Στα πρώτα μου βήματα στην επαγγελματική δημοσιογραφία, κάπου τρεισήμισι δεκαετίες πριν, είχα κάνει ένα μικρό ρεπορτάζ για την πρώτη ή μια από τις πρώτες ανεμογεννήτριες που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.
Ήταν ένα θέαμα εντυπωσιακό και την καλωσορίζαμε όλοι τότε, μαζί και οι κάτοικοι εκείνης της περιοχής, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας νέας, «πράσινης» και με φουτουριστική αύρα τεχνολογίας, η εξάπλωση της οποίας αφενός υποσχόταν καθαρή και φτηνή ενέργεια, που θα ήταν μάλιστα πιο αποκεντρωμένη και κατά συνέπεια πιο δημοκρατική, αφετέρου θα έδινε απαντήσεις στην κλιματική κρίση, που τότε βέβαια ακόμα ελάχιστους απασχολούσε, ειδικά στην Ελλάδα, στην οποία είχε κιόλας από το 1982 εγκατασταθεί το πρώτο αιολικό πάρκο στην Ε.Ε., στην Κύθνο συγκεκριμένα, εγχείρημα που όμως δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια.
Όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη άρχισαν να πηγαίνουν με «χίλια» τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), εδώ κυριαρχούσε ακόμα το πετρέλαιο και ο λιγνίτης. Ο τελευταίος θεωρούνταν μάλιστα «εθνικό προϊόν», παρότι ήταν ήδη γνωστό πόσο ανθυγιεινή είναι και πόσο συμβάλλει στη δημιουργία των αερίων του θερμοκηπίου η καύση αλλά και η εξόρυξή του, για χάρη της οποίας ξεριζώνονταν ολόκληρα χωριά.
«Αναφορικά με τη "δαιμονοποίηση" των ανεμογεννητριών για τις πυρκαγιές, πάντα υπάρχει ο πειρασμός να αντιμετωπίζουμε σύνθετα προβλήματα με συνωμοσιολογικές θεωρίες. Ο μέσος πολίτης δύσκολα θα αναζητήσει και θα κάτσει να διαβάσει μελέτες, αναλύσεις ειδικών κ.λπ., ενώ τις θεωρίες αυτές ενισχύει η συχνά αλλοπρόσαλλη χωροθέτηση των ανεμογεννητριών».
Τα χρόνια πέρασαν, η κλιματική κρίση γιγαντώθηκε και η στροφή στις ΑΠΕ έγινε μονόδρομος. Στην Ελλάδα τις ξαναθυμηθήκαμε με αρκετή καθυστέρηση και επειδή «πίεζε» ταυτόχρονα η Ε.Ε. Σήμερα στη χώρα υπάρχουν κάπου 3.000 ανεμογεννήτριες με συνολική ισχύ περί τις 4.500 MW. Το 2022, τα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα παρήγαγαν περί το 20-21,5% της εγχώριας παραγωγής και κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 44,5% συνολικά για τις ΑΠΕ.
Αντί, όμως, να χαιρόμαστε για την εξέλιξη αυτή, οι ανεμογεννήτριες ειδικά, και τα φωτοβολταϊκά δευτερευόντως, βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στο «μάτι του κυκλώνα» και πρωταγωνιστούν σε διάφορες απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, είτε κατευθυνόμενες (από το πετρελαϊκό λόμπι και τους αρνητές της κλιματικής κρίσης) είτε από… πούρα ανοησία, με πρώτη και καλύτερη ότι τα δάση τα καίνε τάχα επίτηδες για να βάλουν στη θέση τους αιολικά πάρκα.
