Μεγάλωσα σε ένα χωριό στο οποίο το πανηγύρι ήταν μέγα γεγονός, το γεγονός της χρονιάς, που συγκέντρωνε κόσμο από τη γύρω περιοχή αλλά και τους απανταχού Μαρτιναίους, από Αθήνα αλλά και από κάθε μέρος της Ελλάδας, που γέμιζαν ασφυκτικά την κεντρική πλατεία και για τρεις νύχτες (14, 15 και 16 Αυγούστου) γλένταγαν σαν να μην υπάρχει αύριο.
Δεν κάναμε το πανηγύρι τον Νοέμβριο που γιόρταζαν οι πολιούχοι Ταξιάρχες, το κάναμε (και το κάνουμε ακόμα) τον Αύγουστο που γιορτάζει το ξωκλήσι της Παναγίας, προφανώς επειδή μπορούσε να μαζευτεί περισσότερος κόσμος, γιατί το πανηγύρι ήταν και αφορμή για να βγάλει λεφτά η ομάδα ή ο πολιτιστικός σύλλογος, ή όποιος είχε προνοήσει να κλείσει την πλατεία, γιατί εκτός από αφορμή για γλέντι, το πανηγύρι ήταν και γερή μπίζνα. Είναι ακόμα.
Βέβαια, ως έφηβος και 20χρονος το σνόμπαρα το πανηγύρι, στη δεκαετία του ’90 στα πανηγύρια πήγαιναν κυρίως μεσήλικες και γέροι, αλλά και οικογένειες που έβρισκαν την ευκαιρία να συγκεντρώσουν όλο το σόι, ντόπιους και παλιννοστούντες, και έπιαναν τραπέζια για πενήντα άτομα.
«Το πανηγύρι μπορεί να μην είναι το ίδιο με παλιά, ωστόσο είναι ο μόνος τρόπος διασκέδασης που έχει παραμείνει αυθεντικός και από τα ελάχιστα κομμάτια του λαϊκού πολιτισμού που παραμένουν (σχεδόν) αναλλοίωτα».
Δεν γινόταν να ακούς Nirvana, να ξημερώνεσαι στα Οινόφυτα και να πηγαίνεις και στα πανηγύρια, ήταν κάτι προσβλητικό, κάτι που συνέδεες με χωριατίλα, οπισθοδρόμηση και συντηρητισμό − σε δεύτερο επίπεδο, πιο ψαγμένο, ίσως και με φασισμό και δικτατορία, γιατί δεν ήταν πολύ μακρινές οι μνήμες της χούντας (που ακόμα κι αν δεν ήταν ακριβώς δικές σου, στις είχαν μεταφέρει οι γονείς σου: υποχρεωτικοί δημοτικοί χοροί στην πλατεία του χωριού − η μάνα μου είχε μια φωτογραφία ντυμένη με την τοπική παραδοσιακή φορεσιά να χορεύει καλαματιανό που την είχε καταχωνιασμένη γιατί ντρεπόταν διπλά: επειδή χόρευε σε γιορτή της χούντας, αλλά κι επειδή μόλις είχε γεννήσει τον αδελφό μου και ήταν ενενήντα κιλά).
Τότε το πανηγύρι ήταν τριήμερο, τη μία νύχτα είχε κλαρίνα, Ψαρρά ή Φιλιώ Πυργάκη (στο κλαρίνο ο Καραΐσκος), την επόμενη νεολαϊκό, που ήταν στην ουσία σκυλάδικο, και την τρίτη κάτι πιο κουλτουριάρικο, ρεμπέτικα ή έντεχνα − για να δικαιολογήσει και ο πολιτιστικός σύλλογος τον τίτλο του. Το κοινό ήταν το ίδιο, άλλαζε μόνο το ρεπερτόριο.
Ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, όταν είχα συναντήσει την αείμνηστη Φιλιώ Πυργάκη στις Λιβανάτες, περιέγραφα στην εισαγωγή της συνέντευξης αυτό ακριβώς που σήμαινε πανηγύρι στην περιοχή που μεγάλωσα, το οποίο δεν είχε καμία (μα καμία) σχέση με αυτό που περιγράφεται στο κείμενο με τους προβληματισμούς που δημοσίευσαν τα παιδιά από τη Σίφνο στο Facebook, ίσως γιατί τα πανηγύρια της περιοχής μας δεν συνδέονταν τόσο έντονα «με το όλο τελετουργικό που αφορά το θρησκευτικό και το παραδοσιακό κομμάτι» όσο με το ξεφάντωμα και το βίαιο γλέντι.
Προφανώς το αρβανίτικο γλέντι δεν έχει σχέση με το νησιώτικο και το πανηγύρι που συγκεντρώνει κατοίκους από όλη την περιφέρεια (που σημαίνει δεκάδες χιλιάδες άτομα) δεν έχει σχέση με το πανηγυράκι στο προαύλιο ενός ξωκλησιού. Το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιοχής, της Θήβας, ήταν (και είναι) μια εμποροπανήγυρη με γενοκτονία γουρουνόπουλων, ο κύριος λόγος για να πας μέχρι εκεί: οι εκατοντάδες σουβλιστές γουρνοπούλες που πάνε πακέτο με το παζάρι, τον χαλβά Φαρσάλων και τα κλαρίνα. Κανείς δεν πήγαινε για τον άγιο (ή την αγία).
Πανηγύρι επίσης σήμαινε τόνοι μπίρας, τεράστια βαρέλια γεμάτα με μπουκάλια θαμμένα στον πάγο, σουβλάκια σε λαδόκολλα, σιδερένια τραπέζια, καρέκλες με πλαστικό κορδόνι και ουρές χιλιομέτρων από Datsun και Nissan παρκαρισμένα στη μέση του δρόμου. Σήμερα, ο νεαρόκοσμος της επαρχίας ανακαλύπτει ξανά τα πανηγύρια. Απόδειξη; Γεμάτες πλατείες από νέους ανθρώπους που έχουν τη διάθεση να εκτονωθούν ακούγοντας δημοτικά – τραγούδια που δεν έχουν σχέση με τα μεταλλαγμένα light των πρωινάδικων, κυρίως παλιά ή και νεότερα, που περνούν από αρκετά φίλτρα πριν καταλήξουν “πανηγυριώτικα”. Το πανηγύρι μπορεί να μην είναι το ίδιο με παλιά, ωστόσο είναι ο μόνος τρόπος διασκέδασης που έχει παραμείνει αυθεντικός και από τα ελάχιστα κομμάτια του λαϊκού πολιτισμού που παραμένουν (σχεδόν) αναλλοίωτα».
