Στην πρόβα της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ηρακλής Μαινόμενος», που αυτό το καλοκαίρι θα περιοδεύσει στα ανοιχτά θέατρα όλης της χώρας σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά με έναν εξαιρετικό θίασο, επικρατεί απόλυτη ησυχία, έτσι που τα λόγια του Ευριπίδη ακούγονται τρομακτικά: «Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε τόσο δυστυχισμένος;». Ο ήρωας αυτού του έργου, που σπάνια παίζεται, συντρίβεται κατρακυλώντας στην άβυσσο, ένας ημίθεος, πιόνι στα χέρια των θεών, που γίνεται μίασμα, διαπράττει φόνο, τιμωρείται ως οντότητα που βγήκε έξω από τα όρια του ανθρώπινου.
Ο Ευριπίδης πλάθει ένα ήρωα «μαινόμενο» που βυθίζεται στην υπαρξιακή αγωνία, την παραβολή μιας κραυγής απόγνωσης του ανθρώπου μπροστά στη συνειδητοποίηση της αδυναμίας του. Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης υποδύεται τον Ηρακλή και σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες συζητάμε για τη μυθική και βαθιά ανθρώπινη φιγούρα που φτάνει ως πρότυπο μέχρι την εποχή μας.
— Όταν λέμε Ηρακλής, τι έρχεται στον νου μας;
Ασυναίσθητα, και χωρίς να τα συγκρίνω, ένα μεγάλο κεφάλαιο της έρευνας που είχαμε κάνει σε κάποια κομμάτια της υπόθεσης του «Έτερος Εγώ», που λεγόταν «αποσυμβολισμός των μύθων». Δουλεύοντας αυτό το κομμάτι, μου δημιουργήθηκε μια εσωτερική ανάγκη να ξαναδιαβάσω ακόμα και την «Οδύσσεια» και να προσπαθήσω να αντιληφθώ αυτά τα σύμβολα, τα αρχέτυπα που υπάρχουν στο μυαλό σου ως εικόνα και πώς αυτή η εικόνα, μεγαλώνοντας, μπορεί να αποσυμβολίσει κάτι και για μένα τον ίδιο, έναν λάθος δρόμο ή μια σωστή διαδρομή, μια αξία. Διαβάζοντας, λοιπόν, πάλι τον «Ηρακλή Μαινόμενο», συνδέθηκα κατευθείαν με το πώς η απώλεια, ακόμα και αν προέρχεται από δικό σου λάθος ή από δική σου πράξη, επιβεβαιώνεται σαν ηχώ μέσα στον χρόνο και το πώς οι άνθρωποι μπορούν να λειτουργούν για άλλη μια μέρα, για άλλη μια ώρα μετά από αυτήν.
Mέσα στα χρόνια ο θάνατος έχει γίνει και για μένα ένα ερωτηματικό ακατανόητο. Δεν φοβάμαι ακριβώς, τρομάζω μην έχω ζήσει σημαντικές στιγμές και τις προσπέρασα, αναλογιζόμενος τον θάνατο, αυτήν τη μεμψιμοιρία τη φοβάμαι.
— Εδώ έχουμε την απώλεια της οικογένειας του ήρωα που ο ίδιος σκότωσε σε κατάσταση μανίας, ενεργώντας ως πιόνι των θεών ‒ αυτό τον φέρνει σε διαρκή απόγνωση.
Την απόγνωση του Ηρακλή, όχι στη θεϊκή αλλά στην ανθρώπινή του διάσταση, όσο βαθύτερα την αντιλαμβάνομαι τόσο μου δημιουργεί την ανάγκη να πιστεύω σε κομμάτια του εαυτού μου. Σκέφτομαι ότι όπως και να συμβαίνουν τα πράγματα, μπορώ την επόμενη στιγμή να ξανασηκωθώ από το δικό μου πάτωμα, από το δικό μου μηδέν, και να προσπαθήσω με όλες τις ευγενείς αξίες που έχω ως άνθρωπος να ξαναλειτουργήσω σιγά σιγά και με μικρά βήματα, όσο μπορώ. Δεν λειτουργούν όλα όπως θα θέλαμε, δεν συμβαδίζουν με τα θέλω της ανθρώπινης φύσης, δεν σε ρωτάει κανείς όταν αλλάζει ο καιρός, όταν κάθεται δίπλα σου ο θάνατος, δεν σε ρωτάει κανείς για τίποτα. Η συνθήκη αυτή απλώς σου δίνει τη δυνατότητα να έρθεις αντιμέτωπος με τον εαυτό σου και τον τρόπο που διαπραγματεύεσαι την ψυχή σου, την ευγένειά σου, την καθαρότητα της ματιάς, την αγάπη σου, τα λάθη σου, το αν μπορείς να πεις «αύριο ή τώρα μπορώ να παλέψω για να αλλάξω ακόμα και κάτι μικρό».
