«Μόνο η αγάπη και η ανθρωπιά υπάρχουν και αυτό είναι αποφασισμένο, τέρμα τα σκοτάδια, καμία κακομεταχείριση, κανένας αρνητισμός, μακριά». Αυτό είναι το μότο του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και ο τρόπος που θέλει να ζει και να δουλεύει και να συζητά με τους γύρω του, να επικοινωνεί με φαντασία και ενσυναίσθηση.
Στα είκοσι χρόνια που δουλεύει ίσως είναι ένας από τους ηθοποιούς που έχουν υποδυθεί εντελώς διαφορετικούς ρόλους και έχει πολλά έργα και ρόλους που αγαπά, όπως ο Βασιλιάς Λιρ, που περιμένει να έρθει η ηλικία να τον συναντήσει. Οι φίλοι του τον λένε χαμαιλέοντα.
«Ανά στιγμές είμαι χαμαιλέων, όπως λένε οι φίλοι μου, άλλοτε μετριοπαθής άλλοτε πιο εκρηκτικός, γι’ αυτό μου αρέσουν και όλοι οι ρόλοι, δεν μου αρέσουν οι κατηγορίες, θα ήθελα να μπορώ να υποδύομαι όλους τους χαρακτήρες με οποιονδήποτε τρόπο, δεν έχω προτίμηση, ονειρεύομαι έναν κόσμο και με πάει το συναίσθημα, είτε είναι πολύ σκοτεινός είτε είναι πολύ φωτεινός».
Δεν είμαστε κομματικοποιημένες γενιές και δεν το βρίσκω κακό. Το να μην είσαι πολιτικοποιημένος, όμως, το να μην έχεις επίγνωση του τι σημαίνει να ζεις σε ένα σύνολο είναι μεγάλο λάθος. Ίσως γιατί το έχουμε φτηνύνει μέσα στα χρόνια και μόνο όταν υπάρχουν πράγματα για τα οποία περιμένεις να αποδοθεί Δικαιοσύνη, για παράδειγμα, θα βρεθούμε όλοι μαζί για να δούμε πώς θα τα αντιμετωπίσουμε.
Συναντιόμαστε στο σαλόνι του βραβευμένου με Νόμπελ συγγραφέα Αμπέλ Ζνόρκο ή, αλλιώς, στο γεμάτο βιβλία σκηνικό του έργου του Έρικ Εμάνουελ Σμιτ «Αινιγματικές Παραλλαγές», στο οποίο ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, που υποδύεται τον δημοσιογράφο Έρικ Λάρσεν, συναντά επί σκηνής τον Γιάννη Μπέζο σε ένα έργο βαθιά αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, με διαρκείς συγκρούσεις θεωριών, ψυχολογικές ανατροπές και έναν επίλογο όπου συναισθήματα και νοήματα έχουν αλλάξει δραματικά.
«Ένα βασικό πράγμα που με έμαθε το έργο, όπως με μαθαίνει και η αγάπη, είναι η υπομονή, γιατί είμαι ανυπόμονος ως άνθρωπος. Μέσα από αυτό άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο πυρήνας δεν είναι μόνο το έργο αλλά και ένα σύνολο πραγμάτων γύρω σου. Οπότε άρχισα να αφήνομαι και μετά από καιρό καταλάβαινα αλλιώς τις λέξεις, γιατί το “σ’ αγαπώ” το λες αλλιώς στα είκοσι, αλλιώς στα σαράντα, έχει άλλη σημασία.
Αυτό το έργο το έχω εδώ και έντεκα χρόνια. Μου το είχε φέρει μια φίλη μου σε φωτοτυπία. Την ίδια εποχή είχα γνωρίσει και τον Σωτήρη Τσαφούλια. Αυτό που με μάγεψε στο έργο είναι η κινητήριος δύναμη που υπάρχει στα πράγματα, στον κόσμο, που είναι η αγάπη, άχρονα, άφυλα, παντού, και πώς τελικά ένα κύμα της μπορεί να σε απομονώσει ή να σε κάνει να έχεις οκτώ χιλιάδες παιδιά, να σου γεμίσει τη ζωή με μια τρικυμία περίεργη ή με χρώματα, αρώματα και σκέψεις. Όταν πρωτοδιάβασα το έργο διαπίστωσα ότι ήμουν μικρός για να το παίξω και “έκρυβα” το κείμενο για να μη το βρει κανείς άλλος».