Είναι γεγονός ότι το φετινό καλοκαίρι έγινε το αδιαχώρητο στα πανηγύρια. Σε όλα τα πανηγύρια, ολόκληρης της χώρας, από την Ήπειρο μέχρι την Κρήτη και από τη Στερεά και την Πελοπόννησο μέχρι τις Κυκλάδες − ειδικά τις Κυκλάδες, που ήταν η αφορμή για τις περισσότερες αντιδράσεις. Ήταν κάτι που το έβλεπες να έρχεται, δεν έγινε σε ένα καλοκαίρι αυτό το μπαμ και δεν στράφηκε ξαφνικά ο νεαρόκοσμος στον παραδοσιακό τρόπο διασκέδασης − ή σε αυτόν που θεωρούν παραδοσιακό τρόπο διασκέδασης.
Είχε αρχίσει να φαίνεται από την αναγέννηση της νεοπαραδοσιακής μουσικής που συμβαίνει εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια, τις αμέτρητες μπάντες που ξεπήδησαν μέσα από το έντεχνο (αλλά και το ροκ) και γέμιζαν ασφυκτικά τους χώρους στους οποίους εμφανίζονταν, τα τρελά γλέντια στο Κύτταρο και στην Τεχνόπολη με την αδιανόητα μεγάλη συμμετοχή πιτσιρικαρίας, ωστόσο για πολύ κόσμο ήταν έκπληξη, έπρεπε να ανέβουν τα βίντεο από τα γλέντια για να συνειδητοποιήσουν ότι οι νέοι άνθρωποι έχουν στραφεί μαζικά στα πανηγύρια.
Το πώς και το γιατί είναι κάτι που δεν εξηγείται σε λίγες λέξεις, δεν είναι άσχετα πάντως με τη σαρωτική επιτυχία της Μαρίνας Σάττι σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και την απενοχοποίηση ενός τρόπου διασκέδασης που ήταν έως και απαγορευμένος για τους ανθρώπους των προηγούμενων γενιών − που θεωρούσαν ότι εκπροσωπούν το «καλό γούστο». Στον αντίποδα ήταν το κιτς, το κακόγουστο, το χυδαίο, το φτηνό, ό,τι δηλαδή είχε σε μεγάλο βαθμό ένα στεριανό πανηγύρι, γιατί με όσο καλές προθέσεις και να ξεκινούσε, όσο πλησίαζε το ξημέρωμα, η κακογουστιά ήταν μονόδρομος. Πανηγύρι σημαίνει ξεφάντωμα, και το ξεφάντωμα είναι ευκαιρία για να «ξεφύγεις», το δικαίωμα στο ανεξέλεγκτο, στον διονυσιασμό, γιατί δεν νοείται γλέντι με αναστολές, ειδικά στις πέντε τα χαράματα.
Η ξαφνική και τεράστια συμμετοχή της πιτσιρικαρίας στα πανηγύρια ήταν κάτι που προκάλεσε έκπληξη, ευχάριστη αρχικά, γκρίνια στη συνέχεια, γιατί τι δουλειά έχουν τα παλιόπαιδα τα κακομαθημένα, τα σνομπ, τα θρασύτατα, να «εισβάλλουν» στα πανηγύρια και να τα «μολύνουν» με την παρουσία τους και τους κακούς τους τρόπους; Γράφτηκαν διάφορα, από πολύ κόσμο, σχόλια για τον υπερτουρισμό και την αλαζονεία του πρωτευουσιάνου που πάει σαν κυρίαρχος αποικιοκράτης στα νησιά (κυρίως εκεί είναι το πρόβλημα) και «απαιτεί περισσότερο φαγητό και αλκοόλ, χωρίς να δίνει σημασία στον θεσμό του σιφνέικου πανηγυριού αλλά και στον κόπο των πανηγυράδων και των επιτρόπων κάθε εκκλησίας».
Η αύξηση των επισκεπτών που έφερε το φετινό καλοκαίρι (που δεν ήρθε τυχαία, έχεις κάνει τα πάντα για να γίνει το νησί τουριστικό, η Σίφνος είναι στο τοπ 10 των πιο δημοφιλών νησιών, αν όχι στο τοπ 5) έφερε και όλα τα δεινά που συνεπάγονται, όπως και σε κάθε πόλη ή περιοχή που μαζεύει πλήθη τουριστών. Η αρνητική διάθεση προς τους επισκέπτες είναι αναμενόμενη, γιατί άλλο δέκα και είκοσι επισκέπτες σε ένα πανηγυράκι και άλλο εκατό και πεντακόσιοι. Ειδικά σε ένα θρησκευτικό πανηγύρι στο οποίο οι κάτοικοι προσφέρουν δωρεάν φαγητό και ποτό και αναμένουν συγκεκριμένο αριθμό ατόμων∙ τότε μπορεί να θεωρηθεί όντως «εισβολή». Τα πανηγύρια της Ικαρίας ξεκίνησαν μια κατάσταση που δεν είχε προηγούμενο.
«Η δική μου εμπειρία από την Ικαρία είναι ότι καταρχάς η θρησκευτική αφορμή έχει υποχωρήσει αρκετά, είναι ένα ιδιαίτερο νησί, έχει πολιτικό αίσθημα και όχι θρησκευτικό, είναι δηλαδή η γιορτή του χωριού», λέει ο συγγραφέας Μάκης Μαλαφέκας, που έχει καταγωγή από την Ικαρία. «Σε αυτήν τη γιορτή δεν προσφέρουν δωρεάν φαγητό και ποτό, δωρεάν θα δώσουν στο γλέντι που θα γίνει μαζί με γάμο ή με βαφτίσια, αλλά στο πανηγύρι του χωριού πληρώνεις, και μάλιστα λίγο πιο ακριβά από τις τρέχουσες τιμές το κιλό το κατσίκι και το κιλό το κρασί.
Κι αυτό συνέβαινε πάντοτε, είναι ένας τρόπος να διαθέσουν οι άνθρωποι του κάθε χωριού το πλεόνασμά τους σε κρέας, σε κρασί και σε λαχανικά και να κινήσει το νησί την οικονομία του. Ταυτόχρονα, όσοι πήραν τα λεφτά, θα τα ξοδέψουν μεθαύριο στο πανηγύρι του διπλανού χωριού, ούτως ή άλλως, κι αυτός είναι ένας υπέροχος τρόπος να κινείται το χρήμα, αφορολόγητο, και να περνάμε διαρκώς καλά.
