ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του Μιχαλολιάκου με τον Θεοδωράκη από το ’13 παρατηρώ τα ακόλουθα: ο παρουσιαστής των «Πρωταγωνιστών» ρωτάει τον αρχηγό της Χ.Α. αν θαυμάζει τον Χίτλερ. Εκείνος υπεκφεύγει. Εν συνεχεία, ο Θεοδωράκης τον ρωτάει ποιοι είναι κάποιοι μεγάλοι του ήρωες. Ακολουθεί η παρακάτω στιχομυθία.
Μιχαλολιάκος: «Γενικά, είμαι πάντα με τους χαμένους και τους desperados της ιστορίας. Τολμώ να πω –αν και δεν είναι και τόσο συναφές προς την ιδεολογία μου– ότι με γοητεύουν και οι κολασμένοι ποιητές, οι συμβολιστές του 19ου αιώνα. Γενικά, πιστεύω ότι η ζωή είναι μια ποίηση. Κι ότι πρέπει να τη φτάνουμε στα άκρα, μόνο έτσι έχει σημασία».
Θεοδωράκης: «Πόσο άκρα όμως;»
Μιχαλολιάκος: «Όσο πάει».[1]
Το φάντασμα ενός φασιστικού μοντερνισμού εμφανίζεται μπροστά μου. Ξαφνικά, καλπάζουν στην οθόνη μου καρικατούρες του Σελίν, παρωδίες του Πάουντ, φάρσες του φουτουρισμού και μαριονέτες που φορούν μάσκες του Μαρινέττι. Διερευνώντας το ζήτημα, ανακαλύπτω μια ελληνική φασιστική λογοτεχνία, η οποία παρήχθη «οργανικά» στα σπλάχνα του ακροδεξιού κινήματος.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα κείμενα των Ελλήνων νεοναζί απέχουν πολύ απ’ την ιστορική μορφή του φασιστικού μοντερνισμού. Δεν επιδιώκουν κάποια μορφολογική πρωτοτυπία. Δεν θέλουν να ωθήσουν τη λογοτεχνία στα «άκρα». Δεν είναι καν καλογραμμένα.
Σημείο αναφοράς είναι το έργο του Αντώνη Ανδρουτσόπουλου, του περίφημου «Περίανδρου» της Χ.Α., που το 2006 καταδικάστηκε για την παραλίγο δολοφονική επίθεση εναντίον τριών μελών του ΝΑΡ. Προτού απομακρυνθεί απ’ την οργάνωση, ο Περίανδρος έγραψε μια σειρά από εθνικιστικά και αντισημιτικά διηγήματα, τα οποία δημοσιεύονταν στο περιοδικό «Αντεπίθεση» της Χ.Α.
Βέβαια, το μείζον έργο του είναι το μυθιστόρημα Το μυστικό του κοχυλιού, η ιστορία ενός πειρατή του 15ου αιώνα που ανακαλύπτει ότι είναι Έλληνας και πολεμά τόσο τους Τούρκους όσο και τους Εβραίους. Προς το τέλος, ο ήρωας αναφωνεί: «Οτιδήποτε στον Έσπερο δεν μιλά, δεν κινείται και δεν μυρίζει σαν Έλληνας να γίνει στάχτη».[2]
Πριν από τον Περίανδρο, υπήρξε και ο Αριστοτέλης Καλέντζης, ο οποίος συμμετείχε (με τον Μιχαλολιάκο) στο μεταξικό κόμμα 4η Αυγούστου του Κωνσταντίνου Πλεύρη και καταδικάστηκε το 1977 για βομβιστικές επιθέσεις με αριστερούς στόχους. Παράλληλα, έγραφε ποίηση. Τα σπαράγματά του, αρχαιοπρεπή σε λεξιλόγιο, λαϊκά σε ρυθμό (συχνά ακολουθώντας αυστηρό δεκαπεντασύλλαβο), υμνούν τον ελληνισμό, χλευάζουν τη δημοκρατία και πενθούν την ήττα της Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο.[3]
Σήμερα, ο Καλέντζης ασχολείται με την έφιππη τοξοβολία, ένα άθλημα που ο ίδιος έφερε στην Ελλάδα. Μιλώντας στο «Βήμα», έχει πει πως «οι επαναστάσεις γίνονται με τη γλυπτική του Αρνό Μπρέκερ, τα ποιήματα του Έζρα Πάουντ και την ανάπτυξη του ιππικού πολιτισμού, και όχι μόνο με τα Καλάσνικοφ».
Δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς το έργο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική[4], αυτή την παιχνιδιάρικη «εγκυκλοπαίδεια» με τους βίους 30 επινοημένων ακροδεξιών Αμερικανών λογοτεχνών. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά. Όπως σημειώνει ο Κώστας Σπαθαράκης στο σχετικό του κείμενο, οι φιλοναζί συγγραφείς του Μπολάνιο είναι «άνθρωποι που δεν έχουν αληθινή σχέση με την πολιτική, είναι αφηρημένα στρατευμένοι στην υπόθεση του φασισμού και κατά βάση αφοσιωμένοι στο άγονο λογοτεχνικό τους έργο».[5]
Απεναντίας, ο Περίανδρος (και ο Καλέντζης) είχε μια απτή στράτευση και έντονη δράση, κι έτσι το έργο του –όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος στη «βιβλιοκριτική» του για Το μυστικό του κοχυλιού– «δεν είναι έργο ενός χαμένου στα βιβλία χαρτοπόντικα αλλά ενός ανθρώπου που επιδιώκει να βιώσει τις ιδέες του».[6]
Ταυτόχρονα, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα κείμενα των Ελλήνων νεοναζί απέχουν πολύ απ’ την ιστορική μορφή του φασιστικού μοντερνισμού. Δεν επιδιώκουν κάποια μορφολογική πρωτοτυπία. Δεν θέλουν να ωθήσουν τη λογοτεχνία στα «άκρα». Δεν είναι καν καλογραμμένα. Κατά βάση, επιθυμούν να «πείσουν» για την ορθότητα της πολιτικής τους θέσης. Τα κείμενα αυτά μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για όσους μελετούν τους μηχανισμούς του φασιστικού φαντασιακού, αλλά πολύ δύσκολα θα συγκινήσουν οποιονδήποτε μη ναζί αναγνώστη. Πρόκειται για κείμενα που ισορροπούν μεταξύ της δημιουργίας και της έκθεσης ιδεών, που προσπαθούν να μεταγράψουν μυθοπλαστικά μια κοσμοθεωρία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η στρατευμένη πεζογραφία των ακροδεξιών μοιράζεται κάποια στοιχεία με αρκετά ευπώλητα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (ακόμα και κάποια που δεν θεωρούνται αμιγώς «πολιτικά»). Και στις δύο περιπτώσεις, οι συγγραφείς ξεκινούν με μια ορισμένη θέση για τον κόσμο, μια στάση ως προς τα πράγματα, την οποία επιχειρούν ν’ αποτυπώσουν αφηγηματικά. Και στις δύο περιπτώσεις, βλέπουμε χαρακτήρες που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις, οι οποίες συνδυάζονται στη (ή ξεπερνιούνται απ’ τη) γενική άποψη του συγγραφέα.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι δημιουργοί γράφουν για να «περάσουν κάποιο μήνυμα» και, ως εκ τούτου, καταλήγουν στο σημείο απ’ το οποίο ξεκινήσαν: την ίδια τους την ιδεολογία. Εξυπακούεται ότι όλα αυτά βρίσκονται μίλια μακριά απ’ τα θολά οράματα του μοντερνισμού.
Ενάντια σ’ αυτή την παράδοση που μοιράζονται συγγραφικές φωνές από τη δεξιά, την αριστερά και –απ’ ό,τι φαίνεται– την ακροδεξιά υπάρχει μια άλλη εικόνα της συγγραφής, μια άλλη εικόνα της σκέψης, σύμφωνα με την οποία η δημιουργία συνιστά περιπλάνηση, ανακάλυψη και πειραματισμό, αβέβαιες εξορμήσεις σε άγνωστα εδάφη. Υπάρχει, ακόμα, η πίστη πως, αν γράψει κανείς έτσι, το αποτέλεσμα θα είναι πιο ισχυρό, πιο ουσιαστικά πολιτικό ή πιο πολιτικά σημαντικό απ’ το αν προσπαθούσε να επιβεβαιώσει μια προκαθορισμένη θέση.
Υπάρχει, τέλος, η ελπίδα ότι η ίδια η διαδικασία της συγγραφής μπορεί να μας φέρει κοντά σε κάτι το ριζικά καινούργιο, το διαφορετικό, κάτι που πραγματικά τολμά να δει τη ζωή ως ποίηση και να την πάει «στα άκρα»: «Για ποιον λόγο να γράψεις, αν όχι για να προδώσεις την κυριαρχία σου, να προδώσεις το φύλο σου, να προδώσεις την τάξη σου, την ίδια σου την πλειοψηφία; Και για να προδώσεις το γράψιμο».[7]
[1] ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ, Ποια είναι η Χρυσή Αυγή;, 20:36-21:21.
[2] «Η λογοτεχνία των Ελλήνων νεοφασιστών - 1 και 2», Ελευθεροτυπία, 1999.
[3] Ό.π.
[4] Roberto Bolaño, Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική, μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, Άγρα, 2014.
[5] Κώστας Σπαθαράκης, «Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική», Βλάβη 3, σ. 55.
[6] «Ελευθεροτυπία», 1999.
[7] G. Deleuze & C. Parnet, Dialogues, σ. 44.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.