Τότε, με τον Σωτήρη Τσαφούλια, που ξετρελάθηκε με το κείμενο, αποφάσισαν να το κάνουν οπωσδήποτε κάποια στιγμή στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Τελικά ήρθε η ώρα να υλοποιηθεί.
Ο δημοσιογράφος που υποδύεται συναντά έναν άνθρωπο που έχει αποσυρθεί από τον κόσμο και τα αισθήματα και αυτός ο πυρήνας του πώς ζει κάποιος με τον εαυτό του έρχεται στη συζήτησή μας.
«Ο άνθρωπος που συναντώ στο έργο έχει αποσυρθεί, η απόσυρση αυτή ίσως ξεκινάει από το αίσθημα που έχει κάποιος όταν βαριέται τον εαυτό του. Πολλές φορές ζούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό που δεν σταματά να μας εκπλήσσει. Λέμε “μα πώς το έκανα αυτό;”, βλέποντας ένα στοιχείο του χαρακτήρα μας που απλώς δεν το ξέραμε. Ο άνθρωπος που συναντώ είναι ένας νομπελίστας, αλλά είτε είσαι αυτό είτε ένας λαϊκός άνθρωπος, το συναίσθημα και ο τρόπος που το διαχειριζόμαστε, που είναι και ο πυρήνας του έργου, είναι σε έναν κοινό δρόμο για όλους τους ανθρώπους, αν και πολλές φορές νομίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άλλο παρονομαστή.
Στην ουσία αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους είναι ότι πασχίζουμε να είμαστε ίσοι και συνεχώς βρίσκουμε ταμπέλες για να είμαστε διαφορετικοί. Ο άνθρωπος είναι ένας. Ο τρόπος που αγαπά το σκυλί του, τον Θεό, έναν άλλον άνθρωπο είναι ένας. Από την άλλη, κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους γιατί η κοινωνία έχει ανάγκη αυτές τις κατηγοριοποιήσεις.
Αυτό που με γοητεύει είναι ότι μπορούμε μέσα στον χρόνο να δίνουμε αυτό το συναίσθημα με ανιδιοτέλεια και το ένστικτό μου μού λέει ότι αυτό, όσο περνάει ο καιρός, καλυτερεύει τη μέρα μας, κάνει το αύριο λίγο καλύτερο και πιο ωφέλιμο» λέει.
Ο Πυγμαλίων, που υποδύεται έναν δημοσιογράφο, εκτιμά πρόσωπα μέσα στη δημοσιογραφία και του αρέσει να παρακολουθεί τον τρόπο που συμπεριφέρονται και γράφουν. Διαβάζει πολύ, αν και πιστεύει ότι παλιά η γραφή ήταν πιο σημαντική. Λόγω έλλειψης χρόνου οι άνθρωποι διαβάζουν μόνο τίτλους. Ο ίδιος χαίρεται να διαβάζει ένα ωραίο κείμενο.
«Εδώ και πολλά χρόνια με γοητεύει αυτή η συνθήκη, με γοητεύουν αυτοί οι χαρακτήρες που έχουν την υπόσταση του δημοσιογράφου ή του πολιτικού, με γοητεύουν ως ρόλοι.
Πολλές φορές, παρακολουθώντας ανθρώπους και ακούγοντάς τους ή διαβάζοντάς τους, μπορώ να καταλάβω το συναίσθημά τους πυρηνικά από τον τρόπο που στέκονται στα σημεία στίξης, από τις άρσεις, από τον τρόπο που ρητορεύουν, από τις ανάσες, από τους ώμους. Μπορώ να αντιληφθώ πότε ένας δημοσιογράφος είναι καλά όταν λέει ειδήσεις και πότε όχι, δεν μπορεί να με κοροϊδέψει.