Αυτό που βλέπω με όλη αυτήν τη συζήτηση είναι βασικά μια περιφρόνηση και μια “γεροξουρέξ” πόζα ανθρώπων από διάφορες επάλξεις − στην ουσία είναι νεοσυντηρητισμός. Ξεκινάει από ένα “ok, εντάξει, οι φασέοι μας γαμήσαν, όπως κάποτε μας γάμαγαν κάποιοι άλλοι, οι γκρούβαλοι ή τα πανκιά και οι μεταλλάδες που δεν ξέρουν, δεν σέβονται”, αλλά στην ουσία βλέπω ένα υπόστρωμα, ένα discourse, το οποίο σου λέει “τι κάνουν εκεί τα τσογλάνια;” − βλέπεις 20άρηδες, ωραία παιδιά που κάνουν και τις μαλακίες τους, ok, και ζηλεύεις, γιατί εσύ έχεις τελειώσει πλέον, είσαι λίγο μούχλας και κάθεσαι και βρίζεις απ’ το μπαλκόνι σου ή από την οθόνη τα παιδάκια και τους λες “φασέους”.
Στην ουσία εσύ είσαι ο φασέος, εσύ λες “μην πάμε εκεί γιατί τώρα γαμήθηκε αυτό, δεν είναι καλή η φάση”, αυτό είναι τυπικά φασέικο. Νομίζω πως η φάση του καλοκαιριού 2024 είναι “μην πάμε εκεί γιατί γαμήθηκε η φάση”, αυτός ακριβώς είναι ο φασέος. Είναι αρκετά ενδιαφέρον, είναι κάτι που κάνει κύκλο.
Η σιφνέικη κοινωνία εκείνο το βράδυ ζημιώθηκε, αλλά εκείνο το βράδυ μόνο, και, ενδεχομένως, και τα φυσικά πρόσωπα που ζημιώθηκαν τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου τα παίρνουν από τα ίδια άτομα που πήγαν και τσιμπάγανε τα φαγητά. Μην ξεχνάς ότι η Σίφνος έχει τιμές Σαντορίνης πλέον, είναι top class, τι ακριβώς περιμένεις να γίνεται; Έχεις φτιάξει μια κατάσταση, το νησί είναι πανέμορφο, το έχεις χιλιοδιαφημίσει, κι όταν πλακώνουν εκεί διάφοροι φυσικά θα συμβούν και τέτοια, εσύ το έφτιαξες όλο αυτό, είναι δικό σου αρχιτεκτόνημα.
Τώρα, η επιστροφή των νέων στο πανηγύρι ως ιδέα έχει να κάνει με μια ψιλοαπεγνωσμένη ανάγκη επιστροφής σε κάτι, σε κάποιες ρίζες, σε κάτι που χάνεται, ακριβώς επειδή χάνεται. Χάνονται όλα κι έτσι το ψάχνουμε. Το ψάχνουνε ακόμα και αυτοί που βρίζουνε.
Οι πιτσιρικάδες ανήκουν σε μια γενιά που δεν συνδέει τους παραδοσιακούς χορούς και την παραδοσιακή μουσική με οτιδήποτε, γιατί οι γονείς τους τα σνόμπαραν τα πανηγύρια και τα δημοτικά, γιατί εκείνη την εποχή, τέλος της δεκαετίας του ’60, αρχές του ’70 που είναι χούντα, εδώ το πανηγύρι ήταν κάτι ιδιαιτέρως τεχνητό, και την εποχή που έξω γινόταν όλη αυτή έκρηξη του ροκ εν ρολ, εσένα σου έλεγαν ως 18χρονου “όχι, εσύ θα χορεύεις δημοτικά και πυρρίχιο και that's it”. Αυτό ήταν ζουρλομανδύας. Αυτός ήταν και ο λόγος που για πολλά χρόνια οι νέοι άνθρωποι δεν ήθελαν όχι μόνο να χορέψουν σε ένα πανηγύρι, αλλά ούτε καν να πάνε.
Άμα το “σκάψουμε” περισσότερο, μπορείς να πεις κάτι κακό για οτιδήποτε. Ότι ναι, είναι νεοπαραδοσιακό, είναι νεοσυντηρητικό, όλα αυτά πλέον έχουν πλημμυρίσει τον λόγο και μπορείς να τα πεις και να τα προσάψει ο ένας στον άλλον, και στη μία ομάδα και στην άλλη, αλλά αυτό που υπερισχύει είναι το περιρρέον hating και γι’ αυτό θα έπρεπε να μιλάμε».
«Αρχές Αυγούστου βρέθηκα σε “παραδοσιακό” πανηγύρι στην Καρδαμύλη Μάνης», λέει η Ειρήνη Γιαννάκη. «Μια υπερυψωμένη ορχήστρα έπαιζε λαϊκά και σκυλάδικα, αν και κανείς δεν χόρευε, κάτι αρκετά εντυπωσιακό, σε σημείο που αναρωτιόμουν μήπως δεν είχε ανάψει ακόμα το γλέντι, αλλά ο συνωστισμός και οι ουρές στους πάγκους με τα σουβλάκια και τα ποτά και ο πολυάριθμος κόσμος που τρωγόπινε στα τραπέζια μαρτυρούσε το αντίθετο· ούτε φασέοι να το ζωντανέψουν, ούτε αγόρια και κορίτσια να διονυσιαστούν με αμπελόφυλλα στο κεφάλι, ούτε θρασύτατη νεολαία να σέρνει τον χορό και να δίνει παραγγελιές, ούτε guest star η Αναστασία Γιoύσεφ, ούτε είσοδος τραγουδιστή μέσα σε ανυψωτικό μηχάνημα, ούτε έστω οι μανιάτικοι κυκλικοί χοροί που περίμενα.
Ίσως γιατί η Δυτική Μάνη, ευτυχώς, απέχει ακόμα αρκετά από το να καταλήξει Κυκλάδες και πέφτουν μακριά το Αιγαίο και η Στερεά Ελλάδα, θα διατεινόταν κανείς. Αργότερα έμαθα πως το εν λόγω πανηγύρι το διοργάνωνε ένας σύλλογος της περιοχής και το hot ήταν αυτό της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο, που δυστυχώς το έχασα. Είχα σίγουρα βρεθεί στο λάθος πανηγύρι για το καλοκαίρι του 2024.