Και δωσ’ του αναθέματα και κατάρες, δώσ’ του οργισμένα μανιφέστα και κινητοποιήσεις για να μην εγκατασταθούν νέες, μέχρι προτροπές για σαμποτάζ έχω διαβάσει, για να μην αναφερθώ στη σωρεία fake news που έχουν κυκλοφορήσει γι’ αυτές. Το γεγονός, ωστόσο, ότι η θεωρία της συσχέτισης των ανεμογεννητριών με τις δασικές πυρκαγιές δεν αντέχει σε καμια σοβαρή κριτική, όπως εξηγούν πειστικά και οι συνομιλητές μου, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, τα οποία τροφοδοτούν και τους διάφορους συνωμοσιολόγους.
Αυτά σχετίζονται με την έλλειψη πληροφόρησης και σωστού σχεδιασμού, την όχι σπάνια αλλοπρόσαλλη χωροθέτησή τους ακόμα και σε περιοχές όπου αυτό θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί, την απουσία ουσιαστικής διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες και συμμετοχής τους στο εγχείρημα αλλά και το επίμονα υψηλό κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα, που βέβαια είναι ένα σύνθετο ζήτημα. Ας τα δούμε όμως όλα αυτά αναλυτικά:
Νίκος Χρυσόγελος: «Οι ΑΠΕ είναι μέρος της λύσης, όχι του προβλήματος»
Χημικός-περιβαλλοντολόγος, αντιδήμαρχος Αθηναίων Κλιματικής Διακυβέρνησης και Κοινωνικής Οικονομίας, πρώην ευρωβουλευτής
Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών σχετίζεται με τα ίδια τα δάση και όχι με τις ανεμογεννήτριες. Σχετίζεται δηλαδή καταρχάς με την απουσία διαχείρισης του δάσους εξαιτίας των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που συντελέστηκαν – ελάχιστοι πληθυσμοί πια κατοικούν γύρω από δάση και ζουν από αυτά. Η παραδοσιακή ασχολία της συλλογής ρετσινιού, π.χ., που κάποτε γινόταν σε μεγάλη έκταση, μείωνε την ευφλεκτότητα ενός πευκοδάσους, όπως επίσης η συλλογή ξυλείας και η βόσκηση.
Χρειάζεται να δημιουργήσουμε μια νέα «πράσινη» οικονομία που να προστατεύει το δάσος. Χρειάζεται επίσης να δούμε πιο «ζεστά» το θέμα της έγκαιρης πρόληψης των πυρκαγιών. Εκεί εστιάζουν όλες οι σχετικές επιστημονικές εκθέσεις και εκεί προέχει ο συντονισμός και η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι τη Δασική Υπηρεσία και την Πυροσβεστική.
Παλιότερα κάθε χωριό είχε τη δική του εθελοντική ομάδα για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών, η εκκένωση ήταν η έσχατη λύση. Και ήξεραν άριστα την περιοχή, τη μορφολογία του εδάφους κ.λπ. Δικό μας αίτημα είναι η επανασύστασή τους και το είχαμε θέσει σε επίσκεψη στα καμένα της Β. Εύβοιας και αλλού. Η κλιματική κρίση είναι βέβαια ένας ακόμα παράγοντας που ευνοεί τις πυρκαγιές, όπως π.χ. συμβαίνει λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας.
Αναφορικά, τώρα, με τη «δαιμονοποίηση» των ανεμογεννητριών για τις πυρκαγιές, πάντα υπάρχει ο πειρασμός να αντιμετωπίζουμε σύνθετα προβλήματα με συνωμοσιολογικές θεωρίες. Ο μέσος πολίτης δύσκολα θα αναζητήσει και θα κάτσει να διαβάσει μελέτες, αναλύσεις ειδικών κ.λπ., ενώ τις θεωρίες αυτές ενισχύει η συχνά αλλοπρόσαλλη χωροθέτηση των ανεμογεννητριών. Αντιμέτωποι με πληθώρα προβλημάτων και στερούμενοι κριτικής σκέψης, αναζητάμε έναν «εχθρό», έναν αποδιοπομπαίο τράγο.