— Όταν έχεις ένα τέτοιο κείμενο στα χέρια σου, τι συναισθήματα σου δημιουργεί; Και με τι συγκρούεσαι;
Με βομβαρδίζουν τα συναισθήματα και οι ίδιοι οι στίχοι, είναι αλήθεια. Έχει γίνει μια εξαιρετική μετάφραση, μπορείς να αντιληφθείς πολύ βαθιά το κείμενο, μιλάει στην ψυχή σου. Συγκρούεσαι με το πόσο αληθινά θα το πεις και θα το εκφράσεις, με αυτό και τίποτε άλλο. Δεν μπαίνεις σε διαδικασία να σκεφτείς ούτε το πριν, ούτε το μετά, ούτε τι έγινε πριν από έξι μήνες, δέκα χρόνια ή τριάντα. Μοιάζει να λες μια δική σου αλήθεια που είναι ανθρώπινη, ισχυρή, που δεν είναι ούτε ματαιόδοξη, ούτε επαινετική, ούτε απορριπτική, ούτε καθοδηγείται από τις ερινύες που υπάρχουν μέσα μας και μας ταλανίζουν και όσο μεγαλώνουμε μάς επισκέπτονται όλο και πιο συχνά. Απλώς λες «θέλω να πω αυτή την ιστορία γιατί πιστεύω στην αλήθεια της», αυτό το συναίσθημα σε κυριεύει, κυριαρχεί μέσα σου.
— Συζητάμε τώρα για μια αλήθεια που έχει σημασία και σήμερα, για λόγια που έχουν κάνει ένα ταξίδι χιλιάδων χρόνων, και είναι απίστευτο αν σκεφτούμε ότι μας παραδίδονται με μια αλήθεια ατόφια, που δεν έχει σταματήσει να υπάρχει και να αποκαλύπτεται με κάθε τρόπο.
Είτε είμαι ο Ηρακλής είτε ο Πυγμαλίωνας, αυτή η αλήθεια με συγκινεί, είναι σημαντική. Επίσης, καταλαβαίνω μεγαλώνοντας μέσα από κείμενα σαν αυτό τι σημαίνει η συνύπαρξη των ανθρώπων. Με συγκινεί και η δυναμική που προκύπτει, πώς δηλαδή ένα έργο μπορεί για μία ώρα να σου αλλάξει πυρηνικά μια σκέψη όταν το ακούς, είτε είσαι συνεργάτης μιας παράστασης είτε θεατής. Είναι μια συντροφιά, μια παρέα, σου λέει «σήκω ξανά αύριο το πρωί και πάλεψε».
— Είναι ένα στοίχημα του ηθοποιού που σηκώνει και το βάρος του κεντρικού ήρωα να ηχήσει αληθινά κάθε λέξη. Είναι και φόβος μαζί;
Δεν με φοβίζει αλλά μου δημιουργεί την ευθύνη να μην παρεκκλίνω από τους δρόμους και τις περιοχές που έχουμε ορίσει. Γιατί, τελικά, έχω καταλάβει πως είτε σου αρέσει πολύ είτε καθόλου η ουσία του μηνύματος που περνάς για κάποιον λόγο ηχεί μέσα σου και φτάνει, επαναλαμβάνοντάς το με έναν άλλο τρόπο, να σε πείθει, να λες «και για μένα έτσι είναι». Το εκφράζεις ξανά, το λες για τους δικούς σου λόγους, για τις δικές σου σκέψεις που σε ταλανίζουν. Αυτό είναι το ωραίο.
— Αυτό τον ήρωα για τον οποίο μιλάμε τον συμπονάς; Πώς τον σκέφτεσαι, τον έκανες φίλο;
Τον έκανα πολύ φίλο, επικίνδυνα πολύ, και το λέω αυτό επειδή αισθάνομαι γι’ αυτόν κάποια πράγματα που αισθάνομαι και για μένα. Είναι σαν να θες να εκθέσεις μια δική σου αλήθεια. Καταλαβαίνω τη ματαιότητα, την απόγνωση, την επιθυμία να δημιουργήσεις για τους ανθρώπους σου μια πιο ήρεμη ημέρα, ώρα, στιγμή, συνάντηση, και να το κάνεις με ανιδιοτέλεια, όχι με την προσδοκία μιας ανταπόδοσης. Καταλαβαίνω το κομμάτι της απώλειας που βιώνει, όχι απαραίτητα σε αυτό το μέγεθος, αλλά μέσα στα χρόνια ο θάνατος έχει γίνει και για μένα ένα ερωτηματικό ακατανόητο. Δεν φοβάμαι ακριβώς, τρομάζω μην έχω ζήσει σημαντικές στιγμές και τις προσπέρασα, αναλογιζόμενος τον θάνατο, αυτήν τη μεμψιμοιρία τη φοβάμαι. Ο καθένας μας το περνάει αυτό, κι εγώ μαζί, μας τυφλώνει ο εγωισμός που μερικές φορές πάει πάνω από το ταβάνι σε όλα τα επίπεδα. Όταν λέει ο Ηρακλής «κοίταξα τα έργα που κάναν τα χέρια μου και ήταν όλα ματαιότης και τυραννία του νου και κέρδος κανένα κάτω από τον ήλιο», καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοεί για το σήμερα, το τώρα, τη ζωή μου.