Ο τύπος που υποδύομαι δεν είναι το κλασικό παράδειγμα δημοσιογράφου ή πολιτικού αναλυτή και αυτό ήταν και το ωραίο. Δεν υπάρχει μια μίμηση, στη διαδικασία του έργου σού αποκαλύπτονται κάποια ερωτήματα. Και όταν βρίσκεις τις απαντήσεις, καταλαβαίνεις ότι μπορεί να έχεις απόλυτο δίκιο ή άδικο».
Μιλώντας για επαγγέλματα, δεν αργείς να καταλάβεις ότι είναι ερωτευμένος με αυτό που κάνει, με την εργασία του, το ομολογεί και ο ίδιος, πιστεύοντας βαθιά ότι σε αυτήν τη δουλειά βρίσκει και το σύστημα αξιών του, τις συναντήσεις κυρίως με ανθρώπους που έχουν την ίδια καψούρα. Αυτό που τον κάνει, παρά τις δυσκολίες, να νιώθει ότι είναι σε ένα μέρος που τον αφορά, με υπέροχους ανθρώπους, χαρούμενος, και τον απομακρύνει από τον θαυμασμό προς τον εαυτό του, το να σκέφτεται «τι φανταστικός που είμαι».
«Δεν υπήρχε στιγμή στη ζωή μου που να μην παθιαζόμουν με το έργο ή με την ομάδα στην οποία ήμουν, ήταν το σπίτι μου. Κάποτε ο Δημήτρης Καταλειφός μου είχε πει μια ωραία ατάκα, “να είσαι παρών στη ζωή σου”, και φέτος μου έκαναν μια ωραία ευχή, “η ζωή είναι στιγμές, κοίτα να έχεις πολλές να θυμάσαι”.
Iσχύει αυτό, τις στιγμές θυμάμαι στη δουλειά, πόσο σημαντικό ήταν να κάνω τον Δημήτρη Λαΐνη στο “Έτερος εγώ”, όταν βρέθηκα με τον Καταλειφό, όταν με σκηνοθετούσε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, όταν ήμουν με τον Σπύρο Παπαδόπουλο ή την Ελένη Ράντου. Έχω εικόνες που δεν έχουν να κάνουν με τους ρόλους αλλά με τους ανθρώπους και λέω ότι “εσύ, ένα παιδάκι από το πουθενά, έχεις βρεθεί με όλους αυτούς τους ανθρώπους και έχεις κάνει όλους αυτούς τους ρόλους και τις διαδικασίες”. Θυμάμαι πάντα τους ανθρώπους και το μαγικό που φέρανε στη ζωή μου και μέσα από αυτό θυμάμαι και τους ρόλους.
Αλλάζουν οι άνθρωποι, οι χώροι, ο καμβάς, το κείμενο, οπότε είμαι ένας τύπος που διαρκώς γυρίζει γύρω από αυτά τα σπίτια, τα υπέροχα κείμενα, τους χώρους, είναι ο πλούτος που μου δίνει αυτή η εργασία που με κάνει καλύτερο αναγνώστη, καλύτερο ομιλητή, καλύτερο άνθρωπο και με μαθαίνει συνεχώς νέα πράγματα».
Μιλώντας για τις αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, με τις αποκαλύψεις των κακοποιήσεων, με την πανδημία που σταμάτησε καθετί δημιουργικό, ο Πυγμαλίων πιστεύει ότι όσοι κάνουν τη δουλειά τους ασταμάτητα και τρέχουν διαρκώς δεν έχουν κανέναν λόγο να μην αισθάνονται αυτοπεποίθηση.
Το ότι μπήκε στο μικροσκόπιο μόνο ο δικός του επαγγελματικός κλάδος είναι το μόνο λάθος, έπρεπε να γίνει παντού, σε όλους τους χώρους και αυτό που συνέβη είναι ένας στρουθοκαμηλισμός περίεργος. Η οικογένεια του θεάτρου γνωρίζεται και η δυναμική της είναι ασταμάτητη, κάθε παράσταση, κάθε δουλειά, ανοίγει μια νέα διαδρομή.