Η ίδια η σημερινή κυβέρνηση είχε κατηγορήσει εμμέσως τους μετανάστες ως ύποπτους για τη μεγάλη φωτιά πέρσι στον Έβρο. Γενικά μιλώντας, το αφήγημα ότι τις φωτιές τις βάζουν αυτοί που θέλουν να τοποθετήσουν ανεμογεννήτριες είναι σαν αυτά που λέγονταν παλιότερα για τις «κουκουνάρες», τον «στρατηγό άνεμο», τους ξένους «πράκτορες» κ.λπ. Δεν έχει βρεθεί καν κάποιο στοιχείο που να επιβεβαιώνει αυτή την υποψία.
Πολλοί άνθρωποι και φορείς έχουν εξηγήσει ότι, καλώς ή κακώς, οι ανεμογεννήτριες μπορούν υπό προϋποθέσεις να τοποθετηθούν και σε δασικές περιοχές, δεν χρειάζονται «βοήθεια» από καμία πυρκαγιά. Αντιθέτως, οι εταιρίες θα δυσκολευτούν περισσότερο να τις εγκαταστήσουν σε περιοχές που έχουν καεί και χαρακτηριστεί αναδασωτέες. Φέτος, για παράδειγμα, κάηκε η μισή Αττική, είδαμε να μπορούν να μπουν κάπου ανεμογεννήτριες, πέρα από φαντασιώσεις;
Ούτε είδαμε να τρέχει κάποιο μεγάλο τέτοιο πρότζεκτ σε πυρόπληκτες περιοχές, όπως η Πεντέλη ή ο Έβρος. Δεν υπάρχει δηλαδή λογική σε αυτές τις «καταγγελίες», όμως πολλοί άνθρωποι προτιμούν τις εύκολες απαντήσεις ή αυτές που ταιριάζουν καλύτερα με το αφήγημα της αρεσκείας τους παρά να ασχοληθούμε με την ολοκληρωμένη διαχείριση του δάσους και την έμφαση στην πρόληψη.
Το ζήτημα είναι πώς θέλουμε να επιτευχθεί η «πράσινη» μετάβαση της χώρας, στην οποία περιλαμβάνονται ΑΠΕ, όπως οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, τα οποία επίσης στοχοποιούνται, αν και σε μικρότερο βαθμό. Είναι ένα ζήτημα με πολλές διαστάσεις, όπως το χωροταξικό, όπου πράγματι υπάρχει πρόβλημα. Εμείς ως χώρα τα κάνουμε συνήθως «ανάποδα» − στη Γερμανία, π.χ., πρώτα επιλέχθηκαν οι σωστοί χώροι και μετά τοποθετήθηκαν οι ανεμογεννήτριες και οι άλλες ΑΠΕ. Βάσει αυτού ήρθαν μετά οι διάφοροι εμπλεκόμενοι φορείς και πρότειναν σχέδια, ένα μεγάλο μάλιστα ποσοστό των εν λόγω επενδύσεων έγινε από δήμους και ομάδες πολιτών.
Έχουμε δηλαδή σωστή χωροταξία, συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και ανάπτυξη των δικτύων ώστε να μην «πετάγεται» ένα μεγάλο μέρος της παραγόμενης ενέργειας επειδή δεν μπορεί να αποθηκευτεί, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Χρειάζεται λοιπόν να δοθεί αφενός προτεραιότητα στη δημιουργία «έξυπνων δικτύων» μέσα στις πόλεις σε συνεννόηση με δήμους, δημοτικές κοινότητες, φορείς και πρωτοβουλίες πολιτών –ένα 30-40% της ενέργειας που χρειαζόμαστε μπορεί να παραχθεί με φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες, γεωθερμία κ.ά. μέσα στις πόλεις−, αφετέρου σε συστήματα αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας.
Αυτή είναι και η δική μου πρόταση στον δήμο Αθηναίων, όπου δουλεύουμε το κλιματικό σχέδιο. Φανταστείτε, σήμερα δοκιμάζονται τρόποι αποθήκευσης ενέργειας στους ανελκυστήρες, σε ηλεκτρικά οχήματα, σε μπαταρίες στις γειτονιές, σε υδατοδεξαμενές σε διαφορετικά επίπεδα που συνδέονται με υπόγειους αγωγούς.