Τα πανηγύρια φέτος είχαν μεγάλο σουξέ, το hype τους ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν θα το έβλεπαν πανηγυρτζήδες άλλων εποχών. Ξεφύτρωναν παντού, σε κάθε χωριό, σε κάθε νησί, σε κάθε θρησκευτική γιορτή και σε κάθε σύλλογο, με τον κόσμο, και ειδικά τους πολύ νέους που άλλοτε τα σνόμπαραν, να συρρέει μαζικά.
Εκτός από τα ίδια τα πανηγύρια που γνώρισαν πιένες το φετινό καλοκαίρι, ζωηρή ήταν κι η συζήτηση που άναψε μια ανάρτηση στο Facebook με τον τίτλο “Προβληματισμοί για το σιφνέικο πανηγύρι” από ανθρώπους του νησιού που το γνωρίζουν καλά και εξέφραζαν την ανησυχία τους για τα παραδοσιακά πανηγύρια, μια άποψη που βρήκε αρκετούς υποστηρικτές. Ειδικά τα πανηγύρια στις Κυκλάδες τα τελευταία χρόνια κατακλύζονται από χιλιάδες επισκέπτες και ο συνωστισμός δεν επιτρέπει να τα χαρούν ούτε οι ντόπιοι, αλλά φέτος παρατηρήθηκαν δυσάρεστα, ασεβή φαινόμενα και η κατάσταση ξέφυγε. Βρέθηκε, λοιπόν, ποιος ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος και ο υπαίτιος του εκφυλισμού των πανηγυριών: οι φασέοι.
Δεν αμφιβάλλω πως υπάρχουν πανηγύρια, όπως αυτά της Σίφνου, που διατηρούν το έντονο τοπικό χρώμα τους και προσπαθούν να το προφυλάξουν, ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, όπως δεν αμφιβάλλω καθόλου πως θα υπήρξαν και κακομαθημένες συμπεριφορές αφιονισμένων 20άρηδων και 30άρηδων εναλλακτικών που βλέπουν τα πανηγύρια σαν το Ιερό Γκράαλ της μέθεξής τους στην παράδοση και στις χαμένες ρίζες τους και ως μια ταυτοτική αναζήτηση, αν είμαστε ρομαντικοί∙ με μια τάση για εξωτισμό, φολκλόρ άρωμα και “για τη φάση”, αν είμαστε ρεαλιστές, και για τζάμπα φαΐ, αν είμαστε πιο κυνικοί. Αλλά αυτά τα πανηγύρια που όντως δεινοπαθούν από την αθρόα προσέλευση κι έχουν να θυμούνται μέρες θρησκευτικής κατάνυξης και μυσταγωγίας είναι η εξαίρεση.
Η αποικιοποίηση των φασέων στα πανηγύρια, όπως τους προσάπτουν, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, απλώς φέτος εντάθηκε και έχει ρίζες στα ονομαστά πανηγύρια της Ικαρίας που μάζευαν από παλιά εναλλακτικό κόσμο. Ωστόσο, οι φασέοι δεν είναι παρά το δέντρο και ο εύκολος στόχος, κι εμείς παραβλέπουμε το δάσος, που είναι ο υπερτουρισμός και η καθολική μετάλλαξη των νησιών. Οι φασέοι δεν φύτρωσαν μόνοι τους, κατέφτασαν όταν τα νησιά σταδιακά άρχισαν να αλλάζουν όψη. Ο τόσος κόσμος αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα συνέρρεε και στα πανηγύρια.
Είναι ένα γεγονός που σχετίζεται με τη γενικότερη στροφή σε παραδοσιακά ακούσματα, είτε αυτά είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, είτε η Ματούλα Ζαμάνη, είτε παραδοσιακά που κάνουν σουξέ, όπως ο “Αφούσης”, είτε τα στοιχεία που ενσωμάτωσε και έκανε γνωστά σε ένα ευρύτερο κοινό η Μαρίνα Σάττι. Στις Κυκλάδες, που έχουν γεμίσει βίλες με πισίνες, γκουρμέ εστιατόρια, ομπρελοξαπλώστρες στις ωραιότερες παραλίες και η κίνηση από τα αυτοκίνητα τον Αύγουστο θυμίζει την Καλλιρόης σε ώρα αιχμής, οι φασέοι δεν έκαναν από μόνοι τους απόβαση, ούτε είδαν στον ύπνο τους πως πρέπει να κάνουν τάμα στο πανηγύρι της Παναγιάς της Καλαμιώτισσας. Ο χαρακτήρας των νησιών είναι που αλλοιώθηκε, οι νησιώτες είναι που έδωσαν “γη και ύδωρ” στον βωμό του εύκολου κέρδους και, ανεξάρτητα από το είδος του τουρισμού που ήθελαν να προσελκύσουν, άνοιξαν τις πύλες τους και στους φασέους ώστε να κατακλύσουν τα νησιά και τα πανηγύρια.
Επιπλέον, ποια πανηγύρια μόλυναν τελικά οι φασέοι; Τα ήδη μεταλλαγμένα; Τις εμποροπανηγύρεις με τους πάγκους στη σειρά; Τα δημοτικά του συρμού και τα λαϊκά σκυλάδικα; Την απουσία οποιασδήποτε μουσικής ιδιαιτερότητας ή κοινοτικού πνεύματος; Η δική μου εμπειρία από πανηγύρια, κυρίως του Ιονίου, στα οποία το φαγητό ως επί το πλείστον είναι με πληρωμή, δεν μπορεί να ανακαλέσει κάποια κατανυκτική ατμόσφαιρα, εκτός ίσως από την ευλάβεια με την οποία οι παρευρισκόμενοι καταβρόχθιζαν τα κοψίδια.
