Όποιος έχει επισκεφθεί μεμονωμένες ή αναδρομικές εκθέσεις του έργου του Φράνσις Μπέικον και έχει δει έργα του σε μεγάλες αίθουσες μουσείων, έχει αισθανθεί τον σπαρακτικό τρόπο με τον οποίο πλησιάζει και ζωγραφίζει τον άνθρωπο, δίνει σάρκα και οστά στην ανθρώπινη παρουσία και την ποτίζει με άχρονη απελπισία.
Τα σημάδια που άφησε το έργο του, ακατέργαστες λεπτομέρειες, μισοτελειωμένες κραυγές των νεκρών του, των φίλων του, αντανακλούν την καταβύθιση στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, την ίδια στιγμή που απολαμβάνει την πράξη της ζωγραφικής, δίνει μάχη με τον καμβά του και γενναιόδωρα απλώνει το χρώμα στην πιο ελεγχόμενη έκφραση ηδονής και θλίψης που συναντά κανείς σε καλλιτέχνη της εποχής μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπέικον θεωρούσε το πορτρέτο το σπουδαιότερο είδος ζωγραφικής, για την ικανότητά του να εκφράζει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Η ανθρώπινη παρουσία συνοψίζει την οργή και την απόγνωση και αποκρύπτει τα πάθη που σαν μάγος ο Μπέικον τραβάει έξω από τα χαρακτηριστικά και τα παραμορφώνει, δίνοντάς μας μια αληθή εσωτερική όψη, καθόλου κολακευτική ή ενθουσιώδη, με έκφραση αγωνιώδη, με όλο τον θυμό και την απορία μπροστά στη μεγάλη απώλεια, σαν να αποπειράται να αποκωδικοποιήσει την πολυπλοκότητα της φύσης και της θλίψης πριν την παραδώσει στην αθανασία.
Αυτό είναι το προδόρπιο της έκθεσης. Στους σκούρους μελιτζανί τοίχους της σκοτεινής αίθουσας τα υποβλητικά φωτισμένα έργα εντείνουν τη μοναχικότητα∙ ο επισκέπτης στέκεται μπροστά τους ευάλωτος στην τρομερή ενέργεια η οποία διαπερνά το κενό που τον χωρίζει από τον πίνακα και σκάει σαν κύμα μιας άηχης κραυγής.
Η βαθιά του ενασχόληση με την προσωπογραφία αμφισβήτησε κάθε προηγούμενη προσδοκία και κανόνα για το τι πρέπει να περιλαμβάνει ένα πορτρέτο, και το καταλαβαίνει κανείς μόλις μπει στην έκθεση «Francis Bacon: Human Presence» («Φράνσις Μπέικον: Ανθρώπινη Παρουσία») και δει τρία έργα, το «Head VI» και τις δυο σπουδές πορτρέτων «Head VI» (1949) και «Study of the Human Head» (1953), τα οποία απεικονίζουν άνδρες που κραυγάζουν. «Ήθελα να ζωγραφίσω την κραυγή περισσότερο από τη φρίκη», έχει πει ο Μπέικον για αυτήν τη σειρά έργων που σε καλωσορίζουν στην έκθεση σαν να κλείνουν το μάτι λέγοντας «ετοιμαστείτε, μπαίνουμε κατευθείαν στα βαθιά». Ο μεταπολεμικός κόσμος και η ανθρωπότητα που απεικόνιζε ο Μπέικον σε αυτά τα πρώιμα έργα, με φιγούρες παγιδευμένες σε κλουβιά, που εμφανίζονται με ακτίνες Χ, αποκαλύπτουν το ανησυχητικό μέλλον των ισχυρών και επιτυχημένων ανδρών και την παραδοσιακή μας αντίληψη για αυτές τις φιγούρες.
Ενώ φαινομενικά φέρουν όλες τις οπτικές συμβάσεις της επίσημης προσωπογραφίας, τα σφιγμένα δόντια και το ορθάνοιχτο στόμα μεταφέρουν μια στιγμή επιθανάτιας αγωνίας. Είναι σαν τα σφιγμένα μέσα στην επιθανάτια αγωνία δόντια τού Σαρπηδόνα στον κρατήρα του Ευφρονίου∙ μπορείς να τα μετρήσεις, να νιώσεις τον δύσκολο θάνατο. «Ερχόμαστε και φεύγουμε από τη ζωή με μια κραυγή», είχε πει ο Μπέικον στο νοσοκομείο της Μαδρίτης στον φωτογράφο Φρανσίς Τζιακομπετί, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, το 1992.