Μπορεί επίσης η επιπλέον παραγόμενη ενέργεια σε επίπεδο γειτονιάς να αποθηκεύεται και να ανταλλάσσεται αξιοποιώντας blockchain, καθιστώντας τους πολίτες όχι μόνο καταναλωτές αλλά και παραγωγούς ενέργειας, κάτι που ήδη γίνεται σε πολλές περιοχές της Ε.Ε. – ο λόγος για τις ενεργειακές κοινότητες, η εξάπλωση των οποίων θα μειώσει και την πίεση στα φυσικά συστήματα.
Σήμερα στην Ελλάδα μέχρι και σε περιοχές όπως η Πτολεμαΐδα και η Κοζάνη αποκλείονται οι ντόπιοι που έχουν συστήσει τέτοιες κοινότητες γιατί δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος στο δίκτυο. Έχουμε επιπλέον «εξορίσει» τις ΑΠΕ μακριά από τις πόλεις, τους αυτοκινητοδρόμους, τα λιμάνια, τις βιομηχανικές και τις τουριστικές περιοχές, όπου καταρχάς θα χρησίμευαν. Χρειάζεται πάνω από όλα ένας σωστός χωροταξικός σχεδιασμός, δεν μπορούμε να γεμίσουμε άκριτα και ανεξέλεγκτα με ΑΠΕ όλες τις θάλασσες και τα βουνά. Όμως ενεργειακή πολιτική για τις ΑΠΕ δεν είναι να εξυπηρετείς μόνο 5-10 μεγάλες εταιρείες, αφήνοντάς τες ταυτόχρονα ανεξέλεγκτες.
Το πρόβλημα έπειτα, αναφορικά με το φυσικό περιβάλλον, δεν είναι μόνο οι ΑΠΕ αλλά και τα συμβατικά δίκτυα μεταφοράς ενέργειας, που ευθύνονται και για πολλές δασικές πυρκαγιές.
Μια ολοκληρωμένη πολιτική για τις ΑΠΕ θα έπρεπε να διασφαλίζει ότι τουλάχιστον τα μισά από τα έργα που εξασφαλίζουν φτηνή και «καθαρή» ενέργεια θα γίνονται με συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών. «Καθαρή» σημαίνει ότι έχει το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα συγκριτικά με άλλες μορφές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο λιγνίτης, αποτύπωμα που μπορεί να μειωθεί περισσότερο με την εξοικονόμηση ενέργειας, τη συστηματική ανακύκλωση των ΑΠΕ μετά την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής τους και τη χρήση νέων τεχνολογιών, όπως οι μικρότερου μεγέθους «φτερωτές» ανεμογεννήτριες, που στις έλικες αντί για μέταλλο ή πλαστικό χρησιμοποιούν ειδικά επεξεργασμένο χαρτί.
Όταν ήμουν ευρωβουλευτής είχαμε, μάλιστα, συζητήσει την πιθανότητα παραγωγής τέτοιων ανεμογεννητριών στα Ναυπηγεία της Ερμούπολης και του Σκαραμαγκά, αλλά δεν προχώρησε.
Είναι βέβαια λογικό να διατυπώνεται το ερώτημα γιατί, εφόσον παράγουμε ήδη ένα μεγάλο ποσοστό της ενέργειας που χρειαζόμαστε από ΑΠΕ, οι λογαριασμοί ρεύματος εξακολουθούν να «φουσκώνουν». Αυτό συμβαίνει γιατί έτσι όπως είναι δομημένο το σύστημα του «χρηματιστηρίου της ενέργειας», μπαίνει το απόγευμα η πιο ακριβή τιμή, η παραγόμενη από φυσικό αέριο, π.χ., και το σύνολό της χρεώνεται βάσει αυτού, μπορεί, π.χ., το πρωί η τιμή της ενέργειας να είναι μηδενική και το βράδυ να έχει φτάσει τα 300 ευρώ η μεγαβατώρα. Θα έπρεπε λοιπόν να πληρώνεται όχι όλη η ενέργεια που δεσμεύεται με την τελευταία και πιο ακριβή τιμή, αλλά καθένας που προσφέρει μια τιμή να πληρώνεται με βάση αυτή.