Τα θυμάμαι από τη δεκαετία του ’80 ως μια έξοδο, ευκαιρία κοινωνικοποίησης, νυφοπάζαρο, φαγοπότι και πιόμα. Δεν είχαν μεγάλη διαφορά από ένα φασέικο αστικό πάρτι, δηλαδή. Οι όποιες αναλαμπές μιας αυθεντικότητας χάνονται στον χρόνο και ό,τι επιζεί είναι αυτό και μόνο, αναλαμπή. Υπήρχε σίγουρα κάτι το αρχέγονο και μια ιερότητα στα πανηγύρια άλλοτε, αλλά για τις κλειστές κοινωνίες μιας Ελλάδας που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
Τα πανηγύρια όμως που γνωρίσαμε εμείς δεν ήταν ποτέ κλειστό σύστημα και γκέτο και συνήθως καλοδεχόντουσαν τους ξένους. Επίσης, οι άνθρωποι που επέστρεφαν στον τόπο καταγωγής τους πάντα τα τιμούσαν. Το πρόβλημα ξεκίνησε από τον υπερβολικό κόσμο και την αναπόφευκτη κατάληξη να μην μπορεί να διασκεδάσει κανείς υπό αυτές τις συνθήκες. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε όμως πως οι νέοι ζωντάνεψαν τα πανηγύρια, και τα βίντεο που έχουν κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο με 30άρηδες να χορεύουν κυκλωτικούς χορούς εκστασιασμένοι είναι μια θετική εικόνα. Θα πρέπει να παραδεχτούμε πως τελικά οι φασέοι τα αναζωογόνησαν».
«Η αποικιοποίηση των φασέων στα πανηγύρια, όπως τους προσάπτουν, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, απλώς φέτος εντάθηκε και έχει ρίζες στα ονομαστά πανηγύρια της Ικαρίας που μάζευαν από παλιά εναλλακτικό κόσμο. Ωστόσο, οι φασέοι δεν είναι παρά το δέντρο και ο εύκολος στόχος, κι εμείς παραβλέπουμε το δάσος, που είναι ο υπερτουρισμός και η καθολική μετάλλαξη των νησιών».
Οι δύο νεότερες γενιές −generation Z και generation alpha− που μεγαλώνουν χωρίς υποκουλτούρες για να συνδεθούν και με ένα χάος πληροφορίας (ακούνε «τα πάντα») είναι πιο εύκολο να δεχτούν οτιδήποτε ακούνε οι φίλοι τους, οτιδήποτε τους προκαλεί ενδιαφέρον ως προκλητικό ή εξωτικό, έστω και πρόσκαιρα και επιφανειακά, από το τραπ μέχρι τα πανηγύρια. Κι επειδή μιλάμε για διασκέδαση (και τα δύο είδη αυτό που τα συνδέει είναι η λέξη «διασκέδαση») είναι πολύ εύκολο να ενδώσει κανείς στην πρόκληση -και στην πορεία να ταυτιστεί. Η παράδοση είναι «παρθένο» έδαφος για να στραφεί ένας 20χρονος και είναι και cool.
«Η οικογένειά μου είναι από την Ήπειρο και κάθε καλοκαίρι που πάμε στο χωριό πηγαίνουμε σε ένα ή δύο πανηγύρια», λέει ο 20χρονος Νίκος, που έχει μεγαλώσει κυρίως με ραπ. «Όταν ήμουν μικρότερος δεν με ενδιέφερε, πήγαινα επειδή πήγαιναν όλοι, με πήγαινε η μητέρα μου, ήταν κάτι που ήταν σχεδόν δεδομένο. Τώρα είναι επιλογή μου να πάω, μου αρέσει πάρα πολύ, μου αρέσει που βλέπω όλες τις γενιές μαζί, νιώθω ότι έρχομαι σε επαφή με την ιστορία των ανθρώπων από την περιοχή που κατάγομαι, είναι κάτι πολύ ενωτικό και πολύ όμορφο όταν το βλέπεις, όταν είσαι μέρος του.
Θα ήθελα να μάθω πιο πολλά πράγματα για την παράδοση του τόπου μου, τον χορό τον έχω μάθει, δεν είναι και δύσκολα τα βήματα, ας πούμε ότι ξέρω τα βασικά για να μη γίνομαι ρεζίλι, αλλά γενικά είναι κάτι που θέλω πάρα πολύ να μάθω, να είμαι σίγουρος και να μην ντρέπομαι. Έχω σκοπό να πάω να μάθω παραδοσιακούς χορούς και θα ήθελα να αναγνωρίζω και τι κομμάτι παίζει κάθε φορά, με ενδιαφέρει φουλ. Πλέον πηγαίνω με την παρέα μου, είναι μεγάλο το ενδιαφέρον από τους συνομηλίκους μου, πάμε παρέες είκοσι και είκοσι πέντε ατόμων και πιάνουμε ένα μεγάλο τραπέζι.
Στο δικό μας πανηγύρι φέτος έγινε χαμός, είχε πάρα πολύ κόσμο, νεολαία, και γενικά από τον δικό μου περίγυρο βλέπω μεγάλη στροφή προς τα πανηγύρια, όλοι το ψάχνουν, όλοι θέλουν να πάνε. Στο πανηγύρι μας είχε μαζευτεί όλο το σόι, γονείς, ξαδέρφια, θείες, θείοι, σε μια φάση σηκώθηκαν οι θείοι και οι θείες και χόρευαν, μπορώ να σου πω ότι οριακά συγκινήθηκα, τους καμάρωνα τους μεγάλους που διασκέδαζαν».
«Υπάρχουν τα ορεινά πανηγύρια και τα νησιώτικα. Παρότι είναι σχηματικός ο τρόπος διαχωρισμού, έχει μια σημασία αυτό», λέει ο Δημήτρης Μανιάτης, δημοσιογράφος στην εφημερίδα "τα Νέα", με καταγωγή από την Μύκονο, που εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια μελετάει τα πανηγύρια όλης της Ελλάδας. «Η προσωπική μου γνώμη για τα πανηγύρια είναι ότι ήταν ένας ανοιχτός χώρος και τόπος, από το πολύ κλειστό μυσταγωγικό τους χρώμα, μέχρι την πολύ διασταλτική έννοια του κιτς. Υπήρχε το τριήμερο στα Τριπόταμα Αχαΐας, το διοργάνωνε ο σύλλογος του χωριού ή η ποδοσφαιρική ομάδα ή το καφενείο του χωριού, ούτε καν με αφορμή κάποιον άγιο, και πήγαιναν να τραγουδήσουν οι μεγάλες φίρμες της δημοτικής μουσικής που υπήρχαν μέχρι και τις αρχές του ’90.