Αυτό είναι το προδόρπιο της έκθεσης. Στους σκούρους μελιτζανί τοίχους της σκοτεινής αίθουσας τα υποβλητικά φωτισμένα έργα εντείνουν τη μοναχικότητα∙ ο επισκέπτης στέκεται μπροστά τους ευάλωτος στην τρομερή ενέργεια η οποία διαπερνά το κενό που τον χωρίζει από τον πίνακα και σκάει σαν κύμα μιας άηχης κραυγής.
Μια μεγάλη επιστροφή στη National Portrait Gallery
Ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς ζωγράφους του περασμένου αιώνα επιστρέφει με αυτή την έκθεση στη National Portrait Gallery του Λονδίνου, την οποία σταθερά επισκεπτόταν για να μελετήσει τις συλλογές της και τη μεγάλη βρετανική παράδοση στο πορτρέτο και να ανακαλύψει τη δική του προσέγγιση και αλήθεια, που σχετίζεται με την απεικόνιση της φιγούρας, κεντρικού και μόνιμου θέματος όλων των έργων του. Η έκθεση παρουσιάζει την αμφισβήτηση των παραδοσιακών ορισμών του είδους και τη βαθιά του σύνδεση με την προσωπογραφία, με περισσότερα από 50 έργα από τη δεκαετία του 1940 και μετά.
Αυτοπροσωπογραφίες, χαμένοι εραστές, φίλοι, το χρονικό των προσώπων που ζωγράφισε εμφανίζεται σαν ανάγλυφο της ιστορίας της ζωής του. Οι εραστές του, Πίτερ Λέισι και Τζορτζ Ντάιερ, οι ομότεχνοί του, Λούσιαν Φρόιντ και Ίζαμπελ Ρόσθορν, του ποζάρουν αντικατοπτρίζοντας έναν άνθρωπο που ζούσε με πάθος και ζωγράφιζε με γενναιότητα και διαρκή ένταση. Όλα αυτά υπάρχουν εδώ, θεματικά και χρονολογικά ταξινομημένα, ξεκινώντας με έργα που έγιναν στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και κλείνοντας με πορτρέτα ζωγραφισμένα στο τέλος της ζωής του και ένα που έμεινε ημιτελές σε ένα καβαλέτο στο ατελιέ του. Μέσα από πέντε βασικές ενότητες −Portraits Emerge, Beyond Appearance, Painting from the Masters, Self Portraits και Friends and Lovers−, η έκθεση «Francis Bacon: Human Presence» (10 Οκτωβρίου 2024 - 19 Ιανουαρίου 2025) αποτυπώνει την εξέλιξη της πρακτικής του.
Για τη ζωή του Μπέικον δίνουν απαντήσεις τα πορτρέτα, για την τέχνη του οι επιρροές του από τους μεγάλους δασκάλους. Μια μικρή προσωπογραφία του Ρέμπραντ, η περίφημη «Αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ με τον μπερέ» (1659) βρίσκεται ανάμεσα στα έργα του, ως αφετηρία των δικών του προσωπογραφιών. Η ζωγραφική του Ολλανδού δασκάλου, του οποίου το «αντι-εικονογραφικό» στυλ ζωγραφικής θαύμαζε ο Μπέικον, και η μελέτη της πινελιάς του αποτελούν κλειδί στην εξέλιξή του ως καλλιτέχνη.
Ο Μπέικον ζωγράφισε, όπως ο Ρέμπραντ, το πρόσωπό του, ένα πρόσωπο που δεν αγαπούσε, περισσότερες από πενήντα φορές σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μερικές από τις πιο συγκλονιστικές και εσωστρεφείς αυτοπροσωπογραφίες του Μπέικον έγιναν λίγο μετά τον θάνατο των πιο κοντινών του ανθρώπων. Ένα μικρό τρίπτυχο πορτρέτων που υπαινίσσεται και τη δική του θνητότητα μνημονεύει τη θυελλώδη σχέση του με τον εραστή του Πίτερ Λέισι, πρώην πιλότο της RAF, που πέθανε το 1962, την ημέρα των εγκαινίων της μεγάλης έκθεσης του Μπέικον στην Tate.
Μια δεκαετία αργότερα ο Μπέικον χάνει και τον επόμενο σύντροφο και «πρωταγωνιστή» πολλών έργων του, τον Τζορτζ Ντάιερ, έναν μικροαπατεώνα με τον οποίο γνωρίστηκε στα τέλη του 1963, όταν εκείνος μπήκε στο σπίτι του για να τον ληστέψει. Η σχέση τους ήταν θυελλώδης και τελικά αποδείχθηκε τραγική. Δύο ημέρες πριν από την έναρξη της αναδρομικής έκθεσης του Μπέικον στο Grand Palais στο Παρίσι, το 1971, ο Ντάιερ βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση αλκοόλ και ναρκωτικών στο μπάνιο του Hotel des Saint-Pères στο Παρίσι. Ο Μπέικον δεν ακύρωσε τα εγκαίνια της έκθεσης, αλλά το 1973, εκτός από μια σειρά αυτοπροσωπογραφιών του με τις οποίες αιχμαλώτισε τη θλίψη και την απομόνωσή του, δημιουργεί το «Triptych May-June 1973» που αποτυπώνει τις τελευταίες στιγμές του Ντάιερ στο ξενοδοχείο.