Πρόκειται, κοντολογίς, για διαρθρωτικά θέματα που, επειδή ακριβώς κυριαρχεί όλη αυτή η «αντι-ΑΠΕ» ρητορική, δεν καθόμαστε να τα συζητήσουμε ορθολογικά και να βρούμε λύσεις.
Έχουν δοθεί πάνω από 12 δισ. ευρώ κρατικές επιδοτήσεις σε λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για να καλυφθεί το αυξημένο κόστος, πέρα από τις άλλες φανερές ή κρυφές επιδοτήσεις των εταιρειών ορυκτών καυσίμων – με τα χρήματα αυτά θα είχαμε εξασφαλίσει ενέργεια για πάνω από 1 εκατ. νοικοκυριά σε βάθος χρόνου. Θα μπορούσαμε επίσης να μειώσουμε τη χρονοβόρα γραφειοκρατία που απαιτείται για να τοποθετήσει κάποιος απλώς φωτοβολταϊκά στο μπαλκόνι του. Στη Γερμανία μέσα σε δύο χρόνια συνδέθηκαν έτσι 520.000 νοικοκυριά.
Παρατηρούμε επιπλέον ότι, ενώ το κόστος των τελευταίων έχει πέσει κατακόρυφα, εκείνο της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα έχει εκτοξευθεί, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρέπει γενικότερα να σκεφτούμε σοβαρά τι πρέπει να κάνουμε εν όψει της κλιματικής κρίσης και να κατανοήσουμε ότι οι ΑΠΕ είναι μέρος της λύσης, όχι του προβλήματος, και αυτές θα γίνουν περισσότερο αποδεκτές εάν οι πολίτες συμμετέχουν στις επενδύσεις και βλέπουν έτσι το όφελος στην τσέπη τους.
Στον δήμο Αθηναίων σκοπεύουμε ένα μεγάλο ποσοστό της ενέργειας που χρειάζεται η πόλη να παράγεται από ΑΠΕ με τη συμμετοχή φορέων και πολιτών. Από προσωπική εμπειρία θα πω ότι, αν κάνεις σωστή χρήση ενέργειας και διαθέτεις και ένα μικρό φωτοβολταϊκό σύστημα, το ενεργειακό κόστος περιορίζεται σημαντικά ή και μηδενίζεται.
Λουκάς Τριάντης: «Μεγάλο μέρος της παρανόησης οφείλεται στην απουσία διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες»
Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ)
Να πω καταρχάς ότι οι επιστήμονες του χώρου είμαστε θετικοί απέναντι στα αιολικά πάρκα και τις άλλες ΑΠΕ, που σίγουρα είναι πιο φιλικές στο περιβάλλον από τα ορυκτά καύσιμα, το θέμα ωστόσο του σχεδιασμού και της σωστής χωροθέτησής τους είναι υπαρκτό όσο και σύνθετο. Υπάρχουν ζητήματα τόσο τεχνικά όσο και τοπίου και διατήρησης του φυσικού κάλλους, ειδικά σε προστατευόμενες περιοχές, όπως το δίκτυο Natura.
Όσο αφορά τις ΑΠΕ, υπάρχει από το 2010 ένα ειδικό χωροταξικό πλαίσιο που ορίζει πού και πώς μπορούν να στηθούν αιολικά πάρκα και χαρακτηρίζει «περιοχές προτεραιότητας» αυτές όπου εκδηλώνονται ισχυροί άνεμοι, όπως η Εύβοια π.χ. Μια ανανεωμένη μορφή αυτού του χωροταξικού πλαισίου πρόκειται να βγει στα τέλη της χρονιάς, οπότε θα μπορούμε να πούμε περισσότερα πράγματα σχετικά.
