ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΑ πράγματα που διάβασα τελευταία είναι το κείμενο του resto-κριτικού του Observer, Jay Rayner, που δημοσιεύτηκε προχθές στην εφημερίδα, για το πολυτελές «ελληνικό» εστιατόριο Gaia («Γαία») που αφίχθη πριν από μερικούς μήνες στο Mayfair του Λονδίνου, ως το πιο πρόσφατο παράρτημα της ομώνυμης αλυσίδας, μετά το Ντουμπάι, το Μόντε Κάρλο και την Ντόχα. Γράφει λοιπόν ο Rayner, συγγραφέας ενός βιβλίου γαστριμαργικών εμπειριών με τον έξοχο τίτλο “Wasted Calories and Ruined Nights” («Σπαταλημένες θερμίδες και κατεστραμμένες νύχτες»):
Το Gaia, το οποίο περιγράφει τον εαυτό του ως «εκλεπτυσμένη ταβέρνα» – όπως αντιστοίχως υποθέτω ότι το ξενοδοχείο Ritz απέναντι είναι ένα εκλεπτυσμένο πανδοχείο – αντιπροσωπεύει αυτή τη στιγμή το ίδιο το Λονδίνο, ή τουλάχιστον εκείνη την εκδοχή του Λονδίνου βόρεια του Piccadilly. Ανήκει σε έναν Ρώσο που εδρεύει στο Ντουμπάι και την κουζίνα του την επιβλέπει ένας σεφ με καταγωγή από τη Νιγηρία, ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα μενού με ελληνικά πιάτα τα οποία σερβίρονται σε μια πλήρως "μποτοξαρισμένη’" πελατεία από την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, η οποία δεν χρειάζεται ποτέ να κοιτάξει τη δεξιά στήλη του μενού όπου εμφανίζονται οι τιμές. Γιατί πήγα λοιπόν; Εν μέρει, επειδή έχει πάντα ενδιαφέρον η διερεύνηση του αν μπορεί να υπάρξει μια σημαντικά αναβαθμισμένη εκδοχή των παραδοσιακών πιάτων (spoiler: δεν μπορεί) και εν μέρει, επειδή, για να μπορείς να γελάσεις με εξωφρενικά πράγματα, πρέπει πρώτα να τα πληρώσεις.
Το αστείο ή μάλλον το κωμικοτραγικό είναι ότι εδώ που έχουν φτάσει οι τιμές στα «καλά» ελληνικά εστιατόρια, τα ποσά που αναφέρει ως εξωφρενικά σε σημείο να σου τρέχει αίμα από τη μύτη ο Βρετανός κριτικός για ένα πανάκριβο εστιατόριο στο πιο πολυτελές σημείο του Λονδίνου, δεν φαίνονται και τόσο υπερβολικά.
Ακολούθως, περιγράφει «τις ζεστές, λαμπερές συστοιχίες από σφαιρικά φώτα οροφής που, ανάλογα με το επίπεδο του κυνισμού σας, κρέμονται σαν τσαμπιά σταφύλια ή σαν αιμορροΐδες που παρακαλούν για θεραπεία» και «τα καλαίσθητα αντικείμενα τέχνης και τα χειροποίητα λινά, το μεταλλικό νερό Zaro's που εισάγεται από την Ελλάδα και την τροπαιοθήκη των πανάκριβων κρασιών στον κάτω όροφο δίπλα στα αποχωρητήρια, γεμάτη με La Tâche, Château Latour και 1994 Petrus για εκείνους τους πελάτες που μέχρι ένα σημείο μόνο μπορούν να αρκεστούν στα αυθεντικά ελληνικά προϊόντα».
Όσο για το μενού αυτό καθαυτό, είναι πράγματι τυπικό μιας ελληνικής ταβέρνας σε πολύ πιο «μίνιμαλ» εκδοχή και φυσικά σε πολύ πιο απογειωμένες τιμές (90 ευρώ μια μικρή μερίδα κατσικάκι, 270 η T-Bone μπριζόλα) : «Μας έφεραν τρία ντολμαδάκια που έκαναν είκοσι ευρώ, αλλά δεν ήταν πιο νόστιμα από αυτά που κοστίζουν τη μισή τιμή σε άλλα εστιατόρια. Απλά έδειχναν πιο όμορφα…». Όσο για τις τιμές των ψαριών, αμέσως μετά την επίσκεψη στο εστιατόριο τηλεφώνησε σε γνωστό του, επιφανή (και αθυρόστομο) ιχθυέμπορα του Λονδίνου, ο οποίος του είπε ότι με την τιμή που δίνουν το σκουμπρί στο εστιατόριο (120 ευρώ), «θα έπρεπε να κάνει και πεολειχία το ψάρι».
Το καλύτερο που βρίσκει στο μενού, και μάλιστα με διαφορά όπως λέει, είναι μια τάρτα με φιστίκια (“Tarta me Fistikia”) και καταλήγει ότι ενδεχομένως αξίζει κανείς να πάει στο εστιατόριο μόνο για να «τσακίσει» την ωραία ταραμοσαλάτα με μπόλικο δωρεάν ψωμί και μετά να πάει κατευθείαν στο γλυκό (κάτι που έχω σκεφτεί κι εγώ δυο-τρεις φορές μετά από κάποιες εμπειρίες σε ακριβές ψαροταβέρνες). «Κάπως έτσι τελειώνει ο Δυτικός Πολιτισμός», γράφει, «όχι με κρότο αλλά με ένα μέτριο καλαμάρι που κάνει 25 ευρώ».
Το αστείο ή μάλλον το κωμικοτραγικό είναι ότι εδώ που έχουν φτάσει οι τιμές στα «καλά» ελληνικά εστιατόρια, τα ποσά που αναφέρει ως εξωφρενικά σε σημείο να σου τρέχει αίμα από τη μύτη ("Nosebleedingly expensive") ο Βρετανός κριτικός για ένα πανάκριβο εστιατόριο στο πιο πολυτελές σημείο του Λονδίνου, δεν φαίνονται και τόσο υπερβολικά. Εκεί έχουμε φτάσει. Πέραν αυτού όμως, πολύ θα ήθελα να δω αντίστοιχες κριτικές σε ελληνικά μέσα και για ελληνικά εστιατόρια, ειδικά όσα υπόσχονται «μοναδικές γαστριμαργικές εμπειρίες». Ή μήπως αποτελούν προστατευόμενο είδος; Είπαμε να βάλουμε πλάτη να στηριχθεί γενικά ο κλάδος από την πανδημία και μετά, με το που ξεμυτίσαμε όμως, η ποιότητα πέφτει διαρκώς και οι τιμές –ακόμα και στα ταπεινά ταβερνάκια– έχουν φτάσει στον θεό.