— Αυτό αφορά πολύ και τη ζωή ενός ηθοποιού, δεν είναι έτσι;
Κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι τελικά. Τα πράγματα περνάνε, αναιρούνται τα κομμάτια της υστεροφημίας ή κάθε έννοιας «αθανασίας» και γίνεται ξεκάθαρος ο λόγος της ύπαρξης. Να βρω ηρεμία μέσα μου μέσα από αυτό που κάνω, και αν αυτό συμβεί μπορεί να πω στον αδελφό μου δυο «σ’ αγαπώ» παραπάνω, να φιλήσω τον σκύλο μου ή να πάρω τον πατέρα μου, τη φίλη μου μια αγκαλιά, ή να δω τη βαφτιστήρα μου και να νιώσω πόσο η ζωή με έχει προσπεράσει και πόσο όμορφη είναι αυτή η αθωότητα και η καθαρότητα. Γι’ αυτό και ο στίχος που λέει «γι’ αυτό θα αντέξω τη ζωή» και «ζω, τόσο ταπεινό σού φαίνεται αυτό;» έχει αξία, είναι μια υπενθύμιση για το σήμερα.
— Για τον θρίαμβο της ζωής. Ότι όσο είμαστε ζωντανοί έχουμε περιθώριο να συνεχίσουμε, να επανεξετάσουμε, να συγχωρήσουμε;
Αν το σκεφτείς, σε ένα παράλληλο σύμπαν υπάρχει η ρήση «πέσε επτά φορές και σήκω οκτώ». Αυτή η επανεκκίνηση και η δύναμη που χρειάζεται σε κάνει να σκέφτεσαι όσα τραγικά συμβαίνουν γύρω μας, και στην Ελλάδα και στον κόσμο. Εμείς, ακόμα και αυτήν τη στιγμή, έχουμε την πολυτέλεια να εκφράζουμε τις απόψεις μας σε ένα ήρεμο περιβάλλον και αύριο θα ξυπνήσουμε, άλλος καλύτερα, άλλος χειρότερα, θα πάμε στη δουλειά μας, κάποιος άλλος όμως θα ξυπνήσει μέσα στη σκόνη και τη λάσπη, ανάμεσα σε χαλάσματα, χωρίς οικογένεια, και θα φύγει για να ψάξει να βρει νερό. Και κάποιος άλλος θα ξυπνήσει στην Κυψέλη ή στα Πετράλωνα ‒για να μην πηγαίνουμε μόνο στη μαύρη περιοχή‒ και θα σκεφτεί «θα με πάρει κάποιος να δει αν ζω;», «θα μου πει κάποιος τι όμορφος/-η είμαι;». Η σκέψη, η αλληλεγγύη που εμπεριέχονται στο έργο και η σπουδαία έννοια της φιλίας είναι το πρώτο σκαλοπάτι για να προσπαθήσει να κάνει με τον τρόπο του κάποιος μια επανεκκίνηση στη ζωή. Γι’ αυτό και το θεωρώ το πιο ανθρώπινο έργο του Ευριπίδη. Το μόνο που έχω να σου πω σίγουρα είναι ότι δεν έχω την παραμικρή σκέψη και απάντηση γι’ αυτά, αλλά, αν αντηχήσει μέσα από μένα μια τέτοια αλήθεια, σίγουρα θα καταλάβεις κι εσύ μια αλήθεια για τον εαυτό σου ανεξάρτητα από την παράσταση.
— Το θέατρο φωτίζει αυτά τα κομμάτια και οι παραστάσεις συνομιλούν μαζί μας, γι’ αυτό έχουν τέτοια δύναμη.