«Το δικό μας το επάγγελμα ήταν πάντα δύσκολο, οι θέσει λίγες και οι κάτοχοι αυτών των θέσεων δύσκολα ανοίγουν τις πόρτες. Αυτό το αντιμετώπιζα κι εγώ ως νέος άνθρωπος, πάλευα για την ευκαιρία και για να βρεθώ σε αυτήν τη συγκυρία, να ξεκινήσω, οπότε έπρεπε να παλέψω και να αγωνιστώ και να κάνω κι άλλες δουλειές και να κουραστώ για να ζήσω, αλλά μέσα στο πλαίσιο αυτό ήμουν και τυχερός, γιατί μου δόθηκε η δυνατότητα ή η ευκαιρία να προσπαθήσω ή να με εμπιστευτεί κάποιος για κάτι.
Στη διάρκεια του κορωνοϊού υπήρξαν άλλοι ιοί, οι οποίοι παίρνουν χώρο από αυτόν που θα έπρεπε να δίνεται σε ηθοποιούς ‒ αντί να έχεις το Θέατρο της Δευτέρας, έχεις μόνο ριάλιτι. Από την άλλη, η δύναμη των ανθρώπων που είναι στο επάγγελμα, σκηνοθετών, ηθοποιών, συνεργείων, πίσω από κάθε κομμάτι παραγωγικό είναι ασταμάτητη και τώρα υπάρχει η ευκαιρία, ένα πρόσφορο έδαφος οι άνθρωποι να οργώσουν, να σπείρουν και να φυτέψουν κάτι θετικό. Αν τους δοθεί η ευκαιρία, θα δουλέψουν, θα κάνουν καλές δουλειές.
Το πιο απογοητευτικό που συνέβη ήταν η διαπίστωση μέσα στην πανδημία ότι το σύστημα είναι σαθρό και μένουν αβοήθητοι άνθρωποι, είτε λέγονται ηθοποιοί είτε βρίσκονται σε οποιαδήποτε άλλη θέση. Είδαμε πόσο γυμνοί είμαστε μέσα στο σύστημα στο οποίο συνυπάρχουμε».
Για τον Πυγμαλίωνα το πιο σημαντικό είναι η παιδεία, που αρχίζει από την ώρα που γεννιόμαστε ή, έστω από τα τρία μας χρόνια, όταν πηγαίνουμε σε παιδικό σταθμό και κοινωνικοποιούμαστε. Πιστεύει στη δύναμη των ανθρώπων που διαπαιδαγωγούν και δημιουργούν τους πυρήνες μέσα στους οποίους κάθε γενιά θα ονειρευτεί και θα υλοποιήσει τα όνειρά της και κανένας πολίτης δεν θα νιώθει μόνος του απέναντι στα κενά κάθε συστήματος που θα τον αποκαρδιώσουν και θα τον ευνουχίσουν. Αλλιώς, όταν δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει, να τα πολεμήσει, μετατρέπεται σε έναν αδιάφορο άνθρωπο.
«Την πληρώνουμε την αδιαφορία μας» λέει. «Δεν είμαστε κομματικοποιημένες γενιές και δεν το βρίσκω κακό. Το να μην είσαι πολιτικοποιημένος, όμως, το να μην έχεις επίγνωση του τι σημαίνει να ζεις σε ένα σύνολο είναι μεγάλο λάθος. Ίσως γιατί το έχουμε φτηνύνει μέσα στα χρόνια και μόνο όταν υπάρχουν πράγματα για τα οποία περιμένεις να αποδοθεί Δικαιοσύνη, για παράδειγμα, θα βρεθούμε όλοι μαζί για να δούμε πώς θα τα αντιμετωπίσουμε. Σκρολάρουμε την καθημερινότητά μας με έναν τρόπο και περνάει ‒ λάθος. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουμε και τη δουλειά μας.