Μέχρι το ’90 μπορεί και να υπήρχε ένας διαχωρισμός στο ρεπερτόριο, δηλαδή να άκουγες πολύ συγκεκριμένο είδος από τη Φιλιώ ή από τη Βάσω Χατζή στην Αττικοβοιωτία, ένα διαφορετικό είδος από τον Τάκη Καρναβά γύρω από την Αιτωλοακαρνανία, από το Ξυρόμερο, ένα άλλο είδος στη νότια Ήπειρο, ένα άλλο είδος στην πιο βαθιά Ήπειρο, στο Ζαγόρι κ.λπ., με πιο αργούς ήχους. Υπήρχε ένας περίπου διαχωρισμός γιατί υπήρχε και μια δισκογραφία, υπήρχε μια δομή ακόμα στη μουσική. Βέβαια, το νεοδημοτικό είναι εκ των πραγμάτων αποτέλεσμα πρόσμειξης. Όλα αυτά ισχύουν για τα ορεινά πανηγύρια.
Το νησιώτικο έχει κι αυτό τις δικές του μεταλλαγές. Και στο νησιώτικο έχουμε το λαϊκό νησιώτικο, μιλώ κυρίως για το ρεπερτόριο Κονιτόπουλοι και σία, που είναι μια ανάμειξη, γιατί κι εμείς είχαμε διαχωρισμούς στα νησιά, δεν ήταν ίδιο το ρεπερτόριο που έπαιζαν σε διάφορα πανηγυράκια στην Κύθνο ή στη Μύκονο. Ε, αυτό ενοποιήθηκε μετά το '70, υπήρξε ένα λαϊκό νησιώτικο, αποκορύφωμα είναι το ’90 οι Ματθαίος Γιαννούλης και Λευτέρης Βαζαίος, οι οποίοι υπήρξαν τοπ φίρμες που γυρνούσαν τα νησιά και γινόταν χαμός, έφτασαν να είναι πρώτο όνομα στην Αθήνα, και εκεί ομογενοποιήθηκε πλήρως το είδος.
Τώρα τα πανηγύρια στα νησιά, στις Κυκλάδες ας πούμε, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, τα περισσότερα, πάνω από τα μισά, γινόντουσαν με θρησκευτική εκκίνηση και αφετηρία, σε Σίφνο, Μύκονο, Τζια υπήρχαν τοπικοί παίχτες που επιβάλλαν ένα ρεπερτόριο δικό τους, δηλαδή υπήρχε η τσαμπούνα και στη Μύκονο και στην Τζια και στην Κύθνο π.χ., υπήρχε το βιολί, που είναι κυρίαρχο όργανο στις Κυκλάδες, ο Αντώνης Βαζαίος παλιότερα, ή ο Χατζόπουλος, ή ο Οικονομίδης τώρα στη Σχοινούσα, και όντως στα νησιά διατηρούνταν −και δεν το λέω με καμία έννοια παραδοσιοκεντρικά− μια κλειστή δομή σε αυτό που λέγεται πανηγύρι. Δηλαδή υπήρχε ένα ρεπερτόριο συγκεκριμένο, βεβαίως με κάποιες ανοιχτότητες όσο πήγαινε πιο αργά η ώρα, με μια σειρά χορού, όπως υπήρχε και στα μέρη σου».
Η σειρά χορού είναι κάτι που τηρείται ακόμα στα στεριανά πανηγύρια, η κάθε παρέα πληρώνει την ορχήστρα για να χορέψει αποκλειστικά έναν χορό ή αρκετούς χορούς, δεν μπορούσε ο καθένας να πάει να πιαστεί στην παρέα τους. Δεν υπήρχε αυτό που βλέπεις στην Ικαρία ή στα βίντεο που κυκλοφορούν τελευταία, όπου χορεύει όλος ο κόσμος μαζί, αυτό γινόταν από κάποια στιγμή και ύστερα, κυρίως τις πρωινές ώρες, λίγο πριν σχολάσει το γλέντι, όταν ο διονυσιασμός είχε χτυπήσει κόκκινο.
«Αυτό υπήρχε και στα νησιά, άρα υπήρχε μια πιο κλειστή δομή, τα πανηγύρια δεν ήταν τόσο μαζικά», λέει ο κ. Μανιάτης. «Εγώ δεν θυμάμαι μαζικά πανηγύρια, μεγάλα πανηγύρια, όπως αυτά που ζούμε σήμερα. Αυτό είναι μια μεγάλη διαφορά, και δεν μιλάω για πολύ παλιά, η Μύκονος είχε πέντε-έξι πανηγυράκια − η Παναγιά η Λεμονίτρα, η Αγία Άννα της Μερσίνης, το πανηγύρι στη Δήλο της Αγίας Κυριακής, το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στη Ρήνεια ήταν πανηγύρια της κοινότητας, ερχόντουσαν και μερικοί τουρίστες, αλλά δεν ήταν και πολλοί, η δε νεολαία τα ψιλοσνόμπαρε κιόλας».
Αυτό που συμβαίνει φέτος είναι ένα νέο γεγονός. Παιδιά 18 και 20 χρονών που να θέλουν όχι απλώς να παρακολουθήσουν ένα πανηγύρι, αλλά να συμμετάσχουν, να χορέψουν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπως του 27χρονου Ντάνιελ που φέτος έκανε με τους φίλους του πανηγύρι-tour, ολόκληρα ταξίδια, για να βρεθούν σε διαφορετικά πανηγύρια.
«Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και ο πατέρας μου έχει καταγωγή από τη Σιάτιστα, ένα χωριό κοντά στην Κοζάνη, όπου είχα και την πρώτη επαφή με πανηγύρια και αυτή την παράδοση», λέει. «Τον Δεκαπενταύγουστο, 14, 15 και 16 Αυγούστου, κυρίως στις 15 που είναι και της Παναγίας, στο χωριό γίνεται σαν παρέλαση με άλογα και μετά γίνεται ένα μεγάλο πανηγύρι που είναι πολύ ωραίο. Φέτος πήρα μαζί και τους φίλους μου και το ζήσαμε μαζί όλο αυτό και ξετρελάθηκαν, γιατί ήταν κάτι μοναδικό για εκείνους. Το φετινό καλοκαίρι ήμουν στην Κρήτη για διακοπές, μου αρέσει πολύ το νησί και το επισκέπτομαι συχνά τα τελευταία δέκα χρόνια, κυρίως τα Χανιά.
Φέτος πήγα σε οχτώ πανηγύρια στο νησί και πέρασα φανταστικά. Μου αρέσουν πολύ τα πανηγύρια, τη βραδιά που φτάσαμε στο νησί έπαιζαν τα Ξυλουράκια, που είναι οι εγγονοί του Ξυλούρη, σε ένα χωριό κοντά στο Ρέθυμνο, έτσι πήγαμε κατευθείαν εκεί και ξετρελαθήκαμε. Είναι η πιο ωραία λύρα που έχω ακούσει, έκανε απίστευτα σόλο. Μείναμε μέχρι τις πέντε το πρωί. Είχε 1.500 άτομα, αλλά αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι είχε κυρίως νέο κόσμο, θα μπορούσα να πω ότι είχε μόνο νέα άτομα.