Σε κάθε περίπτωση, τις άδειες τις δίνει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η οποία και λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις για τη χωροθέτησή τους. Ένα ερώτημα είναι επομένως πώς και με τι προϋποθέσεις γίνεται η αδειοδότηση. Υπάρχει ωστόσο και ένα άλλο επίπεδο σχεδιασμού, που θεωρούμε στον Σύλλογο πολύ σημαντικό, αυτός που γίνεται σε επίπεδο περιφέρειας. Πρόκειται για τα λεγόμενα περιφερειακά χωροταξικά πλαίσια, τα οποία προβλέπουν ζώνες χρήσεων και εξετάζουν τη χωροθέτηση των αιολικών σε συσχέτιση με όλες τις άλλες δραστηριότητες που υπάρχουν σε μια περιοχή (βιομηχανικές, οικιστικές, αγροτικές, δασικές, τουριστικές κ.λπ.) αλλά και τα καθεστώτα προστασίας που τυχόν υπάρχουν για ευαίσθητα οικοσυστήματα∙ περιλαμβάνουν επίσης ειδική μελέτη για το φυσικό τοπίο και τις πιθανές επιπτώσεις σε αυτό.
Η εγκατάσταση ενός αιολικού πάρκου οφείλει να συνυπολογίζει και να είναι συμβατή με τα παραπάνω − είναι ευνόητο ότι η αυθαίρετη χωροθέτησή τους και επιζήμια μπορεί να αποδειχθεί και διαμαρτυρίες να προκαλέσει. Να πούμε βέβαια εδώ ότι τα περιφερειακά χωροταξικά σχέδια συνοδεύονται, ή πρέπει να συνοδεύονται, από διαδικασίες διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες. Στην απουσία αυτών οφείλονται πολλές από τις συγκρούσεις που προκύπτουν αλλά και μεγάλο μέρος της παρανόησης και της παραφιλολογίας σχετικά με τις ΑΠΕ. Εδώ θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες τόσο η Περιφέρεια όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση.
Αναφορικά τώρα με τις ήδη εγκατεστημένες ανεμογεννήτριες, είναι γεγονός ότι έχουμε μια ολόκληρη «βεντάλια» περιπτώσεων όπου παρατηρούνται υπερβάσεις. Σε κάποιες περιοχές, πάλι, κυρίως σε νησιωτικές, όπως στο ΝΑ Αιγαίο, μπορεί να μην υπάρχουν καν περιφερειακά χωροταξικά σχέδια με κάποιες κατευθύνσεις αναφορικά με την εγκατάσταση αιολικών, με αποτέλεσμα οι αδειοδοτήσεις να δίνονται εκτός αυτών. Πέρσι τον Οκτώβριο ανακοινώθηκε ένα εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων, σταθερών είτε πλωτών, που αναζητά στον θαλάσσιο χώρο περιοχές κατάλληλες για την εγκατάστασή τους.
Και εδώ, όμως, ο χωροταξικός σχεδιασμός που προβλέπεται σε σχέση με την αλιεία, τις εξορύξεις, την προστασία της θαλάσσιας ζωής κ.λπ. δεν έχει προχωρήσει, παρά τις σχετικές οδηγίες της Ε.Ε., οι οποίες έχουν μάλιστα συγκεκριμένες προθεσμίες. Υπάρχουν, τέλος, περιοχές που έχουν μεν χαρακτηριστεί κατάλληλες γι’ αυτό τον σκοπό αλλά ξεσηκώνουν αντιδράσεις για άλλους λόγους, είτε βάσιμους είτε ιδιοτελείς, όπως συμβαίνει όταν θίγονται κάποια τοπικά συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, τα αιολικά πάρκα και οι άλλες ΑΠΕ χρειάζεται να βρουν τον χώρο τους, ώστε να πάψει η χώρα να εξαρτάται από τα ορυκτά καύσιμα, εξέλιξη που όμως οφείλει να ακολουθεί κάποιους κανόνες και να λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους.