Για παράδειγμα, υπήρχε μια νοοτροπία ‒ευτυχώς, όχι στους νεότερους‒ στους παλιότερους του στυλ “εντάξει, η υποκριτική, το θέατρο”, και την εξέφραζαν με μια αίσθηση απαξίωσης. Για μένα είναι κάτι πολύ ακριβό το θέατρο, πολύτιμο, πρέπει να φοράς τα καλά σου ρούχα όταν βρίσκεσαι σε αυτό, γιατί είναι δύσκολο από το τίποτα να δημιουργήσεις έναν κόσμο. Και έτσι ονειρεύομαι να κάνει και ο θεατής, να πιστεύει στην αίσθηση του σημαντικού, ότι το θέατρο είναι μια σημαντική έξοδος. Και να συγκεντρώνεται στη διαδικασία και σε αυτό που θέλει να δει απερίσπαστος».
Γεννημένος στο Μάντσεστερ, προτιμά την Ελλάδα απ’ όλο τον κόσμο, το λέει χωρίς δισταγμό. Έζησε σχεδόν ανάμεσα σε δύο χώρες στα παιδικά του χρόνια και σε όλα τα σχολεία στα οποία πήγε υπήρχαν θεατρικές ομάδες και σπουδαίοι άνθρωποι που τους ξανασυνάντησε στη συνέχεια, νιώθοντας το ίδιο αθώο συναίσθημα της χαράς ενός παιδιού.
Από την Α’ Δημοτικού μέχρι τη Γ’ Λυκείου έπαιζε κάθε καλοκαίρι σε παραστάσεις και όταν έφτασε τα δεκαοχτώ πήγε στην Αγγλία. Εκεί η γιαγιά του η Εγγλέζα του έδωσε ένα χαρτί με μια οντισιόν. Πήγε, τον πήραν και μάλιστα του έδωσαν και τον πρώτο του ρόλο στο έργο του Κρίστοφερ Μάρλοου «Εδουάρδος Β’», που παίχτηκε στο Octagon Theatre. Μετά από αυτό το καλοκαίρι θα μπορούσε να μπει στις δώδεκα καλύτερες σχολές της Αγγλίας. Επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
«Είμαι πολύ χαρούμενος που συνέβησαν έτσι τα πράγματα, δεν έχω μετανιώσει ούτε λεπτό. Θυμάμαι, πήγα και βρήκα τον Κώστα Κουτσομύτη, που ήταν φίλος οικογενειακός και έκανε μαθήματα στο Θεμέλιο του Νίκου Βασταρδή, τη μόνη σχολή που με δέχτηκε. Εκεί έμεινα με αυτούς τους φανταστικούς ανθρώπους που δεν ξεχνώ ποτέ».
Όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το «Έτερος εγώ», λίγο καιρό πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα του τρίτου κεφαλαίου, της «Νέμεσης», που ενώνει όλα τα προηγούμενα, τον ρωτώ αν αυτή η επιτυχία άλλαξε κάτι στον τρόπο που αντιμετωπίζει τη δουλειά και τι συμβαίνει όταν κάποιος βλέπει να γίνεται πραγματικότητα αυτό που ονειρεύτηκε πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, όταν τελείωσαν με τον Σωτήρη Τσαφούλια τον «Κοινό Παρονομαστή» και για δύο χρόνια, από το 2013 έως το 2015, άρχισαν να δουλεύουν ασταμάτητα, μέχρι το κείμενο να πάρει τον δρόμο του.
«Τι άλλαξε αυτή η επιτυχία; Έδωσε τον χώρο σαν δέντρο να ανθίσει, δεν άλλαξε τίποτα στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη δουλειά, ούτε αλλάζει ένας χαρακτήρας με μια επιτυχία. Χαρήκαμε όμως που έρχονται κι άλλοι και μπορούμε να μοιραστούμε μαζί τους αυτά που ονειρευτήκαμε πριν από δέκα χρόνια.