Στη γενιά μου αρέσει αυτή η φάση με τα πανηγύρια. Και σε άλλα μέρη της Ελλάδας που έχω πάει, στα Τρίκαλα, στα Γιάννενα, στην Ήπειρο, όπου ο χορός διαφέρει, είναι πολύ πιο βαριά και αργά τα κομμάτια, υπάρχει πολύς νέος κόσμος. Και στην Ικαρία έχω πάει, αλλά εκεί αυτό που γίνεται είναι εκτός συναγωνισμού. Πήγαμε και σε άλλα τέσσερα πανηγύρια στα Χανιά, μια βραδιά στον Πέτρο Μαρούλη και στο χωριό μου, στη Σιάτιστα.
Μου αρέσει η μουσική, το κλίμα που υπάρχει. Όταν φτάνω στον χώρο και είναι τόσος πολύς κόσμος μαζεμένος κάπως βαϊμπάρεις με όλη τη φάση, δηλαδή είναι κάτι μοναδικό, δεν μπορείς να το συναντήσεις αυτό σε ένα κλαμπ. Σηκώνομαι να χορέψω, δεν είμαι καλός χορευτής, αλλά θα δοκιμάσω, μαθαίνω, μου αρέσει πολύ, γινόμαστε όλοι ένα και χορεύουμε και είναι πολύ διασκεδαστικό. Αυτό που γίνεται το βλέπω ως κάτι πολύ καλό και χαίρομαι που γίνεται, μόνο καλό είναι.
Ακούω τα πάντα, μου αρέσει η μουσική γενικά και να ακούω καινούργια πράγματα, να ανακαλύπτω καινούργια συγκροτήματα. Πέρασα μια περίοδο που άκουγα κρητική μουσική και μου αρέσει ακόμα −στα πανηγύρια της Κρήτης παίζουν μόνο κρητική μουσική−, ακούω πολύ χιπ χοπ αλλά και τζαζ και όπερα, δεν υπάρχει κάτι που να μην ακούω. Ηπειρώτικα μπορεί να μη βάλω στο σπίτι μου, αλλά τα κρητικά που σε ανεβάζουν μου αρέσουν.
Μου κάνουν εντύπωση τα κακά σχόλια, γιατί πέρα από τη διασκέδαση, μου αρέσει πολύ η παράδοση, με ενδιαφέρει γιατί είναι η ταυτότητά μας, θα ήθελα να τη διατηρήσουμε και να μην πεθάνει. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μου μπερδεύει το παραδοσιακό με το μοντέρνο, αλλά έχει πλάκα αυτή η ανάμειξη».
«Τα πανηγύρια είναι υποκατάσταση της διασκέδασης, υπάρχει και αυτό βέβαια, υπαιθριοποιείται η νύχτα», λέει ο Δημήτρης Μανιάτης. «Είναι ένας πραγματικά εναλλακτικός τρόπος διασκέδασης, μια απάντηση στον υπερτουρισμό, έστω και λανθάνουσα, σου λέει ο άλλος “πάμε εκεί”. Στο μεγαλύτερο πανηγύρι που έγινε φέτος στη Μύκονο, στο πανηγύρι της Παναγιάς της Ανωμεράς −ένα πανηγύρι εμπορικό, που δεν ήταν τίποτα τρομερό μέχρι τώρα, μαζευόταν το νησί, πήγαιναν οι δημοτικές αρχές, λίγο μπαρόκ− φέτος δεν μπορείς να διανοηθείς τι χαμός έγινε.
Τα αυτοκίνητα για να φτάσεις στην Ανωμερά είχαν παρκάρει σχεδόν στη Φτελιά. Πηγαίνοντας και ρωτώντας τι έχει συμβεί εδώ πέρα, είδα ότι ήταν οι εργαζόμενοι του νησιού, εκεί ήταν η στιγμή συνάντησής τους, δεν είχαν άλλον τρόπο να βγουν, ήταν σαν να είχαν δώσει ένα άτυπο ραντεβού στο πανηγύρι της Παναγιάς της Μεγαλόχαρης στην Ανωμερά. Ήταν σαν άτυπη απάντηση, λες και ήθελαν να πουν “είμαστε κι εμείς εδώ”. Το γλέντι πήγε μέχρι τις 6-7 το πρωί και είχε 6 χιλιάδες άτομα, αυτό δεν είχε ξαναγίνει ποτέ.
Υπάρχει μια πρόθεση και διάθεση ενός κόσμου να κάνει μια επαναεδαφικοποίηση. Την ίδια στιγμή που όλα είναι global και μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, να ακούμε τα πάντα, ορχήστρες και μουσικές από τη Νιγηρία, π.χ., και να είναι και πολύ ωραίες, την ίδια ώρα ένα μέρος κόσμου νεότερου, που είναι και πιο μορφωμένο κοινό και πιο εκπαιδευμένο ιντερνετικά και ξέρει και γλώσσες και όλα αυτά, μπορεί να προσλαμβάνει ακόμα και την τοπικότητα ως μέρος της παγκοσμιότητας. Όχι το ένα απέναντι στο άλλο, ως συμπλήρωμα και ως συνέχεια.
Δηλαδή, όπως ακούει την Adele ή την Taylor Swift, με τον ίδιο εύκολο τρόπο μπορεί να πάει να χορέψει το “Όταν χαράζει στο Αιγαίο”. Αυτό είναι και απενοχοποίηση και ταυτόχρονα είναι προφανές ότι αυτό το κοινό δεν έχει πάντα μουσικά κριτήρια βαθύτερα. Υπήρξαν και προβλήματα, υπήρξαν πανηγύρια που δεν έγιναν λόγω της μαζικής εισβολής, υπάρχει και αυτή η πλευρά, γιατί υπάρχει και ένα κομμάτι κόσμου που πάει λίγο με μια αλαζονεία της πόλης. Αλλά δεν είναι κακό αυτό που συμβαίνει, και βλέπω ότι θα έχουμε και αστικά πανηγύρια, ακόμα και συναυλίες στην Αθήνα έχουν χαρακτηριστικά πανηγυριού πια...».