Θεοδότα Νάντσου: «Οι ΑΠΕ οφείλουν να είναι πρότυπα μοντέλα περιβαλλοντικής αριστείας»
Επικεφαλής πολιτικής του WWF Ελλάς
Ο εμπρησμός δασών είναι έγκλημα, και ποινικά και ηθικά. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Αλλά για να διαπράξει κάποιος ένα έγκλημα πρέπει να έχει κάποιο κίνητρο, το οποίο στην περίπτωση της εγκατάστασης αιολικών πάρκων απλώς απουσιάζει. Το να βάλει φωτιά σε ένα δάσος μια εταιρεία η οποία νόμιμα μπορεί να τοποθετήσει εκεί ανεμογεννήτριες δεν έχει νόημα – δεν είναι το ίδιο με τους οικοπεδοφάγους, π.χ., που αποδεδειγμένα έκαιγαν εκτάσεις για να χτίσουν εκεί παράνομα.
Από το 2001 επιτρέπεται ακόμα και σε δασικές ή σε αναδασωτέες εκτάσεις η τοποθέτηση ανεμογεννητριών υπό προϋποθέσεις, από εταιρείες που έχουν εξασφαλίσει άδεια∙ υπόψη μάλιστα ότι αντίστοιχη νομοθεσία για εγκατάσταση μονάδων πετρελαίου, λιγνίτη και φυσικού αερίου υπάρχει ήδη από το 1988. Κανείς δεν είχε διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό το τελευταίο, ίσως επειδή ήταν άλλες οι εποχές.
Όσοι πάλι ισχυρίζονται ότι μια πυρκαγιά θα διευκόλυνε την εγκατάσταση αιολικών πάρκων, καμία σχέση δεν φαίνεται να έχουν με τα δάση. Όταν ένα δάσος καεί, τα δέντρα δεν «εξαφανίζονται». Οι κορμοί τους παραμένουν εκεί, η σύσταση του εδάφους αλλάζει και οι πιθανότητες να πάθει ατύχημα ένα φορτηγό μεταφοράς αυξάνονται. Η απομάκρυνση των καμένων κορμών δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αυξάνοντας και το κόστος.
Δεν υπάρχει επομένως καμία βάση σε αυτές τις συνομωσιολογικές θεωρίες, που δεν είναι δική μας αποκλειστικότητα, απαντώνται δυστυχώς και αλλού. Η Σκωτία, π.χ., είναι από τις πιο φιλικές στις ΑΠΕ χώρες, έχουν μεγάλη διάδοση στην επικράτειά της. Επειδή όμως ο Ντόναλντ Τραμπ διαθέτει ιδιωτικά γήπεδα γκολφ εκεί και δεν συμπαθεί γενικά τις ΑΠΕ, διέσπειρε fake news για τις δήθεν βλαβερές επιπτώσεις τους, καταφέρνοντας να προκαλέσει αντιδράσεις στην περαιτέρω επέκτασή τους.
Έπειτα, όχι, δεν υπάρχει καμιά «βίαιη απολιγνιτοποίηση» και «βίαιη ανάπτυξη των ΑΠΕ» στην Ελλάδα, όπως διατείνονται μερικοί. Πρόκειται απλώς για καθυστερημένη απολιγνιτοποίηση και καθυστερημένη ανάπτυξη. Παρότι ως χώρα είχαμε πρωτοπορήσει, αναπτύσσοντας το 1982 στην Κύθνο το πρώτο αιολικό πάρκο στην Ε.Ε., αλλά και ένα από τα πρώτα φωτοβολταϊκά συστήματα, μείναμε πίσω στη συνέχεια και τώρα σπεύδουμε να καλύψουμε τον χαμένο χρόνο. Αν από τότε η Ελλάδα έκανε ό,τι και η Σκωτία, δηλαδή ανέπτυσσε σωστά τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά, τώρα θα ήμασταν σε πολύ καλύτερη θέση και ο κόσμος δεν θα βρισκόταν προ μιας τόσο γρήγορης και δυσνόητης αλλαγής.