Μέσα στο χρώμα του Βαν Γκογκ και του Βελάσκεθ
Μεγάλες πηγές έμπνευσης για τον Μπέικον ήταν τα πορτρέτα του Βαν Γκογκ και του Βελάσκεθ. Δεν είδε ποτέ από κοντά τον «Πάπα Ιννοκέντιο Χ» (1649-50) του Βελάσκεθ ή τον «Ζωγράφο στον δρόμο για το Ταρασκόν» (1888) του Βαν Γκογκ, αλλά μελέτησε φωτογραφίες των έργων και είναι αυτά τα έργα που τον ώθησαν να τολμήσει να απομακρυνθεί από τις σκοτεινές μονόχρωμες εικόνες και να χρησιμοποιήσει το χρώμα που θα χαρακτήριζε το μετέπειτα έργο του. Στο «Study for portrait of Van Gogh», η μαυροντυμένη φιγούρα του ζωγράφου με το κίτρινο καπέλο του χάνεται σε μια έκρηξη κόκκινων, πράσινων και κίτρινων χωραφιών κάτω από έναν γαλάζιο ουρανό. Αυτά τα χρώματα συναντάμε στα κατοπινά του τρίπτυχα, στο μεγαλόπρεπο φόντο της δραματικής σκηνής, της φιγούρας που πρωταγωνιστεί, του πάσχοντος σώματος.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Μπέικον συνέχισε να ζωγραφίζει διφορούμενες και ανησυχητικές εικόνες. Για πρώτη φορά άρχισε να ζωγραφίζει εκ του φυσικού πορτρέτα των Ρόμπερτ και Λίζα Σένσμπουρι, και του φίλου του και ζωγράφου Λούσιαν Φρόιντ. Σε μια ενότητα που ονομάζεται «Beyond Appearance», ο επισκέπτης ψάχνει αυτό που έχει ανασύρει ο ζωγράφος από κάθε προσωπικότητα, βλέποντας το έργο δίπλα στις φωτογραφίες των προσώπων που κάθισαν απέναντί του. Ξεχωρίζει σε αυτή την ενότητα το πορτρέτο του Ουίλιαμ Μπλέικ, βασισμένο σε ένα ομοίωμα νεκρικής μάσκας του 1823 του ποιητή και καλλιτέχνη, που αγόρασε ο Μπέικον από το πωλητήριο της National Portrait Gallery.
Το έργο του Μπέικον εξελίχθηκε στη δεκαετία του 1960, τα πορτρέτα του έγιναν πιο προσωπικά και επικεντρώθηκαν σε μια επιλεγμένη ομάδα ανθρώπων που πόζαραν γι’ αυτόν. Αυτά τα συμπλέγματα πορτρέτων παραπέμπουν στη βιογραφία του Μπέικον –την κοινωνική ζωή του και τις ταραχώδεις σχέσεις του–, αλλά μιλούν επίσης για την έντονη ευαισθησία του, την απόγνωση, τη θλίψη και τον πόνο. Ο Μπέικον δεν απολάμβανε τη διαδικασία της ζωγραφικής εκ του φυσικού, την έβρισκε ανασταλτική. Προτιμούσε να ζωγραφίζει από φωτογραφίες ή από μνήμης, κάτι που του έδινε απεριόριστη ελευθερία για να χειριστεί τις παραμορφώσεις των προσώπων και τη στρέβλωση των σωμάτων, χωρίς να προκαλεί τραύμα στους φίλους του με την ερμηνεία του.
Οι ντάμες και η υπέρβαση της ομοιότητας
Οι φίλες του Ενριέτα Μόρες, Μιούριελ Μπέλτσερ και Ίζαμπελ Ρόσθορν φαντάζουν αλλόκοσμες και οικείες μαζί∙ ο Μπέικον έχει συλλάβει κάτι από τον χαρακτήρα, το ύφος, τα μυστικά αυτών των γυναικών και τα έχει αποκαλύψει και συγκαλύψει μαζί στις αινιγματικές απεικονίσεις του. Η Ενριέτα Μόρες ήταν ένα βασικό πρόσωπο στην καλλιτεχνική και μποέμ ζωή του μεταπολεμικού Λονδίνου. Αποφασισμένη να γνωρίσει τον Φράνσις Μπέικον και τον Λούσιαν Φρόιντ, σύχναζε σε μπαρ όπως το French House στο Σόχο. Εκεί, πάνω από ένα ποτήρι σαμπάνια, ο Μπέικον της είπε «Σκέφτομαι να ζωγραφίσω τους φίλους μου» και ζήτησε από τον Τζον Ντίκιν να βγάλει μερικές φωτογραφίες της Μόρες γυμνής στο κρεβάτι.