«Αν εξαιρέσουμε τους κατοίκους των νησιών που έχουν το νόμιμο δικαίωμα να αντιδρούν με φαινόμενα που ξεπερνούν τα όρια και απειλούν τις παραδόσεις τους, οι υπόλοιποι καλλιεργούμε έναν ιδιότυπο ελιτισμό της λαϊκότητας, ένα gatekeeping που επεκτείνεται κι αλλού και δεν αφορά μόνο τα πανηγύρια», προσθέτει η Ειρήνη Γιαννάκη.
«Στην πραγματικότητα, η όλη συζήτηση κινείται γύρω από αυτό. Όσοι ενοχλήθηκαν όταν άναψαν τα πρώτα καπνογόνα στις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι σε γενικές γραμμές οι ίδιοι που ενοχλήθηκαν όταν τα πλήθη βεβήλωσαν τα παρθένα νησιά τους και τώρα διαμαρτύρονται γιατί τους “έκλεψαν” τα πανηγύρια.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η παράδοση, ή έστω μια διαστρεβλωμένη ιδέα γύρω από αυτήν, ανήκει σε μια κλειστή κάστα κι εκείνοι είναι οι κλειδοκράτορες των νησιών. Μόνο που ξεχνούν ότι και τους ίδιους σε περασμένες δεκαετίες κάποιοι προγενέστεροι τους αντιμετώπιζαν ως καταπατητές και εισβολείς, αποκαλώντας τους γκρούβαλους ή χίπηδες, και με αυτήν τη λογική μόνο οι γηγενείς, και μάλιστα τρεις γενιές πίσω και δίχως προσμείξεις, θα έπρεπε να θεωρούνται οι νόμιμοι κληρονόμοι των πανηγυριών».
«Επιστρέφω στην Ικαρία που την ξέρω, και μάλιστα από εκεί κινήθηκε το γνωστό βίντεο από τη Λαγκάδα, και λέγαν όλοι “να εκεί πάνε οι φασέοι, ορίστε, κοιτάχτε πράγματα”», λέει ο Μάκης Μαλαφέκας. «Αυτό είναι ένα debate που υπάρχει γιατί το συγκεκριμένο πανηγύρι νομίζω δεν έχει χωριό, είναι μια περιοχή που είναι λίγο Goa η φάση, είναι πραγματικά ένα λαγκάδι, γι’ αυτό και το πανηγύρι εκεί είναι ημερήσιο, διότι δεν υπάρχει ηλεκτρικό μετά, δεν έχει φως, και πάνε εκεί από νωρίς και λιώνουν.
Είναι πραγματικά τρανσοειδής η κατάσταση, και όταν πέσει το βράδυ, όλοι αυτοί που είναι στην κατάσταση που μπορείς να φανταστείς φεύγουν από κει και πάνε στα άλλα πανηγύρια, σε κανονικά πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου, στης Ακαμάτρας, σε ένα από τέσσερα που έχει εκείνη την ημέρα. Και διασπείρονται. Και αυτό προκαλεί μια συζήτηση, “τι είναι αυτά, έρχονται ημίγυμνοι, δαφνοστεφανωμένοι με αμπελόφυλλα και φέρνουν και το δικό τους booze, δηλαδή δεν θα αγοράσουν αλκοόλ από το πανηγύρι;”. Eδώ και 15-20 χρόνια συμβαίνουν αυτές οι συζητήσεις, δεν είναι κάτι νέο, απλά η Λαγκάδα απογκρουβαλοποιήθηκε τα δύο τρία τελευταία χρόνια και φασεοποιήθηκε.
Όλα αυτά τελικά είναι κουραστικές ετικέτες, γιατί το ίδιο άτομο μπορεί να είναι και γκρούβαλος και φασέος και πρώην φασέος που βρίζει τους φασέους και ο νεοπαραδοσιακός που λέει “φτάνει πια” και όλα αυτά μαζί. Εγώ βλέπω ένα περιρρέον κόμπλεξ γύρω από την υπόθεση αυτή και τελικά ένα ταυτοτικό πρόβλημα. Εξακολουθούμε να είμαστε στην ίδια σεκάνς που είμαστε τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα, που αναρωτιέται ο καθένας τι είναι. Γιατί έχει χαθεί και περπατάει στα τυφλά, και ο πιο εύκολος τρόπος για να πεις τι είσαι είναι να λες τι δεν είσαι. Κι έτσι αρχίζεις και κάνεις λίστες με κάθε αφορμή, είτε είναι τα πανηγύρια είτε οποιοδήποτε άλλο θέμα της επικαιρότητας.
Το κόμπλεξ είναι εναντίον της διασκέδασης. Η διασκέδαση δαιμονοποιείται, είτε πρόκειται για τη μουσική της Σάττι, είτε για τα πανηγύρια, είτε για τις αντιδράσεις στις καλοκαιρινές φωτογραφίες που δείχνουν καλοπέραση. Η καλοπέραση και ο ηδονισμός δαιμονοποιούνται, από το “γιατί δείχνετε τα μπούτια σας” μέχρι το “γιατί διαβάζετε στις παραλίες”, “γιατί μας έδειξες τι έφαγες ενώ πεθαίνει κόσμος”, “γιατί χορεύεις ξέγνοιαστος;”. Nαι, θα έπρεπε να τα συζητάμε αυτά, γιατί όντως πεθαίνει κόσμος, αλλά, ρε φίλε, πήγα σε ένα ωραίο μέρος και έφαγα ένα ωραίο φαΐ, πόσο κακό κάνω με το να το δείξω; Δεν γίνεται να συμμετέχεις non-stop στο πένθος και τη μιζέρια όλων.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός είναι σε αποδρομή, βιωματικά, είναι σε μια καταστροφή και έχει αποτρελαθεί, είναι λογικό να έχουμε τέτοιες αντιδράσεις. Όλα αυτά είναι σημάδια του τι συμβαίνει στη χώρα. Έχει τρελαθεί ο άλλος και θέλει να πάει σε ένα μαγικό παρελθόν, όπου θεωρητικά η περίθαλψη θα ήταν τέλεια, θα είχες αξιοπρεπή μισθό και τα πανηγύρια ήταν ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ. Αυτό το βλέπω ως παθολογία, αλλά από την άλλη μπορώ να του το προσάψω μέχρι έναν βαθμό, γιατί όλοι μας έχουμε μια χρυσή εποχή που θέλουμε να πάμε...».