Δεν είναι μόνο ότι οι ΑΠΕ είναι πιο φτηνές και πιο «πράσινες», είναι καταρχάς ζήτημα επιβίωσης της ανθρωπότητας η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ο μηδενισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Μιλάμε δηλαδή για μια ανάγκη, όχι για μια ακόμα επιλογή. Το κακό είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις απεχθάνονται διαχρονικά τον σχεδιασμό, κυριαρχεί η κακοδιοίκηση και το αναπτυξιακό μας μοντέλο τρέφεται από το δόγμα «ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, όπου θέλει». Αν, ωστόσο, δεν βάζεις πουθενά περιορισμούς, έρχονται μετά τα δικαστήρια και «φρενάρουν» αυτή την έστω στρεβλή ανάπτυξη. Είναι το «πάρτι του κανάγια» κανονικά αυτή η έλλειψη σχεδιασμού και όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα.
Βρίσκω, βεβαίως, απόλυτα δικαιολογημένες τις αντιδράσεις για την τοποθέτηση αιολικών πάρκων όταν αυτή γίνεται αυθαίρετα, χωρίς σχέδιο και χωρίς διαβούλευση με την τοπική κοινωνία. Δεν προσφέρονται όλα τα μέρη για εγκατάσταση ανεμογεννητριών, ειδικά όταν γειτονεύουν με υδροβιότοπους ή περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Οι ΑΠΕ οφείλουν από τη φύση τους να είναι πρότυπα μοντέλα περιβαλλοντικής αριστείας και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο.
Χρειάζεται λοιπόν να εκπονούνται σοβαρές περιβαλλοντικές μελέτες πριν από την εγκατάσταση ενός αιολικού πάρκου και να εφαρμόζονται οι καλύτερες περιβαλλοντικές τεχνικές στην κατασκευή του. Αλλά η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια οφείλει να γίνει με όρους τελείως διαφορετικούς από ό,τι στο πετρελαϊκό μοντέλο. Η ενεργή συμμετοχή φορέων και πολιτών στην ανάπτυξή της έχει κομβική σημασία και αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση. Η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων είναι το πιο δοκιμασμένο σχήμα και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα. Ο κόσμος πρέπει να συμμετέχει, να αντιλαμβάνεται τα διλήμματα, να βλέπει ότι υπάρχει όφελος όχι μόνο μακροπρόθεσμα αλλά και όσον αφορά την τσέπη του.
Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος της παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας «χάνεται» επειδή δεν προνοήσαμε ως χώρα να αναπτύξουμε συστήματα αποθήκευσης. Οι ενεργειακές κοινότητες, που δεν είναι παρά συνεταιρισμοί πολιτών, έχουν το επιπλέον πλεονέκτημα να πουλάνε πίσω στο σύστημα όση ενέργεια δεν καταναλώνουν άμεσα, με συνέπεια να μηδενίζεται ο δικός τους λογαριασμός ρεύματος.
Ο «Υπερίωνας», ας πούμε, είναι ένα καλό παράδειγμα μιας τέτοιας ενεργειακής κοινότητας, στην οποία συμμετέχουμε κι εμείς ως WWF Ελλάς. Χρειάζεται βέβαια να γίνει πιο ευέλικτο και το νομικό πλαίσιο σχετικά, όμως αυτό είναι το μέλλον, να μπει κάθε πολίτης ενεργά σε αυτό το «παιχνίδι», έχοντας βέβαια πρώτα ξεχωρίσει τους μύθους από τις αλήθειες σχετικά με τις ΑΠΕ.