Φυσικά. Αυτό συμβαίνει όταν αφήνουμε τον εγωισμό μας απέξω, όχι μόνο εμείς που συμμετέχουμε αλλά και οι θεατές. Έχουμε ξεχάσει ότι σε αυτήν τη συνθήκη ο θεατής είναι και πρωταγωνιστής. Ετοιμάζεται κι αυτός, φτάνει στο θέατρο και συνδράμει για να έρθει αντιμέτωπος με κάτι δικό του, κάτι που, αν θέλει, θα το δει, όποια παιδεία και να έχει. Αυτή είναι και η δυναμική του θεάτρου. Μιλά άφυλα, άχρονα, στους πάντες και στα πάντα, αρκεί οι νότες και οι αλήθειες των ανθρώπων που την εκφράζουν να γίνεται με ευγενή τρόπο, όχι ματαιόδοξο.
— Παίζεις πολλά χρόνια, σε πολλά και διαφορετικά είδη. Έχεις αλλάξει, έχεις μεγαλώσει, έχεις ωριμάσει. Έχει αλλάξει και το κοινό μέσα στα χρόνια;
Νομίζω ότι από τον Covid και μετά το κοινό ερωτεύτηκε τη θεατρική διαδρομή και βλέπω ότι είναι πρώτη επιλογή και των νεότερων ανθρώπων που πηγαίνουν και υποστηρίζουν τα έργα, όπως κάνουν και οι μεγαλύτεροι ‒ έχουν την ανάγκη να συναντηθούν με αφορμή ένα νέο ή ένα παλιό κείμενο. Αυτή είναι μια διαπίστωση που έχω κάνει μιλώντας με συναδέλφους μου που εργάζονται σε διαφορετικά θέατρα. Αυτό είναι ένα τεράστιο συν, σαν να χορτάσαμε από άλλες μορφές διασκέδασης και θέλουμε τώρα να συντονιστούμε σε κάτι και να συνυπάρξουμε. Γιατί άλλαξε και το τι βλέπουμε σε ένα έργο πια.
— Άλλαξε και ο χώρος εκτός θεάτρου;
Φυσικά, βλέπουμε ότι κάνουμε πολύ καλές δουλειές και σειρές σε όλα τα κανάλια, ότι το σινεμά πηγαίνει σε κομμάτια μυθοπλασίας πολύ διαφορετικά από αυτά που γίνονταν πριν από δέκα χρόνια. Όλο αυτό γίνεται με τρόπο πολύ σοβαρό. Βλέπεις την ανάγκη των ανθρώπων να φτιάξουν ένα σύμπαν καλύτερο, βλέπεις την προσπάθεια. Αυτό αλλάζει αυτομάτως και την οπτική των θεατών, γιατί όταν τους σέβεσαι, αντιλαμβάνονται τον κόπο και την προσπάθειά σου. Και βέβαια, σήμερα είμαστε σαφώς πιο εκπαιδευμένοι απέναντι στο θέαμα.
— Μιλάς για το θέατρο σαν να είναι εκεί η οικογένειά σου.
Έφυγα από το σπίτι, τη φυσική μου οικογένεια, και βρέθηκα με μια άλλη, στην οποία με αποδέχονται, όπου υπάρχει επικοινωνία, υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους συνομιλώ με τον ίδιο τρόπο, πέρα από ρόλους και ταυτότητες, για τα βασικά της ζωής, τα καθημερινά. Από κει ξεκινάει η συζήτηση και για τον Ευριπίδη και για τον Τσέχοφ και για τον Φρόιντ, για τη θρησκεία, την αγάπη, την αποδοχή. Αυτά με κάνουν να απαρνούμαι ένα κομμάτι του εγωισμού μου και να γίνομαι καλύτερος.
— Πόσο έχουν αλλάξει οι ηθοποιοί από τότε που ξεκίνησες μέχρι σήμερα;
Δεν το συζητώ. Δεν θέλω να στενοχωρήσω τους παλιούς, αλλά έχουμε πολύ καλύτερους ηθοποιούς σήμερα. Έτσι δεν πρέπει να είναι εξάλλου, αυτή δεν είναι η εξέλιξη, σε μια δύσκολη κιόλας εποχή; Όσο μεγαλώνω είναι σίγουρο ότι όταν μπαίνω σε ένα θέατρο, δεν μπορώ να δω τίποτα αρνητικό, ακόμα και στην πιο λάθος παράσταση οι άνθρωποι παλεύουν, και με συγκινεί η προσπάθεια. Σκέφτομαι τον εαυτό μου και σε αυτές τις πρόβες. Βοηθάει πολύ να είσαι με ανθρώπους που αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν και να τους πετυχαίνεις τη στιγμή που υπάρχει ο χώρος και το άνοιγμα. Εγώ είμαι πολύ χαρούμενος που έχω βρεθεί τώρα με όλη αυτή την ομάδα και τον Δημήτρη, που ως τώρα είχα τη χαρά να είμαι θεατής στις παραστάσεις του. Έρχομαι στην πρόβα χαρούμενος. Αυτή την ευλογία κυνηγάμε.