Με το «Three Studies for Portrait of Henrietta Moraes», το 1963, ο Μπέικον αιχμαλωτίζει τη φίλη του σε ένα κομβικό σημείο πριν χαθεί σε μια ομίχλη ναρκωτικών και εγκλημάτων. Στα έργα αυτά απεικονίζεται σαν γυμνό της Αναγέννησης, με δυνατούς γλουτούς και τη σάρκα της να διαγράφεται με κοιλότητες και στρογγυλάδες και μπλαβιά χρώματα, με τα μπράτσα της τρυπημένα από βελόνες, μια υπενθύμιση της κατάδυσής της στην άβυσσο των ναρκωτικών. Το τρίπτυχο είναι η κατάλληλη μορφή για να αποδώσει μια φιγούρα με πολλαπλές όψεις: στα 67 της χρόνια ήταν μούσα του καλλιτέχνη, κατάδικος, τοξικομανής, χίπισσα, απομνημονευματολόγος, κηπουρός, μητέρα και γιαγιά.
Μια άλλη πρωταγωνίστρια της έκθεσης είναι η Μιούριελ Μπέλτσερ, μια «παραβατική αγία», όπως την αποκαλούσαν. Στο τρίπτυχο «Three Studies of Muriel Belcher», σε μαύρο φόντο, με την κραταιά ιδιοκτήτρια του Colony Room, ενός διάσημου κλαμπ στο Σόχο, ντυμένη στα βαθυκόκκινα, αποτυπώνεται η προσωπικότητά της, τα μαλλιά της ρέουν, τα έντονα τοξωτά φρύδια και η μεγάλη μύτη της τής δίνουν μορφή άλλοτε συμπονετική και άλλοτε ζωώδη. Όταν άνοιξε την επιχείρησή της, έδινε 10 λίρες την εβδομάδα και δωρεάν ποτά στον Μπέικον με αντάλλαγμα να φέρνει νέους πελάτες. Ήταν διαβόητη για τα καυστικά της σχόλια και την πνευματώδη φύση της και αποτέλεσε θέμα πολλών πορτρέτων του ζωγράφου.
Η άλλη γυναίκα που ενέπνευσε τον Μπέικον είναι η Ίζαμπελ Ρόσθορν, καλλιτέχνιδα και φίλη του, υπότροφος της Βασιλικής Ακαδημίας, βοηθός του Τζέικομπ Έπστιν, μοντέλο των Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Αντρέ Ντερέν και Πικάσο. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε στη μαύρη προπαγάνδα και αργότερα γνώρισε τον Μπέικον, που ζωγράφισε δεκατέσσερα πορτρέτα της. Ως υλικό χρησιμοποίησε τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Τζον Ντίκιν.
«Βλέπω κάθε εικόνα συνεχώς με μεταβαλλόμενο τρόπο και σχεδόν με μεταβαλλόμενη σειρά», έλεγε ο Μπέικον για τα τρίπτυχά του, υποστηρίζοντας ότι η έμπνευση ήταν οι φωτογραφίες των αστυνομικών αρχείων. Έπαιρνε τις φωτογραφίες και χειριζόταν με φυσικό τρόπο το υλικό του, το έσκιζε, το τσαλάκωνε, το δίπλωνε, παραμορφώνοντας τα χαρακτηριστικά. Όμως, παρά τις παραμορφώσεις, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Μπέικον μπορούσε να διατηρεί μια ομοιότητα με το θέμα του. Το βλέπει κανείς στο «Three studies of Isabel Rawsthorne». Ο πίνακας είναι φτιαγμένος στο απόγειο των δυνάμεων του Μπέικον, ο οποίος συνδυάζει αριστουργηματικά την τεχνική, ενώ αιχμαλωτίζει την ουσία της προσωπικότητας του μοντέλου του.
Αν υπάρχει κάτι μεγαλειώδες σε αυτή την έκθεση, είναι η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο Φράνσις Μπέικον αισθάνθηκε και κατάλαβε τον άνθρωπο, πριν τον ζωγραφίσει με απελπισία και ευαισθησία. Αυτό προκαλεί ένα κύμα συγκίνησης που ξεπερνά την τεχνική αρτιότητα, την έμπνευση∙ αυτό είναι που άλλαξε την προσωπογραφία, δημιουργώντας μια ανεπανάληπτη ζωγραφική της φιγούρας, μια αδέσμευτη και διαχρονική ζωγραφική του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Francis Bacon: Human Presence | Exhibition Trailers