Νομίζω ότι όσοι είδαν τον ήρωα, αγάπησαν αυτό που αγάπησα κι εγώ σε αυτόν. Αρχικά ήταν πολύ δυναμικός. Ζήτησα τότε από τον Σωτήρη να δοκιμάσω κάτι το οποίο στο μυαλό μου χαρακτήριζα ως υποκειμενικό του θεατή, ήταν η πρώτη σκέψη. Μετά μπήκαμε στη διαδικασία να ονειρευτούμε έναν χαρακτήρα ο οποίος έχει κάτι που δεν έχουν οι άλλοι και αυτό τον κάνει τόσο σημαντικό: ανθρωπιά. Είναι ένα παιδί. Και άρχισα να σκέφτομαι παράλληλους δρόμους για το πώς η φύση, τα ζώα και οι άνθρωποι συνυπάρχουν, χωρίς να μιλούν.
Σταδιακά συμπέρανα πράγματα και καταλήξαμε σε αυτό το φάσμα αυτισμού στο οποίο έχει γεννηθεί ο Δημήτρης, το οποίο άλλες φορές είναι μια πόρτα ανοιχτή και άλλες φορές μια πόρτα κλειστή ‒ για το σενάριο μιλώ. Είναι το “παιδί” μου ο Δημήτρης και ευτυχώς είχα τον χώρο και την εμπιστοσύνη να το φτιάξω, είναι κάτι πολύ αγαπημένο και πολύ βαθύ».
Αν ο Πυγμαλίων δεν ήταν ηθοποιός, θα είχε γίνει σεφ. Μαγειρεύει καλά και αγαπάει τα μακαρόνια με κιμά που, όπως εξηγεί, έτρωγε συνέχεια η μητέρα του στην εγκυμοσύνη της σε αυτόν και του τη θυμίζουν, το πόσο του λείπει, γιατί έχει να ταξιδέψει στην Αγγλία και να τη δει πάνω από δύο χρόνια. Και τις πατάτες γιαχνί με φέτα που του έφτιαχνε η γιαγιά του, ένα φαγητό που έπαιρνε κάθε στενοχώρια και μπορούσε να του γλυκάνει όλα τα μεσημέρια.
«Η γιαγιά μου ήταν σπουδαία μαγείρισσα. Ήταν το πρότυπο γυναίκας με την οποία μεγάλωνα όταν χώρισαν οι γονείς μου και η μητέρα μου ήταν στην Αγγλία. Η γεύση που μου έδινε σε ένα απλό πιάτο η γιαγιά μου με συντρόφευσε στην εφηβεία μου, στις πιο μοναχικές μου στιγμές, και όταν την έχασα, στα δεκαοκτώ μου, πάσχιζα να μαγειρέψω για να θυμηθώ το χάδι της, την αγάπη της, τη μυρωδιά της. Να θυμηθώ ακόμα και αυτό το μαύρο ραδιόφωνο που άνοιγε και άκουγα Χαρούλα ή το θέατρο στο ραδιόφωνο, την άποψη, την καθαρότητα του σώματος, της ψυχής της, απλά και τόσο ωραία.
Όταν πίστεψα ότι πέτυχα να φτιάξω ένα τόσο απλό πιάτο και τη θυμήθηκα γέμισε η ψυχή μου με όλα τα χρώματα και ήταν σαν να ήρθε και να μου είπε πάλι “σ’ αγαπάω, μη με ξεχνάς”. Και μου ήταν τόσο σημαντικό αυτό, να μπορώ σε όλη τη διαδρομή μου να θυμάμαι και τις δύσκολες στιγμές άλλα και τις χαρούμενες μέσα από μια μπουκιά που έχει μνήμη και σου φέρνει δάκρυα στα μάτια, όπως όταν βλέπεις τον ουρανό να αλλάζει χρώματα και στέκεσαι εκεί και τον κοιτάζεις γαλήνια, ασάλευτος».
«Αινιγματικές Παραλλαγές» του Eric- Emmanuel Schmitt
Μετάφραση: Εύα Κοτανίδη
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης
Σκηνογράφος: Kωνσταντίνος Ζαμάνης
Ενδυματολόγος: Άγις Παναγιώτου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου
Επιμέλεια Κίνησης: Μπίλιω Μαρνέλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου
Βοηθός ενδυματολόγου: Εύα Καμπερίδου
Παίζουν: Γιάννης Μπέζος, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Τετ. & Κυρ. 19:00, Πέμ. & Παρ. 21:00, Σάβ. 18:00 & 21:00