τις πιάνει πρώτα η λογοτεχνία, μετά ο κινηματογράφος, το θέατρο. Η Ιστορία έρχεται πολύ αργότερα». Για του λόγου το αληθές, στον επίλογο του βιβλίου του θα κάνει αναφορά στο περίφημο θεατρικό «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά. Η κωμωδία χαρακτήρων του Ψαθά, που γράφτηκε στην Κατοχή και έκανε πρεμιέρα στις 4 Απριλίου 1946, μέσα στον Εμφύλιο, έχει ως ήρωα έναν αποτυχημένο πολιτικάντη που καταφέρνει να πετύχει το όνειρό του και να γίνει υπουργός χάρη στη συνεργασία του με τους Γερμανούς. Ο Ψαθάς είχε την τόλμη αλλά και την οξύνοια να θίξει, έστω και μέσω της σάτιράς του, αυτό που δύσκολα ο οποιοσδήποτε θα ξεστόμιζε τότε, μέσα στη σκοτεινή εκείνη περίοδο, ενώ ταυτόχρονα προέβλεψε τα συγχωροχάρτια που θα δίνονταν αργότερα και την ανέλιξη των δωσίλογων σε θέσεις εξουσίας.
Είναι φανερό πως το προστατευτικό κέλυφος της μυθοπλασίας είναι που επιτρέπει στη λογοτεχνία να ασχολείται με δύσκολα θέματα και να τα αναδεικνύει, ακόμα και σε εποχές που ακόμα ζεματάνε, καθώς δεν έχει το άγχος της τεκμηρίωσης από τη μια και, από την άλλη, η δημιουργική ανάπλαση των γεγονότων και η διευρυμένη οπτική του παντεπόπτη συγγραφέα επιτρέπουν όχι μόνο τη συνολική σύνθεση αλλά και την εμβάθυνση που δεν μπορεί μια στείρα και εκλογικευμένη παράθεση γεγονότων να επιτύχει. Η γνωστή ρήση του Αριστοτέλη «ποίησις μάλλον τα καθ’ όλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει» έχρισε, εξάλλου, τη λογοτεχνία ως φορέα της καθολικότητας ενώ την ιστορία της μερικότητας.
Στη μεταπολεμική λογοτεχνία, αλλά και στη λεγόμενη «λογοτεχνία του τραύματος», ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Στρατής Τσίρκας, ο Δημήτρης Χατζής, ο Ανδρέας Φραγκιάς, ο Δημήτρης Πετσετίδης και άλλοι ανέδειξαν συγκλονιστικά το τραύμα του Εμφυλίου, ενώ έπαιξαν μεγάλο ρόλο και στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, εκμεταλλευόμενοι και τις ιαματικές λειτουργίες της λογοτεχνίας.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου που προσφέρεται για μια τέτοιου είδους αναψηλάφηση. Είναι κι άλλες πολλές οι αποσιωπημένες σελίδες. Δυο πολύ πιο πρόσφατα βιβλία, γραμμένα στα ελληνικά, κατάφεραν να ρίξουν φως σε ιστορικές περιόδους και να αγγίξουν εθνικά τραύματα. Το ένα είναι το γνωστό «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Αντίποδες 2014 και Πατάκης 2020), που τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών-Ιδρύματος Πέτρου Χάρη και με το Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας του περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Το πολυδιαβασμένο «Γκιακ» έκανε μεγάλη αίσθηση, μιλώντας για ένα ακόμα θέμα-ταμπού, τις βιαιοπραγίες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος απέναντι στον τουρκικό άμαχο πληθυσμό, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Και το δεύτερο το «Βουνί» της Λουίζας Παπαλοΐζου (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020), βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (εξ ημισείας) στην Ελλάδα αλλά και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στην Κύπρο, που επίσης έκανε μεγάλη αίσθηση. Το «Βουνί» πραγματεύεται μια άγνωστη στον ελλαδικό χώρο περίοδο, πριν τη διχοτόμηση. Η πλοκή ξετυλίγεται από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 και το όνειρο της ένωσης με την Ελλάδα, σε μια αντίστροφη πορεία, μέχρι την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας στο νησί, ενώνοντας με ένα κοινό νήμα και μέσω αλληγοριών χρονικές αλληλουχίες και ιστορικές συνάφειες, αποδίδοντας τόσο την ψυχή του τόπου και των ανθρώπων του, όσο και το συλλογικό τραύμα.
Η λήθη, η αποσιώπηση, η παραγνώριση, η διαστρέβλωση είναι συχνά φαινόμενα στην πρόσληψη της ιστορικής μνήμης. Θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει στηριχτεί για δεκαετίες πάνω σε ζωτικά ψεύδη και έχει υποφέρει από ιστορικά σχήματα και παρωπίδες, που εξυπηρετούσαν κάθε φορά κι έναν ιδεολογικό σκοπό; Πόσες γενιές να πληροφορήθηκαν από τα σχολικά εγχειρίδια όχι απλώς για τα αντιμαχόμενα μέρη, το στρατιωτικό χρονολόγιο και τις μάχες αλλά και για τις εκατέρωθεν αγριότητες του Εμφυλίου; Ή για τα πρωτοφανή σε σκαιότητα βασανιστήρια από Έλληνες σε Έλληνες κρατούμενους των Γερμανών την περίοδο της Κατοχής, που αναφέρει ο Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του; Ή για τις εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες Ελλήνων με Γερμανούς που προϋπήρχαν από τη δεκαετία του ’30 και εξηγούν σε έναν βαθμό τη μετέπειτα συνεργασία με τον κατακτητή;
Μοιάζει οξύμωρο, βέβαια, να επιχειρηματολογεί κανείς για την αξία της λογοτεχνίας στην ιστορική κατανόηση, όταν το ίδιο το σχολείο δεν καλλιεργεί καν την ανάγνωση, ώστε να ανοίξει και αυτές τις διόδους προς την ιστορική αλήθεια, είτε μέσω της κλασικής ιστοριογραφίας είτε μέσω της λογοτεχνίας.
Είναι κοινός τόπος στην ψυχολογία πως το πρώτο βήμα για τη θεραπεία ενός τραύματος είναι η αναγνώριση, η ταυτοποίηση και στη συνέχεια η αποδοχή. Κάτι αντίστοιχο πρέπει να ισχύει και για τα έθνη και τους λαούς. Κι είναι γεμάτη με πολλά επώδυνα τραύματα η ιστορία, όσο και αν ξεμακραίνουν χρονικά τα γεγονότα και όσο κι αν οι μνήμες ασθενούν. Δέκα χρόνια κρίσης και μνημονίων στάθηκαν αρκετά για να έρθει στην επιφάνεια ένας νέος διχασμός, που όμως βάδιζε πάνω στα χνάρια παρελθοντικών. Αν σήμερα είναι εφικτό να ακούγονται αλήθειες που κάποτε όχι μόνο δεν θα λέγονταν δημόσια, αλλά θα ήταν έως και πρακτικά αδύνατο για τον ιστορικό να τις ερευνήσει, αφήνει ψήγματα αισιοδοξίας πως θα κλείσουν κάποια στιγμή οι πληγές και το αντικείμενο της εθνικής συμφιλίωσης θα είναι πρωτίστως το παρελθόν.